Για το πρόβλημα της γραφειοκρατίας

του Δημήτρη Πατέλη

 (Φιλοσοφική σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ)

 

 Άρθρο στο Δελτίο του συλλόγου ελλήνων φοιτητών Μόσχας. Μόσχα 1987.

Τι είναι τέλος πάντων αυτή η γραφειοκρατία; Είναι αλήθεια ότι η λέξη έγινε της μόδας... Μάλιστα φοριέται πολύ τελευταία! Και είναι εντελώς φυσικό. Εδώ και πολλά χρόνια η επίμαχη λέξη είχε παραμεριστεί κατά μυστήριο τρόπο από το λεξιλόγιο σημαντικής μερίδας της αριστεράς, σαν ξένη προς τη θεωρία του μαρξισμού... Γιατί άραγε;

Επειδή αρκετά μας έχουν διαφωτίσει προφεσόροι, «μαρξιστές» και κάθε λογής μαρξολόγοι, πρόθυμοι να μας προσφέρουν στο πιάτο την δική τους έγκυρη ανάγνωση τού μαρξισμού, καλό θα ήταν να στραφούμε λιγάκι στις ίδιες τις πηγές, στα κείμενα των ιδρυτών αυτού του ρεύματος, που σημάδεψε τη νεότερη ιστορία με χρώματα ανεξίτηλα...

Από τα πρώτα βήματα του στην πολιτική αρένα, ο νεαρός Μαρξ, ως δημοσιολόγος, έρχεται σε σύγκρουση με μια πραγματικότητα που κάθε άλλο περά ρόδινη μπορεί να χαρακτηριστεί. Μέσα λοιπόν από τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, έχει να αντιμετωπίσει ένα κράτος, μια καταπιεστική εξουσιαστική μηχανή, που αντί - σύμφωνα με τις τότε ιδεαλιστικές, επαναστατικές – δημοκρατικές αντιλήψεις του - να εκπροσωπεί και να προασπίζεται το «καλό» της κοινωνίας, μεροληπτεί, καταδυναστεύει, επιβάλλει μιαν ασφυκτική λογοκρισία. Αντί να προασπίζει τα συμφέροντα των πολλών και καταφρονεμένων, κάνει την κατάσταση τους ακόμα πιο ανυπόφορη, το βίο τους ακόμα πιο αβίωτο. Μια τραγική κατάσταση εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του νεαρού επαναστάτη - αρχισυντάκτη της Εφημερίδας του Ρήνου - όταν οι χρεοκοπημένοι αμπελουργοί του Μοζέλα γίνονται αντικείμενο της κρατικής «αρωγής»...0 Μαρξ, με τη συνέπεια που από τότε τον διακρίνει, αναλαμβάνει μόνος του μια εκτενή αυτοψία της κατάστασης, πραγματοποιώντας την πρώτη του συγκεκριμένη αυστηρά επιστημονική, κοινωνιολογική ανάλυση.

Ξεκινά λοιπόν την ανάλυση του από τον μεμονωμένο εκπρόσωπο, της γραφειοκρατίας, δηλαδή από τον υπάλληλο που βρίσκεται πιο κοντά στον λαό, στη «σφαίρα των ατομικών (ιδιωτικών) συμφερόντων» και τον εξετάζει ως εξιδανικευμένο τύπο, για να αποφύγει τις υποκειμενικές επιδράσεις. 0 υπαλληλίσκος μας λοιπόν είναι αγνός και τίμιος, κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του, κάνει ό,τι περνά απ’ το χέρι του. Και ξάφνου ακούει κάποια παράπονα. Τι, να συμβαίνει άραγε; Αυτός να κάνει με αυτοθυσία τη δουλειά του στην περιοχή της αρμοδιότητας του και να βρίσκονται κάποιοι που διαμαρτύρονται να υπάρχει δηλαδή άλλη  άποψη;! Κάτι ύποπτο πρέπει να συμβαίνει εδώ. Αυτοί που διαμαρτύρονται θα πρέπει να είναι η «εχθρική πλευρά», οι προθέσεις και τα κίνητρά τους, του φαίνονται μάλλον ιδιοτελή. Αντί λοιπόν να διευκρινίσει περί τίνος πρόκειται, προσπαθεί να διαψεύσει τους διαμαρτυρόμενους. Ουσιαστικά, ο υπάλληλός μας ξεκινά από την πίστη ότι οι υπάλληλοι, η διοίκηση, και μόνον αυτοί, ενσαρκώνουν και προασπίζονται το κρατικό,  το «κοινό», το δημόσιο συμφέρον, οι δε διοικούμενοι δεν εκπροσωπούν τίποτε άλλο παρά μόνο τα ιδιωτικά συμφέροντα. Γι’ αυτόν λοιπόν η πραγματικότητα
δεν  είναι  παρά  μια  αυταπάτη,  μια ψευδής πραγματικότητα, τέλος πάντων μια σκοτεινή υπόθεση. Αυθεντική δε πραγματικότητα, είναι αυτή των διαταγμάτων, των κανονισμών, των διοικητικών πράξεων και αποφάσεων, των εγκυκλίων κ.ο.κ. του γραφείου του, άρα η επίσημη και μόνο πραγματικότητα, η πραγματικότητα του γραφειοκρατικού του μηχανισμού.

 Όταν λοιπόν εμφανιστεί μια συμφορά στο λαό, στους διοικούμενους (στους αμπελουργούς του Μοζέλα λόγου χάρη), τότε οι ίδιοι μάλλον οι τελευταίοι θα είναι κατά την οπτική του οι υπαίτιοι, χωρίς να διανοείται καν να αμφισβητήσει τις αρχές εκείνες και τα διατάγματα - προϊόντα της γραφειοκρατίας που ρυθμίζουν τη ζωή τους.

           Αποδεικνύει λοιπόν ο Μαρξ, ότι όταν τα συμφέροντα της διοικητικής εξουσίας, των επάνω, αντιπαρατίθενται με τα συμφέροντα του λαού, των κάτω, των διοικούμενων, τότε τα κοινά, τα καθολικά συμφέροντα που δήθεν πρεσβεύει αυτή η εξουσία δεν είναι παρά πλασματικά, φενακισμένα - καθολικά, στην πραγματικότητα
δε είναι επί μέρους, ατομικά (ιδιωτικά) συμφέροντα. Ο κάθε εκπρόσωπος των αρχών, της διοικητικής εξουσίας ανάγει το καθολικό συμφέρον στο επίπεδο του δικού του συμφέροντος, το μετατρέπει σε προσωπική του υπόθεση. Τα ειδικά, τα ιδιωτικά συμφέροντα της γραφειοκρατίας παρουσιάζονται έτσι ως καθολικά, δημόσια, κρατικά συμφέροντα. Η πραγματικότητα στρεβλώνεται και στη θέση της συγκροτείται μια ιδιότυπη, γραφειοκρατική, φενακισμένη πραγματικότητα. Ωστόσο στον γραφειοκράτη φαίνεται ότι αυτή ακριβώς η επίσημη απατηλή πραγματικότητα είναι η αυθεντική, ενώ την αυθεντική πραγματικότητα την αγνοεί, την θεωρεί αυταπάτη. Γι’ αυτόν τα καθολικά, τα κρατικά συμφέροντα είναι ξεκομμένα από τα ιδιωτικά και ως κράτος, ως όλο, ως καθολικό αντιλαμβάνεται μόνο τον στενό (και μίζερο) κόσμο της δραστηριότητας του. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι
γι’ αυτόν παρά ένα παθητικό, άβουλο και άλογο αντικείμενο, που οφείλει να είναι παθητικός δέκτης της δραστηριότητας του. Συνεπώς ο γραφειοκράτης ξεκινά από την αντίληψη, ότι στο δίπολο «διοικούντες – διοικούμενοι», η  διοίκηση  είναι το υποκείμενο, η πλευρά εκείνη που είναι παντοδύναμη και ενεργητική, ότι το αντικείμενο αυτής της διοίκησης, οι  διοικούμενοι είναι κάτι το εξ’ υπαρχής παθητικό. Η ίδια λοιπόν η διοίκηση, εξαιτίας της απόσπασής της, του ξεκόμματός της από τους διοικούμενους, από την χώρα, ανάγει τα συμφέροντα της χώρας στα συμφέροντα των διοικούντων ως ιδιαίτερης ομάδας και ως μεμονωμένων (διακεκριμένων) προσωπικοτήτων. Εξ’ αιτίας ακριβώς της απόσπασης του καθολικού συμφέροντος από τα ιδιωτικά, τα τελευταία ανάγονται στο πρώτο, προβάλλουν ως υποταγμένα στο σύνολό τους από το πρώτο. Το «κοινό», το καθολικό είναι ξεκομμένο από το επιμέρους, από το ιδιωτικό και προβάλλει σαν να καταβροχθίζει, σαν να καθυποτάσσει πλήρως το ιδιωτικό, το επιμέρους. Ενεργητικό είναι μόνο το καθολικό ξεκομμένο από το ιδιωτικό, από το επιμέρους, το δε ιδιωτικό, το επιμέρους δεν είναι παρά το παθητικό, αντικείμενο και μόνο του πλασματικά καθολικού (δηλ. του κράτους, του διοικητικού μηχανισμού). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η απόσπαση του καθολικού από το μερικό, η αντίληψη του καθολικού που πρεσβεύουν οι διοικούντες ως ενεργητικού, του δε μερικού ως παθητικού, η αντίληψη αυτού του καθολικού ως δυνάμενου ανά πάσα στιγμή να καταβροχθίζει το μερικό, αποτελεί τη μεθοδολογική θέση που αντιστοιχεί στην οπτική της γραφειοκρατίας (σε αυτό θα επανέλθουμε πιο κάτω).

Μέχρι τώρα παρακολουθήσαμε τον Μαρξ στην ανάλυση της σχέσης της γραφειοκρατικής μηχανής με τους «έξω» από αυτήν, με το «αντικείμενό» της διοίκησης. Τι γίνεται όμως στο «εσωτερικό» της, ποια σχέση υπάρχει «μέσα» στο μηχανισμό της, ανάμεσα στους κρίκους που τον συναρθρώνουν; Ο Μαρξ αποδεικνύει ότι η ίδια άποψη, κατά την οποία δήθεν η ηγεσία «όλα  τα  ξέρει  καλύτερα» και η ίδια ακριβώς αντιπαράθεση της διοίκησης προς το αντικείμενο της διοίκησης της, υπάρχει
και στο εσωτερικό του ίδιου του γραφειοκρατικού κόσμου. Η κάθε διοίκηση εν γένει, βρίσκει τον αίτιο της όποιας κακοδαιμονίας εκτός του πεδίου της δικής της δραστηριότητας. Αν πάρουμε ξεχωριστά τον κατώτερο υπάλληλο, που βρίσκεται πιο κοντά απ’ τους υπόλοιπους στο λαό (π.χ. στους χρεοκοπημένους αμπελουργούς), η κατάσταση των πραγμάτων του φαίνεται πάντα καλύτερη, είτε τέλος πάντων διαφορετική απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα και αυτό δε γίνεται σκόπιμα, από πρόθεση, αλλά αναπόφευκτα δηλαδή νομοτελειακά. Ο υπάλληλος θεωρεί ότι «το ερώτημα εάν όλα βαίνουν καλώς στην περιφέρεια της αρμοδιότητάς του είναι πρώτα απ’ όλα ερώτημα, για το εάν αυτός προσωπικά διοικεί καλά (δεόντως) αυτή την περιφέρεια.. Το  ερώτημα για το εάν οι αρχές της διοίκησης και οι ίδιες οι υπηρεσίες είναι καλές εν γένει, - αυτό το ερώτημα δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του. Περί αυτού μπορούν να κρίνουν μόνον οι ανώτερες σφαίρες (τα ανώτερα κλιμάκια) που διαθέτουν γνώσεις πιο ολόπλευρες και πιο βαθιές για την επίσημη υφή των πραγμάτων, δηλαδή για τη συνάφεια τους με το κράτος συνολικά. Ο  ίδιος μπορεί να είναι πεπεισμένος με ευσυνείδητο τρόπο ότι αυτός διοικεί καλά». Κατά συνέπεια αυτός είτε δεν είναι σε θέση να βλέπει  τα πράγματα και τόσο σκούρα, είτε - κι αν ακόμα τα κρίνει κάποτε άσχημα – θα αναζητά τις αιτίες της κακοδαιμονίας «εκτός της  σφαίρας της διοίκησης» (σε φυσικά φαινόμενα (θεομηνίες), στην ιδιωτική ζωή, σε διαστροφές ατόμων, σε κακόβουλες και υπονομευτικές ενέργειες, σε ανεξέλεγκτες συγκυρίες κλπ). Άρα ο γραφειοκράτης ρέπει αντικειμενικά προς τον εξωραϊσμό, προς τη συγκάλυψη των προβλημάτων,
όταν αναφέρεται στη δουλειά του.

Ο Μαρξ διαπιστώνει με την έρευνά του ότι «οι  ανώτεροι  διοικητικοί υπάλληλοι οφείλουν, όπως είναι φυσικό, να έχουν εμπιστοσύνη στους δικούς τους υπαλλήλους περισσότερο, απ’ ότι  στα  διοικούμενα από αυτούς πρόσωπα», τα οποία φυσικά δε  διαθέτουν την αντίστοιχη  επίσημη αντίληψη. Επιπλέον, η ανώτερη ιεραρχικά βαθμίδα, έχει  και  τις παραδόσεις  της, διαθέτει   για την  εν λόγω περιφέρεια [για το πεδίο της δικαιοδοσίας της – Δ.Π.]  άπαξ και δια παντός δεδομένες θέσεις, καθώς και  μιαν αντίστοιχη αρχειοθετημένη, πρωτοκολλημένη, καταχωρημένη κ.ο.κ. «επίσημη εικόνα» με  βάση «τα επίσημα στοιχεία». Δίπλα λοιπόν στην υπαρκτή πραγματικότητα η ανώτερη  ιεραρχική  βαθμίδα «έχει  πάντα  μπροστά της μια γραφειοκρατική πραγματικότητα, η οποία  διατηρεί το κύρος  της, όσο κι  αν αλλάζουν οι  καιροί». Και  καταλήγοντας  ο Μαρξ  διαπιστώνει  ότι   «ο  νόμος της γραφειοκρατικής   ιεραρχίας  και   η  θεωρία   σύμφωνα  με  την  οποία  οι  πολίτες του κράτους  διαιρούνται   σε  δυο κατηγορίες: στην κατηγορία  των  ενεργητικών, των συνειδητών πολιτών, οι οποίοι διοικούν και των παθητικών, των ασυνείδητων πολιτών, τους οποίους διοικούν [οι πρώτοι] αμφότερες αυτές οι συνθήκες αλληλοσυμπληρώνονται». Έτσι ο κάθε εκπρόσωπος της εξουσίας θα βλέπει την εκάστοτε κατάσταση οποιασδήποτε περιφέρειας «σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητας του προκατόχου του. Σύμφωνα με το νόμο της ιεραρχίας, αυτός ο προκάτοχός  του το πιθανότερο, τότε πλέον θα καταλαμβάνει ανώτερη θέση [θα έχει προαχθεί υπηρεσιακώς – Δ.Π.], συχνά δε είναι ο άμεσα προϊστάμενος του διαδόχου του». Τέλος, δρώντας στη βάση κρατικών νόμων η κάθε ξεχωριστή διοικητική εξουσία ως τέτοια δεν έχει το δικαίωμα να δημιουργεί νόμους και εγκυκλίους, αλλά μόνο  να  τους τηρεί, να τους εφαρμόζει, να τους εκτελεί. Γι’ αυτό «το μόνο που μπορεί... να αποπειραθεί να μεταρρυθμίσει το εκάστοτε διοικητικό όργανο δεν είναι η ίδια η διοίκηση, αλλά μόνο τα αντικείμενα της διοίκησης», επομένως μπορεί μόνο να προσαρμόζεται στα  πλαίσια των καθιερωμένων κανόνων της διοίκησης, να έρπει ανάμεσα σε επιδερμικά ημίμετρα-παυσίπονα για όποιο πρόβλημα προκύψει. Υπάρχει  λοιπόν  ένα  χάσμα ανάμεσα  στην πραγματικότητα και  στις  αρχές  της  διοίκησης. Ένα  χάσμα που η τελευταία, όσε καλές προθέσεις κι αν διαθέτει, δεν μπορεί να το καταργήσει, διότι είναι δέσμια των γραφειοκρατικών σχέσεων, «τόσο στο εσωτερικό του   ίδιου  του  μηχανισμού της  διοίκησης, όσο και  ανάμεσα  σε αυτόν και  στον διοικούμενο οργανισμό». Έτσι  εφόσον αυτό το χάσμα  δεν μπορεί να   εξαλειφθεί  «από τα επάνω», ο Μαρξ  βλέπει  τη λύση  στην επαναστατική του κατάργηση (στη συντριβή, στο  «τσάκισμα» - όπως θα πει αργότερα  - αυτής  της  μηχανής), μιας και  «η διοίκηση υπάρχει για τη χώρα και  όχι  η χώρα  για  τη διοίκηση».

Μετά από αυτό το άρθρο του ο Μαρξ στην - μάταιη όπως αποδείχθηκε  εκ των υστέρων - προσπάθειά του να  σώσει  τουλάχιστον την εφημερίδα, παραιτείται από την αρχισυνταξία της και αφοσιώνεται  στον θεωρητικό αναστοχασμό της  όλης προβληματικής που τον απασχόλησε ως  δημοσιολόγο. Στην κατοπινή του «Συμβολή στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου»  εμβαθύνει  θεωρητικά την ερευνά του πάνω στο μηχανισμό του κράτους και  της  εξουσίας και οδηγείται σε σειρά νέων ανακαλύψεων, που τον οδηγούν - βαθμηδόν και μέσα από αντιφάσεις – προς την υιοθέτηση της οπτικής του υλισμού και του κομμουνισμού.

Ας σταθούμε σε μερικές απ’ αυτές που εδώ μας αφορούν άμεσα. Αποδεικνύει λοιπόν εδώ ο Μαρξ, ότι  δεν καθορίζει  το κράτος  την  «κοινωνία των ιδιωτών» (το πεδίο των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και δραστηριοτήτων), αλλά τουναντίον, είναι  η «κοινωνία  των   ιδιωτών» αυτή που καθορίζει  το κράτος. Βάσει αυτής της αντιστροφής της θεωρητικής του σύλληψης για την πραγματικότητα, αναλύει πλέον από υλιστικές  θέσεις  τη  θεωρία  του  δικαίου του Χέγκελ. Αποδεικνύει λοιπόν ότι  η σύλληψη του Χέγκελ αποτελεί μιαν «εμπειρική περιγραφή της γραφειοκρατίας, που  εν μέρει  αντιστοιχεί  στην πραγματικότητα, εν  μέρει  δε στην αντίληψη εκείνη που  έχει η  ίδια η γραφειοκρατία για  την ύπαρξή της». 

Η γραφειοκρατία  είναι  ο  «κρατικός  φορμαλισμός»... «είναι ένα πλέγμα από πρακτικές αυταπάτες...το πνεύμα  της  γραφειοκρατίας είναι  ολωσδιόλου  το πνεύμα   του   ιησουϊτισμού, το πνεύμα της θεολογίας. Οι   γραφειοκράτες  είναι  οι   ιησουΐτες  του κράτους και οι θεολόγοι του... Καθώς η γραφειοκρατία   μετατρέπει   τους   «τυπικούς» σκοπούς  της   σε  περιεχόμενό της, παντού έρχεται   σε ρήξη  με  τους   «πραγματικούς»   σκοπούς. Γι’ αυτό είναι  αναγκασμένη  να  παρουσιάζει   το τυπικό  σαν περιεχόμενο, το δε περιεχόμενο  σαν κάτι  το  τυπικό... Η γραφειοκρατία  είναι   ένας φαύλος κύκλος, ένας κύκλος από τον οποίο κανείς  δεν μπορεί  να  ξεφύγει. Η  ιεραρχία  της αποτελεί [ή μάλλον εκλαμβάνεται ως – Δ.Π.] ιεραρχία της γνώσης... Το  καθολικό πνεύμα  της  γραφειοκρατίας είναι   ένα μυστικό, ένα μυστήριο. Η τήρηση αυτού του  μυστηρίου  εξασφαλίζεται   μέσα   στον  περίγυρο  της  από  την   ιεραρχική  της οργάνωση και από τον  έξω κόσμο, με  τον κλειστό συντεχνιακό χαρακτήρα της... Γι’ αυτό η εξουσία είναι η αρχή της  γνώσης  της  και η θεοποίηση της εξουσίας είναι ο τρόπος σκέψης της. Αλλά  στο  εσωτερικό της  γραφειοκρατίας ο σπιριτουαλισμός [η πνευματοκρατία] γίνεται χυδαίος υλισμός  της  τυφλής  υποταγής, της πίστης  στην αυθεντία, σ’ ένα μηχανισμό στέρεα καθιερωμένων τυπικών  πράξεων, έτοιμων αρχών, θεωρήσεων, παραδόσεων. Όσο  για  τον  ξεχωριστό γραφειοκράτη, ο σκοπός του κράτους  γίνεται  προσωπικός  του  σκοπός, κυνήγι των υψηλότερων  θέσεων, καριερισμός».

Ποια   είναι  η  σχέση  του  γραφειοκράτη προς  την  επιστήμη; «Η πραγματική επιστήμη του  φαίνεται  χωρίς περιεχόμενο, όπως και η  πραγματική  ζωή  σαν  νεκρή, εφόσον  αυτή  η  ψευτο-γνώση  κι  αυτή  η ψευτο-ζωή του φαίνονται   σαν η  ίδια  η ουσία».

Βλέπουμε  λοιπόν ότι  ο κληρικαλίζων συγκινησιακά φορτισμένος μυστικισμός  της  υποταγής  στις όποιες  ανώτερες δυνάμεις και  ο  μηχανιστικός, ανεγκέφαλος  και   φορμαλιστικός-τελετουργικός πρακτικισμός συνοδεύουν κάθε  γραφειοκρατικά συγκεντρωτική  ιεραρχία.

Στη  συνεχεία, σταδιακά, ο Μαρξ και   ο  Ένγκελς   εμβάθυναν  στων  νομοτελειών της  κοινωνίας. Με τη δεύτερη (μετά την υλιστική αντίληψη της ιστορίας) μεγάλη ανακάλυψή του – του νόμου  της  υπεραξίας - ο Μαρξ προχώρησε  στη διάγνωση της ουσίας  της  εκμεταλλευτικής κοινωνίας στην ανώτερη και  τελευταία - όπως απέδειξε  στο  «Κεφάλαιο» - μορφή της. Η καθολική κυριαρχία των  εμπορευματικών και χρηματικών  σχέσεων (τόσο  στη  σφαίρα  της  κυκλοφορίας  όσο  - και  κυρίως-  στη σφαίρα της παραγωγής, με  την  μετατροπή της  εργασιακής  δύναμης σε εμπόρευμα), οδήγησε στην καθολικοποίηση (στη γενικευμένη επικράτηση) του  φαινομένου της πραγμοποίησης  και  του φετιχισμού του εμπορεύματος και του χρήματος. Η νεκρή, η αντικειμενοποιημένη  εργασία κυριαρχεί πάνω στην  ζωντανή, οι   σχέσεις ανάμεσα  στους  ανθρώπους, παίρνουν τη μορφή σχέσεων ανάμεσα  σε  πράγματα - εμπορεύματα, φορτισμένα   με «αισθητές-υπεραισθητές»   ιδιότητες, που τα καθιστούν μυστηριακά και  αμετάβλητα. Πάνω στη  βάση αυτών των αντικειμενικών φαινομενικοτήτων  η  συνείδηση  φενακίζεται, παραπαίει με  τις   «πρακτικές αυταπάτες»  της καθημερινότητας, σ’ ένα κόσμο  που  μας  φαίνεται  αμετάβλητος, άπαξ και δια παντός δεδομένος. Έτσι  ο Μαρξ  «ανάγει»  την υφή του κράτους και  όλων  των άλλων  σφαιρών  του  εποικοδομήματος  στην οικονομική βάση. Στον καπιταλισμό, μαζί με  την καθολικοποίηση των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, η γραφειοκρατική ιεραρχία ως μηχανισμός της εξουσίας αντικειμενικά καθολικοποιείται (εφ’ όσον αυτονομείται  και   συνδέεται   μ’ ένα   πολύπλοκο  σύστημα   διαμεσολαβήσεων  με   την οικονομική βάση) και διαχέεται σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, με  πρωτοφανείς μορφές και   τεχνικές  χειραγώγησης. Η αστική γραφειοκρατική εξουσία αποτελεί συνέπεια  και προϋπόθεση  της  συνολικής παραγωγής  του όλου  πλέγματος   των  κοινωνικών   σχέσεων και   μέσο  διαιώνισής του.

Αυτός ο φαύλος  κύκλος, όπως απέδειξε ο Μαρξ, μπορεί να σπάσει μόνο με τη νικηφόρο επαναστατική δράση  του προλεταριάτου, με  την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Με  την  εγκαθίδρυση  της δικτατορίας του προλεταριάτου, με  το «τσάκισμα»  δηλαδή σε πολιτικό επίπεδο της γραφειοκρατικής κρατικής μηχανής και με την οικοδόμηση του νέου, του μεταβατικού κράτους που στόχο του έχει τη συνειδητή εξάλειψη των ταξικών αντιφάσεων, την αταξική κοινωνία, και κατά συνέπεια, την αυτοκατάργησή του (τον μαρασμό του). Το κράτος αυτό θα αποτελεί μια τέτοια μορφή αντικειμενοποίησης (δηλαδή ένα τέτοιο πλαίσιο, περιεχόμενο και κατεύθυνση της δραστηριότητας των ανθρώπων, με οργάνωση, μέσα, υλική θεσμικότητα κ.ο.κ.), που θα του επιτρέπει να φέρει σε πέρας τον στρατηγικό στόχο του προλεταριάτου. Άρα θα πρέπει, ως μέσο - και όχι ως αυτοσκοπός - που θα είναι για την επίτευξη της αταξικής κοινωνίας, να φέρει απ’ την αρχή του τα σπέρματα, τη δυναμική της αυτοκατάργησης του. Από θεωρητικής πλευράς τεράστια σημασία έχει εδώ η έρευνα των απαρχών της γέννησης του κράτους και της εξουσίας. Τα  θεμέλια αυτής της  έρευνας τα έθεσαν οι κλασικοί (κυρίως ο Ένγκελς).  


Το  μέσο  τώρα, για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, είναι το προλεταριακό επαναστατικό κόμμα. Το κόμμα, έρχεται να παίξει το ρόλο της διαμεσολαβητικής μορφής μεταξύ θεωρίας και πράξης, μεταξύ «τελικού σκοπού» και «κινήματος», μεταξύ ανθρώπου και ιστορίας, μεταξύ μεμονωμένου ατόμου και τάξης. Από τη διάρθρωση και τη λειτουργία του κόμματος εξαρτάται η πρακτική του, από τη μορφή και τη διάρθρωση της οργάνωσης του, εξαρτάται εν πολλοίς η κατεύθυνση και οι στόχοι της δραστηριότητας των μελών του. Η στρατηγική και η τακτική του κόμματος είναι συνάρτηση της οργάνωσης του. Επομένως η κομματική οικοδόμηση είναι το κλειδί για την εκπλήρωση των στρατηγικών του στόχων και η κομματική οικοδόμηση θα πρέπει να είναι τέτοια ώστε να διασφαλίζει την οργάνωση της επαναστατικής πάλης στη βάση της συλλογικής επεξεργασίας και εμβάθυνσης της θεωρίας (Λένιν).

Ποια είναι λοιπόν η σχέση του προλεταριακού επαναστατικού κόμματος προς την πολιτική εξουσία; Πώς θα πετύχει  τον καθοδηγητικό  του  ρόλο; Πώς  θα  οδηγήσει στο «τσάκισμα» της γραφειοκρατίας; Ποια  θα   είναι  η  σχέση  του με το μεταβατικό κράτος; Ποιες αλλαγές   επιφέρει   στη  γραφειοκρατία  η  επιστημονικοτεχνική  επανάσταση;

Τα  ερωτήματα  αυτά  τίθενται σήμερα  με  την  μεγαλύτερη  ένταση από ποτέ. Είναι ζητήματα που απαιτούν βαθιά θεωρητική ανάλυση και επεξεργασία   για  να   μπορέσουν  να  μεταφραστούν  σε  αποτελεσματική επαναστατική  πράξη. Τα  70  χρόνια   που πέρασαν  από την  πρώτη  νικηφόρο σοσιαλιστική επανάσταση  έδειξαν ότι  κάθε  άλλο  παρά  εύκολο είναι να λυθούν. Η γραφειοκρατία   λειτουργεί   ιδιότυπα   σήμερα και στον υπαρκτό σοσιαλισμό σαν «μηχανισμός  φρεναρίσματος». Το  πρόβλημα  δε  διέφυγε της  βαθιάς διορατικότητας  του Λένιν, όπως  μαρτυρεί η αγωνία των τελευταίων  του άρθρων.

Μήπως τα  κομμουνιστικά    κόμματα   έμειναν ανεπηρέαστα  από τη  γραφειοκρατία; Η ιστορική  εμπειρία, ξεκινώντας από τον Λασάλ, τη  δεύτερη Διεθνή, τη λεγόμενη  σταλινική περίοδο  μέχρι  και   σήμερα, μαρτυρά το αντίθετο. Όσο παγιώνεται στο επαναστατικό κόμμα μία   τάση «από τα επάνω» και υποβαθμίζεται η κίνηση «από τα κάτω», όσο ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός παραχωρεί  τη  θέση  του  στο  γραφειοκρατικό  συγκεντρωτισμό, όσο καταργείται η δημοκρατική πρωτοβουλία, η αμφισβήτηση και η αναζήτηση, τόσο πιο πολύ η πρακτική μετατρέπεται σε πρακτικισμό, σε ρουτινιάρικη καθημερινότητα, και η θεωρία σε θεραπαινίδα μιας τέτοιας «πρακτικής», δηλ. σ’ έναν έρποντα εμπειρισμό της τωρινής περίστασης, σ’ ένα σχηματοποιημένο δογματικό κώδικα «απόλυτης αλήθειας». Δυστυχώς οι γενικές νομοτέλειες του γραφειοκρατικού φαινομένου, που ανακάλυψε ο Μαρξ έχουν καθολική ισχύ όπου υπάρχουν οι βάσεις για την εκδήλωσή του. Η πειθαρχία και ο συγκεντρωτισμός του κόμματος των επαναστατών πηγάζουν από την πεποίθηση του μέλους, από την ολική ένταξή του ως  προσωπικότητας στην δραστηριότητα του κόμματος και όχι από μιαν εξωτερικά επιβεβλημένη διοικητική εξουσία. Ο κομμουνιστής παύει να εκπληρώνει το ρόλο του ως καθοδηγητή του κινήματος, εκφυλίζεται,  όταν μετατρέπεται σε κομφορμιστή και τυπολάτρη μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Ο άνθρωπος που στον άμεσο περίγυρο του, στην καθημερινή του δράση περιορίζεται σε μια ρουτινιάρικη τυπολατρία, είναι αδύνατο να γίνει –παρ’ όλες τις καλές προθέσεις και τις ρομαντικές διαθέσεις του – αυθεντικός επαναστάτης στα «μεγάλα»,στα «κοσμοϊστορικά»  και στα «πανανθρώπινα».

Είναι αρκετοί οι αστοί ερευνητές που αποδίδουν προοδευτικό ρόλο στη γραφειοκρατία, θεωρώντας την φυσική και αναγκαία μορφή κάθε κοινωνικής οργάνωσης (βλ. Μαξ Βέμπερ). Άλλοι πάλι περιορίζονται σε μια ηθική κριτική της, σαν να είναι αρρώστια  της εποχής (βλ. Μαρκούζε).

Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Τι είναι η γραφειοκρατία; Θεριό, στοιχειό ή μοίρα μας; Για  το μαρξισμό τα πράγματα είναι σαφή. Πρόκειται για ένα τρομακτικά περίπλοκο στη θεωρητική του μελέτη και ασύγκριτα πιο δύσκολο στην πρακτική του άρση κοινωνικό φαινόμενο, συγκεκριμένου ιστορικού, άρα παροδικού χαρακτήρα. Χρειάζεται τεράστιες θεωρητικές και πρακτικές προσπάθειες από το διεθνές επαναστατικό κίνημα μέσα στην πάλη για την εξάλειψη των γενεσιουργών του αιτίων, που αποτελεί κεφαλαιώδη πλευρά της δράσης του κάθε επαναστάτη. Είναι υπόθεση όλων μας.                                 

Υστερόγραφο: Το σημείωμα αυτό δεν αποτελεί παρά μιαν επιγραμματική αναφορά για προβληματισμό. Για μια διεξοδικότερη γνωριμία με την προβληματική βλ.:

1. Κ.Μαρξ. Η δικαίωση του ανταποκριτή του Μοζέλα. [Έργα , ρωσ. έκδ. ,τ. 1 , σ. 187 - 217].

2. Του ίδιου. Συμβολή στην κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου (ρωσ. έκδ. τ.1, σ.219-368).

3. Του ίδιου. Η 18η Μπρυμέρ του Λ. Βοναπάρτη (ρ.έκδ. τ.8)

4. Ένγκελς Φ, Η καταγωγή της οικογένειας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του κράτους (ρ. έκδ. τ.21,σ.23-178).

5.  Κ.Μαρξ.   Το Κεφάλαιο. τ.   Ι,II,III   (ρ.έκδ.   τ.23-25)

6.  Λένιν  Β.Ι.  Κράτος  και   έπανάσταση. Άπαντα  τ.33.

7.  Λένιν  Β.Ι.   Για   το  κράτος   Άπ.   τ.   39

8.  Λένιν  Β.Ι.   Κλείσιμο  στην  εισήγηση  για   το  πρόγραμμα   του Κόμματος 19 Μάρτη 1919 (8ο  συν.   Π.Κ.Κ.(μπ.)   18-23 Μάρτη   1919.   Απ.   τ. 38.

9.  Λένιν  Β.Ι.   Σελίδες  απ’ το  ημερολόγιο   2  Γενάρη   1923.    Άπ.   τ.   4 5.

10. Μακάρενκο Β. Α.   Η ανάλυση  της  γραφειοκρατίας  της ταξικής ανταγωνιστικής κοινωνίας στις νεανικές εργασίες του Κ. Μαρξ, Ροστόφ,1985.

11. Ομπλόνσκι Α.Β. Ο Άνθρωπος και η κρατική διοίκηση. Μόσχα 1987.

12. Βαζιούλιν Β. Λ. Το γίγνεσθαιι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας  του Κ. Μαρξ. Μόσχα, 1975.

13. Ανδρουλάκη Μ. Σοσιαλιστική αυτοδιοίκηση - αυτοδιαχείριση.Ζητήματα γραφειοκρατίας. Αθήνα Σ.Ε. 1983.

14.  Ρούσης Γ. Ο Λένιν γιο τη γραφειοκρατία Σ. Ε.

15.  Μπιτσάκη Ε. Η φιλοσοφία του ανθρώπου Αθ. 1981

16.  Κ. Κόζικ,  Ηδιαλεκτική της κρίσης.

17.  Λούκατς Γ. Ιστορία και ταξική συνείδηση. Οδυσσέας.

18.  Βέμπερ Μαξ, Η θεωρία της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Λονδίνο - Νέα Υόρκη 1947.

19.   Μαρκούζε  Χ.  Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Παπαζήσης.

1