Περικλής Παυλίδης

Μια προσέγγιση για τις αντιθέσεις των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα: ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, αρ.φύλλου 138,  3 Νοεμβρίου 2012, σελ.29)

 

Η αναφορά στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η εξαιρετική σφοδρότητα της οποίας και οι επώδυνες συνέπειές της για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας καθιστούν επιτακτική ανάγκη την κατανόηση των ιστορικών ορίων της κεφαλαιοκρατίας και την ανίχνευση των σύγχρονων δυνατοτήτων σοσιαλιστικής χειραφέτησης της ανθρωπότητας.

Θεμελιώδες γνώρισμα του σοσιαλισμού του 20ου αιώνα είναι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής με τη μορφή της κρατικοποίησής τους και η κοινωνική διεύθυνση του συνόλου των παραγωγικών δραστηριοτήτων βάσει ενιαίων οικονομικών σχεδίων.

Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας επιχειρήθηκε η συνένωση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και η συνεργατική ανάπτυξή τους στην κατεύθυνση της ικανοποίησης θεμελιωδών ανθρώπινων αναγκών. Η εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δημιούργησε τις απαραίτητες συνθήκες για την κοινωνική κατοχύρωση της θέσης του κάθε ανθρώπου στο σύστημα της εργασίας, της πρόσβασής του στα αναγκαία μέσα επιβίωσης και πολιτισμικής ανάπτυξης.

Την ίδια στιγμή, προκειμένου να κατανοήσουμε τις τεράστιες δυσκολίες που συνάντησαν τα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα και κυρίως τις αναπόδραστες αντιθέσεις που τα διέκριναν, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή στο γεγονός ότι οι νέες σχέσεις ιδιοκτησίας εγκαθιδρύθηκαν πάνω σε υλική βάση κληρονομημένη από το παρελθόν, η οποία, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε, παρέμεινε σε όλη την ιστορία των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών ουσιωδώς αναντίστοιχη των κομμουνιστικών σχέσεων.

Η υλική αυτή βάση συγκροτούταν από παραγωγικές δυνάμεις (μέσα παραγωγής και τύπους εργαζομένων), οι οποίες στην πλέον προηγμένη εκδοχή τους (μερικώς εκμηχανισμένη παραγωγή–μεγάλη βιομηχανία) ήταν αντίστοιχες των παραγωγικών δυνάμεων της κεφαλαιοκρατίας, σε μεγάλη όμως κλίμακα (χειροκίνητα εργαλεία) αντιστοιχούσαν σε προκεφαλαιοκρατικούς τρόπους παραγωγής. Επρόκειτο για υλική βάση ο κοινωνικός χαρακτήρας της οποίας ήταν ανεπαρκώς ανεπτυγμένος, δεδομένου ότι διατηρούταν τεράστιος όγκος χειρωνακτικής εργασίας, αναγκαίας για τη χρήση χειροκίνητων μέσων εργασίας και την υπηρέτηση των μηχανών.

Συνέπεια αυτής της αναντιστοιχίας ήταν το γεγονός ότι η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είχε σε σημαντικό βαθμό (όχι όμως απολύτως) τυπικό χαρακτήρα. Απέκτησε, δηλαδή, τη μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της συνένωσης διαμέσου του σοσιαλιστικού κράτους των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας.

Όπως επισημαίνει ο Β.Α.Βαζιούλιν, η σχέση μεταξύ της εγκαθιδρυμένης κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και του εισέτι ανώριμου κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής αποτελεί τη θεμελιώδη αντίφαση του σοσιαλισμού, ως σταδίου διαμόρφωσης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η διατήρηση σε μεγάλη έκταση της χειρωνακτικής εργασίας συναπτόταν με την εμπλοκή των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία ως άμεσων φυσικών συντελεστών της. Το αποτέλεσμα της εργασίας τους, η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος εξαρτιόνταν σε σημαντικό βαθμό από τις φυσικές προσπάθειές τους, την ένταση, το ρυθμό, τη διάρκεια της χρήσης των σωματικών τους δυνάμεων, από την ατομική δεξιοτεχνία και εμπειρία.

Δεδομένης της εξάρτησης της χειρωνακτικής εργασίας, ως προς τα ποιοτικά και ποσοτικά της χαρακτηριστικά, από πληθώρα αστάθμητων παραγόντων, συνδεδεμένων εν πολλοίς με την υποκειμενικότητα του εργαζόμενου, η διατήρησή της σε μεγάλη έκταση εντός του συστήματος της παραγωγής, καθώς και η εμπλοκή, ιδιαίτερα σε κλάδους όπως η γεωργία αλλά όχι μόνο, εισέτι μη μετασχηματισμένων ή ελλιπώς μετασχηματισμένων και μη ελεγχόμενων από την εργασία φυσικών δυνάμεων και διαδικασιών (φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί, εδαφικές και κλιματικές συνθήκες) συνεπαγόταν μεγάλες ανισορροπίες μεταξύ διαφορετικών παραγωγικών συγκροτημάτων, όσον αφορά τον όγκο της προσφερόμενης εργασίας στη μονάδα του χρόνου εργασίας, και μεγάλες δυσκολίες ακριβούς σχεδίασης της παραγωγικής διαδικασίας.

Στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες ο υπολογισμός των δυνατοτήτων των διαφόρων μονάδων παραγωγής καθώς και των μεταξύ τους αλληλεξαρτήσεων αποτελούσε πάντα αρκετά δύσκολο και αβέβαιο εγχείρημα, με αποτέλεσμα οι προβλέψεις, οι δείκτες και οι εντολές του κεντρικού οικονομικού σχεδίου πολύ συχνά να μην εκφράζουν την αντικειμενική πραγματικότητα και να μην κατευθύνουν αποτελεσματικά την παραγωγική διαδικασία.

Η διάσπαση της ζωντανής εργασίας σε πληθώρα λίγο ή πολύ αυτόνομων παραγωγικών συγκροτημάτων και η κατανομή του προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση κοινωνικού προϊόντος με βάση την προσφερόμενη ατομική εργασία είχαν ως αναπόδραστη συνέπεια τη διατήρηση των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων.

Οι σχέσεις αυτές δεν ήταν πλέον κεφαλαιοκρατικές, δεδομένου ότι λειτουργούσαν στο πλαίσιο της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, του γενικού οικονομικού σχεδιασμού και των γενικών διοικητικών παραγωγικών κατευθύνσεων. Η ύπαρξή τους συνδεόταν με την κατανομή της εργατικής δύναμης και μέρους των μέσων εργασίας στις διάφορες παραγωγικές μονάδες. Οι εμπορευματικές–χρηματικές σχέσεις συμπλήρωναν το σύστημα κρατικής διεύθυνσης της οικονομίας στο έργο της σύνδεσης και του συντονισμού πληθώρας αυτόνομων παραγωγικών συγκροτημάτων, διευκολύνοντας την αντιμετώπιση τρεχουσών, απρόβλεπτων και μη ανιχνεύσιμων από το σύστημα αυτό παραγωγικών αναγκών.

Την ίδια στιγμή οι εμπορευματικές σχέσεις συνιστούσαν αντιφατικό φαινόμενο, πτυχή της βασικής αντίφασης των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών. Η ύπαρξή τους ευνοούσε την εμφάνιση ιδιοτελών συμπεριφορών στις τάξεις των εργαζομένων, ενώ η διεύρυνσή τους από ένα σημείο και μετά (σοσιαλισμός της αγοράς) διευκόλυνε σημαντικά την εξάπλωση της σκιώδους οικονομίας, η οποία άρχισε να διαπλέκεται με την επίσημη, δημιουργώντας κοινωνικές δυνάμεις με αντισοσιαλιστικά, αντεπαναστατικά συμφέροντα.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι η υπέρβαση των εμπορευματικών–χρηματικών σχέσεων δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί (αν και επιχειρήθηκε) με βουλησιαρχικές πράξεις και διατάγματα, παρά εξαρτιόταν από τη συνολική ανάπτυξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας, από το σταδιακό μετασχηματισμό της κληρονομημένης υλικής βάσης επί της οποίας είχε εγκαθιδρυθεί η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, διαδικασία που απαιτούσε μεγάλη χρονική περίοδο και σε κάθε περίπτωση υπερέβαινε κατά πολύ τη διάρκεια και τις δυνατότητες των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών.

Είναι αληθές ότι σε αυτές τις κοινωνίες οι εργαζόμενοι–άμεσοι παραγωγοί είχαν επιτύχει πολύ σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις που βελτίωσαν εξαιρετικά τις συνθήκες ζωής τους και καλλιέργησαν μεταξύ τους σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Παρά ταύτα, δεν κατέστη εφικτή η υπέρβαση των αντιθέσεων μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, διοικητικής και εκτελεστικής, ευχάριστης–δημιουργικής και μονότονης–κοπιώδους–ανθυγιεινής. Αντιθέσεις που σηματοδοτούν την κυριαρχία ενός εισέτι υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας.

Στις δεδομένες συνθήκες η εργασιακή δραστηριότητα για πολλούς εργαζόμενους αποτελούσε εξωτερική και όχι εσωτερική ανάγκη. Κίνητρό της ήταν η ιδιοποίηση διαμέσου του μισθού μέρους του προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση προϊόντος και όχι η απόλαυση της ίδιας της εργασίας ή η συνειδητή συμβολή στην πρόοδο της κοινωνίας. Οι εν λόγω αντιθέσεις γεννούσαν διαφορές ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό–κοινωνικό συμφέρον, ιδιότυπους ανταγωνισμούς μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων για κατάληψη ευνοϊκότερων θέσεων στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, στάσεις ζωής ξένες ή ακόμη και εχθρικές προς το σοσιαλισμό: καριερισμό, καταναλωτισμό, κομφορμισμό, ηθική διπροσωπία κ.λπ. Εκτός αυτού, η διατήρηση σε μεγάλη κλίμακα της χειρωνακτικής εργασίας, της φυσικής υπαγωγής των εργαζόμενων στα μέσα παραγωγής, συνεπαγόταν την αναπόδραστη αδυναμία τους να αναλάβουν άμεσα τη διαχείριση του συστήματος της παραγωγής.

Η σχεδιασμένη λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας απαιτούσε την κεντρική συλλογή και επεξεργασία πληθώρας πληροφοριών για το σύνολο του συστήματος παραγωγής, αλλά και την ευρεία χρήση εξειδικευμένων επιστημονικών γνώσεων για τη σχεδίαση και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Δεδομένου όμως ότι οι εργαζόμενοι, ως άμεσοι συντελεστές της εκμηχανισμένης παραγωγής, μπορούσαν να γνωρίζουν και να ελέγχουν μόνο επί μέρους και επιφανειακές πλευρές των παραγωγικών διαδικασιών, για τη διεύθυνση του συνόλου των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων κατέστη αναγκαία η συγκρότηση ενός ξεχωριστού από αυτούς, ιεραρχημένου, κρατικού διευθυντικού συστήματος.

Επιπροσθέτως, από τη στιγμή που στις πρώτες σοσιαλιστικές χώρες μεγάλο μέρος των εργαζομένων, στη φυσική αμεσότητά τους, αποτελούσε παραγωγική δύναμη, για τη σχεδιοποιημένη διεύθυνση της οικονομίας ήταν αναγκαία και η διεύθυνση των ίδιων των χειρωνακτών εργαζόμενων, η οργάνωση και εποπτεία της χρήσης των φυσικών τους δυνάμεων. Αυτό σήμαινε την αναπόφευκτη διατήρηση των σχέσεων διεύθυνσης ανθρώπου από άνθρωπο, πράγμα που συνιστά την πεμπτουσία του γραφειοκρατικού φαινομένου.

Δέον να σημειωθεί ότι οι αντιθέσεις του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας ανακύπτουν ακριβώς στο εσωτερικό της ίδιας της εργασίας και έρχονται στο προσκήνιο με την κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Στο βαθμό δε που έχουν ισχυρή παρουσία σε μια σοσιαλιστική κοινωνία διατηρούνται οι προϋποθέσεις παλινόρθωσης των ταξικών, εκμεταλλευτικών σχέσεων. Η αντιμετώπισή τους στις πρώτες σοσιαλιστικές χώρες προς όφελος της κομμουνιστικής προοπτικής συναπτόταν οπωσδήποτε με την πολιτική κινητοποίηση των πλέον συνειδητοποιημένων εργαζομένων, αλλά αναπόφευκτα και με τον κρατικό κατασταλτικό έλεγχό τους. Κυρίως όμως αφορούσε στο συστηματικό και ριζικό μετασχηματισμό της εργασίας, των μέσων παραγωγής και του κυρίαρχου τύπου εργαζομένου.

Η σοσιαλιστική εμπειρία του 20ου μας υποχρεώνει να αντιληφθούμε την κομμουνιστική προοπτική ως μια μακρόχρονη διαδικασία βαθύτατων κοινωνικών αλλαγών, στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται όχι απλώς η κατάργηση των ταξικών σχέσεων, αλλά η υπέρβαση των εσωτερικών αντιθέσεων της εργασίας και η ωρίμανση του κοινωνικού της χαρακτήρα. Πρόκειται για την προοπτική εξόδου των εργαζόμενων από την παραγωγή, ως άμεσων–φυσικών συντελεστών της, και ανάδειξής τους σε συλλογικούς σχεδιαστές, διευθυντές και ρυθμιστές των παραγωγικών διαδικασιών.

Τα πρώτα σοσιαλιστικά καθεστώτα αποτέλεσαν την καθοριστική κινητήριο δύναμη της κοινωνικής προόδου που συντελέστηκε στον 20ο αιώνα. Η ανατροπή τους προκάλεσε τεράστια κοινωνική καταστροφή, οδηγώντας τις αντίστοιχες χώρες σε βαθύτατη παρακμή. Κατέφερε, επίσης, ισχυρότατο πλήγμα στο πλέον κρίσιμο σημείο των ταξικών αγώνων, στην πεποίθηση ότι η χειραφέτηση της εργασίας είναι εφικτή, ότι η ενωμένη ανθρωπότητα της κομμουνιστικής κοινωνίας αποτελεί δυνατή ιστορική προοπτική.

Ως εκ τούτου, η κατανόηση των αντιθέσεων που καθόρισαν την πορεία και την ήττα των πρώτων σοσιαλιστικών εγχειρημάτων, σε συνάρτηση με τη διερεύνηση των σύγχρονων τάσεων εμβάθυνσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας (τεχνοεπιστήμη, ανάπτυξη παγκόσμιων πληροφοριακών συστημάτων και αυτοματοποιημένων παραγωγικών συγκροτημάτων, ενίσχυση του διανοητικού-επιστημονικού περιεχομένου της εργασίας) και τη συνειδητοποίηση των νέων δυνατοτήτων και προοπτικών επιτυχούς υπέρβασης αυτών των αντιθέσεων, αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για τη συγκρότηση νικηφόρας σοσιαλιστικής στρατηγικής.