Ποια επιστήμη θέλουμε, ποιο πανεπιστήμιο, για ποιον, προς τι και σε ποια κοινωνία; Σκέψεις με αφορμή την τελευταία αντιδραστική νεοφιλελεύθερη επέλαση σε ότι απέμεινε απ’ το πανεπιστημιακό άσυλο.

Του Δημήτρη Πατέλη.

[Δημοσιεύθηκε στην πύλη «Ημεροδρόμος» 2019.7.28, με τίτλο: «Αγοραία ρητορική και χονδροειδής πρωτογονισμός. Μια παγίδα-απάτη”». [https://www.imerodromos.gr/agoraia-ritoriki-kai-chondroeidis-protogonismos-mia-pagida-apati/]

Αγοραία ρητορική και χονδροειδής πρωτογονισμός. Μια παγίδα-απάτη.

Η νέα κυβέρνηση έχει αναγάγει σε μείζον ζήτημα αρχής και σε προτεραιότητα την «κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου». Η Υπουργός Παιδείας κα Ν. Κεραμέως δηλώνει ότι η αστυνομία θα μπαίνει στο πανεπιστήμιο μ’ ένα τηλεφώνημα πολίτη, μιας και στο χώρο του «θα ισχύει ό,τι ισχύει σε κάθε δημόσιο χώρο» της χώρας. «Αν δεν προχωρούσαμε θα είχαμε την κοινωνία απέναντί μας, γιατί η μεγάλη πλειονότητα συμφωνεί με την κατάργηση του ασύλου», τόνισε η υπουργός Παιδείας, … η οποία περιγράφοντας την κατάσταση που επικρατεί στον χώρο των πανεπιστημίων έκανε λόγο για «άσυλο εγκληματιών»! (16.7.2019 ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ http://www.topontiki.gr/article/332674/kerameos-gia-asylo-i-astynomia-tha-mpainei-sto-panepistimio-m-ena-tilefonima-politi). «Επιστρέφουμε τα πανεπιστήμια σε αυτούς στους οποίους πραγματικά ανήκουν, δηλαδή στους φοιτητές, στους καθηγητές και στο διοικητικό προσωπικό, καταργώντας το κακώς εννοούμενο άσυλο. Οι δημόσιες αρχές θα μπορούν να επεμβαίνουν αυτεπαγγέλτως για κάθε αξιόποινη πράξη που διαπράττεται εντός πανεπιστημίου» (22-07-19 Προγραμματικές δηλώσεις της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Ν. Κεραμέως). Άλλωστε, όπως είχε δηλώσει και προεκλογικά ο κ. Κ. Μητσοτάκης «Το άσυλο θα καταργηθεί με τον πρώτο νόμο μας. Αποτελεί δέσμευσή μου αδιαπραγμάτευτη. Θα επιστρέψουμε στο καθεστώς που ίσχυε το 2011. Τα πανεπιστήμια έχουν γίνει σε μεγάλο βαθμό κέντρα ανομίας και καταφύγια μπαχαλάκηδων. Η κατάσταση είναι επιεικώς απαράδεκτη. Το αίτημα για κατάργηση του ασύλου είναι απολύτως ώριμο στην κοινωνία. Δεν αφορά το άσυλο διακίνησης ιδεών. Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Έχετε δει την κατάσταση. Έρχεται η αστυνομία καταδιώκει έμπορο. Με την κατάργηση του ασύλου θα μπορεί να τον συλλαμβάνει. Υπάρχουν χώροι υπό κατάληψη που είναι εργαστήρια κατασκευής μολότοφ. Θεωρείτε λογικό να συνεχίζεται αυτή η κατάσταση; Δεν θα χρειαστεί να γίνει πολλές φορές από τη στιγμή που θα εφαρμοστεί ο νόμος. Ποιοι κάνουν τις καταλήψεις; Δεν την αντιλαμβάνομαι αυτή την έννοια. Αυτοί που ενδιαφέρονται να κάνουν τέτοιες κινήσεις δεν είναι η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών» (Καθημερινή 03.07.2019, https://www.kathimerini.gr/1032149/article/epikairothta/politikh/mhtsotakhs-to-asylo-sta-panepisthmia-8a-katargh8ei-me-ton-prwto-mas-nomo). Σε μια τέτοια αντίληψη, προφανώς και είναι πανάκεια η αστυνομοκρατία: «Οι αστυνομικοί ξαναβγαίνουν στους δρόμους. Φοιτητές και καθηγητές ανακτούν τα πανεπιστήμια. Το άσυλο της παρανομίας των μολότοφ και των ναρκωτικών καταργείται. Και επιστρέφει το άσυλο της γνώσης και των ιδεών», ανέφερε ο πρωθυπουργός (Προγραμματικές δηλώσεις 22.7.19).

Η ρητορική της κυβέρνησης περί του θέματος απλώς αναπαράγει τα πάγια εδώ και δεκαετίες χονδροειδή προπαγανδιστικά στερεότυπα, ιδεολογήματα και δόγματα της αγοραίας νεοφιλελεύθερης «δημοσιογραφίας/δημοσιολογίας». Στερεότυπα που έχουν δημιουργήσει στο πιο επιρρεπές προς χειραγώγηση κοινό ένα φράγμα πρόσληψης σε επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών. Το φράγμα αυτό αποτρέπει και ακυρώνει εκ προοιμίου κάθε ορθολογική πραγμάτευση του θέματος, κάθε επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση. Η κυβέρνηση επιλέγει σκοπίμως αυτή τη λαθροχειρία-απάτη, ώστε να επιβάλλει αυταρχικά  και εσπευσμένα (για να αποφύγει θύελλα κινητοποιήσεων με ανοικτά τα ΑΕΙ) νέο κύκλο αντιδραστικών αντιμεταρρυθμίσεων στην παιδεία και στην κοινωνία, με το φωτοστέφανο του «σωτήρα», που «ξέρει να κυβερνά με πυγμή» και να «αποκαθιστά την τάξη και την ηθική»

Πρόκειται για αριστοτεχνικά καλοστημένη στον πρωτογονισμό της παγίδα-βρόγχο, όπου: από τη μια μεριά υπάρχει η τάξη, ο νόμος, όπως σε κάθε «δυτικό πολιτισμένο κράτος», από την άλλη – η «ανομία», η «παραβατικότητα», το «παραεμπόριο», η «διακίνηση ναρκωτικών», το «έγκλημα», οι «μπαχαλάκηδες», κ.λπ.

Ουδόλως απασχολεί τους αυτουργούς αυτής της παγίδας και τα θύματά της το εξωπραγματικό της διατύπωσης και ο προφανής παραλογισμός της. Οι ισχυρισμοί αυτού του πρωτογονισμού είναι ακόμα πιο άθλιοι από το να διατείνεται κανείς ότι η άρση του ασύλου της κατοικίας, του οικογενειακού ασύλου (άρθρο 9 του Συντάγματος) θα εξαλείψει τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας!

Από πού απορρέει ότι τα ΑΕΙ είναι «εστίες παραβατικότητας» σε μια κοινωνία παράδεισο μιας ευνομούμενης πολιτείας; Τι εμποδίζει με το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο την καταπολέμηση έκνομων ενεργειών του κοινού ποινικού δικαίου σε πανεπιστημιακούς χώρους; Από ποιον ελέγχεται π.χ. και από ποιον εξωθείται εν μέρει η διακίνηση ναρκωτικών προς ορισμένους χώρους; Έχει άραγε η διακίνηση φορτίων ναρκωτικών με πλοία σχέση με ΑΕΙ, ή με πλοιοκτήτες και κατόχους πληθώρας ΜΜΕ, φίλα προσκείμενους στην εξουσία (που κατά περίεργο τρόπο είναι εκ προοιμίου και αναφανδόν «αθώοι»); Τι γίνεται με την ιδιότυπη ασυλία (θεσμική ή/και εθιμική) της οποίας χαίρουν μεγαλοσχήμονες που εμπλέκονται σε σκάνδαλα διαφθοράς, οικονομικά και άλλα εγκλήματα; Τι γίνεται με το αέναο παίγνιο εκείνου του είδους «μπαχαλάκηδων»-προβοκατόρων, ευρισκόμενων κατά τεκμήριο σε εντεταλμένη υπηρεσία, στην πλάτη των λαϊκών κινητοποιήσεων και του πανεπιστημίου; Τι θέση έχουν άραγε οι πανεπιστημιακοί χώροι στη συνολική χωροταξία και ανθρωπογεωγραφία του εγκλήματος; Ποιος ασχολείται με τη συστηματική και κατά συρροήν παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος, με την εισβολή επιχειρηματικών ομίλων και συμφερόντων στα ΑΕΙ, με βαθμιαία μετάλλαξη στην κατεύθυνση του «επιχειρηματικού πανεπιστημίου» ή/και του «πανεπιστήμιου-επιχείρησης»; Με τις καθεστωτικές φοιτητικές παρατάξεις που λειτουργούν ως παραμάγαζα σταδιοδρομίας (διανομή σημειώσεων, χρέη γραμματείας, εμπλοκή σε αντιγραφές, προθάλαμος για μεταπτυχιακά, διδακτορικά κ.λπ.); Με την υπερεκμετάλλευση απλήρωτης εργασίας, φοιτητών, προπτυχιακών, υποψηφίων διδακτόρων, προσωπικού και υποδομών από καθηγητές-επιχειρηματίες; Με τις διώξεις κατά μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας για τις ιδέες και την επιστημονική τους έρευνα; Ποιον απασχολεί η χρονίζουσα και ιδιαίτερα έντονη κατά την τελευταία δεκαετία της κρίσης χρέους εγκληματική υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των ΑΕΙ[1], η αρπαγή των αποθεματικών τους με το διαβόητο PSI; Λύθηκε άραγε το πρόβλημα της μαζικής και χρόνιας ανεργίας των νέων, ιδιαίτερα οξύ μεταξύ των αποφοίτων ΑΕΙ; Το πρόβλημα της υποαπασχόλησης, της επισφαλούς εργασίας/μερικής απασχόλησης με μισθούς πείνας και μπλοκάκι; Το πρόβλημα της μαζικής μετανάστευσης νεολαίας που έχει αποκτήσει δημογραφικές διαστάσεις μαζικής γενοκτονίας; Το πρόβλημα της ελάχιστης έως ανύπαρκτης φοιτητικής μέριμνας (σίτισης, στέγασης κ.λπ.);  Και άλλα πολλά…

Όλα αυτά είναι ανύπαρκτα στη στημένη επικαιρότητα. Έτσι, κάθε υπόνοια ένστασης, αμφιβολίας, αντίρρησης, ή και αντίθεσης σε αυτή την ακροδεξιά νεοφιλελεύθερη επέλαση βαφτίζεται αυτομάτως «αναχρονισμός», «συνέργεια στην ανομία», «συνενοχή στο έγκλημα» κ.λπ. Αρκεί να διατυπωθεί κάτι που δεν εγγράφεται στον πρωτογονισμό του σχήματος και εμφανίζεται αφρός στα χείλη του εγκλωβισμένου στο αφήγημα-παγίδα, όπως στα σκυλιά-πειραματόζωα του γνωστού πειράματος του φυσιολόγου Ι. Πάβλοφ για τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Πρόκειται για μια «τεχνολογία» χειραγώγησης μέσω της διασφάλισης «μαζικής λαϊκής συναίνεσης», μπροστά στην οποία ωχριά και η γκεμπελική προπαγάνδα. Είναι ένας ακόμα χειρισμός/απάτη, από αυτούς που συνιστούν οργανικό στοιχείο του σύγχρονου αστικού κοινοβουλευτικού εκφασισμού.

Οι σκοπιμότητες που εξυπηρετούνται με τη νέα επίθεση στο άσυλο είναι ευτελείς, δόλιες και καταστροφικές για την επιστήμη, το πανεπιστήμιο και την κοινωνία. Εξ ου και το σαθρό και παράλογο του πρωτογονισμού των «επιχειρημάτων». Σε αυτή την επίθεσή τους, οι κρατούντες δεν αντλούν δύναμη από τον ορθολογισμό του λόγου που αρθρώνουν, αλλά από την εξουσία που κατέχουν και από τον καταιγισμό «πλύσης εγκεφάλων» που τους διασφαλίζουν τα ελεγχόμενα ΜΜΕ.

«Αντίσταση» και πάλι… ή αντίσταση και πάλη; Αρνητισμός της ηττοπάθειας ή θετικά και επιθετικά;

Είναι πρακτικά αδύνατο να γίνει διάλογος σε αυτή τη βάση για τόσο λεπτά και περίπλοκα θέματα όπως είναι η επιστημονική έρευνα και η πανεπιστημιακή παιδεία. Η αντίθεση στη διάλυση κάθε κεκτημένου ασυλίας για το πανεπιστήμιο και συνολικά, η αντίσταση στα ακραία, αυταρχικά και αντιλαϊκά μέτρα, είναι κατ’ αρχάς υπαρξιακά αναγκαία. Σε επίπεδο άμεσης εποπτικής προπαγάνδας, πάντα με όρους τακτικής, έχει κάποιο νόημα η αποκάλυψη, η αποδόμηση και η γελοιοποίηση του χονδροειδούς πρωτογονισμού και της απάτης των κυρίαρχων ιδεολογικών σχημάτων και των φορέων-φερεφώνων τους.

Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να συνιστά στρατηγική. Εμπλοκή σε τέτοιο στημένο «διάλογο»-παγίδα και απάτη, ως κύριο μέσο διεξαγωγής του αγώνα, στερείται νοήματος. Σε αυτή την περίπτωση, το πολύ να υπάρξουν μικρές μάχες ή αψιμαχίες οπισθοφυλακών, ενός κινήματος σε υποχώρηση, ενώ η ήττα είναι εκ προοιμίου δεδομένη. Το νόημα αυτό είναι περιορισμένο από τον αρνητισμό του, από τον ετεροπροσδιορισμό έναντι αυτών που έχουν τη στρατηγική πρωτοβουλία κινήσεων. Η όποια αντί-θεση, όσο στεντόρεια και αν διατρανώνεται, έρχεται ως εκ των υστέρων απάντηση σε κάποια θέση. Άρα, ο ορίζοντάς της είναι εξ υπαρχής περιορισμένος, οι όροι και τα όρια του αγώνα δεν τίθενται από αυτούς που αγωνίζονται, αλλά κυρίως, κατ’ εξοχήν και πρωτίστως από τους έχοντες τη στρατηγική πρωτοβουλία κινήσεων από τη θέση της τωρινής κυριαρχίας τους.

Επομένως, η όποια άρνηση, αντί-σταση και αντί-θεση –αναγκαία κατ’ αρχάς– μπορεί να έχει προοπτική, μόνο στην περίπτωση που συνδέεται οργανικά με μια κατάφαση, με μια θετική στάση και θέση με προοπτική. Μόνο προσδιορίζοντας θετικά το σκοπό, την επιστημονικά επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη προοπτική, μπορεί ένα κίνημα να βρει την αναγκαία λαϊκή ανταπόκριση, να προσελκύσει δυνάμεις και να συγκροτηθεί, να διεκδικήσει και αποκτήσει αυτό τη στρατηγική πρωτοβουλία των κινήσεων, ακυρώνοντας την ηγεμονία των κρατούντων, κατ’ αρχάς ηθικά και στη συνέχεια με όρους αλλαγής συσχετισμών δυνάμεων. Αντεπίθεση δεν επιτυγχάνεται με ελιτίστικη περιχαράκωση και απλές φραστικές διακηρύξεις. Μόνο έχοντας θετικούς επεξεργασμένους στόχους με στρατηγική πνοή, μόνο με άνοιγμα στο λαό και ώσμωση με τις καθημερινές ανάγκες και αγωνίες του, μόνο συνδέοντας οργανικά τις εκάστοτε βέλτιστες τακτικές κινήσεις-διεκδικήσεις με αυτούς τους θετικούς στόχους μπορεί να κλιμακωθεί μια αποτελεσματική αντεπίθεση με νικηφόρο προοπτική. Θετικά και επιθετικά!

Έτσι, διαπιστώνουμε ότι το πανεπιστημιακό άσυλο είναι πρόβλημα κάθε άλλο παρά στενά συντεχνιακού θεσμικού χαρακτήρα. Προβάλλει ως πολύ ευρύτερο και βαθύτερο πρόβλημα, μεταφράζεται ως ερώτημα: ποια επιστήμη θέλουμε, ποιο πανεπιστήμιο, για ποιον, προς τι και σε ποια κοινωνία; Εάν καταφέρουνε να μετατοπίσουμε την προβληματική της επικαιρότητας σε αυτό το σύνθετο ερώτημα, θα έχουμε πραγματοποιήσει ένα πολύ σημαντικό βήμα για την πανεπιστημιακή κοινότητα, για την παιδεία και για την κοινωνία συνολικά. Ένα βήμα απεμπλοκής συνειδήσεων από τις αγοραίες απάτες και χειραγωγήσεις του συρμού.

Εξυπακούεται ότι το ερώτημα αυτό δεν προσφέρεται για αφοριστικές συνταγές/απαντήσεις και συνθήματα εκ του προχείρου. Απαιτεί συστηματική επιστημονική έρευνα. Εδώ θα περιοριστούμε σε μια αδρομερή προσέγγιση κάποιων βασικών πτυχών του.  

Εκπαίδευση-παιδεία, επιστημονική έρευνα και πανεπιστήμιο.

Εκπαίδευση και παιδεία είναι η διαδικασία διαμόρφωσης και ανάπτυξης του εκάστοτε ιστορικά αναγκαίου υποκειμένου της εργασίας/παραγωγής και του συνόλου των κοινωνικών δραστηριοτήτων και σχέσεων. Είναι η διαγενεακή διαδικασία, κατά την οποία εκπρόσωποι της εκάστοτε ώριμης γενεάς συμβάλλουν σκόπιμα στη μετάδοση στην εκάστοτε νέα γενεά πληροφοριών, μαρτυριών, δεξιοτήτων και γνώσεων, κεκτημένων που την καθιστούν κοινωνό του υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Διαδικασία «κατεργασίας», καλλιέργειας εκτελεστικών και δημιουργικών ικανοτήτων νέων ανθρώπων, προπαρασκευής τους για την ανάληψη του εκάστοτε αναγκαίου φάσματος κοινωνικών θέσεων και ρόλων/λειτουργιών, που επιτυγχάνεται μέσω της διάδοσης, αφομοίωσης και εκπόνησης/ανάπτυξης γνώσεων, μέσων και τρόπων ιδεατής και πραγματικής/υλικής πρόσκτησης/μετασχηματισμού της πραγματικότητας. Εντός αυτής της διαδικασίας (ως οργανικού συστατικού στοιχείου της κοινωνικής ολότητας) δια-μορφώνεται εν πολλοίς ο άνθρωπος, ως ον με γνώση και αυτογνωσία, με συνείδηση και αυτοσυνειδησία, δηλαδή, ως προσωπικότητα.

Το ερευνητικό στοιχείο ενυπάρχει σε όλα τα επίπεδα της οργανωμένης παιδείας/εκπαίδευσης σε διαφορετικά επίπεδα και μορφές. Στην πανεπιστημιακή βαθμίδα η επιστημονική έρευνα οφείλει να αναπτύσσεται κατά το βέλτιστο τρόπο, σε διαρκή γόνιμη αλληλεπίδραση με την παιδαγωγία/διδασκαλία, γεγονός που επιτάσσει όλο και πιο ενεργό και οργανική/συνειδητή εμπλοκή διδασκόντων και διδασκομένων, του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας στις δραστηριότητες και στις σχέσεις των ΑΕΙ.

Το ίδιο το πανεπιστήμιο ως θεσμός, είναι γέννημα και συστατικό στοιχείο συγκεκριμένου ιστορικά τύπου του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και ειδικότερα, του ανταγωνιστικού τύπου καταμερισμού μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας. Αντανακλά αυτόν τον καταμερισμό, ενώ ταυτόχρονα, συνιστά και όρο αναπαραγωγής ή/και περαιτέρω ανάπτυξής του. Με αυτό τον τρόπο, αντανακλά  και αναπαράγει την εκάστοτε ιστορικά διαμορφωμένη θέση και το ρόλο των επιστημών (βασικών, εφαρμοσμένων και τεχνολογικών) και των τεχνών στην παραγωγή και ευρύτερα στην κοινωνία, στον πολιτισμό, ενώ έχει προνομιακή συμβολή και στη διαμόρφωση του φάσματος δυνατοτήτων περαιτέρω ανάπτυξης της παραγωγής και συνολικά της κοινωνίας, του πολιτισμού μέσω της επιστήμης και των τεχνών. Για αυτό το λόγο, το σύνολο της παιδείας και ειδικότερα το πανεπιστήμιο διαδραματίζει στρατηγικό ρόλο στη συγκρότηση και ανάπτυξη της κοινωνίας.

Ο ρόλος αυτός συνδέεται προπαντός με τις κοινωνικές και πολιτισμικές λειτουργίες της έρευνας και των επιστημόνων-ερευνητών στην κοινωνία. Η επιστήμη είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη ανθρώπινη δραστηριότητα, που αποσκοπεί στη συστηματική «παραγωγή» αντικειμενικών, τεκμηριωμένων και αποδεδειγμένων αληθών γνώσεων περί του επιστητού. Επιστητό είναι ό,τι μπορεί να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής έρευνας: η φύση, η κοινωνία και η ανθρώπινη νόηση-συνείδηση. Η νοητική πρόσκτηση του επιστητού δεν αποκτάται άμεσα από την εμπειρία. Εάν η εξωτερική όψη των πραγμάτων (σχέσεων και διαδικασιών) συνέπιπτε με την ενδότερη ουσία τους οι άνθρωποι στην απλή θέα τους θα ήταν παντογνώστες, ενώ καμία επιστήμη δεν θα χρειαζόταν. Η διάγνωση της ουσίας, των αιτίων, των νόμων και νομοτελειών που διέπουν την πραγματικότητα, απαιτεί ειδική ερευνητική δραστηριότητα, με τη βοήθεια ιδεατών και υλικών (τεχνικών) μέσων και τρόπων (μεθόδων), εμπειρικών και θεωρητικών.

Η επιστήμη ανέκυψε από τη σκόπιμη δραστηριότητα μετασχηματισμού της πραγματικότητας και επιτελεί τρείς βασικές λειτουργίες: 1. Αντικειμενική περιγραφή αυτού που υπάρχει, 2. Εξήγηση-ερμηνεία του γιατί και πως υπάρχει αυτό που υπάρχει, ανακάλυψη των αιτίων, των νόμων, των νομοτελειών του και 3. Βάσει των 1 & 2, πρόβλεψη του φάσματος δυνατοτήτων περαιτέρω πορείας του αντικειμένου, του τι μέλει γενέσθαι. Βάσει αυτών των λειτουργιών της, η επιστήμη εξοπλίζει τον άνθρωπο ώστε αυτός να μετασχηματίσει μετά λόγου γνώσεως τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της ύπαρξης και ανάπτυξής του. Έτσι, η επιστημονική γνώση λειτουργεί ως δύναμη που επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, το σύνολο των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου.

Η επιστημονική έρευνα είναι μια δραστηριότητα στην οποία ήδη κεκτημένες γνώσεις, δεξιότητες, δημιουργικές ικανότητες, χρησιμοποιούνται (αυτούσιες ή/και μετασχηματιζόμενες, αναπτυσσόμενες) ως μέσα και τρόποι πρόσκτησης νέας γνώσης. Η δραστηριότητα αυτή, για να είναι αποτελεσματική, απαιτεί προσήλωση στο αντικείμενο, στη λογική του ίδιου του αντικειμένου της έρευνας, πέρα και έξω από παρελκυστικούς, εξωγενείς, αυθαίρετους παράγοντες και σκοπιμότητες.

Επιπλέον, η δραστηριότητα αυτή είναι εξ υπαρχής βαθύτατα κοινωνική, μιας και εδράζεται σε γνώσεις, μεθόδους κ.λπ., δηλαδή, σε καθολικά ιδεατά και υλικά μέσα και τρόπους πρόσκτησης/αφομοίωσης/μετασχηματισμού της πραγματικότητας, διαχρονικής/διαγενεακής προέλευσης και εμβέλειας. Απαιτεί λοιπόν τη δημιουργική συνεργασία, επικοινωνία μεταξύ συγχρόνων ερευνητών, μεταξύ ερευνητών και ερευνών της εκάστοτε εποχής αλλά και του παρελθόντος, σε μια διαδικασία ανταλλαγής/αλληλοεμπλουτισμού πληροφορίας, δεξιοτήτων και δημιουργικών ικανοτήτων. Σε αντιδιαστολή με την πρόσκτηση υλικών πραγμάτων, τις δοσοληψίες του αντιπραγματισμού και τις εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις, ως αποτέλεσμα αυτής της ανταλλαγής εντός της επιστήμης, ο δότης δεν στερείται παραδίδοντας κεκτημένα της έρευνας στον παραλήπτη. Τουναντίον, ως αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης/επικοινωνίας, όλα τα μέλη αυτής της σχέσεις εξέρχονται «πιο πλούσια», αναβαθμίζονται ιδιότυπα σε μια σχέση αμοιβαίου εμπλουτισμού δεξιοτήτων, γνώσεων και δημιουργικών ικανοτήτων. Σε αυτήν ακριβώς την ιδιοτυπία της επιστημονικής ερευνητικής δραστηριότητας έγκειται αυτό που ο Κ. Μαρξ αποκαλούσε «καθολική δραστηριότητα».

Πανεπιστημιακό άσυλο, αυτοδιοίκητο, πεδίο δημόσιου αναστοχασμού και αγώνα.

Για αυτό το λόγο, η πραγματική έρευνα, απαιτεί απρόσκοπτη αφοσίωση στην έρευνα, στη λογική του ίδιου του αντικειμένου, πέρα και έξω από εξωτερικές ως προς την επιστήμη και το αντικείμενό της σκοπιμότητες, ιδιοτέλειες, αυθαιρεσίες, υποκειμενισμούς και παρελκυστικούς παράγοντες. Το ίδιο ισχύει και για την παιδαγωγία, ιδιαίτερα στο πανεπιστήμιο. Για αυτούς τους λόγους, από την ίδρυση των πρώτων πανεπιστημίων (κατά τον ύστερο Μεσαίωνα – πρώιμη Αναγέννηση) θεσπίστηκε το Πανεπιστημιακό Άσυλο καθηγητών και φοιτητών, του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας. Προς αποφυγή εξωτερικών παρεμβάσεων εκ μέρους των πολιτικών και θρησκευτικών/εκκλησιαστικών αρχών, εκ μέρους οικονομικών ιδιοτελειών και κατασταλτικών οργάνων. Το πανεπιστημιακό άσυλο συνδέεται οργανικά με το αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου, με τη θεσμική οργάνωση και συγκρότηση σε σώμα (σώματα) της πανεπιστημιακής/επιστημονικής κοινότητας. Εξυπακούεται ότι οι παραπάνω θεσμικές διευθετήσεις από μόνες τους δεν διασφαλίζουν την απρόσκοπτη και αντικειμενικής λειτουργία της επιστήμης και του πανεπιστημίου προς όφελος του κοινωνικού δημοσίου συμφέροντος. Δεδομένου μάλιστα ότι η επιστήμη και το πανεπιστήμιο λειτουργούν και αναπτύσσονται στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, τα κυρίαρχα συμφέροντα, συνασπιζόμενα με ποικίλους τρόπους, και ιδιαίτερα με τη μορφή του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη», του αστικού κράτους, επιτελούν τον κυριαρχικό και εξουσιαστικό τους ρόλο και στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, αυτές οι θεσμικές διευθετήσεις, είναι ένα ελάχιστο πλαίσιο διεκδίκησης αυτής της λειτουργίας για το πανεπιστήμιο και για την κοινωνία.

Επιπλέον, λόγω του ανταγωνιστικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας που προαναφέραμε, λόγω της θέσης και του ρόλου του, και δεδομένου του θεσμικού πλαισίου (γραπτού ή/και εθιμικού) ασύλου-αυτοδιοίκητου, το πανεπιστήμιο αποκτά και μια ευρύτερη και βαθύτερη κοινωνική/πολιτισμική λειτουργία. Μετατρέπεται σε χώρο/πεδίο όπου η κοινωνία συλλογάται, αναστοχάζεται τα μείζονα προβλήματα και τις προοπτικές της. Μετατρέπεται σε ιδιότυπο «ιερό τόπο» σχετικά ελεύθερων και ακηδεμόνευτων αναζητήσεων (όχι μόνο της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά και συνολικά της κοινωνίας), προβληματισμού για την επίλυση μείζονος κλίμακας προβλημάτων και εκπόνησης σχεδιασμάτων για τις προοπτικές της κοινωνίας. Συνεπώς, το άσυλο και το αυτοδιοίκητο συνδέονται οργανικά με την ύπαρξη και λειτουργία ενός πανεπιστημίου ανοικτού στην κοινωνία, σε διαρκή ώσμωση με τα προβλήματα και τις ανάγκες της. Έτσι, το πανεπιστήμιο γίνεται και ένα πεδίο διεκδικήσεων αυτού του αναστοχαστικού ρόλου, του δημοσίου κοινωνικού-πολιτισμικού χώρου, σε αντιδιαστολή με την στενή και ωμή κρατική εξουσιαστική επιβολή. Μετατρέπεται σε προνομιακό χώρο ανάπτυξης και ανταλλαγής ιδεών, καινοτόμων ριζοσπαστικών αντιλήψεων και κοινωνικών κινημάτων στους κύκλους της νεολαίας.

Κεφάλαιο, επιστήμη και πανεπιστήμιο.

Με την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας και τη βαθμιαία μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, το πανεπιστήμιο αλλάζει, μαζικοποιείται, περικλείει όλο και ευρύτερο φάσμα επιστημονικών πειθαρχιών, κλάδων, γνωστικών αντικειμένων και ειδικοτήτων, ενώ περιπλέκονται και οι σχέσεις του με την παραγωγή και συνολικά με την κοινωνία. Περιπλέκονται και πληθαίνουν και οι επιδιώξεις επηρεασμού, κηδεμόνευσης, χειραγώγησης, εκμετάλλευσης ακόμα και καπηλείας της επιστήμης και του πανεπιστημίου.

Απολυταρχικά καθεστώτα, ιερατεία, στρατιωτικά-βιομηχανικά συμπλέγματα, εταιρείες, ομάδες πίεσης, διεθνικοί πολυκλαδικοί μονοπωλιακοί όμιλοι, διακρατικά θεσμικά και εξωθεσμικά όργανα (Ε.Ε., ΝΑΤΟ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ κ.ά.) επιδιώκουν με κάθε τρόπο να περιστείλουν, να καταστείλουν, να συρρικνώσουν και τελικά να ακυρώσουν ότι απέμεινε από το δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο, από το πανεπιστημιακό άσυλο, το αυτοδιοίκητο και δημόσιο-ανοικτό στην κοινωνία πανεπιστήμιο. Τα προβλήματα που προαναφέραμε επιτείνονται με το συστηματικό ιδεολογικό, οικονομικό, θεσμικό και εξωθεσμικό νεοφιλελεύθερο στραγγαλισμό της επιστήμης και του πανεπιστημίου. Στόχος των ιθυνόντων γίνεται όλο και πιο απροκάλυπτα το «πανεπιστήμιο-επιχείρηση» ή/και το «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο». Ένα πανεπιστήμιο που θα λειτουργεί ως επιχείρηση και θα υποτάσσεται απροκάλυπτα στις εκάστοτε συγκυριακές αξιώσεις των επιχειρήσεων.

Η ακόμα πιο άμεση υπαγωγή επιστήμης και παιδείας στο κεφάλαιο επιτυγχάνεται μόνο μέσα από συστηματική υπονόμευση και αποδόμηση των τελευταίων. Καταλυτικές είναι σε αυτή την κατεύθυνση οι αλλαγές που επιβάλλονται από υπερεθνικά όργανα τις τελευταίες δεκαετίες (Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας και Εκπαίδευσης, διαδικασία της Μπολόνια, υπαγωγή στο τρίπτυχο: επιχειρηματικότητα, ανταγωνιστικότητα, «αριστεία», επιβολή της αγοραίας αξιολόγησης κ.λπ.). Σε αυτές της συνθήκες η πανεπιστημιακή παιδεία υποβαθμίζεται σε μια διαδικασία μαθητείας-τιθάσευσης σε όρους εκτελεστικότητας, η βασική επιστημονική έρευνα (στην οποία περιλαμβάνεται η φιλοσοφία και οι κοινωνικές-ανθρωπιστικές επιστήμες) υποβαθμίζεται ή/και τίθεται υπό διωγμό ως «ασύμφορη» και «άχρηστη», ενώ προτάσσεται η εφαρμοσμένη και τεχνική/τεχνολογική με άμεση κερδώα διέξοδο, τα επιστημονικά γνωστικά αντικείμενα συρρικνώνονται σε πακέτα πληροφορίας και μετρήσιμων δεξιοτήτων με ημερομηνία λήξης κ.ο.κ. Επιτυχημένος επιστήμονας δεν είναι πλέον αυτός που επιδίδεται ανιδιοτελώς σε έρευνα ανοίγοντας δρόμους για την ανθρωπότητα, αλλά ο έχων επιδόσεις στην επιχειρηματική αξιοποίηση επιστήμης και πανεπιστημίου, ο προγραμματοθήρας, ο επιχειρηματίας εργολάβος/εργοδότης που εκμεταλλεύεται ασυστόλως υποδομές, διασυνδέσεις και εργασία μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας…

Η αντιδραστική και αυταρχική νεοφιλελεύθερη τομή που επιχειρείται σήμερα, θέτοντας στην αιχμή του δόρατος το άσυλο, έρχεται να επιστεγάσει τη βαθιά μετάλλαξη που έχει επέλθει σε επιστήμη και πανεπιστήμιο και να δρομολογήσει περαιτέρω διεύρυνση, εμβάθυνση και εδραίωσή της. Η πιο άμεση και άξεστη υπαγωγή επιστήμης και πανεπιστημίου στο κεφάλαιο γίνεται μέσω της επιβολής εξωτερικών αγοραίων κινήτρων (κερδοφορία, εξαγορά κ.λπ.) και διοικητικών/κατασταλτικών κινήτρων-αντικινήτρων (απολύσεις, ποινές, διώξεις κ.λπ.). Όπως προαναφέραμε, η αυθεντική έρευνα και εκπαίδευση, λόγω του καθολικού χαρακτήρα τους, υπάγονται κατ’ εξοχήν σε εσωτερικά κίνητρα. Η όποια βεβιασμένη υπαγωγή τους σε εξωτερικά κίνητρα, οδηγεί σε καταστροφή τους, σε διαφθορά/αποδόμηση των εμπλεκόμενων σε αυτά προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων.

Αλήθεια, υπάρχει εχέφρων σοβαρός άνθρωπος που πιστεύει ότι μπορεί να αναπτυχθεί ελεύθερη, δημιουργική και γόνιμη έρευνα, διδασκαλία και διακίνηση ιδεών σε ένα περιβάλλον με ανεξέλεγκτη παρουσία και παρέμβαση δυνάμεων καταστολής (αστυνομικών ή ιδιωτικών); Θέλει πολλή σκέψη για να αναλογιστούμε σε τι επίπεδα θα φτάσει η ήδη διαδεδομένη και εδραιωμένη αυτολογοκρισία σε αυτό το καθεστώς;

Η άμεση υπαγωγή της επιστήμης και της παιδείας στο κεφάλαιο είναι πλέον μια άγουσα τάση με δυναμική παγκόσμιας κατίσχυσης. Ωστόσο η υπαγωγή αυτή δεν είναι ούτε και μπορεί να καταστεί ποτέ απόλυτη, λόγω της εγγενώς χειραφετικής καθολικής διάστασης αυτών των πεδίων πολιτισμικής καλλιέργειας.

Δεν μπορεί να συνιστά εναλλακτική διέξοδο η υιοθέτηση εκδοχών του αντιεπιστημονισμού, της τεχνοφοβίας και της απόρριψης της παιδείας, που προβάλλονται συχνά ως «επαναστατικές θέσεις». Η επιστήμη, η τεχνολογία και η παιδεία είναι πολύ σοβαρές υποθέσεις της ανθρωπότητας ώστε να αφεθούν στην ιδιοτελή δικαιοδοσία του κεφαλαίου και των τεχνοκρατών υπηρετών του, είτε στην υπονόμευσή τους από εκδοχές του τεχνοφοβικού ρομαντισμού και του ανορθολογισμού.

 

Αντιστάσεις και αντεπίθεση: επιστήμη και πανεπιστήμιο στην υπηρεσία της κοινωνίας για την ενοποίηση της ανθρωπότητας.

 

Οι αντιστάσεις που συναντά αυτή η υπαγωγή είναι δηλωτικές του εύρους και του βάθους της αντιφατικότητας αυτής της διαδικασίας, η οποία συνδέεται με μια θεμελιώδη αντίφαση: την αντίφαση μεταξύ του καθολικού δημιουργικού χαρακτήρα της επιστήμης και της παιδείας, και της μονομέρειας του ιδιωτικού συμφέροντος του κεφαλαίου. Εντός αυτής της αντιφατικής διαδικασίας αναπτύσσονται οι συνδεόμενες με την αλματωδώς αύξουσα κοινωνικοποίηση της εργασίας δυνάμεις αμφισβήτησης και ανατροπής της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Οι δυνάμεις αυτές, εκφράζονται με προσωπικότητες και συλλογικότητες, οι οποίες με το ανιδιοτελές και πρωτοπόρο ερευνητικό τους έργο βρίσκονται στα πλέον προκεχωρημένα φυλάκια της επιστήμης και της παιδείας, γεγονός που τους επιτρέπει να συνειδητοποιούν σταδιακά και να καταδεικνύουν τόσο τους συνδεόμενους με την κυριαρχία του κεφαλαίου περιορισμούς και καταστροφικούς κινδύνους, όσο και τη νομοτελή αναγκαιότητα διεξόδου της ανθρωπότητας σε ένα ριζικά διαφορετικό τύπο συγκρότησης και ανάπτυξης.

Η κριτική της χειραγωγικής ουσίας της υπαγωγής της έρευνας και της παιδαγωγίας στο κεφάλαιο και το αντίστοιχο κίνημα οφείλουν να αντιπαραθέτουν σε αυτή το θετικό ιδεώδες της ολόπλευρης καλλιέργειας του ανθρώπου του μέλλοντος (στοιχεία του οποίου ανιχνεύονται ήδη στην αντιφατικότητα του παρόντος), συνδέοντας έτσι τις διεκδικήσεις στο χώρο της επιστήμης και της παιδείας με την προοπτική του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στην κατεύθυνση προς την ώριμη κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα.

Οι δυνάμεις αυτές οφείλουν να συνειδητοποιήσουν και να καταδεικνύουν πειστικά ότι, η έρευνα, η τεχνολογία και η παιδεία, είναι ως προς την ουσία τους ζωτικής στρατηγικής σημασίας καθολικές πανανθρώπινες δυνάμεις, οι τύχες των οποίων δεν μπορούν να αφεθούν ως έρμαια του αγοραίου και προοπτικά καταστροφικού καιροσκοπισμού των όποιων ιδιωτικών συμφερόντων του κεφαλαίου. Οφείλουν να καταδεικνύουν επιστημονικά ότι η φθοροποιός και καταστροφική για τη φύση και τον άνθρωπο τροπή της χρήσης της παιδείας, της έρευνας και της τεχνολογίας, δεν οφείλεται στη δήθεν «δαιμόνιο» φύση του «τεχνογενούς πολιτισμού», αλλά στις μονομέρειες και στρεβλώσεις που υφίστανται στο βαθμό που αυτές οι δραστηριότητες καθίστανται όργανα του κεφαλαίου. Οφείλουν να αναδεικνύουν εκείνες τις ερευνητικές και τεχνολογικές δυνατότητες από το εκάστοτε αναδυόμενο φάσμα δυνατοτήτων της ιστορικά συγκεκριμένης γνωσιακής συγκυρίας, που αγνοούνται, αποκρύπτονται, απορρίπτονται είτε στρεβλώνονται από τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Οφείλουν δηλαδή να διερευνούν και να ενημερώνουν την ανθρωπότητα για το τι είναι επιστημονικά και τεχνολογικά εφικτό και αναγκαίο (από την άποψη της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης της έρευνας και από την άποψη των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας) και για το τι τελικά προτάσσει και επιτάσσει το κεφάλαιο. Και κυρίως οφείλουν να καταδεικνύουν επιστημονικά την προοπτική της καθολικής παιδείας-δημιουργικότητας, συστατικό στοιχείο της οποίας θα είναι το κοινό καλό της ενοποιημένης ανθρωπότητας, η αισθητική δημιουργία και η επιστημονική έρευνα, δηλαδή, εκείνη η ενότητα αρετής, κάλους και αλήθειας, που συνειδητοποίησε ως ιδεώδες ο φιλοσοφικός στοχασμός από τα πρώτα βήματά του. Οφείλουν να καταδεικνύουν ότι το πανεκπαιδευτικό κίνημα κατά των αντιδραστικών θεσμικών αλλαγών δεν μπορεί να έχει προοπτική εάν δεν ανασυγκροτηθεί σε ένα μέτωπο παιδείας-εργασίας, με τη στρατηγική της διεξόδου στη χειραφέτηση παιδείας-εργασίας, σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.

Δεν υπάρχει σοβαρό κοινωνικό/πολιτισμικό κίνημα κατά τους τελευταίους αιώνες, που να μη συνδέθηκε στον ένα ή στον άλλο βαθμό με τη δημόσια αναστοχαστική λειτουργία του πανεπιστημίου που προαναφέραμε. Λειτουργία συνυφασμένη με το πανεπιστημιακό άσυλο και το αυτοδιοίκητο.

Ας θυμηθούμε τις μαζικές αντιιμπεριαλιστικές ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις της νεολαίας (φοιτητιώσας και μη) εντός και πέριξ των πανεπιστημίων σε όλο τον κόσμο κατά το δεύτερο μισό του 20ου αι., τους ηρωικούς αγώνες της φοιτητιώσας νεολαίας στην ΕΠΟΝ, στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ, στο ΔΣΕ, στη Νεολαία Λαμπράκη κ.λπ. Σταθμός στη νεότερη ιστορία της χώρας μας είναι η αντιιμπεριαλιστική-αντιφασιστική εξέγερση του Πολυτεχνείου κατά της χούντας, για την αιματηρή καταστολή της οποίας το καθεστώς χρησιμοποίησε και τεθωρακισμένα. Αυτό το ιστορικό φορτίο ωμής παραβίασης του ασύλου από ένα στυγνό δικτατορικό ξενοκίνητο καθεστώς, έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στο θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου, η προάσπιση του οποίου είναι κυριολεκτικά βαμμένη με αίμα.

Η νυν προσπάθεια ολικής κατάργησής του, παρά τον νεοφιλελεύθερο/τεχνοκρατικό μανδύα που προσπαθούν να προβάλλουν οι κυβερνώντες, προβάλλει ευθέως ως συνέχεια του πνεύματος της εγκληματικής αιματοβαμμένης καταστολής που διέπραξε η στρατιωτική χούντα το Νοέμβριο του 1973. Στη θέση των τεθωρακισμένων, το νυν καθεστώς χρησιμοποιεί τις χονδροειδείς χειραγωγήσεις/παγίδες που προαναφέραμε, με καταιγιστικά πυρά από τα ΜΜΕ. Η ανάδειξη στο κυβερνητικό σχήμα δεδηλωμένων νοσταλγών και υμνητών της χούντας, επιβεβαιώνει αυτή τη συνέχεια βαθέως κράτους και παρακράτους στο σημερινό πλαίσιο ακροδεξιάς-νεοφιλελεύθερης καταστολής επιστήμης και παιδείας.    

 Ο συνδυασμός των λειτουργιών του πανεπιστημίου που προαναφέραμε δημιουργεί ένα σημαντικό πλαίσιο όχι μόνο προβληματισμού και πολιτισμού, αλλά και δημοσίου ελέγχου και λογοδοσίας της επιστήμης, του πανεπιστημίου και της κοινωνίας, με όρους διαφάνειας, ορθολογικότητας και επιστημονικότητας. Οι λειτουργίες αυτές αντιμετωπίζονται από το καθεστώς ως εμπόδια για την πλήρη μετάβαση στο «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», στο «πανεπιστήμιο-επιχείρηση». Του χρειάζεται ένα πανεπιστήμιο-στρατηγικό όργανο για τη λεηλασία επιστήμης και επιστημόνων από το κεφάλαιο, πλήρως χειραγωγημένο, αποστειρωμένο, αστυνομοκρατούμενο, χωρίς το παραμικρό στοιχείο δημοσίου διαλόγου, κοινωνικού ελέγχου και λογοδοσίας, με απόν από αυτό κάθε κοινωνικό κίνημα και διεκδίκηση. Θα τους το επιτρέψουμε; 

Η αυθεντική επιστήμη και παιδεία είναι δραστηριότητες και θεσμοί που επαναστατικοποιούν την παραγωγή και το σύνολο των δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας. Ο αγώνας για την ανάπτυξη έρευνας, τεχνολογίας και πανεπιστημίου στην υπηρεσία της κοινωνίας είναι συνυφασμένος με τον αγώνα για την ενοποίηση της ανθρωπότητας, ως όρο για την ίδια την επιβίωσή της.

 

Βιβλιογραφία

Δαφέρμος, Μ., Σάαντ, Ρ. Επιστήμη και ανθρωπισμός. Αριστερή ανασύνταξη, Τεύχ.6, 1995, σελ.75-86.

Κάτσικας, Χ. (2019). Είναι οι Έλληνες φοιτητές φυγόπονοι και «αιώνιοι»; PROlogos.gr, 7.2.2019.

Πατέλης, Δ. (2002). Η παιδεία ως συνιστώσα της δομής και της ιστορίας. Εκπαίδευση και αξιολόγηση, στο: Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Ποιος, ποιον και γιατί. Επιμ.: Χ.Κάτσικας-Γ.Καββαδίας, Αθήνα: Σαββάλα, σελ. 53-97.

Πατέλης, Δ.(2007). Η λογική της ελεύθερης έρευνας και η υπαγωγή επιστήμης και παιδείας στο κεφάλαιο. 5ο Διεπιστημονικό Διαπανεπιστημιακό Συνέδριο του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου και του Μετσοβίου Κέντρου Διεπιστημονικής Έρευνας (ΜΕ.Κ.Δ.Ε.) του Ε.Μ.Π. "Παιδεία, έρευνα, τεχνολογία. Από το χθες στο αύριο", Μέτσοβο, 27-30 Σεπτεμβρίου 2007.

Πατέλης, Δ. (2008). Η Επιστήμη Βορά στο Ιδιωτικό Επιχειρείν. Προβληματισμοί εξ Αφορμής του «Θεσμικού Πλαισίου Έρευνας και Τεχνολογίας…». Σύγχρονη Εκπαίδευση, τ. 153, 4-5, 45-67.

Πατέλης, Δ. (2019). Έρευνα, τεχνολογία και προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας. Η ερευνητική και τεχνολογική δραστηριότητα στη διαλεκτική της αλληλεπίδρασης της ανθρωπότητας με τη φύση. Αθήνα: Κ.Ψ.Μ.

 



[1] Σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), από τις 30 ευρωπαϊκές χώρες του δείγματος, «η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο μέσο όρο φοιτητών/διδασκόντων για το 2014, που είναι υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δηλαδή, ο μέσος όρος στην Ελλάδα είναι 44,5 φοιτητές προς έναν καθηγητή, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 18,6» (Κάτσικας, 2019).