Για την υπερηφάνεια και τα καθήκοντα όσων σπούδασαν στο σοσιαλισμό

του Δημήτρη Πατέλη*

«Ημεροδρόμος» 2021.9.28

 

Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό έχουμε πολλούς λόγους να είμαστε ιδιαίτερα υπερήφανοι. Είχαμε την τύχη να γίνουμε μάρτυρες, κοινωνοί και -γιατί όχι- φορείς ενός άλλου τύπου πολιτισμού: αυτού που δρομολόγησε η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και οι μετέπειτα σοσιαλιστικές επαναστάσεις-ορόσημα που σημάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας, προσφέροντας ανεκτίμητες κατακτήσεις. Κατά την διαδικασία προετοιμασίας της συγκρότησης και με την ίδρυση του επιστημονικού συλλόγου μας, διαπιστώσαμε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, διαφόρων γενεών, που έχουν σπουδάσει στο σοσιαλισμό. Κατά τα φαινόμενα, η χώρα μας είναι η χώρα της Ευρώπης με τον μεγαλύτερο αριθμό αποφοίτων ΑΕΙ των σοσιαλιστικών χωρών, γεγονός που επιβεβαιώνει,

1. τις ρίζες, το ιστορικό βάθος του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος στην πατρίδα μας,

2. τους οργανικούς διεθνιστικούς δεσμούς μας με τους λαούς που δρομολόγησαν πραγματική πορεία επαναστατικών μετασχηματισμών στις χώρες αυτές, αλλά και

3. ένα αξιοσημείωτο ρεύμα μετανάστευσης εκπροσώπων νεολαίας μερικών γενεών για σπουδές (ή/και σπουδών λόγω μετανάστευσης & προσφυγιάς) που έκφραζε την ανάγκη μορφωτικής-επιστημονικής θεμελίωσης της κοινωνικοπολιτικής και ιδεολογικής συγκρότησης κατά κύριο λόγο στρατευμένων στην υπόθεση του κινήματος γόνων της εργατικής τάξης και της αγροτιάς κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αι.1.

Τα παραπάνω συνδέονται με το γεγονός ότι, κατά κύριο λόγο, αυτό το ρεύμα προερχόταν από συγκροτημένη πολιτική επιλογή του ΚΚΕ σε συνεργασία με τα εκεί αδελφά κόμματα.

Σε εμάς λοιπόν εγείρονται πιο επιτακτικά κάποια ερωτήματα: Ήταν σοσιαλισμός αυτό που γνωρίσαμε και εάν ναι, τι είδους; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις και ιστορικούς όρους προέκυψε; Τι καθήκοντα έθεσε ενώπιόν του και σε ποιο βαθμό τα έφερε σε πέρας; Ποια ήταν τα αίτια της νίκης και της ήττας; Τον γνωρίσαμε άραγε αυτόν τον σοσιαλισμό και εάν ναι, σε ποιο βαθμό/επίπεδο; Και άλλα πολλά.

Εδώ θα περιοριστώ σε μερικές επισημάνσεις που αποσκοπούν στην ανάπτυξη προβληματισμού και διαλόγου.

Με αυτές τις επαναστάσεις, σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες (χαμηλό αφετηριακό επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής και πολιτισμού, προκεφαλαιοκρατικά κατάλοιπα, ιμπεριαλιστική περικύκλωση από πολύ υπέρτερες δυνάμεις του κεφαλαίου, επεμβάσεις, πόλεμοι κ.λπ.) δρομολογούνται τα πρώτα ιστορικά εγχειρήματα πρακτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στην κατεύθυνση της ενοποίησης της ανθρωπότητας (του κομμουνισμού), με θριαμβευτικές κατακτήσεις στις επιστήμες (φυσικές, μαθηματικές, κοινωνικές, ανθρωπιστικές και φιλοσοφία), στην (αεροδιαστημική, ενεργειακή) τεχνολογία, στην παιδεία, στην υγεία, στις τέχνες και στον πολιτισμό, με καθοριστική συμβολή στη διάσωση της ανθρωπότητας από τον φασισμό.

Τα εγχειρήματα αυτά του πρώιμου σοσιαλισμού2, εκτός από τη λυσσαλέα αντίδραση της εσωτερικής και παγκόσμιας αντεπανάστασης που είχαν να αντιμετωπίσουν, προσέκρουσαν και σε τραγικά πρωτοφανείς νομοτελείς αντιφάσεις, η μη έγκαιρη και αποτελεσματική επιστημονική διάγνωση και πρακτική-επαναστατική επίλυση των οποίων οδηγεί κατ’ ανάγκη σε δραματικές συγκρούσεις και αδιέξοδα, και τελικά στην επικράτηση της αντεπανάστασης και διαδικασιών κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης.

Η επικράτηση της αστικής αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού της Ευρώπης οδήγησε σε πρωτοφανή ήττα του παγκόσμιου εργατικού και επαναστατικού κινήματος σε όλα τα επίπεδα, σε σκληρές ανατροπές και αντιμεταρρυθμίσεις, σε άρδην κατάργηση κατακτήσεων μακροχρόνιων ιστορικών αγώνων της εργατικής τάξης, του κομμουνιστικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Ωστόσο, καμία αντεπανάσταση δεν μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς τις κατακτήσεις της μεγάλης επανάστασης που αντιμάχεται.

Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό, δεν αναπολούμε απλώς τον υπαρκτό σοσιαλισμό του 20ου αι., δεν εξιδανικεύουμε ρομαντικά-νοσταλγικά τα φοιτητικά χρόνια της νεότητάς μας, αντιμετωπίζοντας άκριτα τις κοινωνίες που μας σπούδασαν και τις ίδιες τις σπουδές μας. Τουναντίον, αντιλαμβανόμαστε τις σπουδές μας, την επιστήμη, τις τέχνες και τον εν γένει πολιτισμό του πρώιμου σοσιαλισμού ως μοναδικά θεωρητικά, μεθοδολογικά και πολιτισμικά εφόδια για τη συνειδητή κριτική διερεύνηση αυτής της μοναδικής ιστορικής εμπειρίας.

Γίναμε στον ένα ή στον άλλο βαθμό κοινωνοί μιας επιστήμης και μιας παιδείας, ενός πολιτισμού άλλου τύπου, στο βαθμό που αυτός πρόλαβε να διαμορφωθεί και να εκδηλωθεί.

Ενός πολιτισμού, ο οποίος σε αυτές τις κοινωνίες προέτασσε τις πραγματικές υλικές και πνευματικές ανάγκες της κοινωνίας και όχι τα ιδιοτελή συμφέροντα του κεφαλαίου.

Ενός πολιτισμού στον οποίο ανέκυψαν τα πρώτα εγχειρήματα επιστημονικής σχεδιοποίησης της ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας.

Ενός πολιτισμού, ο οποίος έθετε για πρώτη φορά στην ιστορία ως σκοπό του την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας ως όρο ανάπτυξης της κοινωνίας.

Ενός πολιτισμού που ανέδειξε ασύλληπτα μέχρι πρότινος επίπεδα, μορφές και εκφάνσεις της δημιουργικότητας των ανθρώπων (ως προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων), απαράμιλλο ηρωισμό και δυναμισμό.

Αντιλαμβανόμαστε ότι τα επαναστατικά εγχειρήματα δεν συνεισφέρουν στην ιστορία μόνο με τις νίκες τους, αλλά και με τις ήττες τους, εφ’ όσον αυτές γίνονται αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και αναστοχασμού, ως παρακαταθήκες για το μέλλον. Άλλωστε, κάθε μεγάλη μετάβαση στην ιστορία της ανθρωπότητας, είχε πρώιμα (κατά κανόνα ασταθή και βραχύβια) βήματα-εγχειρήματα και ύστερα. Όλες οι πρώιμες αστικές επαναστάσεις νικήθηκαν από αντεπαναστατικές διαδικασίες παλινόρθωσης της φεουδαρχίας, μέχρι τη νίκη των ύστερων αστικών επαναστάσεων και την εδραίωση της κεφαλαιοκρατίας. Η νομοτέλεια αυτή ισχύει παραπάνω για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Μια μετάβαση που δεν είναι απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, αλλά ένα ποιοτικό και ουσιώδες άλμα προς άλλου τύπου πολιτισμό, προς μια ριζικά διαφορετικού τύπου ανάπτυξη, που συνιστά ριζικό επαναστατικό μετασχηματισμό, υπέρβαση-διαλεκτική άρση όλης της μέχρι τώρα προϊστορίας και ιστορίας, αλλά και των φυσικών προϋποθέσεων της ιστορίας της ανθρωπότητας3.

Η ήττα πολλών από τα εγχειρήματα πρώιμης μετάβασης και οικοδόμησης αυτού του πολιτισμού, επ’ ουδενί λόγω δεν αναιρεί την ιστορική νομοτελή αναγκαιότητα του κομμουνισμού.

Για αυτούς τους λόγους, όσοι/-ες είχαμε την τύχη να μας σπουδάσουν με το υστέρημά τους οι λαοί που ξεκίνησαν αυτή την επική πορεία της ανθρωπότητας, σε μια πράξη πρωτοφανούς έμπρακτου διεθνισμού, όσοι/-ες γίναμε κοινωνοί ενός νέου εκκολαπτόμενου τύπου παιδείας, επιστήμης, τέχνης και γενικότερα πολιτισμού, είμαστε επιφορτισμένοι με ορισμένα ειδικά καθήκοντα. Εδώ θα αναφερθώ σε δύο αλληλένδετα καθήκοντα:

1. της συμβολής στην καταγραφή και στη συστηματική κριτική διερεύνηση της ιστορικής πορείας του πρώιμου σοσιαλισμού, στην άντληση πολύτιμων διδαγμάτων, στην κριτική αποτύπωση, συστηματοποίηση και ανάδειξη-προβολή των κεκτημένων αυτού του πολιτισμού.

2. της συμβολής -στο μέτρο του δυνατού- στην ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας, της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας (ο καθ’ ένας και η κάθε μια στο πεδίο του/της), καλλιεργώντας παραδόσεις με το βλέμμα στραμμένο στη νεολαία, στις επόμενες γενεές, στην καλλιέργεια συνειδητών υποκείμενων-συνδιαμορφωτών των επικείμενων μεγάλων νικηφόρων επαναστατικών αγώνων, των προοπτικών της ανθρωπότητας.

Η αναγέννηση του επαναστατικού κινήματος είναι ανέφικτη χωρίς την διαλεκτική επιστήμη της εποχής, χωρίς αντίστοιχη της εποχής επαναστατική θεωρία και μεθοδολογία.

Είναι ανέφικτη στη βάση της παραίτησης από την συμβολή στην πρωτοπόρο επιστημονική έρευνα και τεχνολογία στην υπηρεσία του λαού, από αυτό που ο Κ. Μαρξ αποκαλούσε «καθολική εργασία», από την βασική δύναμη κοινωνικοποίησης της εργασίας/παραγωγής, επαναστατικοποίησης των δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας στην κατεύθυνση της ενοποίησής της. Παραίτησης που εκφράζεται με μορφές αντιδιανοητικής στάσης, αντιεπιστημονισμού και τεχνοφοβίας, μορφές που εκ των πραγμάτων ενισχύουν τον αντιδραστικό ανορθολογισμό/σκοταδισμό.

Είναι ανέφικτη με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν, στις -αδιαμφισβήτητα ένδοξες- νίκες και ήττες μας.

Είναι ανέφικτη στη βάση μιας παθητικής-μοιρολατρικής προσδοκίας κάποιας αυθόρμητης και αυτόματης «ωρίμανσης των συνθηκών» που συνιστά θανατική καταδίκη κάθε προοπτικής.

Είναι ανέφικτη στη βάση ποικίλων εκδοχών αστικών/αντιδραστικών ιδεολογημάτων, δογμάτων και σχημάτων περί «ολοκληρωτισμού»4.

Είναι ανέφικτη στη βάση του άγονου αρνητισμού, του αφηρημένου κοντόφθαλμου αντικαπιταλισμού.

Στις αρχές του 20ου αι., η επαναστατική-κριτική αποτίμηση της πολύτιμης εμπειρίας του προγενέστερου επαναστατικού κινήματος και ιδιαίτερα της Παρισινής Κομμούνας και της Επανάστασης στη Ρωσία του 1905-1907, ήταν αναγκαίος όρος για το ξεπέρασμα της σήψης της Β’ Διεθνούς, για την αναγέννηση του επαναστατικού κινήματος, για τα θεωρητικά και πρακτικά-οργανωτικά διδάγματα που οδήγησαν το Λένιν και τους μπολσεβίκους στη θριαμβευτική νίκη της πρώτης πρώιμης σοσιαλιστικής επανάστασης, της Οκτωβριανής Επανάστασης και των μετέπειτα επαναστατικών εγχειρημάτων.

Έτσι και σήμερα, στον 21ο αι., η αναγέννηση του επαναστατικού κινήματος είναι ανέφικτη στη βάση του αντισοβιετισμού-αντικομμουνισμού, στη βάση της αντιεπιστημονικής (συλλήβδην ή/και επιλεκτικής) απόρριψης των επαναστατικών εγχειρημάτων του σοσιαλισμού του 20ου αι. Η σοβαρή και υπεύθυνη στάση απέναντι σε αυτά τα εγχειρήματα είναι βασικό κριτήριο για τη διακρίβωση της σχέσης του καθ’ ενός και της κάθε μιας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο με το πραγματικό επαναστατικό κίνημα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνο που μας χρειάζεται είναι μια άκριτη αποδοχή και απολογητική κάθε στοιχείου και φαινομένου, κάθε πτυχής και έκφανσης του πρώιμου σοσιαλισμού. Εάν αυτός ο σοσιαλισμός ήταν τόσο ιδεώδης που το μόνο που απομένει στους οπαδούς του είναι οι κατανυκτικές δοξολογίες του, τότε ανακύπτει σειρά εύλογων ερωτημάτων, με το κύριο μεταξύ αυτών: «εφ’ όσων ήταν τόσο λαμπρό και απολύτως αρμονικό εγχείρημα, γιατί ηττήθηκε απ’ την αστική αντεπανάσταση και κατίσχυσε η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση στις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες;».

Η αυθεντικά επιστημονική-επαναστατική στάση δεν έχει την παραμικρή σχέση με θρησκευτικού τύπου αγιοποιητικούς ή/και δαιμονολογικούς αφορισμούς, με δοξολογίες ή/και κατάρες, με μνημόσυνα ή/και αναθέματα.

Επομένως, η κριτική και αυτοκριτική στάση έναντι της δραματικής αντιφατικής πορείας της πρώιμης σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η διερεύνηση των συγκεκριμένων ιστορικών αντιφάσεων του γίγνεσθαι αυτών των κοινωνιών -η μη έγκαιρη και τεκμηριωμένη διάγνωση και επίλυση των οποίων οδηγεί σε ανάσχεση της ανάπτυξής τους και τελικά σε οπισθοδρόμηση, αντεπανάσταση κ.ο.κ.- είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος συνεπούς προάσπισης των κεκτημένων του πρώιμου σοσιαλισμού αλλά και της επαναστατικής προοπτικής συνολικά.

Αυτό αφορά την βασική αντίφαση του πρώιμου σοσιαλισμού και κάθε σοσιαλισμού (ως ανώριμου, υπό διαμόρφωση κομμουνισμού): μεταξύ τυπικής κοινωνικοποίησης (κρατικοποίησης από την επαναστατική εξουσία) και πραγματικής/ουσιαστικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Αντίφαση που εκδηλώθηκε στην ΕΣΣΔ με ιδιαίτερη ένταση ως αντίφαση μεταξύ κατ’ εξοχήν εκτατικής και κατ’ εξοχήν εντατικής ανάπτυξης της σοσιαλιστικής παραγωγής, η επίλυση της οποίας με κατεύθυνση τον κομμουνισμό έγκειται στην περαιτέρω σχεδιοποιημένη μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, στην επιστημονικοποίηση/αυτοματοποίηση της παραγωγής5.

Ωστόσο, είναι καθοριστικής σημασίας η σκοπιά, από την οποία ασκείται η κριτική/αυτοκριτική σε αυτά τα εγχειρήματα. Εδώ υπάρχουν δύο μόνο εκδοχές σε αποκλειστική διάζευξη: η σκοπιά της αντεπανάστασης, της ηττοπάθειας, του συμβιβασμού και της απολογητικής του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος, είτε η σκοπιά της επανάστασης, του σοσιαλιστικού μέλλοντος και του κομμουνισμού;

Είναι λοιπόν καθήκον επιτακτικό, ιδιαίτερα για εμάς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό, αλλά και για όσους ανθρώπους δεν θεωρούν την κεφαλαιοκρατική βαρβαρότητα κορύφωση του πολιτισμού και «τέλος της ιστορίας», να αναστοχαστούμε κριτικά και επαναστατικά, με βάση τις σπουδές μας, τα συνολικά κεκτημένα της επιστήμης και του πολιτισμού. Αυτό δεν αφορά μόνο τις κατακτήσεις και τις αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού, αλλά και τις ίδιες τις σπουδές μας, την όλη οργάνωση και σχεδιοποίηση επιστήμης και παιδείας στον πρώιμο σοσιαλισμό, τα γνωστικά μας αντικείμενα, τις βασικές αρτηρίες ανάπτυξης των ερευνών (βασικών, εφαρμοσμένων και τεχνολογικών), τη μεθοδολογία μας, τα μοναδικά επιτεύγματα-φύτρα του μέλλοντος, αλλά και τις όποιες μονομέρειες, ανεπάρκειες ή και εκφυλιστικές-αποδομητικές τάσεις στην επιστήμη, στην παιδεία και στην κοινωνία που συνέβαλλαν ή/και οδήγησαν στην ήττα αυτών των εγχειρημάτων.

Πρέπει να μας απασχολήσει ερευνητικά το γιατί με τον Λένιν κλείνει δραματικά η σειρά των μεγαλοφυών ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος, οι οποίοι ως προσωπικότητες συνδύαζαν οργανικά τον πρωτοπόρο πρακτικό και πολιτικό ηγετικό-οργανωτικό τους ρόλο με αντίστοιχη πρωτοπορία στα πιο προκεχωρημένα φυλάκια της έρευνας, της μαρξιστικής επιστήμης, της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Το ερώτημα δεν είναι ακαδημαϊκού-ιστορικού χαρακτήρα. Αφορά την διαπιστωμένη -τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων- φθίνουσα θέση και τον ρόλο που επιφυλάσσεται για την επαναστατική θεωρία στη δομή και την ιστορία των οργανωμένων φορέων του κινήματος. Αφορά την υποβάθμιση της ίδιας της έννοιας «κομματικότητα», από την επιστημονική-επαναστατική σημασία της (ως ανώτατης μορφής συνειδητότητας, ταξικότητας, στάσης ζωής και δράσης) στον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της υπάκουης υπαγωγής/πειθάρχησης και της υπόκλισης στην αυθεντία της εκάστοτε ηγεσίας/ιεραρχίας, με αντίστοιχη υποκατάσταση της σημασίας της επαναστατικής θεωρίας από την εκάστοτε τελευταία λέξη της κομματικής/κρατικής ιεραρχίας και ανάδειξη/αναπαραγωγή εκδοχών κομφορμισμού, οι οποίες αντιστρατεύονται ευθέως την κομμουνιστική/επιστημονική στάση ζωής6

Πρέπει να μας απασχολήσει το γεγονός ότι έχει σε ευρεία κλίμακα εμπεδωθεί ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη παράδοση η αντιμαρξιστική/αντιεπιστημονική θέση, που ανάγει την θεωρία σε απλή «γενίκευση της εμπειρίας και της πρακτικής του κόμματος/κινήματος». Θέση που καταδικάζει την θεωρία σε ρόλο ουραγού της ιστορικής πρακτικής, σε a posteriori (εκ των υστέρων) «σοφία» επί τετελεσμένων του παρελθόντος, ακυρώνοντας a priori την θεμελιώδη λειτουργία της επιστημονικής πρόβλεψης, χωρίς την οποία δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό πρόγραμμα (διαλεκτική σύνδεση στρατηγικής-τακτικής), επαναστατικό κίνημα, αλλά και επιστημονική σχεδιοποίηση με νικηφόρο προοπτική. Η παγίωση και «θεωρητικοποίηση» αυτής της ολέθριας παράδοσης καταδεικνύει και τον βαθμό διείσδυσης της αστικής ιδεολογίας/φιλοσοφίας, του έρποντος εμπειρισμού και πραγματισμού/πρακτικισμού, ως σύμπτωμα πρακτικού και θεωρητικού εκφυλισμού του κινήματος.

Η μέχρι τώρα έρευνα καταδεικνύει σαφώς ότι μια βασική αιτία μη έγκαιρης επιστημονικής διάγνωσης των νομοτελών αντιφάσεων αυτών των κοινωνιών (άρα και απόκλισης ή/και παραίτησης απ’ την επαναστατική επίλυσή τους, η οποία και μόνο θα διασφάλιζε την βιωσιμότητα και την ρωμαλέα ανάπτυξή τους), συνδέεται με αναντίστοιχη αυτών των πρωτόγνωρων καθηκόντων θέση και ρόλο της επιστημονικής έρευνας στην πρακτικά ασκούμενη διοίκηση και οργάνωση. Γεγονός που ακύρωνε εν πολλοίς τον επιστημονικό χαρακτήρα των τελευταίων, και ιδιαίτερα της σχεδιοποίησης.

Πρέπει να μας απασχολήσουν σοβαρά οι οικονομικοί, κοινωνικοί, οργανωτικοί, κομματικοί, ιδεολογικοπολιτικοί, θεσμικοί κ.λπ. όροι που οδήγησαν συχνά σε εκφυλισμό της επιστήμης από αναγκαίο πυλώνα της σοσιαλιστικής σχεδιοποίησης (ως δομική λειτουργία της γνώσης που προπορεύεται της πράξης) με νομοτελώς αύξοντα ρόλο στην ιστορία, στη χειραγωγική και εργαλειακή ιδεολογική της χρήση.

Βασικός όρος αυτών των εκφυλιστικών φαινομένων είναι η υποκατάσταση της οργανικά ενταγμένης στη σχεδιοποίηση επιστημονικής γνώσης (περιγραφής, εξήγησης και πρόβλεψης, που οφείλει να προπορεύεται και να ανοίγει δρόμους στην πράξη) από την γραφειοκρατικά εννοούμενη διοικητική επιβολή, από την «εξ ορισμού σωστή γραμμή» της εκάστοτε κομματικής & πολιτικής ηγεσίας/ιεραρχίας, από την καθ’ υπαγόρευση «διευθέτηση» των κομβικότερων και θεμελιωδέστερων επιστημονικών προβλημάτων (ιδιαίτερα στην πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, στις κοινωνικές επιστήμες, στην ιστορία, στη φιλοσοφία) με διοικητικές αποφάσεις/παρεμβάσεις.

Εξ ου η μετατροπή πολλών τάσεων σε αυτά τα επιστημονικά πεδία σε άγονες σχολαστικές θεωρητικολογίες, αλλά και οι εντυπωσιακές παλινδρομήσεις και παλινωδίες των εκεί και τότε ηγεσιών (βλ. π.χ. την συχνά μεταφυσική/ανιστορική σύγκρουση μεταξύ οπαδών και πολέμιων της απολυτοποίησης του σχεδίου έναντι των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων και τανάπαλιν, μεταξύ «διαλεκτικών» και «τυπικών» λογικών κ.ο.κ.) και εκείνης της διανόησης που τις εξυπηρετούσε άκριτα.

Εξ ου και η κοντόφθαλμη/καιροσκοπική αναγωγή της θεωρίας από τις ηγεσίες σε εκ των υστέρων εργαλειακές χρήσεις της δίκην επιστημονικοφανούς ιδεολογικού/προπαγανδιστικού ή/και λογοκριτικού περιτυλίγματος/προκαλύμματος των εκάστοτε προειλημμένων αποφάσεών τους… Πρακτική που συνιστά κατάφορη παραβίαση των νομοτελειών ανάπτυξης της επιστήμης, παραμόρφωση, ακύρωση και καταστροφή της επιστήμης.

Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι τα πιο πρωτοπόρα κεκτημένα της επαναστατικής σοβιετικής θεωρίας και μεθοδολογίας, σαφώς δεν εγγράφονται στις εκδοχές του εκάστοτε επίσημου ιδεολογικού/απολογητικού λόγου, αλλά οφείλονται σε ερευνητές που αφοσιώθηκαν απαρέγκλιτα στα επαναστατικά επιστημονικά τους καθήκοντα με αυταπάρνηση, χωρίς να ενδώσουν σε άνωθεν και έξωθεν διοικητικές και ιδεολογικοπολιτικες πιέσεις, συχνά ορθώνοντας το ανάστημά τους σε αντεπαναστατικά καταστροφικές πράξεις και παραλείψεις της ηγεσίας;

Η βαθμιαία μετατροπή της επιστημονικής σχεδιοποίησης σε γραφειοκρατική με όρους πραγματισμού ή/και παλινδρομήσεις στη βάση του «βλέποντας και κάνοντας», νομοτελώς ανοίγει τον δρόμο στον αγοραίο εκφυλισμό και τελικά στην κεφαλαιοκρατική αντεπανάσταση/παλινόρθωση.

Οφείλουμε λοιπόν να επιληφθούμε όλων αυτών των ζητημάτων/καθηκόντων υπό το πρίσμα της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας και της προοπτικής των επικείμενων νικηφόρων επαναστάσεων για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας, σε μια εποχή, όπου η διαιώνιση της κυριαρχίας του κεφαλαίου γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Σε μια εποχή που κυοφορεί τεράστιο επαναστατικό δυναμικό.

Η κριτική διερεύνηση, η επιστημονική περιγραφή και εξήγηση της πορείας του «σοσιαλισμού που γνωρίσαμε», αλλά και -μέσω αυτής- η θετική και επιθετική επαναθεμελίωση της στρατηγικής του επαναστατικού κινήματος, στη βάση της επιστημονικής διακρίβωσης της προοπτικής της ενοποιημένης ανθρωπότητας, του κομμουνισμού, είναι χρέος μας απέναντι στις επόμενες γενιές. Ένα χρέος με το οποίο εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό είμαστε ιδιαίτερα επιφορτισμένοι.

* δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, αν. καθηγητή φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης, μέλους της Διεθνούς Ερευνητικής Συλλογικότητας «Η Λογική της Ιστορίας» (που ιδρύθηκε επί ΕΣΣΔ στη Μόσχα), του Ομίλου Επαναστατικής Θεωρίας και του Γ.Σ. του Επιστημονικού Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό».

**Φωτογραφία από τα γλυπτά του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας

1.Κάποιοι από εμάς λύγισαν μετά τον επαναπατρισμό τους κάτω από την πίεση σοβαρών προβλημάτων βιοπορισμού, ιδεολογικών πιέσεων, χλεύης για την ήττα, ακόμα και απηνών διώξεων.

Οι βαθιά διαποτισμένοι από την αντισοβιετική-αντικομμουνιστική ιδεολογία και πρακτική θεσμοί του κράτους (βαθέως κράτους και παρακράτους) έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις διώξεις.

Χαρακτηριστική περίπτωση, ενδεικτική της στάσης βαθέως κράτους και μυστικών υπηρεσιών έναντι των σπουδών στην ΕΣΣΔ και στις λοιπές σοσιαλιστικές χώρες, είναι και η διαβόητη «μυστική έκθεση» που συνέταξε ομάδα υπό τον στρατηγό Νίκο Γρυλλάκη, έναν από τους πιο στενούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ειδικό σε θέματα ασφάλειας, κατασκοπείας και βαλκανικών σχέσεων, άνθρωπο με βαθύτατους υπηρεσιακούς δεσμούς με τις μυστικές υπηρεσίες του ευρωατλαντισμού και του Ισραήλ σε θέματα κατασκοπίας-αντικατασκοπίας, ο οποίος υπηρέτησε στο Τμήμα Επιχειρήσεων Αντικατασκοπίας της ΕΥΠ και στο Γραφείο Πληροφοριών του ΓΕΣ, διετέλεσε διευθυντής Ασφαλείας και Πληροφοριών του κόμματος της ΝΔ μέχρι το 1989 και από το 1989 μέχρι το 1993 σύμβουλος του προέδρου της ΝΔ και πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη για θέματα Άμυνας, Ασφάλειας και διαβαλκανικών σχέσεων.

Σε αυτή την εν πολλοίς ιδεοληπτικού χαρακτήρα έκθεση, η οποία αποσκοπούσε στην ενοχοποίηση του ΠΑΣΟΚ αλλά και συλλήβδην της αριστεράς για την τρομοκρατία, αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Περί τους 1200 έως 1700 Φοιτητάς φοιτούν ετησίως με εντολή του κόμματος και εντελώς δωρεάν σε διάφορες ανώτατες και ανώτερες σχολές της Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας, Ανατολικής Γερμανίας, Γιουγκοσλαβίας και Μόσχας. Οι απόφοιτοι από τα πανεπιστήμια των ανωτέρω χωρών είναι το επιστημονικό δυναμικό προσωπικό του ΠΑΣΟΚ που θα χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογήν του Σοσιαλιστικού Μετασχηματισμού εις την χώραν σε διάφορα πόστα της Δημόσιας Διοικήσεως. Δια την εκπαίδευση των νέων του ΠΑΣΟΚ εις τα Πανεπιστήμια των ανατολικών χωρών, τον σπουδαιότερον ρόλο τον παίζει το Κ.Κ.Ε. μετά του οποίου έχει συναφθεί ειδική συμφωνία, ώστε οι περισσότεροι φοιτηταί να προέρχονται από τις τάξεις της ΚΝΕ και οι οποίοι φέρονται ως νεολαίοι του ΠΑΣΟΚ και τούτο διότι το ΚΚΕ που έχει την πρωτοκαθεδρία στις ανατολικές χώρες δεν δέχεται να μειώσει τον ιδικόν του αριθμόν που φοιτούν στις ανατολικές χώρες…» (εφημ. «Στο καρφί», 2002.1.13).

Στην εν λόγω τραγελαφική έκθεση εμφυλιοπολεμικού ύφους και περιεχομένου, οι σπουδές στην ΕΣΣΔ και στις λοιπές σοσιαλιστικές χώρες παρουσιάζονται ως αδιάσειστο «τεκμήριο» εμπλοκής σε ειδική εκπαίδευση για μυστικές αποστολές, τρομοκρατία, επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτος κ.λπ.

Ο γράφων διαπίστωσε σαφή ίχνη αυτής της βαθιά καθεστωτικής δογματικής ιδεοληψίας κατά την στρατιωτική του θητεία, ενώ εξακολουθεί να την αντιμετωπίζει εν πολλοίς σε ποικίλες «ακαδημαϊκά» συγκεκαλυμμένες ή/και χονδροειδείς εκφάνσεις της και στους πανεπιστημιακούς κύκλους: ως προκατάληψη, λογοκριτική πρακτική, «τεκμήριο» αρνητικής αξιολόγησης ερευνητικού και εκπαιδευτικού έργου, πρακτική αποκλεισμού «αμετανόητων σοβιετικών» από «πνεύμα των ευρωπαϊκών θεσμών» στο όνομα του αγώνα «κατά του ολοκληρωτισμού», συνομωσία της σιωπής για επιστημονικό έργο με το οποίο τα ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της άρχουσας τάξης δεν τολμούν να αναμετρηθούν ευθέως, λανθάνουσα στοιχειοθεσία χαλκευμένων κατηγοριών για πειθαρχικές διώξεις κ.λπ.

Κάποιοι ενέδωσαν σε αυτές τις πιέσεις των αντίξοων συνθηκών της συγκυρίας και των μηχανισμών και προέβησαν σε διάφορους βαθμούς και μορφές αποκήρυξης αυτής της φάσης της ζωής και των σπουδών μας. Προχώρησαν σε συμβιβασμούς, είτε ακόμα και σε πλήρη προσχώρηση στο στρατόπεδο της αστικής τάξης και των ιδεολογικοπολιτικών μορφωμάτων της. Μερικοί μάλιστα εξαργυρώνουν θητεία και σπουδές, παρέχοντας πλέον αφειδώς υπηρεσίες «οργανικών διανοουμένων» της άρχουσας τάξης σε διάφορα μετερίζια… Αυτή η αλλαγή στρατοπέδου, κατά περίπτωση, άλλοτε γίνεται σιωπηλά, ως παραίτηση, αποστράτευση και αθόρυβη ενσωμάτωση-ιδιώτευση, άλλοτε με εκχωρήσεις, υπαναχωρήσεις και ευέλικτα ανοίγματα στην αστική ιδεολογία, σε τάσεις του «ακαδημαϊκού-καθηγητικού μαρξισμού», με συνακόλουθο νέρωμα στο ιδεολογικό, θεωρητικό και μεθοδολογικό κρασί, άλλοτε πάλι συνοδεύεται με αντισοβιετικές-αντικομμουνιστικές τυμπανοκρουσίες, με απροκάλυπτη υιοθέτηση επιθετικής στάσης ζωής και ιδεολογίας ιδιότυπου γενιτσαρισμού. Άλλωστε είναι παλαιόθεν διδακτικό το παράδειγμα τύπων όπως ο Γεώργιος Γεωργαλάς (https://el.wikipedia.org/wiki/) . Εξυπακούεται ότι ο προβληματισμός που θέτω εδώ δεν αφορά αυτή την κατηγορία αποφοίτων ΑΕΙ των σοσιαλιστικών χωρών.

2. Για την θεωρητική και πρακτική σημασία της ιστορικής κατηγορίας «πρώιμος σοσιαλισμός» βλ. το συλλογικό έργο του ελλ. Τμήματος της «Λογικής της Ιστορίας»: Η Οκτωβριανή επανάσταση και ο πρώιμος σοσιαλισμός στη Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα επαναστατικής θεωρίας, μεθοδολογίας και πρακτικής. ΚΨΜ, 2017 (kapsimi.gr/ioktobrianiepanastasikaioproimossosialismosstilogikitisistorias ).

3. Για την επιστημονική κατανόηση αυτής της νομοτέλειας, βλ. Βαζιούλιν Β. Α. Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ, “ΚΨΜ” 2013 (https://kapsimi.gr/i-logiki-tis-istorias ).

6. Για την ανάπτυξη του υποκειμένου, την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την επαναστατική υπέρβαση ιστορικών εκδοχών του κομφορμισμού, βλ. και Πατέλης Δ., Κακαρίνος Γ. Από τη ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ στη ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ψυχολογία και Μαρξισμός. ΤΟΠΟΣ, 2019 (toposbooks.gr/contents/books_details.php?nid=588 ).