ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ «ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ»…

Χανιά, 31/10/2003.

Κύριε διευθυντά,

Σε πρόσφατο κείμενό μου, με τίτλο «Αγώνας για πανεπιστημιακή παιδεία στην υπηρεσία του λαού, αγώνας για αξιοπρέπεια» (Δημοσιεύθηκε στα ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, Σάββατο 25/10/2003), αναφερόμουν στα πυκνά  κρούσματα του λεγόμενου «κοινωνικού αυτοματισμού». Πρόκειται για εκείνη την εκδοχή του «διαίρει και βασίλευε», που σε κάθε κινητοποίηση κάποιων εργαζομένων, σπεύδει να αντιπαραθέσει τη δυσφορία και την αγανάκτηση μερίδων του πληθυσμού, όχι κατά των ιθυνόντων, αλλά κατά των κινητοποιούμενων, ως «μη δικαιούμενων δια να ομιλούν»... Ανέφερα επίσης ότι θα μπορούσε κανείς να αγνοήσει τέτοιου είδους εντεταλμένες ή αυθόρμητες επιθέσεις, εάν – σε συνδυασμό με συντονισμένη εκστρατεία χειραγώγησης δια των Μ.Μ.Ε.- δεν συσκότιζαν δραματικά τα τεκταινόμενα στην παιδεία.

Το σημερινό σχετικό δημοσίευμα στην εφημερίδα σας («Φωτισμένοι πανεπιστημιακοί καθηγητές», 31/10/2003) τοποθετείται μάλλον στην  κατηγορία των εντεταλμένων επιθέσεων, που αγγίζουν τα όρια των αλήστου μνήμης «αγανακτισμένων πολιτών» και ενός ιδιάζοντος σκοταδισμού. Ως γνήσιος φορέας του εν λόγω «κοινωνικού αυτοματισμού», ο συγγραφέας ομολογεί την ιδιότητα του: «τώρα είμαι στ’ αλήθεια τσατισμένος»! Την ομολογεί και με την περισσή θρασυδειλία του κουκουλοφόρου, αποκρύπτοντας το πρόσωπό του πίσω από ψευδώνυμο…Ενδεχομένως να  πρόκειται για ακραίο δείγμα εθελούσιας ένταξης στην λογική του ως άνω  «κοινωνικού αυτοματισμού» με υπερβάλλοντα ζήλο, οπότε είναι εξηγήσιμη τόσο η χονδροειδής στρέβλωση, όσο και η αδυναμία κατανόησης των διακυβευμάτων της παιδείας και της κοινωνίας. Σε αυτή την περίπτωση, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε την ικανότητα πρόσληψης του σχολιαστή μας.

           Ωστόσο ο εν λόγω σχολιαστής προβάλλει αξιώσεις ενδελεχούς ανασκευής των επιχειρημάτων της κινητοποιούμενης πανεπιστημιακής κοινότητας, που επιχείρησα να εκθέσω και εγώ ευσύνοπτα στο προαναφερθέν κείμενό μου, όπως ο ίδιος τα κατανόησε:

1. Παραδέχεται μεν ως υπαρκτό το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης των πανεπιστημίων και των αντίστοιχων διεκδικήσεων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Μόνο που –κατά τον σχολιαστή μας- σε όλη την πολιτισμένη εσπερία, οι πανεπιστημιακοί έχουν καλούς τρόπους και δεν απεργούν, πολλώ μάλλον δε «πριν τις εξετάσεις, ώστε να μην παίρνουν οι φοιτητές πτυχίο κι έτσι να πιέζεται η κυβέρνηση!». Το πρόβλημα της υπονόμευσης του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας και της υπαγωγής της στην αγορά, έχει όντως παγκοσμιοποιηθεί. Και ευτυχώς, - εν αγνοία του αγανακτισμένου σχολιογράφου μας- το μέρος εκείνο της παγκόσμιας πανεπιστημιακής κοινότητας που αρνείται την άνευ όρων υποταγή στην παντοκρατορία της αγοράς (και των πολιτικών διεκπεραιωτών της με ημερομηνία λήξης) –ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης και  ιδιοσυγκρασίας- εξεγείρεται εναντίον αυτής της καταστροφικής για την παιδεία και την επιστήμη πολιτικής. Εξ’ ου και οι μεγάλες κινητοποιήσεις σε πολλές χώρες [βλ. σχετικά: «Η αγορά απομυζά το αμερικανικό πανεπιστήμιο», Le Monde Diplomatique & Κυριακάτικη 6/5/2001, Πορεία για τα δίδακτρα (Μ.Βρεταννία) (Ασοσιέιτεντ Πρες, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ -27/10/2003 και University lecturers to strike 30Sep03, Strike closes public varsities in Australia Friday October 17, 2003 – AFP, στο http://www.ntua.gr/dep/SYS/International/australia/story1.html), Η απεργία των Πανεπιστημιακών στην Αυστραλία, Γαλλία: Η παιδεία ιδιωτικοποιείται (Le Monde Diplomatique- 19/10/2003) κ.α.].

Επομένως κινητοποιούνται και αλλαχού οι πανεπιστημιακοί χωρίς την άδεια των κυβερνήσεών τους(όπως άλλωστε και όλοι οι ευρισκόμενοι σε κλαδική κινητοποίηση εργαζόμενοι), και όχι απαραιτήτως σε βολικές για αυτές ημερομηνίες, φυσικά για να ασκήσουν πίεση στις κυβερνήσεις, από τις αποφάσεις των οποίων δεινοπαθεί η παιδεία. Βεβαίως το πρόβλημα του οργίλου σχολιογράφου μας είναι, καθ’ ομολογία του ίδιου, το γεγονός ότι «οι πανεπιστημιακοί απεργούν πριν τις εξετάσεις, ώστε να μην παίρνουν οι φοιτητές πτυχίο κι έτσι να πιέζεται η κυβέρνηση!». Μήπως θα έπρεπε να εκλιπαρούν ή να επευφημούν την κυβέρνηση που τους εξαπάτησε κατάφορα και δημοσίως αθέτησε τη δική της υπογεγραμμένη πρόταση, ώστε να είναι «πολιτικώς ορθοί»;

Ωστόσο εδώ ο καλός μας σχολιογράφος αφήνει ασυνείδητα να του διαφύγει εκείνη η πεποίθηση – αρχή των κυβερνώντων και των θιασωτών τους: το γεγονός δηλαδή ότι τα άγια των αγίων του εξετασιοκεντρικού μας συστήματος είναι οι εξετάσεις. Τι κι αν ο αριθμός των εισαγομένων στα ελληνικά Πανεπιστήμια σχεδόν διπλασιάστηκε στη δεκαετία 1993-2002 (από 22.000 σε 40.000 φοιτητές), ενώ τα μεταπτυχιακά προγράμματα αυξήθηκαν κατά 356% (από 51 σε 233)! Τι κι αν τη δεκαετία 1993-2002, η επιχορήγηση για λειτουργικές δαπάνες ανά φοιτητή μειώθηκε κατά 25%, ενώ οι αντίστοιχες δαπάνες για υποδομές μειώθηκαν κατά 57%. Τι κι αν η συνολική δαπάνη ανά φοιτητή είναι η χαμηλότερη στην Ε.Ε.! Τι κι αν οι ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή (αίθουσες, εργαστήρια, εξοπλισμό) είναι δραματικές! Ψιλοπράγματα…Κανένας από τους ιθύνοντες και τους υποτακτικούς τους δεν δίνει δεκάρα για το εάν και κατά πόσο προωθείται το πραγματικό ερευνητικό και διδακτικό έργο καθ’ όλη τη διάρκεια της ακαδημαϊκής χρονιάς. Το παν είναι γι’ αυτούς να λειτουργεί απρόσκοπτα ο μηχανισμός «αξιολόγησης»- πιστοποίησης… Κατά την τρέχουσα αντίληψη και την κυρίαρχη πρακτική της εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας, οι εξετάσεις και οι αξιολογήσεις είναι η πεμπτουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η κορύφωση της λειτουργικότητας του θεσμού… Η γνώση, η συνείδηση είναι γι’ αυτούς αναλώσιμη «διδακτέα ύλη», δηλαδή απλώς το μέσο (αν όχι το πρόσχημα, η αφορμή) για  την αποφασιστικής σημασίας αξιολόγηση, για το βαθμό, για την επίδοση. Η γνωστική διαδικασία και η μάθηση ατροφεί και εκπίπτει από το πεδίο της άγουσας νοηματοδότησης και παρακίνησης της εκπαιδευτικής αλληλεπίδρασης, εφ’ όσον εκείνο που μετρά δεν είναι οι κεκτημένες γνώσεις, δεξιότητες κλπ. ως δημιουργικές ικανότητες της αναπτυσσόμενης προσωπικότητας, του συνειδητού υποκειμένου, αλλά οι πτυχές εκείνες που εμπίπτουν στα κριτήρια της αξιολόγησης ως δυνητικά προσόντα διαθεσιμότητας στην αγορά εργασίας.

Επισημαίνει ο σχολιαστής μας ότι «τις διεκδικήσεις για «αξιοπρεπή εκπαίδευση» τις θυμήθηκαν οι πανεπιστημιακοί όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε να τους δώσει την αύξηση που ζητούσαν στους δικούς τους μισθούς και μόνο». Αναφέραμε ήδη ότι η κυβέρνηση δεν αρνήθηκε να δώσει στους πανεπιστημιακούς «την αύξηση που ζητούσαν στους δικούς τους μισθούς», αλλά την αύξηση που η ίδια επέβαλλε ως πρόταση μέσω της δικής της εμπνεύσεως «τριμερούς», οπότε το δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο τους ενέδωσε στις αφόρητες πανταχόθεν πιέσεις ως «ένδειξη καλής θελήσεως» (κατά τα λεγόμενα των συνδικαλιστών). Αλλά φευ, ο ενδοτισμός ουδέποτε δεν λειτούργησε, ούτε και πρόκειται να λειτουργήσει ως μέθοδος αγώνα. Ως εκ τούτου εξελήφθη από την πολιτική ηγεσία ως ένδειξη αντοχής και ανοχής στον εμπαιγμό…Ακόμα και εάν η συνδικαλιστική ηγεσία υιοθέτησε και προέταξε με καθυστέρηση (και κάτω από την πίεση της πανεπιστημιακής κοινότητας, ξεπερνώντας εν μέρει τάσεις ελιτισμού και συντεχνιακές λογικές) το αίτημα για αξιοπρεπή εκπαίδευση, αυτό ουδόλως ακυρώνει την τεράστια σημασία του ίδιου του αιτήματος.

2.Με περισσή στρεψοδικία ο σχολιογράφος μας παρουσιάζει την κριτική στην πολιτική της χωροταξικής διασποράς Α.Ε.Ι., σχολών και τμημάτων (κατά το «κάθε ραχούλα και σχολή, κάθε πλαγιά και τμήμα…») ως δήθεν εξευτελιστική διάθεση έναντι των διδασκόντων και των φοιτητών των νέων Πανεπιστημίων!...Δεν θα περίμενε βεβαίως κανείς από τέτοιου βεληνεκούς επαΐοντες γνώση και συνειδητοποίηση της έννοιας του Παν-επιστήμιου, της συνεύρεσης, του διαλόγου και της ώσμωσης σχολών, επιστημονικών κλάδων και επιστημόνων, της παιδαγωγικής και ευρετικής σημασίας της θεσμικά και χωροταξικά ωθούμενης σφαιρικής διεπιστημονικότητας στη σύγχρονη επιστήμη…Όχι βέβαια! Το πολύ που αγγίζει το ευήκοον ους τους είναι κάποια «περιφερειακά αναπτυξιακά προγράμματα» δια των Α.Ε.Ι., δίκην χειμερινού τουρισμού και δημαγωγικών υποσχέσεων σε τοπικές κοινωνίες…

           Δεν αρκείται όμως σε αυτά. Ο επαΐων μας, σε στιγμές έξαρσης επιστημολογικής εμβρίθειας, σπεύδει να μας πείσει ότι η κριτική στην πολιτική της ίδρυσης και διασποράς αυθαιρέτων, εξωτικών και εικονικών  Πανεπιστημίων, Σχολών και Τμημάτων ανά την Ελλάδα, είναι και αυτή προϊόν της «συνδικαλιστικής τύφλωσης» εκείνων των πανεπιστημιακών, οι οποίοι –σε αντιδιαστολή με τον πάντα πρωτοπόρο στα «περί τεχνολογικής εξέλιξης και των νέων αντικειμένων που αυτή συνεχώς δημιουργεί» αγανακτισμένο σχολιογράφο μας- φέρονται ωσάν «να μην έχουν πάρει χαμπάρι τι συμβαίνει γύρω τους»!...Ας εκστασιάζεται λοιπόν στο άκουσμα και στη θέα των αλήστου μνήμης Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (Π.Σ.Ε.), ή των εκκολαπτόμενων Ινστιτούτων Δια βίου Εκπαίδευσης τύπου «Μηχατρονικής», ή διατμηματικών Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων Θεολογικής και Κτηνιατρικής…Καμία επιστημονική και  τεχνολογική πρόοδος δεν προάγεται με αυθαιρεσίες, εκτός της λογικής της ανάπτυξης της επιστήμης (κυρίως της βασικής έρευνας) και εκτός των πραγματικών αναγκών της ανθρωπότητας.

3. Διατείνεται ο σχολιογράφος μας ότι, οι μισθοί των χαμηλόβαθμων πανεπιστημιακών αν και είναι χαμηλοί «δεν είναι και μισθοί πείνας, όπως π.χ. οι μισθοί και οι συντάξεις των εργατών του μεροκάματου». Και εν πάση περιπτώσει είναι χαμηλοί, άκουσον – άκουσον, διότι οι ίδιοι είναι τεμπέληδες και ανάξιοι, γι’ αυτό και παραμένουν στις κατώτερες βαθμίδες επί πολλά χρόνια! Δεν είναι λοιπόν αυτός ο τύπος πανεπιστημιακού άξιος και εργατικος, όπως θα ήταν (είναι;) ο οιστρήλατος σχολιογράφος μας, αλλά   «μάλλον είναι...τρομερός χαραμοφάης, οπότε τα χρήματα που παίρνει είναι πολλά, και αν δούλευε σε πανεπιστήμιο στο εξωτερικό πιθανότατα θα τον είχαν στείλει στο σπίτι του»! Τέτοια εμβριθή τεκμηρίωση της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο, δεν θα αποτολμούσε ούτε η μαινόμενη Θάτσερ…

4. Αντιπανεπιστημιακού οίστρου συνέχεια: η κριτική της δέσμης μέτρων αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης («προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων στις ανάγκες της αγοράς», αξιολόγηση εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών μονάδων, ΑΕΙ, «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», διαδικασία της Μπολόνια, ποικίλα   «Επιχειρησιακά Προγράμματα Αρχικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης» [ΕΠΕΑΕΚ] κ.ο.κ.) με τα οποία επιχειρείται η σταδιακή θεσμική υπονόμευση - υποκατάσταση του Δημόσιου χαρακτήρα της Εκπαίδευσης, παρουσιάζεται γελοιογραφικά ως «σχέδιο της κυβέρνησης να μην βγάζουν τα πανεπιστήμια αξιοπρεπείς ανθρώπους με σφαιρική καλλιέργεια, αλλά απόλυτα εξειδικευμένους σε αντικείμενα που ζητάει η αγορά και μόνο, και οι καθηγητές ωθούνται να εκτελέσουν αυτό το έργο «στραβώνοντας» τους φοιτητές»... Μακαρίζων την τύχη του για το φαλακρόν της κεφαλής του («Ευτυχώς είμαι ήδη θεοκάραφλος» - δηλώνει), αγνοεί την εντός της κρανιακής κοιλότητάς του τρικυμία. Διότι θέλει περισσή «διανοητική διορατικότητα» για να αναγάγει κανείς θεσμικές και διαρθρωτικές διαδικασίες, στις οποίες εμπλέκονται πόροι, εμπράγματοι όροι και οργανωτικές διοικητικές δομές, σε διαδικασίες που άπτονται συλλήβδην της ευσυνειδησίας, της διακριτικής ευχέρειας και της ατομικής πρωτοβουλίας ενός εκάστου των διδασκόντων!...

           Δεν παραλείπει σχολιογράφος μας (τι «κακός Σαμαρείτης» θα ήταν άλλωστε;) να εξάρει τον ρόλο των θεσπέσιων ερευνητικών προγραμμάτων – δούρειου ίππου για την πλήρη άλωση του Πανεπιστημίου και της επιστήμης από το κεφάλαιο. Από τα εν λόγω προγράμματα, «σημειωτέον, πληρώνονται και φοιτητές και μεταπτυχιακοί, ανακουφίζοντας έτσι οικονομικά τις οικογένειές τους»! Δημαγωγίας απαύγασμα! Τι κι αν εισάγονται πλάγιες πηγές εσόδων για μέλη Δ.Ε.Π.; Τι κι αν παγιώνονται ατομικές ιδιοτέλειες και διαφθορά σε βάρος των συλλογικών διεκδικήσεων του κλάδου; Γιατί προβάλλετε συλλογικές διεκδικήσεις κύριοι, αφού μπορείτε να τα παίρνετε ατομικά από ποικίλων προελεύσεων προγράμματα και να χαρτζιλικώνετε με αυτά τους φοιτητές και μεταπτυχιακούς σας με ψίχουλα για τη δουλική εργασία τους; 

           Ομολογουμένως, ο σχολιογράφος μας διαθέτει και κάποια ψήγματα αυτοκριτικής. Διερωτάται λοιπόν: «Είμαι βλάκας; Είναι κακό να γράφουν βιβλία οι καθηγητές πανεπιστημίου;». Το πρόβλημα είναι απείρως σοβαρότερο από τους  υπαρξιακών προεκτάσεων προβληματισμούς του φίλου μας περί της διανοητικής του επάρκειας. Το θέμα δεν έγκειται στην σκοπιμότητα ή μη του συγγραφικού έργου του πανεπιστημιακού δασκάλου. Το ζητούμενο είναι: ποιος γράφει τι, περί τίνος, γιατί και με ποιόν αποδέκτη; Υπάρχει π.χ. η δύσκολη ατραπός της συγγραφής έργων – αποκρυσταλλωμάτων ενδελεχούς, πρωτότυπης και καινοτόμου έρευνας, που ανοίγει νέους δρόμους στην επιστήμη, πέρα από έξωθεν και άνωθεν επιβαλλόμενες, αγοραίες κ.ο.κ. σκοπιμότητες. Υπάρχει και η εύκολη οδός της λογοκλοπικού χαρακτήρα πολυσυλλεκτικής συρραφής έτοιμων ιδεών, υπό μορφήν συγγράμματος, με εύκολη και σίγουρη διακίνηση. Είναι γνωστά τα σκάνδαλα των υπερτιμολογήσεων συγγραμμάτων από εκδότες, σε αγαστή συνεργασία με ορισμένους πανεπιστημιακούς, η αποκάλυψη μέρους των οποίων εξώθησε επιχειρηματίες να σύρουν στα δικαστήρια τον συνάδελφο Τραχανά (από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).  

           Δεν έχω την παραμικρή πρόθεση να ομιλώ εξ’ ονόματος του συνόλου των πανεπιστημιακών. Άλλωστε είναι πλέον πασιφανές ότι δεν είμαστε όλοι ούτε ίσοι, ούτε και όμοιοι. Γι’ αυτό και στην παρούσα συγκυρία φαντάζει μάλλον ανέφικτη η συσπείρωση των πανεπιστημιακών, σημαντική μερίδα των οποίων «περί πολλών μεριμνά και τυρβάζει». Η κοινωνική διαστρωμάτωση έχει διαφοροποιήσει, έχει κατακερματίσει και περιπλέξει τις οριζόντιες και κάθετες σχέσεις στο σώμα των πανεπιστημιακών. Η διαπλοκή διοικητικών, διαχειριστικών, εξουσιαστικών και επιχειρηματικών δομών επιτείνει το πρόβλημα.  Η αυτοτέλεια των συλλογικών οργάνων υπονομεύεται. Η επιβολή εξωπανεπιστημιακού ελέγχου και αξιολόγησης και ο εθισμός σε τέτοιες πρακτικές, το πλαίσιο, οι δεσμεύσεις και οι κατευθύνσεις της ασκούμενης πολιτικής, γενούν διαπλοκή, νέες εξουσιαστικές δομές, μετασχηματίζουν ομάδες μελών Δ.Ε.Π. σε διαχειριστές(managers)  – εργολάβους - εργοδότες, που πραγματοποιούν προσλήψεις κλπ., επιτείνοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ (τουλάχιστον) δύο κατηγοριών μελών Δ.Ε.Π. κ.ο.κ.

           Υπάρχουν βεβαίως διαβαθμίσεις ενσωμάτωσης σε αυτό το μηχανισμό, με αντίστοιχους ρόλους: από τον συμβιβασμό της απαθούς στάσης αποδοχής (ακόμα και εάν η απάθεια ερμηνεύεται κατ’ ιδίαν ως ιδιότυπη «απόρριψη του συστήματος»), της αδρανειακής μάζας που απαρτίζει την «σιωπηρά πλειοψηφία» (που κατά περίσταση μετατρέπεται και σε δύναμη κρούσης «αγανακτισμένων πολιτών»), του κομπάρσου και χειροκροτητή, του διαπλεκόμενου ερείσματος,  μέχρι και του ηγετικών αξιώσεων «ιδεολογικού εκφραστή» ή του πρωταγωνιστή.

Ωστόσο όλα τα παραπάνω δεν ακυρώνουν τα αιτήματα για παιδεία και επιστήμη στην υπηρεσία των πραγματικών αναγκών του λαού. Τουναντίον, τα καθιστούν όλο και πιο επίκαιρα. Αρκεί να συσπειρωθούν με αυτά εκείνες οι δυνάμεις του πανεπιστημίου και της κοινωνίας συνολικά, που προτάσσουν τη συλλογική χειραφέτηση έναντι της αγοραίας ιδιοτέλειας και εθελοδουλίας.

                                                      Με τιμή

Δημήτριος Σ. Πατέλης

Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας

Του Πολυτεχνείου Κρήτης

 

Υ.Γ. Δεν είμαι συνδικαλιστής, ούτε και διορισμένο μέλος Δ.Σ. κανενός φορέα…

 

1