Από τον ξενέρωτο καθεστωτικό «αντιφασισμό», στον νέο τύπο εκφασισμού, με όχημα τον μεταμοντέρνο ανορθολογισμό-αντικομμουνισμό.

Του Δημήτρη Πατέλη[1]

«ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ» 2020.10.14 https://www.imerodromos.gr/apo-ton-xeneroto-kathestotiko-antifasismo-ston-neo-typo-ekfasismoy-me-ochima-ton-metamonterno-anorthologismo-antikommoynismo/

Θα ήταν αφελής αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι η κοινωνία έχει απαλλαγεί οριστικά και αμετάκλητα απ’ τη λαίλαπα του φασισμού μετά την καταδικαστική απόφαση του Εφετείου για την εγκληματική ναζιστική οργάνωση «Χρυσή αυγή» και την φυλάκιση κάποιων στελεχών της. Όσο παραμένει ενεργός η γενεσιουργός βάση του, οι ανειρήνευτες αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο στάδιο της μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας, το στάδιο της σήψης της που γεννά κρίση και πόλεμο, ακόμα και αν το καθεστώς φροντίζει κάποτε να αποσύρει απ’ το πολιτικό προσκήνιο κάποιες χρεοκοπημένες και λειτουργικά άχρηστες ιστορικές εκδοχές του με πόζα «αυτοκάθαρσης», το φασιστικό φαινόμενο θα αναπαράγεται, θα ανακυκλώνεται και θα επανεμφανίζεται ως αναγκαίο εργαλείο του συστήματος, σε διάφορες ιδεολογικοπολιτικές παραλλαγές της μορφής του.

 Οι ιστορικές μετατοπίσεις του ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου της εκάστοτε κυρίαρχης ιδεολογίας, ακριβέστερα –του  λεκτικού περιτυλίγματος και των εμφάσεων μέσω των οποίων αυτή λανσάρεται– δεν επέρχονται ποτέ ως αποτέλεσμα κάποιου δημόσιου ορθολογικού διαλόγου σε επιστημονικό επίπεδο. Και τα όποια αποκρυσταλλώματά τους, κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζονται από θεωρητική και μεθοδολογική συγκρότηση, από περιεκτική επάρκεια και πληρότητα, από συνεκτικότητα και λογική συνέπεια. Τουναντίον. Ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης και πολέμου, αυτό που λανσάρουν οι ιδεολογικοί – προπαγανδιστικοί μηχανισμοί του καθεστώτος για την χειραγώγηση του κοινού νου και της καθημερινής συνείδησης, υπάγεται σε μία στρατηγικής και υπαρξιακής σημασίας κυνική σκοπιμότητα, που «αγιάζει όλα τα μέσα»: στην με κάθε μέσο και τρόπο αποτροπή και υπονόμευση της απόκτησης και εδραίωσης ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης και ευρύτερα του εργαζόμενου λαού, στην εκ προοιμίου ακύρωση κάθε σοβαρού εγχειρήματος συνειδησιακής και οργανωτικής συγκρότησης των «από κάτω» σε κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο, ικανό να θέσει σοβαρά υπό αμφισβήτηση το καθεστώς, να αποκτήσει στρατηγική πρωτοβουλία κινήσεων και –μέσω κατίσχυσης στο συσχετισμό δυνάμεων– να ανατρέψει επαναστατικά την κυριαρχία του κεφαλαίου.    

Με αυτούς τους όρους και ο …τραχανάς για την λειτουργική κάλυψη του ιδεολογικοπολιτικού κενού (και του σχετικού «κενού πολιτικής εκπροσώπησης») που προκύπτει μετά την καταδικαστική απόφαση του Εφετείου για την εγκληματική ναζιστική οργάνωση «Χρυσή αυγή», απλώνεται ήδη στο χώρο μεταξύ:

1. του ξενέρωτου καθεστωτικού «αντιφασισμού» («αντιολοκληρωτισμού κατά των άκρων» και «κατά της βίας, απ’ όπου και αν προέρχεται», που δυσκολεύεται να κρύψει την αγαπητική του σχέση με τον «σοβαρό» φασισμό και τα παρακλάδια του) και

2. του «δεν είμαι φασίστας, αλλά…», συνοδευόμενου από συνονθύλευμα στερεοτύπων του τύπου «ναι, αλλά για το χ, το ψ, το z κ.ο.κ. δεν λέτε…» ως «αντίλογο» σε κάθε θέση που δεν εγγράφεται στο ακροδεξιό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο.

Και –ω του παραδόξου– οι επίδοξοι κατασκευαστές του ιδεολογικού στίγματος του εκκολαπτόμενου κόμματος/χώρου του επιθετικού νεοφιλελέ-νεοφασισμού, που λανσάρεται ήδη στοχεύοντας στην πελατεία του ως άνω χώρου-χυλού, αντλούν σφόδρα υλικό και «επιχειρήματα» από τα αδρά επιδοτούμενα και θεσμικά εδραιωμένα πλέον μεταμοντέρνα ιδεολογήματα/δόγματα του πλουραλισμού της «κοινωνικής/συμβολικής κατασκευής» και της αποδοχής/αναπαραγωγής των αντιλήψεων περί πολλαπλών ρευστών «ταυτοτήτων», του πλήθους των οποίων οὐκ ἔσται τέλος

Στο έργο αυτό σπεύδουν να συνδράμουν όχι μόνο επαγγελματίες του είδους, αλλά και εθελοντές/χρήσιμοι ηλίθιοι των «κινημάτων» του μετανεωτερικού «αντιφασισμού». Οι τελευταίοι χαρακτηρίζουν εναγωνίως την όποια καταδίκη του φασισμού ως «προσωρινή, μονομερή, και ατελή νίκη», όχι επικαλούμενη την νομοτελή γενεσιουργό βάση του φαινομένου, αλλά αναπαράγοντας μετ’ επιτάσεως την μεταμοντέρνα ερμηνεία του αντιφασισμού/αντιρατσισμού – λάστιχο.

Διαβάζουμε π.χ. θέσεις τύπου: «Μπορεί λοιπόν η καταδίκη των δολοφόνων και βιαστών της Τοπαλούδη ή των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής να μοιάζει με προσωρινή νίκη του αντισεξισμού και του αντιφασισμού, φανταστείτε όμως πόσο αήττητοι ένιωθαν αυτοί όταν σήκωναν το χέρι τους προς τους αδύναμους. Ας θυμηθούμε το σκηνικό του "Εγέρθητου" και της κακοποίησης γυναίκας πολιτικού ζωντανά στην τηλεόραση από τον Κασιδιάρη και θα καταλάβουμε καλύτερα γιατί οι φασίστες πήραν τόσο θάρρος, μέθυσαν από την δύναμη και την εξουσία που τους προσέφερε ο θαυμασμός και η έγκριση του κόσμου και σίγουρα δε θα ένιωσαν ποτέ οτι μπορεί να έρθει η μέρα που θα πληρώσουν για τα εγκλήματα αυτά οπότε τα διέπρατταν όλο και πιο φανερά. Κι αυτό ακριβώς επειδή ο ρατσισμος και η ρητορική μίσους ειναι τόσο διαδεδομένα που ένιωθαν ότι ασκούσαν τη βία τους σε κάποιο safe place. Έπαψε να είναι μόνο όταν το "παράκαναν" και έστρεψαν τη βία τους προς έναν (λευκό, ετερεροφυλόφιλο, cis άνδρα) Έλληνα -έναν "δικό μας"» (εμφάσεις – Δ.Π., ορθογραφία και στίξη του πρωτότυπου - https://www.facebook.com/nai.eisai.misogynis.2/ ). Θέσεις που διακινούνται μαζικά και αναπαράγονται ως θέσφατα στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης».

Έστω ότι την θρυαλλίδα για την ραγδαία μαζικοποίηση του αντιφασισμού, αποτέλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα το 2013. Το γεγονός αυτό είναι εξηγήσιμο. Συνδέεται με την συνέργεια στην εν λόγω συγκυρία πληθώρας παραγόντων, μεταξύ των οποίων, καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει η κοινωνική ψυχολογία.

Στην ψυχολογία, ισχύει μια θεμελιώδης νομοτέλεια (ανακάλυψη του σοβιετικού ψυχολόγου Λεβ Βιγκότσκι, που αναπτύχθηκε περεταίρω στην επιστήμη): η «ζώνη της εγγύτερης ανάπτυξης».

Η ζώνη εγγύτερης ανάπτυξης στην παιδική ψυχολογία, προσδιορίζεται πρακτικά από το περιεχόμενο εκείνων των προβλημάτων, η άμεση αυτοτελής επίλυση των οποίων από το παιδί είναι ανέφικτή. Ωστόσο, το παιδί μπορεί να επιλύσει τέτοια προβλήματα με τη βοήθεια του σημαίνοντος ενήλικα, γεγονός που δηλώνει τον άγοντα, καθοδηγητικό ρόλο που διαδραματίζει ο σημαίνων ενήλικας (γονέας, δάσκαλος κ.ο.κ.) στην ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. Ρόλο που δεν υποκαθιστά την αυτενέργεια του παιδιού και την ενεργό ανάληψη πρωτοβουλίας.  Εκείνο το οποίο επιτυγχάνει το παιδί αρχικά μόνον υπό την καθοδήγηση (γόνιμη, άγουσα, προσανατολιστική, καταλυτική κ.ο.κ. παρέμβαση) όχι τυχαίων ή/και αυτόκλητων, αλλά όντως σημαινόντων ενηλίκων, καθίσταται στη συνέχεια δικό του κτήμα, σε μια πορεία προοδευτικής κλιμάκωσης της ανάπτυξής του.

Κομβική σημασία σε αυτή τη διαδικασία έχει ο εντοπισμός του εγγύτερου φάσματος δυνατοτήτων (προσδιοριζόμενος από το ψυχοσωματικό, γνωσιακό και εν γένει συνειδησιακό επίπεδο ανάπτυξης, από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις, τα βιώματα, τις γνώσεις κ.ο.κ.) αναβάθμισης του ανθρώπου, μέσω της διακρίβωσης του εκάστοτε «ενεργεία» επιπέδου ανάπτυξης του διαπαιδαγωγούμενου, ως βάσης για τη μετάβαση στο «δυνάμει» ανώτερο επίπεδο γνώσεων, δεξιοτήτων κ.ο.κ., με τη γόνιμη άγουσα επίδραση του παιδαγωγού (με την ευρύτερη έννοια: ενός κοινωνικά και γνωσιακά-συνειδησιακά πρωτοπόρου υποκειμένου που χαίρει εμπιστοσύνης και αναγνώρισης, άρα είναι ικανό να διαδραματίσει άγοντα ρόλο).

Η λελογισμένα προτρέχουσα συγκρότηση του περιεχομένου της εκάστοτε ζώνης εγγύτερης ανάπτυξης είναι που καθιστά γόνιμη και αναπτυξιακή την παιδαγωγική-εκπαιδευτική συμβολή. Τυχόν υπερεκτίμηση ή υποτίμηση του φάσματος αυτής της ζώνης, ακυρώνει την παιδαγωγική αλληλεπίδραση, υπονομεύει την ίδια την προοπτική διαμόρφωσης και συγκρότησης του ανθρώπου ως υποκειμένου (ως προσωπικότητας, ως συλλογικότητας) και οδηγεί σε παραίτηση από την προσπάθεια (ο σκοπός της οποίας φαντάζει αντίστοιχα είτε ως μαξιμαλιστικά ανέφικτος και άπιαστος, είτε ως ανούσια μινιμαλιστικός και τετριμμένος), με τις συνακόλουθες ματαιώσεις και απογοητεύσεις.

Η σημασία της ζώνης της εγγύτερης ανάπτυξης δεν περιορίζεται στις εξαιρετικά γόνιμες ψυχοπαιδαγωγικές πτυχές και εφαρμογές της. Έχει και μιαν ευρύτερη εμβέλεια στην κοινωνία, στη συνειδητή συμβολή στην ανάπτυξη δημιουργικών ικανοτήτων των συνανθρώπων μας και των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.

Ιδιαίτερη σημασία έχει π.χ. η επιστημονική διάγνωση και διακρίβωση των εκάστοτε βέλτιστων εγγύτερων, βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων στόχων, αντίστοιχου βαθμού περιπλοκότητας, που εγγράφονται στη ζώνη της εγγύτερης ανάπτυξης στην εκάστοτε ιστορική εποχή και συγκυρία της κοινωνίας. Στόχων που είναι αλληλένδετοι με πιο σύνθετους, απώτερους, πιο μακροπρόθεσμους, έτσι που να δίνουν πραγματική, συγκεκριμένη και όχι φαντασιακή, αφηρημένη προοπτική στους ανθρώπους, και από την άποψη π.χ. της εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης ατομικού ή/και συλλογικού, κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου. Από την άποψη της κλιμάκωσης της σκοποθεσίας (στρατηγικής και τακτικής), αλλά και των μέσων και των τρόπων αποτελεσματικής δράσης προς επίτευξη των σκοπών, έτσι που το αναπτυσσόμενο συλλογικό υποκείμενο να νοηματοδοτεί συλλογικά την ύπαρξή του, να διδάσκεται από την εμπειρία του, με αντίστοιχες διαβαθμίσεις των επιπέδων γνωσιακής, συνειδησιακής και οργανωτικής συγκρότησής του (δια της γόνιμης άγουσας σχέσης πρωτοπορίας-ηγεσίας και κινήματος) κ.ο.κ. Σε αυτό έγκειται εν πολλοίς και η αποτελεσματική επιστήμη και τέχνη της πολιτικής και της ιδεολογικοπολιτικής ανάπτυξης.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η «ζώνη της εγγύτερης ανάπτυξης» δεν αφορά μόνο τη θέση και το ρόλο ορισμένης βαθμίδας εφικτής και αναγκαίας κλιμάκωσης της διανοητικής, μαθησιακής, γνωσιακής, συνειδησιακής, πρακτικής κ.λπ. ανάπτυξης, με την καταλυτική παρέμβαση του «σημαίνοντος ενήλικα» στην παιδαγωγία, αλλά και την αντίστοιχη διαμόρφωση και ανάπτυξη-αναβάθμιση του οιονεί επαναστατικού κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου, σε συνάρτηση με την αντίστοιχη ανάπτυξη της ιδεολογικοπολιτικής πρωτοπορίας στην κοινωνική ψυχολογία του κινήματος κ.ο.κ. Σηματοδοτεί λοιπόν η «ζώνη της εγγύτερης ανάπτυξης» την επίτευξη ενός ποιοτικού και ουσιώδους άλματος του υποκειμένου, ατομικού και συλλογικού, σε ορισμένη αναπτυξιακή διαδικασία, η μη διάγνωση και συνειδητή παρέμβαση στην οποία, μπορεί να οδηγήσει στην στασιμότητα, στην οπισθοδρόμηση και στον εκφυλισμό του ψυχισμού του ατόμου ή/και του κινήματος.

Σε ό,τι αφορά την αισθητή αναβάθμιση και μαζικοποίηση του υποκειμένου του αντιφασιστικού αγώνα στη χώρα με αφορμή την δολοφονία του Φύσσα απ’ τους ναζί, κατά τη γνώμη μου, η διαδικασία εκτυλίχθηκε κατ’ εξοχήν με αυθόρμητο τρόπο, με ελάχιστη παρουσία συνειδητής άγουσας παρέμβασης. Το κίνημα αυτό δεν συνδέθηκε στη βάση της ζώνης της εγγύτερης ανάπτυξης οργανικά με άλλες ζωτικής σημασίας ανάγκες και διεκδικήσεις του εργατικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος σε ένα συνεκτικό και αρθρωτό πρόγραμμα τακτικής, ούτε και με σαφή επαναστατική στρατηγική προοπτική. Γι’ αυτό και παρέμεινε μωσαϊκά πολυσυλλεκτικό και διασπασμένο, ενώ κινήθηκε κυρίως στο επίπεδο της αντί-δρασης και της διαμαρτυρίας, χωρίς να αναβαθμίζεται σε θετική και επιθετική δράση με στρατηγική προοπτική.

 Στο παραπάνω κείμενο που παρέθεσα (και όχι μόνο), η νομοτέλεια αυτή αγνοείται παντελώς, ενώ η έμφαση μετατίθεται νοσηρά μετ’ επιτάσεως σε κάτι άλλο: πρακτικά σαφώς ενοχοποιείται ευθέως και ευθαρσώς το αντιφασιστικό κίνημα που ενεργοποιήθηκε με την φασιστική δολοφονία του προλετάριου μουσικού αντιφασίστα στο Κερατσίνι. Η ενοχοποίηση αυτή διατυπώνεται εμμέσως πλην σαφώς από ένα αυτόκλητο «πεφωτισμένο» υποκείμενο, το οποίο προτάσσει με υπεροψία την ελιτίστικη δήθεν ανωτερότητα της θέσης του και ακκίζεται με όρους μιας «νέας», «αφ’ υψηλού» ιδεολογίας, προβάλλοντας μάλιστα αξιώσεις καθολικής αποδοχής της. Μάλιστα αυτό το αυτόκλητο υποκείμενο, δεν αρκείται στο να επικρίνει το λαό «που δεν καταλαβαίνει τη σοφία του» ως ανεπαρκή, ως πρακτικά «ρατσιστή & φασίστα», αλλά επιπλέον επιχειρεί σαφώς και τεχνηέντως να αντιπαραθέσει αυτό το κίνημα στο κίνημα κατά της φασιστικής-ρατσιστικής δολοφονίας του Πακιστανού προλετάριου Λουκμάν, στην εναντίωση σε διάφορες ρατσιστικές-εθνικιστικές επιθέσεις, στο κίνημα αγανάκτησης για την άσκηση βίας σε γυναίκες, κατά εγκλημάτων βιασμού κ.λπ.!  

Τα επιτελικά όργανα (κρατικά και διακρατικά) και οι στρατηγικοί νόες του καθεστώτος, γνωρίζουν πλέον άριστα μια κοινωνική νομοτέλεια: δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικός μηχανισμός χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των μαζών, κατίσχυσης και εδραίωσης του αντιδραστικού καθεστωτισμού και της προληπτικής αντεπανάστασης, από εκείνον που λανσάρεται, διακινείται, υποβάλλεται, επιβάλλεται υποσυνείδητα, αλλά και στελεχώνεται ενίοτε από άτομα και ομάδες με «κινηματικές περγαμηνές», με όρους «κινήματος» και «λαϊκής ιδεολογίας». Στο πλαίσιο αυτό απεργάζονται και την όποια αναβάπτιση, αναδιάταξη και αναμόρφωση του επιθετικού καθεστωτισμού τους.    

Έτσι, μεταθέτουν σταθερά, μεθοδικά και συστηματικά τις εμφάσεις, από τον προσδιορισμό του φασισμού, του ρατσισμού κ.ο.κ. στο μείζον επιστημονικό & συγκεκριμένο ιστορικό πεδίο των κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων, της πάλης των τάξεων και της επαναστατικής προοπτικής του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, στο χαώδες έλασσον, στα ανιστορικά θολά νερά και στα νεφελώματα του νεοφιλελέ - μεταμοντέρνου δικαιωματισμού «των ταυτοτήτων».

Τι είναι όμως ο φασισμός;

Είναι ένα ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα που εμφανίστηκε κατά την περίοδο του μονοπωλιακού σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, της γενικής κρίσης της, και εκφράζει τα συμφέροντα των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, ιδιαίτερα σε συνθήκες δομικής κρίσης και πολέμου. Όπως έδειξε η εμπειρία του 20ου αι., ο φασισμός στην εξουσία είναι μια τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών δυνάμεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, που ασκείται με σκοπό τη συντριβή του επαναστατικού εργατικού κινήματος και κάθε μορφής λαϊκού κινήματος για την διατήρηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φασισμού υπήρξαν: η συστηματική προσφυγή σε ακραίες μορφές βίας για την καθυπόταξη της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων, ο επιθετικός ακραίος αντικομμουνισμός-αντισοβιετισμός, ο σωβινισμός, ο ρατσισμός, η ευρεία χρήση κρατικομονοπωλιακών μεθόδων ρύθμισης της οικονομίας, ο αυστηρότατος έλεγχος όλων των εκδηλώσεων της κοινωνικής και προσωπικής ζωής των ανθρώπων, η ικανότητα (μέσω εθνικιστικής και κοινωνικής δημαγωγίας), να κινητοποιεί και να δραστηριοποιεί πολιτικά ένα τμήμα του πληθυσμού υπέρ των συμφερόντων του εκμεταλλευτικού συστήματος (μαζική βάση του φασισμού αποτελούν κυρίως χρεοκοπημένα ή απειλούμενα με χρεοκοπία μεσαία στρώματα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, αλλά και εξαθλιωμένα στοιχεία της εργατικής τάξης). Η εξωτερική πολιτική του φασισμού επικεντρώνεται σε εγχειρήματα ιμπεριαλιστικών πολέμων, κατακτήσεων, αποικιοκρατίας, πραξικοπημάτων και αρπαγών (βλ. και Φασισμός, λήμμα του Α.Α. Γκάλκιν στο Φιλοσοφικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Α.Ε. της ΕΣΣΔ, ΕΚΔ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1986, τ. 5, σ. 293-295).

Παραμένει άραγε αμετάβλητος ο φασισμός μετά από ένα αιώνα ιστορίας του;

Στο τέλος της 2ης δεκαετίας του 21ου αι., η παραδοσιακή κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση είναι άσκοπη και ανώφελη, μιας και έχουν τεθεί πλέον στο προσκήνιο εκδοχές δια-κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης & επιβολής, με όρους περιφερειακής και παγκόσμιας κυριαρχίας (βλ. σχετικά: Πατέλης Δ. (2015). Νέο στάδιο, αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης και “κρίση πολιτικής εκπροσώπησης”. & Πατέλης Δ. Δομική κρίση πόλεμος και προοπτικές ανάπτυξης-διεξόδου απ' τα συστημικά αδιέξοδα για τη χώρα και την ανθρωπότητα.). Άρα, οι σύγχρονες μορφές φασισμού, αντλούν μεν από τις ιστορικές παραδόσεις αυτού του ρεύματος, ωστόσο, νομοτελώς, έχουν και θα έχουν επιπρόσθετα χαρακτηριστικά της ιδεολογίας και στρατηγικής της νυν δια-κρατικομονοπωλιακής επιβολής, δηλαδή, του νεοφιλελευθερισμού.

Επομένως, η προσφυγή του σύγχρονου εκφασιμού στα κατ’ εξοχήν ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού, στον μεταμοντέρνο ανορθολογισμό, δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε και περιστασιακή. Είναι αναγκαία και νομοτελής. Κατ’ αναλογία μιλώντας, όπως στον μεσοπόλεμο, λόγω της δημοφιλίας της Οκτωβριανής Επανάστασης και του σοσιαλισμού, π.χ. ο ναζισμός έπρεπε να έχει μια δόση «σοσιαλισμού» στη δημοκοπία του, ώστε να έχει την επίφαση «αντισυστημικού κοινωνικού ριζοσπαστισμού» και «λαϊκού κινήματος» (εξ ου και η ονομασία: «Εθνικο-σοσιαλισμός»), έτσι και σήμερα, ο εκφασισμός οφείλει να αντλεί από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του σύγχρονου επιθετικού νεοφιλελεύθερου ατομικισμού – κοινωνικού δαρβινισμού, πασπαλίζοντάς τα εκλεκτικίστικα αφηγήματά του με «προοδευτικό» δικαιωματισμό των ταυτοτήτων του μεταμοντέρνου.  

Τι είναι ο ρατσισμός;

Είναι ένα σύνολο αντιεπιστημονικών ιδεολογημάτων - δογμάτων, που δομούνται στη βάση εκδοχών του βιολογικού αναγωγισμού (βιολογισμού), στη βάση προκαταλήψεων περί της δήθεν πάγιας, δεδομένης και αμετάβλητης φυσικής και πνευματικής ανισότητας των ανθρώπινων φυλών και περί της δήθεν αποφασιστικής επίδρασης των φυλετικών διαφορών στην ιστορία και τον πολιτισμό της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό σ’ όλες τις ποικιλίες του ρατσισμού είναι οι μισάνθρωπες ιδέες περί του δήθεν προαιώνιου διαχωρισμού των ανθρώπων σε ανώτερες και κατώτερες φυλές (τάξεις, κοινωνικές ομάδες, έθνη κ.ο.κ.), από τις οποίες οι πρώτες είναι τάχα οι μοναδικές ικανές για δημιουργία ανώτερου υλικού και πνευματικού πολιτισμού και –ως εκ τούτου– προορίζονται με βιολογικό προκαθορισμό (ή/και με άλλο μυστικιστικό προκαθορισμό, ως «περιούσιος λαός» κ.λπ.)  για κυριαρχία-επιβολή, ενώ οι άλλες είναι ανίκανες για δημιουργία, για στοιχειώδη αφομοίωση του υψηλού πολιτισμού, ακόμα και για αυτοτελή–ανεξάρτητη  διοίκηση–κυριαρχία, άρα είναι καταδικασμένες να αποτελούν αντικείμενα εκμετάλλευσης, καταπίεσης, αποικιοποίησης, επικυριαρχίας κ.λπ. (βλ. και Ρατσισμός. λήμμα του N.N.Τσεμποξάροφ  στο Φιλοσοφικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Α.Ε. της ΕΣΣΔ, ΕΚΔ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1986, τ.4, σ. 429-431).

Παραμένει άραγε η ιδεολογία του ρατσισμού αμετάβλητη ανά τους αιώνες; Συνδέονται άραγε ιστορικά οι εκδοχές ρατσισμού με το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου;

Στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό, η όλη ταυτότητα του ανθρώπου διαποτίζεται από το πώς αυτή προβάλλει και εκλαμβάνεται στην αγορά εργασίας και συνολικά στην παγκόσμια αγορά. Οι αγοραίες σχέσεις διαπερνούν το σύνολο του κοινωνικού σώματος και της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ίδιο το ανθρώπινο σώμα –ως βιολογική οντότητα με ανάγκες και ως εμπλεκόμενο στην εργασιακή διαδικασία– υπαγόμενο σε αυτές τις αγοραίες σχέσεις εργαλειοποιείται στο έπακρο, μετατρέπεται σε (πρόσφορο για χειραγωγήσεις, κατασκευές και ανακατασκευές) χρηστικό υλικό-βιομάζα, βάσει σημαινουσών για την κεφαλαιοκρατική αγορά ιδιοτήτων και ταυτοτήτων, ή –σε πιο τρέχουσα φιλοσοφίζουσα διάλεκτο– μετατρέπεται σε αντικείμενο και αποτέλεσμα κοινωνικών επιδράσεων της «βιοπολιτικής», σε υλικό στο οποίο εγγράφονται σχέσεις, δομές, θεσμοί και νόμοι…

Η αντίστοιχη προβληματική των ταυτοτήτων βρίσκει πρόσφορο έδαφος στις νέες στρατιές της μισθωτής εργασίας, μεταξύ των εργαζομένων της κατ’ εξοχήν διανοητικής εργασίας με στοιχεία δημιουργικότητας, τροφοδοτείται από τις ανασφάλειες των ανθρώπων της μαζικοποιούμενης διανοητικής εργασίας. Στις πιο ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, έχει υποβαθμισθεί σφόδρα η θέση και ο ρόλος της παραδοσιακής βιομηχανικής εργατικής τάξης, ενώ οι εργαζόμενοι των νέων στρατιών της εργασίας, δεν έχουν συγκροτηθεί ως τάξη δι’ εαυτήν, παραμένουν σε συνθήκες πολυδιάσπασης, χωρίς ισχυρές συλλογικότητες σε εργασιακό επίπεδο (συνδικάτα) αλλά και χωρίς ιδεολογική και πολιτική συγκρότηση στη βάση των αντικειμενικών συλλογικών συμφερόντων τους και της ιστορικής τους αποστολής. Ο φορέας αυτού του τύπου της ολοένα και πιο διανοητικής και δημιουργικής εργασίας που μαζικοποιείται, λειτουργεί λοιπόν ως ειδική περίπτωση «προσοντούχου» σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό εργασιακό περιβάλλον (ευρύ φάσμα και ποικιλομορφία εργασιακών σχέσεων, ατομικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, μεγάλες αποκλίσεις ως προς τις θέσεις και τους ρόλους στην εργασιακή διαδικασία, ως προς τις δυνατότητες ανέλιξης, αλλά και ως προς τις αποδοχές κ.ο.κ.).

Όσο διαιωνίζεται αυτή η κατ΄ εξοχήν μοναχική εργασιακή και κοινωνική ζωή των φορέων του νέου υποκειμένου της εργασίας, για την προβολή και κατίσχυση των προσόντων ενός εκάστου, εδραιώνονται και παγιώνονται στάσεις και συμπεριφορές προβολής όχι μόνο των πραγματικών γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων στην ανταγωνιστική αγορά εργασίας, αλλά και εικονικών στοιχείων ταυτότητας, τα οποία εκλαμβάνονται και απ’ το ίδιο το άτομο, όχι εντός της κοινωνικής πολιτισμικής διαδικασίας διαμόρφωσής τους, αλλά ως δεδομένο «χάρισμα» ή/και ως αποκλειστικό αποτέλεσμα επιλογών του ατόμου. Η φετιχοποίηση της εικόνας αυτού του τύπου μονήρους προσοντούχου περικλείει πληθώρα εικονικών, συμβολικών κ.λπ. στοιχείων ταυτότητας, σε βαθμό που η εικόνα της ταυτότητας, του «ανήκειν», ή/και η ανάγκη διάκρισης και διαφοροποίησης μέσω αυτής της ταυτότητας, όπως και η αγωνία επιλεκτικής συγκρότησης και προβολής της, αποκτούν υπαρξιακά χαρακτηριστικά. Σε αυτή τη βάση βρίσκουν έδαφος νέες μορφές και κατευθύνσεις χειραγώγησης εκ μέρους του κυρίαρχου καθεστώτος.

Έτσι, η ιδεολογική και πρακτική απολυτοποίηση της σπουδής για ακραίο αυτοπροσδιορισμό του ατομικού υποκειμένου μέσω ανερμάτιστης αναζήτησης «ταυτοτήτων», «επιθυμιών» και προτιμήσεων (φύλου, γούστου, καταναλωτικών προτύπων, στιλ κ.ά.) καταλήγει μια βασανιστική διαδικασία χωρίς τέλος και χωρίς υποκείμενο… (αναλυτικότερα βλ. Πατέλη Δ. «Κατασκευή», «διόρθωση» ή ολική καταστροφή της ταυτότητας του ανθρώπου; & τα υποκεφάλαια: -Περίγραμμα του δεσπόζοντος επί κεφαλαιοκρατίας τύπου ψυχισμού. -Ανάγκες, επιθυμίες και καταναλωτισμός. «Ευέλικτη συσσώρευση», εργασία και «κουλτούρα του ναρκισσισμού». -Παρακμή της κεφαλαιοκρατίας και αποδόμηση της προσωπικότητας μέσω ρευστοποίησης και «κατασκευής ταυτοτήτων». Θέσμιση, πρακτικές και χειραγωγικά ιδεολογήματα. -Η νοσηρή δυσανεξία του homo sexualis ως πεδίο παρελκυστικής χειραγώγησης. -Περί «κοινωνικής κατασκευής» του φύλου και «επιτελεστικότητας», -Εκ νέου περί του βιολογικού πυρήνα και της ιστορικής-πολιτισμικής μορφής της οικογένειας και της προσωπικότητας: αδιέξοδα του μεταφυσικού διπόλου βιολογισμού-κοινωνιολογισμού και προοπτικές ανάπτυξης, στο 5ο μέρος του βιβλίου: Πατέλης Δ., Κακαρίνος Γ. Από τη Σοβιετική Ψυχολογία στη λογική της Ιστορίας. Μαρξισμός και ψυχολογία. ΤΟΠΟΣ 2019.).

Παραδοσιακά ο ρατσισμός αντλεί την δημοφιλία του από την παραπομπή στην βιωματική αγοραία πρόσληψη της διαφοράς ως αμεσότητας του σώματος, των σωμάτων και από την αναγωγή της όποιας ανισότητας και εκμετάλλευσης τάξεων, εθνών, λαών, φυλών κ.ο.κ. σε αυτή την αμεσότητα. Ο παραδοσιακός ρατσισμός, παρέπεμπε στην φύση, στη βιολογία ώστε να προσδώσει κάποιο κύρος στα δόγματά του, ώστε να δομήσει μαζικές ταυτότητες κυρίαρχης ιδεολογίας, λειτουργικές σε συσχετισμούς δυνάμεων τόσο στο πεδίο του έθνους-κράτους, όσο και στο πεδίο της γεωπολιτικής – γεωστρατηγικής της άρχουσας τάξης. Η σύγχρονη αρχαιολογία, η αρχαιογενετική και άλλοι επιστημονικοί κλάδοι και διεπιστημονικές προσεγγίσεις, βλέπουν εξαιρετικά κριτικά όρους τύπου «φυλή», «ράτσα» κ.λπ. και αποστασιοποιούνται σαφώς από διαδεδομένες ρατσιστικές, φυλετικές και εθνικιστικές αντιεπιστημονικές προκαταλήψεις (βλ. και Κλώντζα Μ. Η αρχαιολογία αποκαθηλώνει τον ρατσισμό και τον εθνικισμό ).

Ο σύγχρονος μεταμοντέρνος «αντιρατσισμός», έχοντας διαστείλει - ξεχειλώσει στο έπακρο το εύρος του όρου «ρατσισμός», προσγράφοντας σε αυτόν κάθε αναφορά σε πραγματικές ή/και φαντασιακές διαφορές, διακρίσεις, ταυτότητες, δεν αρκείται στην καθολική «αποβιολογικοποίηση», στην απόρριψη κάθε αναφοράς στη φύση και στη βιολογία (και στην πλήρη εργαλειοποίηση της βιολογίας του ανθρώπου ως υλικό για χειραγωγήσεις και «ανακατασκευές»), αλλά προτάσσει επιτακτικά την συλλήβδην απόρριψη, τον άρδην καθολικό εξοβελισμό από κάθε πεδίο αναφοράς και αυτού του οντολογικά νομοτελούς και επιστημονικά διακριβωμένου βιολογικού πυρήνα του ατόμου, της προσωπικότητας και της οικογένειας, ως αναγκαίου υποστρώματος της ιστορικής ανάπτυξης κοινωνικών-πολιτισμικών προσδιορισμών! Επαγγέλλεται και επιτάσσει την απόρριψη κάθε αντικειμενικού όρου, ορίου και προσδιορισμού!

Εδώ έρχονται ως «προοδευτικά-κινηματικά» και τα σύγχρονα «ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της άρχουσας τάξης» να διαμορφώσουν και να παγιώσουν τα σχετικά δόγματα, δίνοντας τον τόνο στη σχετική συζήτηση, εδραιώνοντας το ιδεολόγημα, βάσει του οποίου, δεν είναι μόνον επιμέρους ταυτότητες ρευστές, αλλά επιπλέον, τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό φύλο καθορίζονται πλήρως από τον πολιτισμό και την επιθυμία του ατόμου, όντας κενά από κάθε φυσική υπόσταση και επομένως αλλοιώσιμα, παροδικά και αναστρέψιμα!

Έτσι, ο χονδροειδής βιολογισμός του παραδοσιακού π.χ. ρατσισμού έρχεται να παραχωρήσει τη θέση του σε έναν εξ ίσου (αν όχι χειρότερο και πιο επικίνδυνο) χονδροειδή φαντασιακό κοινωνιολογισμό, που ανοίγει διάπλατα το δρόμο για πρωτόγνωρες χειραγωγήσεις στη βάση του «νέου» ανορθολογισμού… Συμβαίνει μια μετατόπιση από τον χυδαίο βιολογισμό του προκαθορισμού (κοινωνικών τάξεων, θέσεων και ρόλων, σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης) με την επίκληση της «φυσικής επιλογής» ως μεταφυσικής αρχής, στον χυδαίο κοινωνιολογισμό της παρά την φύση «κατασκευής» ρευστών «ταυτοτήτων»…  Μάλιστα, λόγω του ότι τα μεταφυσικά εννοούμενα άκρα-δίπολα πρακτικά ταυτίζονται, ο ακραίος βιολογισμός συνυπάρχει σήμερα στο μεταμοντέρνο με τον ακραίο κοινωνιολογισμό, σε μια σχέση αμοιβαίας επίκλησης, απόρριψης και αναπαραγωγής τερατωδών εκδοχών εκλεκτικισμού.

Η έννοια του φασισμού (και του ρατσισμού, ως συστατικού στοιχείου της ιδεολογίας του) προέκυψε μέσω της συγκεκριμένης ιστορικής έρευνας που διεξάγεται στο πλαίσιο της κοινωνικής θεωρίας. Η έννοια αυτή αντανακλά συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις, σχέσεις, δομές και τάσεις. Συνιστά συγκεκριμενοποίηση βάσει της μελέτης των ιστορικά αναδυόμενων χαρακτηριστικών της νομοτέλειας ανάπτυξης της κοινωνίας στη βαθμίδα της παρακμής, της σήψης, του εκφυλισμού της κεφαλαιοκρατίας, που είναι το τελευταίο υποστάδιο της διαμόρφωσης της κοινωνικής ανάπτυξης, ο τελευταίος εκμεταλλευτικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός που εδράζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία επί μεγάλων παρηγμένων μέσων παραγωγής.

Έτσι, ο φασισμός ως επιστημονική έννοια συμβάλλει στην περιγραφή, στην εξήγηση και στην πρόβλεψη ουσιωδών πτυχών της νομοτελούς ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας στην εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των την πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Από μεθοδολογικής άποψης, η έννοια αυτή εκπονείται στην έρευνα της κοινωνικής θεωρίας μέσω του συνδυασμού και του αμοιβαίου εμπλουτισμού του συστήματος εννοιών, κατηγοριών και νόμων, συγκεκριμένων αφαιρέσεων – γενικεύσεων που έχουν προκύψει από την λογική έρευνα, μέσω της αντιπαραβολής τους με την συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα (οικονομική, κοινωνική και πολιτική) του ιμπεριαλισμού. Συνιστά λοιπόν έννοια που συμπυκνώνει γνώση, την οποία έχει αποκομίσει η έρευνα μέσω του συνδυασμού λογικής και ιστορικής προσέγγισης, το περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζεται από την γνωστική διαδικασία που συνδυάζει διαλεκτικά τόσο την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, όσο και την εκ νέου στροφή στα δεδομένα της εμπειρίας, της ιστορικής πραγματικότητας, της ζωντανής εποπτείας, δηλαδή της αντίστροφης πορείας της σκέψης στην γνωστική διαδικασία: της ανάβασης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητά αφηρημένο.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η έννοια «φασισμός» δεν είναι μια κενή περιεχομένου αφαίρεση. Αντανακλά την νομοτελή ανάγκη του καθεστώτος της κυριαρχίας του κεφαλαίου για προσφυγή σε ακραίες βίαιες μορφές στρατιωτικοποίησης της οικονομικής και του συνόλου της κοινωνικής ζωής για τη διεξαγωγή αντεπαναστατικού πολέμου εντός ή/και εκτός της χώρας. Αντανακλά και αναδεικνύει λοιπόν τον ακραίο και πιο συνεπή αντεπαναστατικό χαρακτήρα του καθεστώτος του κεφαλαίου, την ενεργό και επιθετική αντεπανάσταση έναντι μιας εν εξελίξει εξεγερτικής ή/και επαναστατικής κατάστασης, είτε και ένα εγχείρημα προληπτικού πλήγματος έναντι ενός ανερχόμενου επαναστατικού κινήματος, μιας πιθανής αναμενόμενης επαναστατικής κατάστασης. Έτσι, η έννοια αυτή, στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας, συνιστά τη βάση για χάραξη νικηφόρου στρατηγικής και τακτικής του επαναστατικού κινήματος.  

Άρα, η επιστημονικότητα του προσδιορισμού των εκάστοτε συγκεκριμένων ιστορικών μορφών του φασισμού (της ιδεολογίας του –του ρατσισμού συμπεριλαμβανομένου– και της πρακτικής του) εξαρτάται από την βέλτιστη διαλεκτική ερευνητική προσέγγιση της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής, του συγκεκριμένου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, της πάλης των τάξεων σε εθνικό, διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο, της ανάδειξης των χαρακτηριστικών της βασικής αντίφασης του συστήματος και των παράγωγων αυτής, των δρώντων υποκειμένων και της δυναμικής του συσχετισμού των δυνάμεων στις εν εξελίξει συγκρούσεις.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι η βαθύτερη, σφαιρικότερη, συστηματικότερη και πληρέστερη ανάδειξη των ουσιωδέστερων συγκεκριμένων ιστορικών χαρακτηριστικών του φασισμού του 20ου αι., δεν επετεύχθη απ’ τη σκοπιά του κεφαλαίου και της αστικής επιστήμης, αλλά από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, μέσω της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας.

Οι αστικές προσεγγίσεις και τα συνακόλουθα ιδεολογήματα ανέκαθεν επικέντρωναν σε επουσιώδεις και δευτερεύουσες, σε ήσσονος σημασίας πτυχές και χαρακτηριστικά του φασιστικού φαινομένου. Αδυνατούν ή/και αποφεύγουν να αναφερθούν εμφατικά στον ουσιωδώς αντιδραστικό χαρακτήρα της κυριαρχίας του κεφαλαίου, των ταξικών συμφερόντων της αστικής τάξης που κατ’ ανάγκη γεννούν τον φασισμό και τον πόλεμο. Οι φορείς τους δεν μπορούν και δεν προτίθενται να αναδείξουν τον εγγενώς αντεπαναστατικό και ακραίο αντικομμουνιστικό χαρακτήρα του φασισμού, διότι αυτό θα τους υποχρέωνε να αναφερθούν και στη νομοτέλεια, στην αναγκαιότητα της επανάστασης.

Το γεγονός λοιπόν ότι η πληρέστερη, σφαιρικότερη, συστηματικότερη και τεκμηριωμένη προσέγγιση του φασισμού είναι εφικτή μόνο απ’ τη σκοπιά της εργατικής τάξης, μέσω της μαρξιστικής επιστήμης, της διαλεκτικής επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, δεν είναι διόλου τυχαίο. Είναι συνυφασμένο με ένα ιστορικά αποδεδειγμένο γεγονός: η βαθύτερη επιστημονική διάγνωση αυτής της ακραίας μορφής κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης είναι αναγκαία και εφικτή απ’ τη σκοπιά της συνεπέστερης επαναστατικής δύναμης, η οποία δεν στρέφεται σε κάποια επιμέρους γνωρίσματα του φασισμού, αλλά στην ολότητά του, στην ολότητα τη γενεσιουργού του μήτρας, της σήψης του ιμπεριαλισμού. Ο συνεπέστερος αντιφασισμός είναι ο κομμουνισμός. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το κόκκινο λάβαρο καρφώθηκε στην καρδιά του νεκρού φασιστικού κτήνους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ουσιαστικότερο και αποτελεσματικότερο πλήγμα κατά του φασισμού, το κύριο βάρος της συντριβής της πολεμικής μηχανής της ναζιστικής Γερμανίας (που είχε στη δούλεψή της πρακτικά το σύνολο της οικονομίας της ηπειρωτικής Ευρώπης) και συνολικά του φασιστικού «Αντι-Κομιντερν» συμφώνου, το ανέλαβαν και το έφεραν σε πέρας οι δυνάμεις του πρώιμου σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ.

Έκτοτε οι δυνάμεις του κεφαλαίου, όταν δεν αγκαλιάζουν απροκάλυπτα τον φασισμό,  παραμένουν συνεπείς στον ξέπνοο και ξενέρωτο «αντιφασισμό» τους. Χαρακτηριστικό είναι π.χ. ότι αντί να στραφούν στην ταξική φύση και στον αντεπαναστατικό χαρακτήρα του φασισμού, επικεντρώνουν στον αυταρχισμό, στον ολοκληρωτισμό της ιδεολογίας και πρακτικής του, έτσι ώστε η περιγραφή αυτή να χωρά στα χονδροειδή αντιεπιστημονικά σχήματα εξίσωσης φασισμού – κομμουνισμού, στο πλαίσιο των χυδαίων δογμάτων-ιδεολογημάτων περί «ολοκληρωτισμού». Η αστική φιλελεύθερη κριτική του φασισμού περιορίζεται στην προβληματική των αστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, τα οποία καταπατά η «εκτροπή» του «κακού» φασισμού (τον κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα του οποίου αποσιωπούν), ενώ «τα διασφαλίζει» η αστική δημοκρατία, η «κανονικότητα» του καπιταλισμού…

Η σύγχρονη μεταμοντέρνα νεοφιλελεύθερη ιδεολογία αντιτάσσεται στην ολοκληρωτική αυταρχική επιβολή ομοιογένειας και απόλυτης ενότητας των «συντεχνιών» στο ενιαίο συγκεντρωτικό φασιστικό κράτος-κοινωνία και σπεύδει να αντιτάξει σε αυτήν την απόλυτη διαφορά ατόμων βάσει των ταυτοτήτων…  

Τι ακριβώς σηματοδοτούν οι μετατοπίσεις από τους επιστημονικούς ορισμούς π.χ. φασισμού και ρατσισμού στον μεταμοντέρνο χυλό; Ποιος είναι ο πρακτικός τους αντίκτυπος;

Κατ’ αρχήν, οι μετατοπίσεις αυτές έχουν ως αποστολή τη συσκότιση της ίδιας της ταξικής ουσίας του φασισμού και της στρατηγικής του, ως ακραίας μορφής αντίδρασης, αντεπανάστασης, άρα ως ακραίας μορφής αντικομμουνισμού. Η διάχυση του αντιφασιστικού, αντιρατσιστικού, αντιεθνικιστικού κ.λπ. κινήματος σε πληθώρα επιμέρους, ελάσσονος έως απροσδιόριστης κλίμακας στόχων και διεκδικήσεων του δικαιωματισμού και των ταυτοτήτων, που μάλιστα δεν επιχειρείται καν να ιεραρχούνται με όρους τακτικής (ως στοιχεία που θα υπάγονταν σε κάποια σαφή στρατηγική και θα νοηματοδοτούνταν με την προοπτική της τελευταίας), αλλά προτάσσονται έναντι του μείζονος ταξικού και της επαναστατικής προοπτικής με αξιώσεις στρατηγικής. Μάλιστα, αυτό το μείζον ταξικό και η επαναστατική προοπτική – στρατηγική λοιδορούνται συστηματικά και κατασυκοφαντούνται ως «παρωχημένες αναχρονιστικές αγκυλώσεις» που πρέπει να ξεπεραστούν από τα «σύγχρονα» μεταμοντέρνα προτάγματα, γεγονός που οδηγεί σε πρακτική διάλυση, ακύρωση και ματαίωση του κινήματος.

Από μόνη της αυτή η ευεργετική για το καθεστώς του κεφαλαίου λειτουργία, μεσούσης πρωτοφανούς κρίσης, πανδημίας και πολέμου, αποκτά πρακτικά στρατηγική σημασία για το κεφάλαιο, μιας και αποδομεί και αποπροσανατολίζει το εργατικό και ευρύτερα το λαϊκό κίνημα από τη μείζονος κλίμακας πάλη με προοπτική. Εξ ου και η στοργή και η αρωγή με την οποία περιβάλλουν τα επιτελεία του κεφαλαίου όλη αυτή την εκστρατεία μετατόπισης – ακύρωσης κάθε επαναστατικής σκέψης και πράξης, η οποία επιτελεί αυτό το θεάρεστο έργο για το καθεστώς, κάτω από τα λάβαρα του «σύγχρονου ριζοσπαστικού κινήματος».   

Οφείλουμε λοιπόν να αποκαλύπτουμε, να αναδεικνύουμε και να προβάλλουμε τεκμηριωμένα, συστηματικά και μεθοδικά, να εκλαϊκεύουμε με διάφορους τρόπους και σε διάφορα επίπεδα τον απροκάλυπτα ανορθολογικό, αντιεπιστημονικό και αντικομμουνιστικό χαρακτήρα αυτών των μεταμοντέρνων μετατοπίσεων πίσω απ’ την κατ’ επίφαση «προοδευτικότητά» τους! Οφείλουμε να καταβάλλουμε συστηματικές προσπάθειες ώστε να απελευθερώσουμε ανθρώπους –ιδιαίτερα την νεολαία– οι οποίοι, με αγνές προθέσεις και ευαισθησία για επιμέρους προβλήματα ατόμων και ομάδων, γοητεύονται από την ρητορική που προτάσσει τέτοια αιτήματα και διεκδικήσεις, πέφτουν στην παγίδα των τοξικών μεταμοντέρνων δογμάτων, μέσω των οποίων κυριολεκτικά «καίγονται» νόες και συνειδήσεις ανθρώπων.

Μάλιστα, οι εντεταλμένοι φορείς αυτής της εκστρατείας, μίσθαρνα όργανα αλλά και ένθερμοι ανιδιοτελείς εθελοντές αυτής της μεταστροφής-διαστροφής, επιδίδονται στο έργο τους με όρους ολοκληρωτικής επιβολής και οιονεί καταστολής: όποιος δεν ασπάζεται και δεν στηρίζει αναφανδόν το «κίνημα» του μεταμοντέρνου νεοφιλελεύθερου δικαιωματισμού της «κατασκευής των ταυτοτήτων», καταγγέλλεται δημόσια ως «σεξιστής», «μισογύνης», «τρανσφοβικός» κ.ο.κ., και επιπλέον κατηγορείται και καταγγέλλεται δημόσια ως αυτός που δήθεν «οπλίζει το χέρι του φασισμού»! Με τέτοια «επιχειρήματα», έτοιμα προ πολλού, θα κινείται αυτός ο νέος καθεστωτικός «αντιφασιστικός» και «αντιρατσιστικός» εκφασισμός!    

Έτσι, πασχίζουν να επικεντρώσουν τελειωτικά τις εμφάσεις αυτής της ιστορικά πρωτοφανούς καθεστωτικής χειραγώγησης στην αντίληψη της διαβόητης «ρητορικής μίσους», παγιωμένη πλέον προ πολλού, όχι μόνο μεταξύ των στοχευμένα επιδοτούμενων ακαδημαϊκών κύκλων, της «διανόησης» της ευρωατλαντικής «αριστεράς» και των αντίστοιχων ΜΚΟ, αλλά και στο πνεύμα και το γράμμα των «αντιτρομοκρατικών» νόμων.

Η «ρητορική μίσους», από φραστικό παίγνιο στα λόγια των μεταμοντέρνων σειρήνων του δικαιωματισμού, θα μετατρέπεται σε καθεστωτικό τεκμήριο της ενοχής όποιου δεν ασπάζεται την «νέα» μεταμοντέρνα ορθοδοξία της «κατασκευής ταυτοτήτων», στο ίδιο πακέτο με το επίσημο ιδεολόγημα-δόγμα της ΕΕ περί «εγκληματικών άκρων» και «ολοκληρωτισμού» (βλ. και Πατέλη Δ. Αντικομμουνισμός και περί «ολοκληρωτισμού» ιδεολογήματα. ).

Η «ρητορική μίσους» προορίζεται να διαδραματίσει καθολικό ρόλο στην μαζική πάταξη αντιφρονούντων και ανυπάκουων από το εκφασιζόμενο καθεστώς, στην επιβολή της νέας «εθνικοφροσύνης», της νέας «ορθοδοξίας» και της αντίστοιχης «κανονικότητας» που απεργάζονται οι ιθύνοντες του καθεστώτος του κεφαλαίου, σε αγαστή συνέργεια με τους ιδεολόγους του μεταμοντέρνου ανορθολογισμού. Άλλωστε όλο το πακέτο των επιβεβλημένων από την ΕΕ «αντιτρομοκρατικών» νόμων εγγράφεται πλήρως σε αυτό το σκεπτικό. Σε τελική ανάλυση, στην πράξη, ως «ρητορική μίσους» θα διώκεται κάθε δημοκρατική διεκδίκηση, κάθε αναφορά στις τάξεις και στο ταξικό κίνημα, ο αντιιμπεριαλισμός, και κυρίως: η ίδια η ιδεολογία και πρακτική της επανάστασης και του κομμουνισμού!

Όσο αυτό δεν γίνεται αντιληπτό το τι κυοφορεί αυτή η μεταστροφή, όσο δεν αντιμετωπίζεται από το επαναστατικό κίνημα από το ύψος της σύγχρονης επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας θετικά και επιθετικά, ανοίγει ο δρόμος για μιαν ακόμα πρωτόγνωρη στρατηγική ήττα του κινήματος, για την επιβολή μιας άνευ προηγουμένου αντιδραστικής και καταστροφικής δυστοπίας. Θα το επιτρέψουμε;



[1] Ο Δημήτρης Πατέλης είναι αν. καθηγητής Φιλοσοφίας του Πολυτεχνείου Κρήτης, μέλος της Διεθνούς Ερευνητικής Ομάδας «Η λογική της ιστορίας», του Ομίλου Επαναστατικής Θεωρίας και του Γ.Σ. του Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο σοσιαλισμό».