ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

 

 

Οι δρόμοι της κοινωνικής θεωρίας και μεθοδολογίας

Aπό τον κλασικό μαρξισμό στη Λογική της Iστορίας

 

 

Περί τίνος πρόκειται;

 

Μήπως βιώνουμε το τέλος της ιστορίας; Μήπως η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί σ’ έναν κόμβο ανυπέρβλητων, ανορθόλογων και ακατάληπτων αδιεξόδων; Μήπως δεν υπάρχει πλέον νόημα και προοπτική για τον άνθρωπο;

Και, όμως, η ιστορία έχει τους νόμους της, έχει τη λογική της…

Στο παρόν βιβλίο προτείνεται μια πρωτότυπη επιστημονική ανακάλυψη: η εννοιολογική σύλληψη της δομής της κοινωνίας και της ανάπτυξής της. Είναι η μοναδική μετά το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ διαλεκτική σύνθεση στο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας και της κοινωνικής φιλοσοφίας. Μια σύνθεση που δρομολογεί τη διαλεκτική υπέρβαση-άρση του κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας, και ιδιαίτερα του κλασικού μαρξισμού. Προέκυψε μέσω της δημιουργικής χρησιμοποίησης και ανάπτυξης της λογικής του «Κεφαλαίου», που επέτρεψε στον συγγραφέα να αναδείξει συστηματικά την ενδότερη αμοιβαία συνάφεια των νόμων και των κατηγοριών της θεωρίας της κοινωνικής ανάπτυξης. Η ιστορική διαδικασία αναλύεται εδώ υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ φυσικού και κοινωνικού.

 


Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

Απαραίτητη προϋπόθεση της διαμόρφωσης και ανάπτυξης μιας κοινωνικής θεωρίας αντίστοιχης των αναγκών της εποχής μας είναι η συγκεκριμένη ιστορική προσέγγιση του κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας (και ιδιαίτερα του μαρξισμού) που προϋποθέτει τον κριτικό αναστοχασμό των μεθοδολογικών θεμελίων του.

Ο Β. Α. Βαζιούλιν είναι ένας στοχαστής, η δημιουργία του οποίου σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο στην ανάπτυξη της επιστήμης, το στάδιο της διαλεκτικής ανάπτυξης – «άρσης» του μαρξισμού. Διερευνώντας θεωρητικά τις διαδικασίες ανάπτυξης της κοινωνίας, τις ουσιώδεις αλλαγές στην ιστορία της ανθρωπότητας, παράλληλα με τον κριτικό αναστοχασμό του κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας (ιδιαίτερα του μαρξισμού, συμπεριλαμβανομένων και των σημαντικότερων έργων της σοβιετικής φιλοσοφίας και επιστήμης των δεκαετιών 1950 και 1960), δημιούργησε μιαν αυθεντική κατεύθυνση στον τομέα της κοινωνικής θεωρίας, της διαλεκτικής λογικής και της μεθοδολογίας της επιστήμης. Το γίγνεσθαι και η ανάπτυξη αυτής της κατεύθυνσης εδραζόταν σε ορισμένες προϋποθέσεις και κλιμακώθηκε μέσω νομοτελών βαθμίδων. Όπως και ο κλασικός μαρξισμός, η κατεύθυνση αυτή πέρασε μέσα από δυο σταθμούς, δυο μεγάλες ανακαλύψεις: την ανάδειξη της Διαλεκτικής, της Λογικής του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου και τη δημιουργία της Λογικής της Ιστορίας.

Η συστηματική, φιλοσοφική και μεθοδολογική μελέτη της πορείας αυτής της κατεύθυνσης απαιτεί ξεχωριστή έρευνα. Εδώ θα αρκεστούμε σε μία συνοπτική αναφορά στην πορεία που οδήγησε στη Λογική της Ιστορίας. Η αντιφατική διαδικασία της ανάπτυξής της είχε κάποιες θεωρητικές προϋποθέσεις, που οδήγησαν στην εμφάνισή της.

 

 

Σύντομη αναφορά στις προμαρξικές θεωρήσεις και στις αστικές απόψεις

 

Η κοινωνική θεωρία, η κοινωνική φιλοσοφία και η φιλοσοφία της ιστορίας δεν ανάγονται στις εκάστοτε παραστάσεις περί του παρελθόντος και του μέλλοντος που εμπεριέχονται στο έργο της ιστοριογραφίας. Αφορούν τις αντιλήψεις περί της διάρθρωσης της κοινωνίας, βάσει των οποίων ο άνθρωπος επιχειρεί να αναστοχαστεί και να νοηματοδοτήσει την κοινωνία και την ιστορική διαδικασία, να αντιληφθεί το νόημα, τις κινητήριες δυνάμεις και την κατεύθυνση και τις νομοτέλειες της ιστορικής διαδικασίας, την αλληλουχία των ιστορικών εποχών και τη μεταξύ τους σχέση συνέχειας και ασυνέχειας, τη συσχέτιση φύσης και ιστορίας, τη συσχέτιση ελευθερίας και αναγκαιότητας στην ιστορία κ.ο.κ.

Η ιδέα περί της νομοτελούς ανάπτυξης της κοινωνίας προσεγγίζεται ποικιλοτρόπως από την αρχαιότητα. Οι πρώτες εικασίες περί αιτιώδους συνάφειας των κοινωνικών φαινομένων συνδέονται με τις απαρχές του φιλοσοφικού στοχασμού και την περί λόγου αντίληψη. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάδειξη του αυταίτιου του κόσμου, η σύνδεση της αιτίας, του νόμου και του μέτρου με τον δυναμισμό της αντιφατικότητας, της σύγκρουσης (με την παραστατική έννοια του πυρός και του πολέμου): «Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις των θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα» (Ηράκλειτος, 51[30]) και «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους» (Ηράκλειτος, 29[53]).

Οι απαρχές της αιτιοκρατίας απαντώνται στην αρχαία ατομιστική. Κατά τον Αριστοτέλη «Δημόκριτος δε το ου ένεκα αφείς λέγειν πάντα ανάγει εις την ανάγκην οις χρήται η φύσις» («Περί ζώων γενέσεως», 789β 2), θέσεις οι οποίες αναπτύχθηκαν από τους επικούρειους και τον Λουκρήτιο. Κατά τον Πλάτωνα «παν γαρ το γιγνόμενον υπ’ αιτίου ανάγκη γίγνεσθαι· παντί γαρ αδύνατον χωρίς αίτιου γένεσιν σχειν» (Πλάτ. «Τίμαιος» 28Α). Ο Αριστοτέλης διέκρινε ποιητικά και τελικά αίτια («αίτιον λέγεται όθεν η αρχή της μεταβολής η πρώτη ή της ηρεμήσεως, έτι το τέλος», («Μετά τα φυσικά» 1013α 24 κ.ε., 983α 26. 1027α 29). Στον ίδιο στοχαστή απαντάται η ιδέα περί συνάφειας των διαφόρων πολιτειακών μορφών με ορισμένα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης, τα οποία, με τη σειρά τους, συνδέονται με μεταβολές των όρων ζωής διαφόρων λαών (βλ. «Πολιτικά», IV 3,15, V 3-9).

Κατά τον Mεσαίωνα η όποια συνάφεια των πλευρών και των μερών της κοινωνίας, αλλά και η κατεύθυνση της ιστορικής διαδικασίας συνδεόταν με μυστικιστικές θρησκευτικές και θεολογικές αντιλήψεις τελεολογικού και εσχατολογικού χαρακτήρα, όπου τα πάντα διέπονται από τη θεία πρόνοια.

Η παραπάνω προβληματική αρχίζει να αποκτά φιλοσοφικά γνωρίσματα από την εποχή της Αναγέννησης και ιδιαίτερα κατά τους Νέους Χρόνους, οπότε, μαζί με την άνοδο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και την ανάδειξη της ατομικότητας, ανακύπτει και η κοσμική (μη θρησκευτική) φιλοσοφική σκέψη ως συνειδητοποίηση και θεμελίωση της θέσης και του ρόλου του υποκειμένου στην ιστορία της κοινωνίας.

Το πρώτο στην ιστορία εγχείρημα δημιουργίας αυτοτελούς επιστήμης περί της κοινωνίας, «επιστήμης περί του πολιτισμού», ανήκει στον μεγάλο άραβα φιλόσοφο Iμπν Χαλντούν (Ibn Khaldun, τέλη 14ου-αρχές 15ου αι.). Ο Χαλντούν θεωρεί την κοινωνική ανάπτυξη ως νομοτελή διαδικασία, καθοριζόμενη από το γεωγραφικό περιβάλλον. Αυτή η διαδικασία έχει κύκλους ακμής και παρακμής στη διαγενεακή αλληλουχία. Σε μία εμβριθή πρώιμη εικασία περί του ρόλου των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, ο εν λόγω –εν πολλοίς αγνοημένος– στοχαστής βλέπει το επίπεδο ανάπτυξης του πολιτισμού και τον χαρακτήρα της πολιτείας σε συνάρτηση με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, την ανταλλαγή οικονομικών δραστηριοτήτων και τη σχέση αρχόντων και αρχομένων. Η τελευταία απορρέει από το είδος της οικονομικής ανταλλαγής. Κατά τον 16ο αιώνα διατυπώνεται μια ιδιότυπη εκδοχή φυσιοκρατικού-γεωγραφικού ντετερμινισμού (Bodin J. «Methodus ad faciliem historiarum cognotionem», 1566).

Η περαιτέρω εξέλιξη των αντιλήψεων περί κοινωνικής αιτιοκρατίας και ιστορικής νομοτέλειας συνδέεται με τη φυσιογνωσία και τη φιλοσοφία των νέων χρόνων (Φ. Μπέικον, Γαλιλαίος, Ντεκάρτ, Νεύτων, Λομονόσοφ, Λαπλάς, Σπινόζα, Γάλλοι υλιστές). Ο μηχανιστικός και αφηρημένος χαρακτήρας των εν λόγω περί αιτιοκρατίας αντιλήψεων εκφράζεται με την απολυτοποίηση ορισμένης μορφής της αιτιοκρατίας (η οποία περιγράφεται από τους αυστηρά δυναμικούς νόμους της μηχανικής) και συνεπώς με την ταύτιση της αιτιοκρατίας με την αναγκαιότητα και την απόρριψη του αντικειμενικού χαρακτήρα της τυχαιότητας (ενδεχομενικότητας κλπ.). Τότε είναι που εμφανίζονται οι πρώτες εικασίες περί των νόμων της ιστορίας. Κατά τον Σπινόζα τίποτε δεν γίνεται εκ του μηδενός στην καθολικά αιτιοκρατούμενη και νομοτελή υπόσταση-φύση, όπου κυριαρχεί η αναγκαιότητα, στα πλαίσια της οποίας επιχειρεί ο φιλόσοφος να δείξει πως είναι εφικτή η ελευθερία.

Ξεχωριστή περίπτωση είναι το έργο του Βίκο (Vico Giambattista, 1668-1744). Είναι ο στοχαστής που ορμώμενος από την (διατυπωμένη από τον Γαλιλαίο και τον Χομπς) αρχή κατά την οποία διαγνώσιμο είναι εκείνο που αποτελεί δημιούργημα του ανθρώπου, θεωρεί τη δημιουργούμενη από τον άνθρωπο κοινωνική διαδικασία προνομιακό γνωστικό πεδίο και την ιστορία ως τη μόνη ακριβή επιστήμη, ως τη συνείδηση της ανθρωπότητας περί των πράξεών της. Ο Βίκο αντιπαραθέτει στον καρτεσιανό υποκειμενικό ορθολογισμό του ατόμου τον κοινό λόγο και την ιδέα περί αντικειμενικού χαρακτήρα της ιστορικής διαδικασίας. Η ιστορία των εθνών διαγράφει στην πορεία της κυκλικές τροχιές που αποτελούνται από τρεις εποχές: θεοκρατική, ηρωική και ανθρωπιστική (η εξιδανικευμένη αστική κοινωνία ως κορύφωση της ιστορίας). Ο κάθε κύκλος κλείνει με κοινωνικές ανατροπές. Η ιστορία διέπεται από νόμους δεδομένους μεν από τη θεία πρόνοια, αλλά εντός της η σημασία της δράσης των ανθρώπων είναι αποφασιστική.

Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός είτε απορρίπτει την αιτιότητα ανάγοντάς τη σε συνήθη για τον άνθρωπο αλληλουχία αισθημάτων (Χιουμ) είτε τη θεωρεί προεμπειρική (a priori) κατηγορία μέσω της οποίας το υποκείμενο τακτοποιεί τον χαώδη κόσμο των φαινομένων (Καντ). Οι εκπρόσωποι του διαφωτισμού εξέταζαν την ανάπτυξη της κοινωνίας ως νομοτελή διαδικασία τελείωσης του λόγου, της γνώσης και του πολιτισμού. Εισάγεται η έννοια «φιλοσοφία της ιστορίας» (F. Voltaire) και καθορίζεται η προβληματική της θεωρίας της ιστορίας. Η εν λόγω προβληματική είναι τότε μεταφυσικού χαρακτήρα, εξάγεται απαγωγικά βάσει αρχών της αφηρημένης σκέψης. Τότε ακριβώς πρωτοεμφανίζονται οι αντιλήψεις περί προόδου (J. A. Condorcet), περί της ενότητας της ιστορικής διαδικασίας (J. G. Herder), περί της ιστορίας του πολιτισμού (F. Voltaire) και περί της εσωτερικής συνάφειας της ποικιλομορφίας των ιστορικών εποχών (ρομαντισμός). Ο γεωγραφικός ντετερμινισμός του Μοντεσκιέ στρεφόταν εναντίον των θεολογικών δογμάτων. Ο Ρουσσώ ανέδειξε τη συνάφεια μεταξύ ιδιωτικής ιδιοκτησίας και ανισότητας και τη σημασία των εργαλείων στην εμφάνιση του πολιτισμού. Οι γάλλοι ιστορικοί της εποχής της παλινόρθωσης (Τιερύ, Μινιέ και Γκυζώ) κατέδειξαν τη σημασία της πάλης των τάξεων στην ιστορία, ως ορισμένου τύπου κοινωνική νομοτέλεια.

Κατά τον ντετερμινισμό του Λαπλάς έχει καθολική ισχύ η αναγωγή των σύνθετων φαινομένων σε απλά, των ποιοτικών διαφορών σε ποσοτικές, όλων των κινήσεων της ύλης στην απλή μηχανική μετατόπιση σωματίων, ενώ η γνώση των συντεταγμένων και της κινητικής κατάστασης όλων των σωματίων του σύμπαντος κατά τη δεδομένη στιγμή καθορίζει μονοσήμαντα την κατάστασή του σε κάθε στιγμή του παρελθόντος ή του μέλλοντος (μηχανιστικός αναγωγισμός). Αυτού του είδους η απόλυτη μηχανιστική αιτιοκρατία οδηγεί σε μυστικιστικού χαρακτήρα φαταλιστικές απόψεις, ιδιαίτερα όταν προεκτείνεται στην ιστορία.

Οι ιδέες του Χέγκελ αποτελούν την κορύφωση της προμαρξικής κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας της ιστορίας. Ο Χέγκελ επιχειρεί την αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας της κοινωνίας, εκκινώντας από την υποστασιοποιημένη αφαίρεση της απόσπασης του ενσαρκωμένου στο κράτος και στο δίκαιο καθολικού, το οποίο εκλαμβάνει ως ουσία της κοινωνίας. Εδώ η υπό διαμόρφωση επιστημονική θεώρηση της κοινωνίας συνδέεται με τη συστηματική θεώρηση του αντικειμένου βάσει μιας συγκεκριμένης μορφής της υπόστασής του (αφηρημένη πνευματική δραστηριότητα) και μιας συγκεκριμένης μορφής εκδήλωσης της ουσίας (το δίκαιο και το κράτος ως ενσάρκωση του λόγου, της «γενολογικής ουσίας του ανθρώπου»). Εννοείται ότι, στα πλαίσια αυτής της θεώρησης της χεγκελιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, ο άνθρωπος προβάλλει ως πλήρως εξαρτημένη και ετεροπροσδιοριζόμενη οντότητα, υπαγόμενη στους αναβαθμούς του «αφηρημένου δικαίου», της «κατ’ επίγνωση ηθικότητας» ή «ατομικής ηθικής» (Moralitat) και της ομόλογης προς την έννοια της καθολικής βούλησης «καθ’ έξιν ηθικότητας» ή «κοινωνικής ηθικής» (Sittlichkeit). Η τελευταία περιλαμβάνει την οικογένεια, την κοινωνία των ιδιωτών και την πολιτεία (κράτος). Η πολιτεία είναι κατά τον Χέγκελ το καθαυτό έλλογο και ηθικό όλο, η πραγμάτωση της ελευθερίας και της καθολικής βούλησης, η πραγμάτωση της θείας ιδέας, ο επίγειος θεός. Η ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας συνιστά πορεία απαρέγκλιτη προς την παραπάνω ιδέα της πολιτείας και τη συνείδηση της ελευθερίας, μέσω μιας ιδιότυπης σκυταλοδρομίας των εκάστοτε δεσποζόντων λαών-φορέων του καθολικού πνεύματος. Οι τέσσερις «κοσμοϊστορικές» περίοδοι (ανατολική, ελληνική, ρωμαϊκή και γερμανική) αντιστοιχούν στην παιδική, στη νεανική, στην ανδρική και στη γεροντική ηλικία της ανθρωπότητας. Ο Hegel ουσιαστικά δεν εντοπίζει την εσωτερική πηγή της ανάπτυξης στη διαδικασία του γίγνεσθαι της ιστορίας. Η τελευταία δεν συνιστά εδώ μιαν αυτοκίνηση, αλλά εκτυλίσσεται κατά κάποιο τρόπο σαν να έλκεται, σαν να σύρεται από τη σύγχρονη βαθμίδα της, ως κορύφωση και τέλος. Το σύστημα του Hegel αποτελεί κλασικό υπόδειγμα μεταφυσικής μυστικοποίησης και της ιστορίας.

Η ιδέα της αντικειμενικής ιστορικής νομοτέλειας προβάλλει εδώ με σχηματική μονομέρεια και υπερβολές και ερμηνεύεται μυστικιστικά ως «πανουργία» του παγκόσμιου πνεύματος, το οποίο χειρίζεται τα άτομα ως εργαλεία του. Η αντιφατικότητα συντηρητισμού (καθαγιασμού του υπαρκτού) και ανατρεπτικού ριζοσπαστικού ορθολογισμού (κριτικής-ορθολογικής προσέγγισης του όντος) συμπυκνώνεται στην κλασική διατύπωση του Χέγκελ: «κάθε τι έλλογο είναι και πραγματικό, και κάθε τι το πραγματικό είναι και έλλογο».

Στον αντίποδα αυτού του τύπου των ιδεοκρατικών αντιλήψεων εμφανίζεται πληθώρα νατουραλιστικών υλιστικών ρευμάτων και ο θετικιστικός εξελικτισμός.

Η κλασική αστική σκέψη προβάλλει ως ιστορικά συγκεκριμένη εσωτερική ενότητα πολιτικών, κοινωνικοφιλοσοφικών, πολιτικοοικονομικών και γνωσιοθεωρητικών-μεθοδολογικών αντιλήψεων.

 Στον τομέα της γνωσιοθεωρίας, εκείνο που απασχολεί κατ’ εξοχήν την κλασική αστική σκέψη είναι η διάνοια και η εμπειρική βαθμίδα της γνωστικής διαδικασίας, η επαγωγική αναλυτική αφαίρεση κλπ. και μόνον η γερμανική κλασική φιλοσοφία επισημαίνει αρχικά την αναγκαιότητα της μετάβασης από τη διάνοια στον λόγο, ως ανώτερη βαθμίδα της γνώσης (Kant), ενώ στη συνέχεια εξετάζει τις νομοτέλειες που διέπουν αυτόν καθ’ εαυτόν τον λόγο, αν και με μυστικιστικό τρόπο (Hegel).

Στον τομέα της κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας της ιστορίας, βάσει της (διαμορφούμενης κατά το γίγνεσθαι της κεφαλαιοκρατίας) αντικειμενικής φαινομενικότητας της ουσίας της κοινωνίας, η οποία προβάλλει στην επιφάνεια ως συνονθύλευμα αποκομμένων ατόμων-«ροβινσώνων», συγκροτούνται οι διάφορες μορφές των περί φυσικού δικαίου αντιλήψεων. Εκτός από τα σύμφυτα με την οντογένεση φυσικά γνωρίσματα του μεμονωμένου ατόμου και συγκεχυμένα μαζί με αυτά, εντοπίζονται από την αστική συνείδηση και μερικά γνωρίσματα συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα, στα οποία ωστόσο, προσδίδεται ανιστορικός, φυσικός και έμφυτος χαρακτήρας (π.χ. η συνδεόμενη με την ιδιωτική ιδιοκτησία ιδιοτέλεια). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην κλασική αστική αντίληψη, ο εκπρόσωπος του είδους homo sapiens ταυτίζεται εν πολλοίς με τον «homo oeconomicus». Η ιδιοτελής και εγωιστική συμπεριφορά των ορμώμενων από το ίδιον συμφέρον τους (self interest) ατόμων (των «λελογισμένων εγωιστών»), συνιστά κατά την κλασική σκέψη ως διά μαγείας προϋπόθεση της «φυσικής» κοινωνικής και οικονομικής αρμονίας και ισορροπίας (το αόρατο χέρι της αγοράς κατά τον Smith). Η «φυσική τάξη», ο ορθολογισμός και η ηθικότητα θεωρούνται a priori ιδιότητες των οικονομικών νόμων που προβάλλει ο οικονομικός φιλελευθερισμός της κλασικής οικονομικής σκέψης. Η διάγνωση αυτών των νόμων, στον βαθμό που υφίστανται ακόμα οι φεουδαρχικού-απολυταρχικού χαρακτήρα σχέσεις ή κατάλοιπά τους, τροφοδοτεί τα πολιτικά αιτήματα και τις διεκδικήσεις της ανερχόμενης αστικής τάξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «οντολογική»-ορθολογική επιστημονική έρευνα και ηθικο-πολιτικός «δεοντολογισμός» περιπλέκονται στην αστική σκέψη, ως αναπόσπαστες πτυχές του συνδεόμενου με τον διαφωτισμό οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού. Τα παραπάνω εντάσσονται με διάφορους τρόπους στον «αξιωματικό πυρήνα» του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης, η οποία σημειώνει σημαντική πρόοδο και καταλήγει στη θεωρητική υπόθεση περί εργασιακής προέλευσης της αξίας.

Η περιπλοκή αυτή χαρακτηρίζεται από μιαν εγγενή και πολυεπίπεδη αντιφατικότητα της κλασικής σκέψης. Στο επίπεδο της πρακτικής στάσης ζωής, εκφράζεται ως αντίθεση μεταξύ ενατενιστικής παθητικής αποδοχής των πραγμάτων και χειραγωγικού ακτιβισμού. Στο επίπεδο της γνωσιακής σχέσης, ως αντίθεση μεταξύ της επιδίωξης διάγνωσης του κόσμου ως έχει και της αντιμετώπισης του κόσμου ως απότοκου υλοποιηθέντων, υλοποιούμενων και υλοποιήσιμων βουλητικών σχεδίων (θετικών και αρνητικών, βεβιασμένα ή συναινετικά-συμβατικά επιβαλλόμενων). Στο πολιτικό επίπεδο, ως αντίθεση μεταξύ της κατανόησης της εξουσίας αφ’ ενός μεν ως απόλυτης πειθαναγκαστικής καθολικής βούλησης (απολυταρχία), αφ’ ετέρου δε ως συναινετικής συνισταμένης, εκπορευόμενης από τη βούληση μεμονωμένων ατόμων (φιλελευθερισμός).

Σε όλες τις κοινωνικοφιλοσοφικές συλλήψεις της κλασικής αστικής παράδοσης κεντρική θέση καταλαμβάνουν τα λεγόμενα «έμφυτα δικαιώματα» του ανθρώπου: η «ελευθερία», η «ισότητα», η (ιδιωτική) «ιδιοκτησία» και ο ωφελιμισμός, το οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο των οποίων (παρ’ όλες τις περί του αντιθέτου αυταπάτες που χαρακτηρίζουν τον λόγο που εξακολουθούν να αρθρώνουν οι θιασώτες αυτής της παράδοσης) είναι δέσμιο του ορίζοντα της αστικής τάξης.

Ο ιδιότυπος χαρακτήρας διαπλοκής, συγχώνευσης και σύγχυσης της καθαυτό πολιτικοοικονομικής προσέγγισης με την κοινωνικοφιλοσοφική, την πολιτική και τη δικαιική και οι αντιφάσεις που απορρέουν από εδώ, συνδέονται με το γεγονός ότι η κλασική αστική σκέψη προσκρούει σε δύο αλληλένδετες αντικειμενικές φαινομενικότητες»[*], δύο εξίσου αλληλένδετων –αν και διακριτών– αντικειμένων (ολοτήτων):

Πρώτον, στην αντικειμενική φαινομενικότητα της διαδικασίας (και των αποτελεσμάτων) της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων (διαμεσολαβημένης από την επενέργειά τους στη φύση) ως οργανικού όλου, δηλαδή της κοινωνίας, όπου ο άνθρωπος που εκλαμβάνεται ως μεμονωμένη οντότητα-άτομο και ως «φυσικό» και αμετάβλητο άμεσα δεδομένο, δηλαδή ως πράγμα, γίνεται αντιληπτός ως η βάση, η αρχή και το τέλος του όλου πλέγματος των αμοιβαίων συναφειών αυτού του όλου.

Δεύτερον, στην αντικειμενική φαινομενικότητα των σχέσεων παραγωγής του σχηματισμού εκείνου, κατά τον οποίο ο πλούτος της κοινωνίας παίρνει την μορφή της διαδικασίας (και των αποτελεσμάτων) της αλληλεπίδρασης ανταλλάξιμων πραγμάτων-εμπορευμάτων (κεφαλαιοκρατία). Και μάλιστα παρά το γεγονός ότι η υπόσταση της δεύτερης διαδικασίας (η αφηρημένη εργασία στην ενότητά της με τη συγκεκριμένη) αποτελεί μόνο μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή της υπόστασης της πρώτης διαδικασίας (της ανθρώπινης δραστηριότητας), η κλασική αστική σκέψη αδυνατεί αντικειμενικά να συλλάβει αυτή την αντιφατική ενότητα. Έτσι μια ιστορικά συγκεκριμένη μορφή της εργασίας (η εμπορευματοποιημένη μισθωτή εργασία), κατανοείται από τους ανθρώπους που είναι «δέσμιοι των αστικών σχέσεων» (Κ. Μαρξ) ως αιώνια, αμετάβλητη και η μόνη δυνατή.

Η αστική παράδοση κινείται στα πλαίσια της ανεπίλυτης για αυτήν αντίφασης μεταξύ ακραίου υλισμού (εμπειρισμού, αισθησιοκρατίας κλπ.) και (υποκειμενικού) ιδεαλισμού. Με αυτό συνδέεται και ο θεμελιώδης αντιιστορισμός της. Η ιστορία, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είναι γι’ αυτήν παρά μια γραμμική προεκβολή πτυχών της περί του παρόντος αντίληψης στο παρελθόν. Εξ ου και η ευκολία προσφυγής σε ιστορικές αναλογίες κατά το δοκούν. Κατά παρόμοιο τρόπο γίνεται εδώ αντιληπτό και το μέλλον (γεγονός που εν πολλοίς χαρακτηρίζει και το σύνολο των ουτοπικών σχεδιασμάτων).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον –μοναδικό από την άποψη της αλληλοδιαπλοκής κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφίας και πολιτικής– παρουσιάζει η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια γενικευμένη κρίση προσανατολισμών, η οποία ανέκυψε όταν ολοκληρώθηκε μια ιστορική εποχή, κατά την οποία η κλασική αστική σκέψη ως ιστορικά συγκεκριμένο και εσωτερικά ενιαίο μόρφωμα κοινωνικοφιλοσοφικών, πολιτικοοικονομικών και γνωσιολογικών-μεθοδολογικών αντιλήψεων έπαψε να υφίσταται. Κατά τη δεκαετία του 1830 η αστική τάξη κατακτά την πολιτική εξουσία στη Γαλλία και την Αγγλία. Από τότε «η ταξική πάλη αποκτούσε πρακτικά και θεωρητικά όλο και πιο έκδηλες και απειλητικές μορφές. Σήμανε η νεκρώσιμη καμπάνα της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Στο εξής το θέμα δεν έγκειται πλέον στην ορθότητα ή μη του μεν είτε του δε θεωρήματος, αλλά στο αν είναι ωφέλιμο ή επιζήμιο για το κεφάλαιο, αν είναι βολικό ή όχι στο κεφάλαιο, αν συμμορφούται προς τις αστυνομικές διατάξεις ή όχι. Η ανιδιοτελής έρευνα παραχωρεί τη θέση της στους διαπληκτισμούς των μίσθαρνων κονδυλοφόρων, οι αμερόληπτες επιστημονικές αναζητήσεις αντικαθίστανται από την προκατειλημμένη απολογητική των κολάκων» [267, τ. 1, σ. 17]. Κατά εκπληκτικά παρεμφερή τρόπο, η νεκρώσιμη καμπάνα σήμανε για το σύνολο των θεμελιωδών κοινωνικών επιστημών και της επιστημονικής φιλοσοφίας, εφ’ όσον και καθ’ όσον οι «διάκονοί» τους εγκαταλείπουν την κριτική-επαναστατική στάση και υιοθετούν τη σκοπιά της κυρίαρχης πλέον και πολιτικά αστικής τάξης.

Στα μέσα του 19ου αι. εμφανίζεται ο μαρξισμός, που θα μας απασχολήσει παρακάτω, ως τομή στην επαναστατικοποίηση της κοινωνικής θεωρίας.

Εάν η αντιφατικότητα των ιδεολογημάτων της ανερχόμενης αστικής τάξης διαδραμάτισε έναν προοδευτικό κοινωνικοπολιτικό ρόλο, έχοντας παράλληλα μια σημαντική ευρετική λειτουργία στο γίγνεσθαι της κοινωνικής επιστήμης, με την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της αστικής τάξης και την επαναστατικοποίηση της επιστήμης από τον Κ. Μαρξ, η εμμονή στις εκχυδαϊσμένες εκδοχές αυτών των ιδεολογημάτων, που αυτοπροβάλλεται ως «μοναδική σύγχρονη επιστημονική σκέψη», διαδραματίζει έναν καθαρά απολογητικό και αντιδραστικό ρόλο.

Η μηχανιστική αιτιοκρατία εμφανίζεται στην κοινωνική θεωρία ως οικονομικός ντετερμινισμός (οικονομιστική ερμηνεία του μαρξισμού), ως βιολογισμός (Σπένσερ κ.ά.), ως τεχνολογικός ντετερμινισμός (Τ. Veblen, Όγκμπορν κ.ά.), αλλά και ως πολιτισμικός ντετερμινισμός σε διάφορες παραλλαγές (Μ. Βέμπερ, Α. Κάρντινερ, Μ. Μιντ, Πάρσονς κ.ά.).

Στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αι. ο θετικιστικός εξελικτισμός οδηγείται σε κρίση, μια κρίση, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφόρων ανορθολογικών και βουλησιαρχικών απόψεων περί κοινωνίας και ιστορίας (F. Nietzsche, O. Spengler, A. J. Toynbee, P. A. Sorokin κ.ά.).

Ο W. Dilthey επιδίδεται σε μια κριτική του ιστορικού λόγου, και εν γένει κάθε λόγου, ενισχύοντας και διαδίδοντας τον ανορθολογισμό. Η κριτική φιλοσοφία (νεοκαντιανισμός) επικεντρώνει την προβληματική της στη γνωσιολογική ανάλυση της ιστορίας, σε αντιθετικιστική-αντιυλιστική κατεύθυνση. Η νεοκαντιανή σχολή της Βάδης (ιδιαίτερα οι V. Windelband και Rickert) εισάγει στην κοινωνική φιλοσοφία την «εξατομικεύουσα» ή «ιδιογραφική μέθοδο», ανάγοντας την προβληματική της στην «αξιολογία» (γεγονός που επέδρασε στην περί «ιδεοτύπων» αντίληψη της «κατανοούσας κοινωνιολογίας» του M. Weber). Η ουσία αυτής της μεθόδου των περί του πολιτισμού επιστημών έγκειται στην περιγραφή των ατομικών, των ιδιότυπων, των «ουσιωδών» ιστορικών γεγονότων. Ο Windelband θεωρεί ότι ενώ οι φυσικές επιστήμες χρησιμοποιούν τη «νομοθετική μέθοδο» ως γενίκευση, συναγωγή και επισήμανση νόμων, η ιστορική επιστήμη εξατομικεύει και επισημαίνει τη «σχέση προς την αξία» (Wertbeziehung), η οποία προσδιορίζει και το μέγεθος των ατομικών διαφορών μέσω της διάκρισης του «ουσιώδους», του «μοναδικού» και του «ενδιαφέροντος» στην άπειρη πολυμορφία των φαινομένων. Η χρήση αυτής της μεθόδου προσδίδει, κατά τον Βίντελμπαντ, στο άμεσα βιωματικό υλικό ορισμένη μορφή, μέσω της «εξατομικεύουσας διαμόρφωσης εννοιών», οι οποίες συνιστούν «ασυμπτωτική προσέγγιση του ορισμού του ατόμου». Η μετέπειτα χρήση της εν λόγω μεθόδου, σε αντιδιαστολή με τη «νομοθετική», αξιοποιήθηκε για τη θεμελίωση της άρνησης της ιστορικής νομοτέλειας και προς επίρρωση των απόψεων περί πλήρους διάστασης μεταξύ φυσικών και κοινωνικών επιστημών. Λειτούργησε επίσης και ως ένδειξη (και παράγοντας) της εγγενούς μεθοδολογικής αδυναμίας των εν λόγω ρευμάτων να εννοήσουν διαλεκτικά τη συσχέτιση μεταξύ ενικού, ατομικού, ειδικού και γενικού στην ιστορία.

Στον υπαρξισμό η όλη προβληματική ανάγεται στην ανθρωπολογία του ατομικού βιώματος, ενώ ο νεοθετικισμός επικεντρώνει την προσοχή του στη λογική ανάλυση της ιστοριογραφικής γλώσσας. Η περιγραφή πτυχών της ερευνητικής δραστηριότητας και της γλώσσας του ιστορικού γίνεται το κυρίως αντικείμενο της ερμηνευτικής φιλοσοφίας. Ορισμένα ρεύματα της εποχής μας, με έντονες θετικιστικές επιδράσεις, θεωρούν την παραδοχή της κοινωνικής νομοτέλειας ως ταυτόσημη με την τελεολογία, τον «μεσσιανισμό» και τον «ολοκληρωτισμό» (π.χ. Κ. Πόππερ).

Σε περιόδους κρίσης της κοινωνίας, της κοινωνικής θεωρίας και της επιστήμης συνολικά (που εκφράζεται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά θεμέλια της επιστήμης), η προσήλωση σε ιστορικά παρωχημένες μορφές αιτιοκρατίας κλονίζεται και σταδιακά παραχωρεί τη θέση της στον ιντετερμινισμό (αναιτιοκρατία), στον υποκειμενικό ιδεαλισμό, στη βουλησιαρχία, στον ανορθολογισμό κλπ. Τότε ακριβώς προβάλλουν με ιδιαίτερη ένταση οι τάσεις απόρριψης της κοινωνικής νομοτέλειας. Ιδιότυπη θεωρητικοποίηση της προσκόλλησης στη χαώδη αντίληψη περί της κοινωνίας είναι και η άρνηση της νομοτέλειας που επιχειρείται μέσω ποικίλων εκδοχών της «θεωρίας των παραγόντων».

Η μόδα του «μεταμοντέρνου» επιτείνει το χάος, υψώνοντας το λάβαρο της «ριζοσπαστικής» αμφισβήτησης της δυνατότητας κάθε θεωρητικού και μεθοδολογικού αναστοχασμού της πραγματικότητας, πολλώ μάλλον δε της κοινωνικής φιλοσοφίας και κάθε εννοιολογικής σύνθεσης. Σύμφωνα με αυτή την ανορθολογική και αποδομούσα κατά το δοκούν «σοφία» της συστηματικής αντισυστημικότητας που έγινε της μόδας, ο κόσμος δεν τίθεται μόνον εκτός του πεδίου της μετασχηματιστικής δραστηριότητας του ανθρώπου, αλλά και δεν εγγράφεται σε θεωρητικά σχήματα. Το κοινωνικό γίγνεσθαι δεν είναι νομοτελές, δεν επιδέχεται θεωρητική-έλλογη σύλληψη και ως εκ τούτου, ακυρώνεται κάθε εγχείρημα τελέσφορης μετασχηματιστικής παρέμβασης του ανθρώπου σε αυτό. Η ιστορία προβάλλει ως συνονθύλευμα τυχαίων, ιδιωματικών και μη υπαγόμενων σε σχέση αντιστοιχίας γλωσσολογικών παιγνίων-αφηγήσεων…

Στο πεδίο τομής του παραπάνω ανορθολογισμού με τον συγκυριακό πολιτικό πραγματισμό, ανακύπτουν κατά παραγγελία φιλοσοφίζουσες παρεμβάσεις δημοσίων αξιωματούχων της εναπομείνασας υπερδύναμης, που κάνουν λόγο περί του «τέλους της ιστορίας», δηλαδή, περί «του τελικού σημείου της ιδεολογικής εξέλιξης του ανθρώπινου γένους και της οικουμενικοποίησης της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως της τελικής μορφής ανθρώπινης διακυβέρνησης» (F. Fukuyama), είτε περί «πολέμου των πολιτισμών» (S. Hundigton).

 

 

Για τη συμβολή του Κ. Μαρξ και του μαρξισμού

 

Έχουν περάσει μερικές δεκαετίες από τότε που ο υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ διατύπωσε έναν ιστορικής σημασίας αφορισμό. Κατά τον γάλλο στοχαστή, όλες οι φιλοσοφικές αντιλήψεις δεν είναι παρά επάνοδος σε προμαρξικές ιδέες, είτε επαναδιατύπωση μαρξιστικών θέσεων. Αυτός ο αφορισμός διατηρεί δυστυχώς την επικαιρότητά του και σήμερα, σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης ως προς τους προσανατολισμούς και το νόημα της επιστημονικής έρευνας. Μιας κρίσης, που έχει ως αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω και η ίδια η επιστημονική ορθολογικότητα.

Δημιουργείται συχνά η εντύπωση ότι η πρακτική σημασία της μαρξιστικής θεωρίας εκμηδενίζεται υπό την καταιγιστική πίεση των γεγονότων και της πληθώρας αγοραίων ιδεών της καθημερινότητας, αφορισμών, προφητειών του συρμού και κατασκευών του κοινού νου… Η κυρίαρχη αγοραία συνείδηση, επικαλούμενη τη «χρεοκοπία του μαρξισμού» κατά τον 20ό αιώνα (λόγω της επικράτησης της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις περισσότερες χώρες του «πρώιμου σοσιαλισμού») μας προτρέπει να προβούμε σε συλλήβδην απόρριψη της μαρξιστικής θεωρίας. Η ισχύς αυτής της «επιχειρηματολογίας» είναι σαθρότερη ακόμα και από τους ισχυρισμούς που προέβαλλαν κάποιοι πριν από μερικούς αιώνες, περί του ανέφικτου και ουτοπικού της κεφαλαιοκρατίας, επικαλούμενοι την εμπειρία φεουδαρχικών παλινορθώσεων μετά τις πρώιμες αστικές επαναστάσεις. Βλέπετε το γεγονός ότι στην επιστήμη οι θεωρίες δεν απορρίπτονται με απλή επαγωγική επίκληση κάποιας εμπειρίας, ουδόλως απασχολεί αυτού του τύπου τη συνείδηση, που αρκείται σε ταξινομικές απλουστεύσεις επιπέδου εξαρτημένων αντανακλαστικών.

Παραφράζοντας τα λεγόμενα του Κ. Μαρξ, αναφορικά με την αντιμετώπιση του Σπινόζα και του Χέγκελ από τους φορείς αυτής της συνείδησης, μπορούμε να πούμε ότι αυτοί που δίνουν τον τόνο στους κύκλους της σύγχρονης διανόησης έχουν αναγάγει σε εξεζητημένο μιμητισμό τη χλευαστική συλλήβδην απόρριψη του Μαρξ και του μαρξισμού.

Ωστόσο, ο μαρξισμός διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στην ιστορία της θεωρίας και αυτός ο ρόλος δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση ούτε και από τους πλέον σφοδρούς πολέμιούς του, διότι ήταν και παραμένει ως προς την ουσία του σημείο αναφοράς και αποφασιστική καμπή στην ανάπτυξη της επιστημονικής μεθοδολογίας και των κοινωνικών επιστημών.

Ο μαρξισμός είναι ένα ανοικτό και αναπτυσσόμενο επιστημονικό σύστημα φιλοσοφικών, πολιτικό-οικονομικών και κοινωνικό-πολιτικών θέσεων, που έχουν ως βασικό περιεχόμενο τη θεωρητική θεμελίωση της μετάβασης της κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό. «Βρίσκεται στην κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης της μεθόδου των επιστημών, στην κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης των επιστημών περί της κοινωνίας. Ήταν και –παρά το φαινομενικό παράδοξο αυτής της βεβαίωσης– παραμένει ως προς την ουσία του η κορύφωση των επιστημών περί της μεθόδου, η κορύφωση των επιστημών περί της κοινωνίας» [237, σ. 13]. Εμφανίσθηκε στο στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας, κατά το οποίο κατ’ αρχήν ωρίμασαν ταυτοχρόνως και οι ιστορικοί όροι της κατάργησής της, που αποτελούν και τις ιστορικές προϋποθέσεις μετάβασης στην πλέον ανεπτυγμένη κοινωνία.

Ιστορικά ανέκυψε μέσα από μια περίπλοκη και αντιφατική δημιουργική διαδικασία κριτικής-επιστημονικής εμβάθυνσης της διερεύνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι (της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της πολιτικής της «κοινωνίας των ιδιωτών», των σχέσεων παραγωγής κλπ.), παράλληλα με την κριτική αφομοίωση και τη διαλεκτική άρση των ανώτερων κατακτήσεων του προμαρξικού στοχασμού, που αποτέλεσαν και τις πηγές (Λένιν) του μαρξισμού: της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της ιδεοκρατικής διαλεκτικής (Καντ, Φίχτε, Σέλιγκ, Χέγκελ και Φόυρμπαχ), της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας (φυσιοκράτες, Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά.) και των ουτοπικών σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών ιδεών (C. N. Saint-Simon, F. M. Ch. Fourier, R. Owen, E. Cabet, Th. Dezamy κ.ά.). Η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη του μαρξισμού συνδέεται οργανικά με τη συνειδητή υιοθέτηση της ταξικής σκοπιάς του προλεταριάτου, χωρίς ωστόσο, να ανάγεται σε αυτήν.

Από την εμφάνισή του ο μαρξισμός κινήθηκε ως δυναμικό πλαίσιο ενός ολόκληρου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων. Η προσοχή των θεμελιωτών του επικεντρώθηκε κατ’ εξοχήν στην έρευνα τριών εσωτερικά αλληλένδετων, πλην όμως σχετικά αυτοτελών γνωστικών αντικειμενικών: 1) της ανθρώπινης κοινωνίας και της ιστορίας της, 2) των σχέσεων παραγωγής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και 3) των προϋποθέσεων της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας. Φυσικά οι ιδρυτές του μαρξισμού δεν περιορίστηκαν αποκλειστικά στα παραπάνω αντικείμενα (βλ. τα εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέροντά τους, τη φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση της ιστορίας, των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών, τη θρησκειολογία κ.ά.). Ωστόσο, ποτέ δεν θεωρούσαν ότι το έργο τους προβάλλει αξιώσεις μεταφυσικής προμαρξικού τύπου «οντολογίας», περί της «καθ’ όλου» φυσικής φιλοσοφίας εν είδει αρχών ικανών για την ερμηνεία παντός επιστητού. Βάσει των προαναφερθέντων γνωστικών αντικειμένων που αποτέλεσαν τον πυρήνα του έργου τους, συγκροτούνται τρία αλληλένδετα ερευνητικά πεδία-επιστήμες. 1) Ο ιστορικός υλισμός (υλιστική αντίληψη της ιστορίας), 2) η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας και 3) ο επιστημονικός σοσιαλισμός (κομμουνισμός). Το καθένα από το παραπάνω γνωστικά αντικείμενα συνιστά ένα σχετικά αυτοτελές οργανικό όλο (που χαρακτηρίζεται από την εσωτερική αμοιβαία συνάφεια και αλληλεπίδραση των πλευρών του), το οποίο βρίσκεται στα μέσα του 19ου αιώνα σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξής του, που παρέχει αντίστοιχες δυνατότητες ιστορικής και λογικής διερεύνησής του και ορίζει τελικά το επίπεδο της εφικτής θεωρητικής αντίληψής του, το επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικής διερεύνησής του.

 

 

Η μαρξική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας

 

Κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860 η κεφαλαιοκρατία βρίσκεται ήδη στο στάδιο της ωριμότητάς της (Αγγλία), ενώ η αστική πολιτική οικονομία είχε ήδη εν πολλοίς ολοκληρώσει την ανάβαση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Τα παραπάνω επέτρεψαν στον Μαρξ, βάσει της θεωρίας της υπεραξίας (της δεύτερης επιστημονικής ανακάλυψής του), να συγκροτήσει, με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, τη νοητή αναπαράσταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αίροντας την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο στάδιο της ωριμότητάς της, καθιστώντας την την πλέον ανεπτυγμένη από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας επιστήμη του μαρξισμού.

Αυτό φυσικά επ’ ουδενί λόγω δεν σημαίνει ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαντλούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας. Ο Μαρξ δεν ολοκλήρωσε ούτε το 1/6 του αρχικού οικονομικού ερευνητικού του προγράμματος, το οποίο βέβαια τροποποίησε μετά τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου». Η ανάπτυξη αυτή είναι εφικτή και αναγκαία. Προυποθέτει την αφομοίωση, την ανάπτυξη και τη χρήση των μεν είτε των δε πλευρών, των θέσεων της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να αναπτυχθεί φέρ’ ειπείν η οικονομική ιστορία και ο θεωρητικός αναστοχασμός της σύγχρονης βαθμίδας της ανάπτυξης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αυτό επιτρέπει την άρση των περιορισμών της εξέτασης της οικονομίας υπό το πρίσμα ενός και μόνου εθνικού κράτους, όπως ήδη κατέδειξε ο Λένιν, με τη συνεισφορά του στη μελέτη του ιμπεριαλισμού των αρχών του 20ού αι., ως οικονομικού πρωτίστως φαινομένου του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

Με τη διαλεκτική μέθοδο που αναπτύσσει στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ εγκαινιάζει την εποχή της αυστηρά επιστημονικής (απελευθερωμένης από τον μυστικισμό) νοητής απεικόνισης της ουσίας, της εσωτερικής συνάφειας των αναπτυξιακών διαδικασιών, την εποχή της αυστηρά επιστημονικής αντίληψης περί της ίδιας της νόησης, την εποχή κατά την οποία αρχίζει να δεσπόζει η συνθετική (ως άρση της αναλυτικής) έρευνα. Υπό αυτή την έννοια, από φιλοσοφικής και μεθοδολογικής πλευράς, το «Κεφάλαιο» προηγήθηκε των λοιπών επιστημών κατά πολλές δεκαετίες.

Ωστόσο, εκείνο που προβάλλει άμεσα στο «Κεφάλαιο» είναι η αυστηρά πολιτικοοικονομική, η συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα, ενώ η λογική, η μέθοδος αυτού του πολιτικοοικονομικού έργου είναι παρούσα σε λανθάνουσα μορφή.

 

 

Το θεωρητικό κεκτημένο και οι ιστορικοί περιορισμοί της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας

 

Συστηματική κριτική αποτίμηση του κεκτημένου της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας θα βρει ο αναγνώστης στο προτεινόμενο έργο του Βαζιούλιν. Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές συνοπτικές επισημάνσεις. Κατ’ αρχήν, ο βαθμός θεωρητικής και μεθοδολογικής πληρότητας και επάρκειας της διερεύνησης του οργανικού όλου είναι σε τελευταία ανάλυση ευθέως ανάλογος του επιπέδου ανάπτυξης του πραγματικού αντικειμένου. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με το επίπεδο θεωρητικής διάγνωσης της ιστορίας αυτού του αντικειμένου.

 Όσον αφορά την ανθρώπινη κοινωνία, η κεφαλαιοκρατία συνιστά, κατά τον Μαρξ, την τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσής της, της «προϊστορίας» της, ενώ η κλασική αστική κοινωνική φιλοσοφία έχει ήδη επιχειρήσει, όπως είδαμε, τη συστηματική εξέταση της κοινωνίας βάσει της ιδεοκρατικά υποστασιοποιημένης αφηρημένης πνευματικής δραστηριότητας και του Κράτους ως ενσάρκωσης της «γενολογικής ουσίας του ανθρώπου» (Χέγκελ). Από μεθοδολογικής πλευράς, η προμαρξική κοινωνική θεωρία βρίσκεται σε κατώτερη βαθμίδα της διαμόρφωσής της, από αυτήν της σύγχρονής της αστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτή η γνωσιακή συγκυρία, με τους ιστορικούς περιορισμούς της, επέτρεψε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγκρότηση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας (πρόκειται για την πρώτη επιστημονική ανακάλυψη του Μαρξ με τη γόνιμη συμβολή του Ένγκελς), αρχικά ως υπόθεσης («Γερμανική Ιδεολογία») και στη συνέχεια ως αποδεδειγμένης θεωρίας («Κεφάλαιο»). Βασικά στοιχεία αυτής της θεωρίας είναι η υλιστική διαμεσολαβημένη «αναγωγή» όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής στην οικονομία (βλ. κοινωνικό είναι-κοινωνική συνείδηση, βάση και εποικοδόμημα κλπ.) και η αντίστοιχη αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας: ανάγκες – παραγωγικές δυνάμεις – σχέσεις παραγωγής – διανομής – ανταλλαγής – κατανάλωσης – μορφές κοινωνικής συνείδησης (ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία) – εποικοδόμημα. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας του Κ. Μαρξ «αποτελούσε κατ’ εξοχήν γενίκευση των αποτελεσμάτων που προέρχονταν από την πορεία κατά την οποία η περί της κοινωνίας γνώση κινούνταν από την επιφάνεια προς την ουσία, ενώ η πορεία της περί της κοινωνίας γνωστικής διαδικασίας από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα δεν κατέστη δεσπόζουσα στην αντίληψη της διάρθρωσης της κοινωνίας που υπάρχει στα έργα των θεμελιωτών του μαρξισμού» [237, σ. 21]. Επομένως, εδώ εκ των πραγμάτων δεσπόζει η αναγωγή (επ’ ουδενί λόγω ο αναγωγισμός που χαρακτηρίζει πολλούς επιγόνους), π.χ. των μορφών της συνείδησης και του εποικοδομήματος στην οικονομική βάση, ενώ δεν αναδεικνύεται συστηματικά η αντίστροφη πορεία της κλιμακωτά διαμεσολαβημένης «εξαγωγής» των εν λόγω μορφών από την απλούστατη σχέση και την ουσία της κοινωνίας.

Βάσει αυτής της αντίληψης περί της δομής της κοινωνίας συγκροτείται η θεωρία των «κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών» και η αντίστοιχη περιοδολόγηση της ιστορίας κατά σχηματισμούς (πρωτόγονος κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός, κομμουνιστικός). Η κατηγορία του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού βάσει ορισμένου τρόπου παραγωγής (ενός ιστορικά προσδιορισμένου πλέγματος σχέσεων παραγωγής στην ενότητά του με ορισμένου χαρακτήρα παραγωγικές δυνάμεις) παρέχει τη δυνατότητα σχετικά σφαιρικής διάκρισης των χαρακτηριστικών των κύριων βαθμίδων ιστορικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες κατηγορίες του ιστορικού υλισμού, από την άποψη της δομής αυτών των βαθμίδων. Το περιεχόμενο αυτής της κατηγορίας συγκεκριμενοποιείται και αποκτά περαιτέρω επιστημονική τεκμηρίωση κατά τις δεκαετίες 1850 και 1860, όταν ο Μαρξ διερευνά την ουσία, την εσωτερική διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή του πλέον ανεπτυγμένου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού της εποχής του.

Η έρευνα αυτή: 1) διάνοιξε δυνατότητες για λεπτομερέστερη αντιπαραβολή των προκεφαλαιοκρατικών σχηματισμών με την κεφαλαιοκρατία και την εξέταση της εσωτερικής διάρθρωσης των σχηματισμών· 2) επέτρεψε τη διάκριση σε καθαρότερη μορφή της κατηγορίας «σχέσεις παραγωγής» και τη σαφέστερη αποκάλυψη της λεπτής δομής της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων, σχέσεων παραγωγής και κοινωνίας συνολικά· 3) αποκάλυψε σε θεωρητικό επίπεδο την αναγκαιότητα άρσης της κεφαλαιοκρατίας, αναδεικνύοντας τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα της ως σχηματισμού και παρέχοντας δυνατότητες περαιτέρω διερεύνησης των νομοτελειών μετάβασης από τον έναν σχηματισμό στον άλλο και 4) επέτρεψε ορισμένου επιπέδου θεωρητική θεμελίωση της περιοδολόγησης της ιστορίας (δεδομένου ότι κάθε περιοδολόγηση της ιστορίας εδράζεται σε ορισμένη αντίληψη περί της δομής της κοινωνίας).

Ωστόσο, η περί σχηματισμών θεωρία του Μαρξ αντανακλά ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης της θεωρίας περί της ανθρώπινης κοινωνίας ως ολότητας, που συνδέεται: 1) με τη βαθμίδα ανάπτυξης της τότε κοινωνίας και τη συνακόλουθη γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν και η παντελής απουσία θετικής ή αρνητικής εμπειρίας υπαρκτών ιστορικών εγχειρημάτων εναλλακτικού –έναντι της κεφαλαιοκρατίας– τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας, και 2) με σκοποθεσίες που έχουν ως αφετηρία το βασικό ζητούμενο της εποχής (από την άποψη των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας και του κομμουνιστικού κινήματος): την επαναστατική ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού. Υπό το πρίσμα αυτού του ζητούμενου η κεφαλαιοκρατία εξετάζεται ορθά ως κατεξοχήν ιστορικά παροδικό μόρφωμα και όλα τα υπόλοιπα στάδια της ιστορίας προβάλλουν ως σχηματισμοί. Η ιστορική μεταβολή της δομής της κοινωνίας εκλαμβάνεται εδώ ως μεταβολή του ειδικού, ενώ διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι μεταβάλλεται-αναπτύσσεται και το ίδιο το γενικό, το γεγονός ότι ο κάθε σχηματισμός δεν αποτελεί απλώς αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά στάδιο, στιγμή της ανάπτυξης της κοινωνίας. Ως δομικά στοιχεία των σχηματισμών στα πλαίσια της κατά σχηματισμούς προσέγγισης διακρίνονται εκείνα τα κοινά (γενικά) στοιχεία, τα εν πολλοίς επαναλαμβανόμενα σταθερά χαρακτηριστικά που συνάγονται (ή μάλλον θεωρείται ότι συνάγονται) μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής των διαφόρων σταδίων. Τα χαρακτηριστικά αυτά εκλαμβάνονται ως αμετάβλητη ομοιότητα, ως κάτι το πάγιο και διαχρονικά αμετάβλητο (παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κυκλοφορία, κατανάλωση, παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής, τρόπος παραγωγής κλπ.). Μάλιστα αυτά τα σταθερά γενικά χαρακτηριστικά φέρουν ανεξίτηλα τη σφραγίδα της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή του σχηματισμού εκείνου κατά τον οποίο όλες οι πλευρές του κοινωνικού όλου προβάλλουν ως σαφώς διακριτές, διαφορετικές και αντίθετες.

Το κεφαλαιοκρατικό «στίγμα», που χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις εννοιολογήσεις του ιστορικού υλισμού, είναι ιδιαίτερα εμφανές στον τρόπο προσέγγισης της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, δηλαδή στην προσέγγιση του τρόπου παραγωγής, ο οποίος συνιστά την ουσία του κοινωνικού όλου. Η μετέπειτα έρευνα (ιδιαίτερα στα πλαίσια της Λογικής της Ιστορίας) κατέδειξε ότι η εν λόγω διαλεκτική αντίφαση, καθώς και οι πόλοι που την απαρτίζουν, διανύει κατά την ανάπτυξή της ορισμένα νομοτελή στάδια: υπό ορισμένες προϋποθέσεις ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει. Η ανάπτυξη αυτή συνδέεται οργανικά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση. Η τελευταία παραπέμπει άμεσα στο πρόβλημα του χαρακτήρα της εργασίας, στο πρόβλημα της συσχέτισης απλής και σύνθετης, επαναλαμβανόμενης και μεταβαλλόμενης εργασίας. Επί κεφαλαιοκρατίας, που συνιστά την τελευταία βαθμίδα διαμόρφωσης της κοινωνίας, φυσικά υπάρχει ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μία ανάπτυξη ασύγκριτα ανώτερη σε σύγκριση με αυτή που χαρακτηρίζει τους προγενέστερους σχηματισμούς. Ο Μαρξ αναδεικνύει στο «Κεφάλαιο» με κλασικό τρόπο αυτή την ανάπτυξη στα πλαίσια της κλιμάκωσης της παραγωγής σχετικής υπεραξίας. Ωστόσο, επί κεφαλαιοκρατίας η μεταβαλλόμενη εργασία δεν συνιστά κυρίαρχο παράγοντα, δεδομένου ότι υποτάσσεται στη διαδικασία συσσώρευσης προϊόντων της εργασίας και προπαντός στη διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου. Συνεπώς η αλληλουχία των βαθμίδων παραγωγής σχετικής υπεραξίας κλιμακώνεται μεν μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ωστόσο, οι τελευταίες λειτουργούν εδώ ως απαραίτητο μέσο, ως κάτι το εξωτερικό έναντι της κύριας σχέσης παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (της παραγωγής υπεραξίας). Αυτή η εξωτερική σχέση παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής είναι χαρακτηριστική του σταδίου εκείνου της διαλεκτικής αντίφασης που χαρακτηρίζεται ως αντίθεση (οι πλευρές αλληλοπροϋποτίθενται μέσω του αμοιβαίου αποκλεισμού τους). Είναι χαρακτηριστική δηλαδή για τη διαδικασία διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και ιδιαίτερα για την κεφαλαιοκρατική φάση της ανάπτυξής του.

Με τις παραπάνω επισημάνσεις συνδέεται το γεγονός ότι, στα πλαίσια της επικρατούσας σήμερα παράδοσης του ιστορικού υλισμού, η συσχέτιση παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής στην καλύτερη περίπτωση εκλαμβάνεται ως συσχέτιση-αντιστοιχία περιεχομένου και μορφής. Ωστόσο, η αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής ωριμάζει, περνά στο στάδιο της καθαυτό αντίφασης, όταν συγκροτεί τον καθαυτό κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, την πραγματική (και όχι απλώς τυπική) κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Εδώ, στην ώριμη κοινωνία, η καθεμία από τις πλευρές της αντίφασης μετατρέπεται στον αντίποδά της: οι παραγωγικές δυνάμεις συνιστούν σχέσεις παραγωγής και οι σχέσεις παραγωγής συνιστούν παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως η καθαυτό αντίφαση της ουσίας του κοινωνικού όλου (και η διαδικασία επίλυσης-άρσης αυτής της αντίφασης) χαρακτηρίζει την ώριμη κοινωνία, την αταξική κομμουνιστική κοινωνία.

Προς το συμπέρασμα αυτό κατέληγε σε ορισμένο βαθμό ο Μαρξ στα πλαίσια των οικονομικών ερευνών του. Ωστόσο, η γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε και η επικέντρωση της προσοχής στη διερεύνηση της κεφαλαιοκρατίας έθεταν ιστορικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς στη προσέγγισή του. Τα παραπάνω καθιστούν σχετικά περιορισμένο τον χαρακτήρα της περιοδολόγησης της ιστορίας βάσει των σχηματισμών, δεδομένου ότι στα πλαίσιά της δεν διακριβώνεται ο «μηχανισμός» εσωτερικής αυτοανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά απλώς επισημαίνεται η μία ιστορική μορφή δίπλα στην άλλη, ως παρακείμενες αλλήλων «προοδευτικές εποχές του οικονομικού-κοινωνικού σχηματισμού» (βλ. π.χ. Μαρξ, «Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας»).

Ο σχετικά τυπικός-ταξινομικός χαρακτήρας της κατά σχηματισμούς προσέγγισης της ιστορίας προβάλλει ανάγλυφα (και χωρίς την αυθεντική, δημιουργική πνοή του μαρξικού έργου) στη μετέπειτα μαρξιστικής αναφοράς βιβλιογραφία (π.χ. τεχνολογικός ντετερμινισμός, οικονομικός ντετερμινισμός, στρουκτουραλιστική ερμηνεία, βουλησιαρχική αντίληψη για τον τρόπο παραγωγής και την κοινωνικοποίηση κλπ.). Η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση της ιστορίας μετατρέπεται σε σχήμα-καλούπι, στο οποίο προσπαθούν να εντάξουν την ιστορία, ανάγοντας την έρευνα σε απλή λειτουργία-εφαρμογή του για όλα τα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Αυτό εκφράζεται π.χ. με την αναζήτηση «καθαρής» βάσης και εποικοδομήματος σ’ όλες τις κοινωνίες, είτε (έχοντας υπόψη την αστική και τη σοσιαλιστική επανάσταση) με τη θεώρηση της επανάστασης ως «εκ των ων ουκ άνευ όρο» της μετάβασης από σχηματισμό σε σχηματισμό, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται ούτε θεωρητικά, ούτε πραγματολογικά στην ιστορία πριν από την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας.

Στα πλαίσια του μαρξισμού η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση συνυπάρχει με την τριαδική (προταξική - ταξικές - αταξική κοινωνία). Εδώ θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζει η ταξική βαθμίδα έναντι της οποίας προσδιορίζονται κατ’ εξοχήν αρνητικά οι υπόλοιπες βαθμίδες. Ως κύριο κριτήριο αναδεικνύεται εδώ η αλληλοδιαδοχή κοινοτικής, ιδιωτικής και κοινωνικής ιδιοκτησίας (με την ιδιωτική ιδιοκτησία να διαδραματίζει τον κομβικό ρόλο του ορόσημου αναφοράς), γεγονός που συνιστά ουσιώδη πλευρά της ιστορικής ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο, να ξεπερνά τις μονομέρειες (όσο περιορίζεται η προσέγγιση στην ιδιοκτησιακή πλευρά). Συχνά η περιοδολόγηση αυτή γίνεται προσφιλής σε κύκλους που τείνουν να υπερεκτιμούν τις ομοιότητες μεταξύ προταξικής και αταξικής κοινωνίας. Η τάση αυτή ενισχύεται και από την ψυχολογικά εύλογη αναζήτηση ενός «συμμετρικού αντικατοπτρισμού», μιας υπαρκτής στο παρελθόν αναλογίας έστω και «πρωτόγονου» κομμουνισμού (ιδιαίτερα σε κύκλους οι οποίοι επιλέγουν ως μέσο αυτοπροσδιορισμού της επαναστατικής-ιδεολογικής καθαρότητάς τους την αποκήρυξη και απόρριψη της όποιας υπαρκτής σοσιαλιστικής οικοδόμησης). Με αυτή τη τάση συνδέεται και η αναπαλαίωση στις μέρες μας της προβληματικής της Β’ Διεθνούς του μεσοπολέμου περί «ασιατικού τρόπου παραγωγής».

Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας συνιστά τη μέγιστη δυνατή θεωρητική αφομοίωση της κοινωνίας, όσο αυτή βρίσκεται στην τελευταία φάση της διαμόρφωσής της ενώ η κοινωνική θεωρία (φιλοσοφία) κινείται επίσης στο στάδιο της διαμόρφωσής της. Ταυτοχρόνως, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ώριμη κοινωνική θεωρία (για τη συγκρότησή της με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι εξαντλούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης επί μέρους ζητημάτων του ιστορικού υλισμού στα πλαίσια που έθεσαν οι ιδρυτές του. Ο ιστορικός υλισμός ανέκυψε και αναπτύχθηκε ως θεωρία στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας και τα επιστημονικά κεκτημένα του ισχύουν και θα ισχύουν, όσο βασικό ζητούμενο της εποχής μας παραμένει η άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, η μετάβαση από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό, η οποία αρχικά προβάλλει ως εναλλαγή σχηματισμών, ως άρνηση της κεφαλαιοκρατίας από τον σοσιαλισμό.

Η περαιτέρω ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας συνδέεται: πρώτον, με την απόπειρα θεωρητικής γενίκευσης των νέων δεδομένων των ιστορικών επιστημών της εποχής, η οποία οδηγεί μεν στην επισήμανση των προϋποθέσεων της κοινωνίας και της αφετηριακής σχέσης της κοινωνίας, χωρίς ωστόσο, η τελευταία να διακρίνεται ρητά από την ουσία της κοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι απ’ αυτή την άποψη η επισήμανση από τον Ένγκελς δύο ειδών παραγωγής και αναπαραγωγής της άμεσης ζωής: «Αφ’ ενός μεν παραγωγή μέσων προς το ζην: τροφίμων, ρουχισμού, κατοικίας και των απαραίτητων γι’ αυτό εργαλείο, αφ’ ετέρου δε παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου, συνέχιση του γένους» (βλ. τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της «Καταγωγής της οικογένειας»). Δεύτερον, με την εμβάθυνση των σχετικών με το «Κεφάλαιο» ερευνών του Μαρξ, οι οποίες τον οδήγησαν στη συνειδητοποίηση: α) του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός είναι το προϊόν της ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας, η «άρση» προταξικής και ταξικής κοινωνίας (η «καθαυτό ανθρώπινη κοινωνία» που ξεπερνά την «προϊστορία» της ανθρωπότητας) και β) της αναγκαιότητας μιας –αντίστροφης προς αυτήν της «αναγωγής»– «εξαγωγής» (συναγωγής) από την οικονομική ζωή της κοινωνίας των υπολοίπων σφαιρών και επιπέδων της κοινωνίας. Ωστόσο, η υλιστική αντίληψη της ιστορίας φέρει το στίγμα μιας θεώρησης που συνάγεται κατ’ εξοχήν από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία και της συγκριτικής αντιπαραβολής (προεκβολής) αυτής της θεώρησης προς την προγενέστερη αλλά και μελλοντική ιστορία.

 

 

Η πρόγνωση της αταξικής κοινωνίας

 

Στην εποχή των θεμελιωτών του μαρξισμού, η πλέον δυσμενής γνωσιακή συγκυρία χαρακτηρίζει τον επιστημονικό σοσιαλισμό, δεδομένης της απουσίας έστω και πρώιμων εγχειρημάτων, ιστορικών εκδοχών εμπειρικά υπαρκτού γνωστικού αντικειμένου και λόγω του εικοτολογικού-ουτοπιστικού χαρακτήρα των σχετικών προμαρξικών και σύγχρονων του Μαρξ αντιλήψεων. Οι σχετικές θεωρητικές θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς συνιστούν πρωτοφανή και ιδιοφυή επιστημονική πρόβλεψη τεράστιας θεωρητικής και πρακτικής (επαναστατικής) σημασίας, μέσω της διερεύνησης των σχετικών τάσεων, των νομοτελειών, των αντιφάσεων και των εμβρύων της νέας (ώριμης, αταξικής) κοινωνίας στα πλαίσια της παλαιάς, δηλαδή αποκλειστικά βάσει των ιστορικών προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το μέρος εκείνο του επιστημονικού σοσιαλισμού που αφορά τη θεωρητική θεμελίωση των νικηφόρων επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης, την επαναστατική θεωρία με τη στενή έννοια του όρου.

 

 

 

Οι περιπέτειες των επιγόνων…

 

Η μετά τους ιδρυτές του μαρξισμού πορεία αυτής της παράδοσης συνδέεται εν πολλοίς με ποικίλες ερμηνείες διαφόρων επιγόνων δογματικού και αναθεωρητικού χαρακτήρα αλλά και με επιδράσεις διαφόρων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας (βλ. τεχνολογικός και οικονομικός ντετερμινισμός, ηθικός σοσιαλισμός, αυστρομαρξισμός, Κάουτσκι κλπ.).

Εξαιρετικά γόνιμη, δημιουργική, θεμελιώδους θεωρητικής και πρακτικής σημασίας –παρά τους ιστορικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς της– είναι η επαναστατική-κριτική προσέγγιση του μαρξισμού από τον Β. Ι. Λένιν, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η ανάπτυξη του μαρξισμού στις νέες ιστορικές συνθήκες είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης αυτού του συστήματος (βλ. διερεύνηση του ιμπεριαλισμού, της διαλεκτικής κλπ.). Η συνεισφορά του Λένιν απαιτεί ξεχωριστή κριτική (ούτε αγιογραφική, αλλά ούτε και δαιμονολογική) θεωρητική και μεθοδολογική αποτίμηση. Η επίσημη σοβιετική ιδεολογία, αλλά και σημαντικό μέρος της αριστεράς μέχρι σήμερα, υπό τον όρο «μαρξισμός-λενινισμός» εννοούσε ένα άμορφο, εσωτερικά μη διαφοροποιημένο και ιστορικά απροσδιόριστο συνονθύλευμα εργαλειακά χρησιμοποιούμενων θέσεων και «παραθεμάτων» των κλασικών, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν το επίπεδο θεωρητικής ανάπτυξης, το μεθοδολογικό βάθος, την ιδιοτυπία και τις διαφορές προσέγγισης διαφορετικών θεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων που διευθετούσε ο καθένας τους σε διάφορα στάδια ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού. Αυτή η εργαλειακή-απολογητική χρήση του μαρξισμού συνοδευόταν από μια δογματική εξωιστορική και αφηρημένη (εν πολλοίς θεοκρατικού τύπου) αντίληψη για τους «κλασικούς», οι οποίοι προέβαλλαν ως «τριάς ομοούσιος και αχώριστος» (αργότερα ως «τετράς», «πεντάς» με εναλλασσόμενες εκδοχές αναφορικά με το πρόσωπο-«ενσάρκωση» της 4ης κλπ. υπόστασης…) χωρίς καν να εξετάζονται οι διαφορές τους. Από την άλλη πλευρά οι συνδεόμενες με τα ρεύματα του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού» (βλέπε τις διάφορες εκδοχές του νεομαρξισμού) επιφανειακές απόπειρες αντιπαράθεσης των κλασικών του μαρξισμού (στους οποίους οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνεται και ο Λένιν) ανάγουν ουσιαστικά τον λενινισμό σε μια από τις πολλές (ιστορικά και γεωγραφικά περιορισμένες) ερμηνείες του μαρξισμού, γεγονός που οδηγεί ουσιαστικά σε απολογητική και σε περαιτέρω απόσπαση της θεωρίας από την επαναστατική πολιτική πρακτική, στον εκφυλισμό του μαρξισμού σε ακαδημαϊκή, «καθηγητική» (Μαρξ), «νόμιμη» και ανώδυνη για τις εκμεταλλεύτριες τάξεις ενασχόληση.

Η θεωρητική και μεθοδολογική αποτίμηση του έργου του Λένιν απαιτεί ξεχωριστές μελέτες. Με τον Λένιν κλείνει ουσιαστικά ο κύκλος των επαναστατών ηγετών της πολιτικής πράξης που βρίσκονταν ταυτοχρόνως, κατά το μάλλον ή ήττον, στις επάλξεις της επαναστατικής κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφίας.

Στα πλαίσια των εντυπωσιακής ποικιλομορφίας τάσεων και αποχρώσεων του μαρξισμού, μπορούμε να διακρίνουμε δύο εκ πρώτης όψεως αντίθετες κατευθύνσεις: του δογματισμού και του αναθεωρητισμού-σκεπτικισμού [βλ. 260]. Στην επιστήμη οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται ιδιαίτερα έντονα στις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, κατά τις οποίες τίθεται σε δοκιμασία η περιγραφική, ερμηνευτική και ευρετική ικανότητα της κεκτημένης γνώσης και των μεθοδολογικών θεμελίων της, μέσω ποικίλων προσπαθειών εξήγησης του άγνωστου (π.χ. νέων γεγονότων) με τη βοήθεια του ήδη εγνωσμένου. Η δημιουργική ανάπτυξη της επιστήμης επιτυγχάνεται σε αυτές τις συγκυρίες στον βαθμό που μέσα από δραματικές συγκρούσεις ανακύπτει μια νέα θεωρία και μεθοδολογία, που προάγει την πραγματική γνώση και την έρευνα του αντικειμένου, οπότε και αίρεται η άγονη αντίθεση μεταξύ δογματικής εμμονής σε παρωχημένες επιστημονικές θέσεις και μηδενιστικών, σκεπτικιστικών, αγνωστικιστικών κλπ. (δηλαδή αναθεωρητικών) τάσεων.

Ο αναθεωρητισμός, ως τάση επανεξέτασης, αμφισβήτησης και διασκευής συνοδεύει τη μετεξέλιξη κάθε ιδεολογικού, κοσμοθεωρητικού και θεωρητικού συστήματος από μέρος των επιγόνων των θεμελιωτών του και συνήθως, έπεται της δογματικής προάσπισής του από άλλους (ή και τους ίδιους μεταλλαγμένους) επιγόνους.

Στην ιστορία της φιλοσοφίας οι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού χαρακτήριζαν δογματισμό κάθε φιλοσοφία, στον βαθμό που προέβαλλε θέσεις ως πεποιθήσεις και βεβαιότητες, συμβάλλοντας με την κριτική τους στην προαγωγή της διαλεκτικής αλλά και στη διάκριση δογματισμού – σκεπτικισμού, ως ακραίων πόλων της μεταφυσικής νόησης.

Ο δογματισμός αντιμετωπίζει τον μαρξισμό αποκλειστικά ως ολοκληρωμένο, άρτιο, πλήρες, μη αντιφατικό, κλειστό και αυτάρκες σύστημα, έτοιμο ως έχει για κάθε «χρήση», ως εξωιστορικό και μη επιδεχόμενο ανάπτυξη πάγιο μόρφωμα. Ενώ ο δογματισμός επιδιώκει την άνευ όρων συντήρηση και παρωχημένων στοιχείων του μαρξισμού, ο αναθεωρητισμός, επικαλούμενος τα «νέα γεγονότα», απορρίπτει τον ουσιώδη πυρήνα του που διατηρεί τη σημασία του και στις μεταβεβλημένες συνθήκες, αναδεικνύοντας και απολυτοποιώντας στοιχεία που θεωρεί ότι σηματοδοτούν τον πεπερασμένο, περιορισμένο και παρωχημένο χαρακτήρα των θεμελιωδέστερων θέσεών του, ανάγοντας έτσι τον μαρξισμό (με μιαν οπτική ιστορικού σχετικισμού) σε ένα κατ’ εξοχήν ιστορικά περιορισμένο φαινόμενο, ήσσονος εμβέλειας, ευμετάβλητο, αναθεωρήσιμο και γι’ αυτό αναθεωρούμενο διαρκώς κατά το δοκούν. Σε αντιδιαστολή με τον δογματισμό, που απολυτοποιεί τη διαφορά, την ασυνέχεια του μαρξισμού με προγενέστερες και σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, ο αναθεωρητισμός απολυτοποιεί τη συνέχεια, αγνοώντας την ποιοτική και ουσιώδη διαφορά του μαρξισμού, απορρίπτοντάς τον βαθμιαία και αντικαθιστώντας τον με μιαν εκλεκτική συρραφή αστικών και μικροαστικών θέσεων που τις προβάλλει ως «ανανέωση». Και οι δύο τάσεις αντιμετωπίζουν μονόπλευρα την ενιαία στην αντιφατικότητά της γνωστική διαδικασία, απολυτοποιώντας είτε τη στιγμή του απόλυτου της αλήθειας των κεκτημένων γνώσεων (δογματισμός) είτε τη στιγμή του σχετικού, της σχετικότητας κάθε γνώσης, απορρίπτοντας τελικά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας (αναθεωρητισμός).

Από μεθοδολογικής σκοπιάς και οι δύο τάσεις παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα, δεδομένου ότι ο μεν δογματισμός συστηματοποιεί και χειρίζεται τις αποστεωμένες και αδιάσειστες αλήθειες ισάξιας εγκυρότητας, πληρότητας και επικαιρότητας στις οποίες ανάγει τον μαρξισμό (με τη βοήθεια της λογικής της μη αντιφατικότητας, της τυπικής λογικής), ο δε αναθεωρητισμός αντικαθιστά τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο με τον γραμμικό εξελικτισμό και την εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών και ετερόκλητων θέσεων. Έτσι και οι δύο αυτές τάσεις παραμένουν προσκολλημένες μεταφυσικά στην προ-διαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στη διάνοια, υποκαθιστώντας με διάφορους τρόπους τη θεωρία με τον έρποντα εμπειρισμό.

Στο ζήτημα της συσχέτισης στρατηγικής και τακτικής, ο μεν δογματισμός απολυτοποιεί μονόπλευρα την πρώτη (κατά την ιησουίτικη αρχή: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»), ο δε αναθεωρητισμός τη δεύτερη («ο σκοπός είναι ένα τίποτε, το παν είναι το κίνημα», κατά τον Ε. Μπερνστάιν), γεγονός που οδηγεί αμφότερους σε δύο κατευθύνσεις του πολιτικού καιροσκοπισμού-τακτικισμού: στον αριστερό οπορτουνισμό (αριστερισμό, σεχταρισμό) και στον δεξιό οπορτουνισμό-ρεφορμισμό. Η μεθοδολογική εγγύτητα των εν λόγω τάσεων, σε τελευταία ανάλυση, απορρέει από τον μικροαστισμό που χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του εργατικού κινήματος (προνομιούχα τμήματα της εργατικής τάξης, εργατική «αριστοκρατία»-γραφειοκρατία), αλλά σε σημαντικό βαθμό και τα ηγετικά κλιμάκια των χωρών στις οποίες είχε δρομολογηθεί εναλλακτικού ως προς την κεφαλαιοκρατία τύπου ανάπτυξη.

Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η δογματική αναγωγή του μαρξισμού σε οικονομικό ντετερμινισμό και σε θεωρία των παραγόντων, που μετεξελίχθηκε στη συνέχεια στον νεοκαντιανού τύπου «ηθικό σοσιαλισμό», είτε η «σταλινική» κ.ο.κ. δογματική κωδικοποίησή του, που οδήγησε τελικά στον ιδεολογικό εκφυλισμό της «περεστρόικα» και σε υιοθέτηση αντιδραστικών ιδεολογημάτων.

Σήμερα απαιτείται μια δημιουργική ανάπτυξη-«άρση» του θεωρητικού και φιλοσοφικού κεκτημένου του μαρξισμού, ικανή να υπερβεί την άγονη αντιπαλότητα δογματισμού-αναθεωρητισμού, ως τεκμηρίωση-πρόγνωση των προοπτικών του επικείμενου επαναστατικού κινήματος και ως θετική επιστημονική ερμηνεία των υπαρκτών νέων κοινωνικών και επιστημονικών προβλημάτων, τα οποία ο μεν δογματισμός τα αγνοεί, ο δε αναθεωρητισμός συχνά τα εντοπίζει, αλλά αδυνατεί να τα ερμηνεύσει ορθά.

Εδώ, είναι σκόπιμο να γίνει μία –έστω και συνοπτική– αναφορά στις δυνατότητες και στους περιορισμούς των μαρξιστών, ή μαρξιστικής αναφοράς, ερευνητών. Στην κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον 20ό αιώνα μετά τη νίκη και την εδραίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης, η μαρξιστική, είτε μαρξιστικής αναφοράς, διανόηση, τόσο στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όσο και στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες του «πρώιμου σοσιαλισμού», χωρίστηκε σε δυο αλληλοτροφοδοτούμενες, αλλά διακριτές, κατηγορίες: σε εκείνους που βρήκαν καταφύγιο στην ακαδημαϊκή δραστηριότητα του πανεπιστημίου και στους άμεσα εμπλεκόμενους στην εξυπηρέτηση των τρεχουσών κομματικών ιδεολογικών αναγκών.

Στην ανεπτυγμένη κεφαλαιοκρατική Δύση, η διανόηση αυτή έφερε το στίγμα της ήττας των επαναστατικών κινημάτων μετά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα στίγμα που δρομολόγησε τη βαθμιαία περαιτέρω απόσπαση της θεωρίας από την πρακτική των πολιτικών φορέων της εργατικής τάξης. Η απόσπαση αυτή μεγάλωνε όσο απομακρυνόταν η ρεαλιστική προοπτική του σοσιαλισμού σε αυτές τις χώρες, όσο απουσίαζε ένα ρωμαλέο επαναστατικό κίνημα.

Έτσι, οι άμεσα στρατευμένοι κομματικοί ιδεολόγοι, ως κατεξοχήν ασχολούμενοι με τη «θεωρητική» επένδυση των εκάστοτε ειλημμένων αποφάσεων πολιτικών ηγεσιών, ήταν αδύνατο να αναπτύξουν τη θεωρία. Άλλωστε, ο τακτικισμός που συνόδευε τη σταδιακή ενσωμάτωση και τη γραφειοκρατικοποίηση αυτών των κομμάτων, που έλκουν την καταγωγή τους αρχικά από την Β’ και στη συνέχεια από την Γ’ Διεθνή, δεν είχε ανάγκη από θεμελιώδη ανάπτυξη της θεωρίας (που μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε στη διαχείριση της ενσωμάτωσης από τις ηγεσίες). Τη θέση της θεωρίας παίρνουν φραστικά-συνθηματολογικά υποκατάστατα. Η εγγύτητα που έχουν οι γραφειοκρατικοποιημένοι και ενσωματωμένοι κομματικοί μηχανισμοί των καταλοίπων των πάλαι ποτέ επαναστατικών πολιτικών φορέων προς την επαναστατική κοινωνική θεωρία και φιλοσοφία είναι αντιστρόφως ανάλογη της απόσπασης της τακτικής από τη στρατηγική.

Οι απομονωμένοι στα πανεπιστήμια θεωρητικοί, εντασσόμενοι ούτως ή άλλως στις ομάδες αναφοράς αυτού του θεσμού, οδηγούνταν σε ποικίλες μονομέρειες και επαναπροσανατολισμούς. Μέρος τους επιδίδεται σε έναν αφηρημένο μεθοδολογισμό. Άλλοι, ακολουθώντας πορεία ευθέως αντίστροφη αυτής του γίγνεσθαι του κλασικού μαρξισμού, συρρικνώνουν το πεδίο ενασχόλησής τους, ολοένα απομακρυνόμενοι από την οικονομία και την πολιτική προς την ακαδημαϊκή φιλοσοφία, την αισθητική και τη φιλοσοφία της τέχνης. Η ακαδημαϊκή ενασχόληση με τα κείμενα των κλασικών –αποσπασμένη από τη διερεύνηση πραγματικών γνωστικών αντικειμένων– οδηγεί σε (κάθε άλλο παρά πάντοτε ακριβή) αναδρομική-αναγωγική αναζήτηση των πνευματικών καταβολών του μαρξισμού, καθώς και σε ποικίλες ωσμώσεις με τρέχοντα αστικά ρεύματα της σκέψης (νεοκαντιανισμό, φαινομενολογία, νεοχεγκελιανισμό, φαινομενολογία, νεοσπινοζισμό, νεοθετικισμό, επιστημονισμό, υπαρξισμό, στρουκτουραλισμό, φροϋδισμό, μεταμοντέρνο κ.ο.κ.). Ορισμένοι π.χ. «πόνταραν» στον Σπινόζα για να ξορκίσουν από τον μαρξισμό «το ζεύγος Υποκείμενο/Σκοπός» (ως δήθεν «μυστικοποίηση» της εγελιανής διαλεκτικής!), αναζητώντας στο παρελθόν των ιδεών προπομπούς του «θεωρητικού αντιανθρωπισμού» και των στρουκτουραλιστικών κατασκευών «ιστορίας χωρίς υποκείμενο» (βλ. π.χ. Αλτουσέρ). Άλλοι πάλι, «εμπλουτίζοντας» τον μαρξισμό τους με ιδέες της φιλοσοφίας της ζωής και του φροϋδισμού, υποβάλλουν σε κριτική τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, όχι ως κεφαλαιοκρατική, αλλά ως «παντοκρατορία του εργαλειοποιημένου λόγου», για να καταλήξουν τελικά σε ρομαντικές ουτοπικές αποδράσεις, στο επίπεδο του προμαρξικού υποκειμενικού ιδεαλισμού (Μαρκούζε), είτε και στην παραίτηση από τη θεωρία υπέρ της «πρωτοποριακής» τέχνης (Αντόρνο).

Σε μια πορεία αντίστροφη αυτής που διέγραψε ο κλασικός μαρξισμός, την οποία έχει περιγράψει ο Ένγκελς ως μετατροπή του σοσιαλισμού από ουτοπία σε επιστήμη, σήμερα παρατηρείται μια οπισθοδρόμηση από την επιστημονική θεωρία ξανά σε ουτοπικές εκδοχές παραμυθίας. Διατυπώνονται και ανοικτές προτροπές για μετάβαση από τον Μαρξ στον Φουριέ (βλ. Marcuse H. «An Essay on Liberation», Boston 1969, σ. 21-22). Επιπλέον, οι παραπάνω τάσεις οδηγούν σε όλο και πιο απροσπέλαστα και αυτοαναφορικά ιδιόλεκτα, που αναιρούν την αξίωση καθολικότητας την οποία κληροδότησε στην κοινωνική θεωρία ο μαρξισμός και ακυρώνουν τη διεθνιστική απεύθυνσή της.

Στην εποχή που η ανάγκη για ολοκληρωμένα εξηγητικά εγχειρήματα και ελπιδοφόρες προοπτικές γίνεται όλο και πιο έντονη, στα όρια της φιλοσοφίζουσας δημοσιολογίας περί της σύγχρονης κοινωνίας κινούνται ορισμένες προβεβλημένες απόψεις, που συντάσσονται εσπευσμένα, αποσπασματικά και εκ του προχείρου, μέσω εκλεκτικών συρραφών συγκεχυμένων εμπειρικών-φαινομενολογικών περιγραφών πτυχών και εκφάνσεων της σύγχρονης κοινωνίας. Άνθρωποι, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η κακή γνώση είτε η παντελής άγνοια της κοινωνικής θεωρίας και του μαρξισμού, παρεμβαίνουν δίκην προφητών επί βασικών προβλημάτων της ιστορίας και της εποχής μας. Εκ των πραγμάτων ακυρώνονται τα εγχειρήματα συγκάλυψης και παράκαμψης θεωρητικών και μεθοδολογικών δυσκολιών με προκατασκευασμένα σχήματα που έλκουν την καταγωγή τους από ιστορικές αναλογίες, είτε (και) διά της ονοματοθεσίας… Επ’ ουδενί λόγω δεν συνιστά θεωρία η σπουδή που επιδεικνύουν κάποιοι σε φραστικά υποκατάστατα της πραγματικής διερεύνησης της ολότητας των πλευρών της πραγματικότητας που «αντιστέκονται» στη διαύγαση, απλώς «προσάπτοντας κατηγορούμενο στο υποκείμενο» (Χέγκελ). Ορισμένοι, φέρ’ ειπείν, σπεύδουν να αποκαλέσουν τη νυν παγκόσμια συγκυρία «αυτοκρατορία» (M. Hardt & Α. Negri), τροφοδοτώντας ειδυλλιακές αυταπάτες και απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν την αντιφατικότητα και τα καταστροφικά αδιέξοδα του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης» πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, ενός εθελούσιου καταμερισμού εργασίας, όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και ισότιμοι εταίροι με καθολική πρόσβαση σε ελευθέρως ρέοντα αγαθά, υπηρεσίες, πληροφορία, γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ. Δεν θεμελιώνεται προοπτική με πλαστή αισιοδοξία και κατασκευές υποκειμένων με τα «υλικά» του μεταμοντέρνου χυλού.

Έχει διαμορφωθεί μια ολόκληρη παράδοση, που αρκείται στην καταγραφή, είτε στην απλή κριτική και στην άρνηση του εντεύθεν πρακτικά ανυπέρβλητου παρόντος, υπό το πρίσμα ενός επέκεινα ουτοπικού σχεδιάσματος, δηλαδή, υπό το πρίσμα μίας επιπλέον υποστασιοποιημένης εξιδανίκευσης, αντιστροφής και μετάθεσης αυτού του ανυπέρβλητου παρόντος. Η βιωματική εσωτερίκευση της ήττας, του αδιέξοδου και της απουσίας προοπτικής, όσο κι αν υποστασιοποιείται στη θετικά αντεστραμμένη συμβολική νοηματοδότησή της, δεν μεταφράζεται σε νικηφόρο σάλπισμα διεξόδου και προοπτικής ενός νέου ιστορικού υποκειμένου. Αλίμονο σ’ αυτούς που έχουν ως μοναδική τους ελπίδα την αντεστραμμένη εξιδανίκευση – υποστασιοποίηση της απελπισίας τους. Καμία μεσαιωνικής θεολογικής εμπνεύσεως τελεολογία του «εισέτι μη όντος» δεν υποκαθιστά την ανάγκη της εντός της ιστορίας θεωρητικής διάγνωσης, πρόγνωσης και μεθοδολογικής θεμελίωσης των μέσων και των δρόμων αυτής της προοπτικής. Η ιστορία δεν εκτυλίσσεται τελεολογικά-εσχατολογικά, σαν να έλκεται, σαν να σύρεται από την ουτοπική και μυστικιστικά παρούσα μελλοντική συγκρότησή της. Η προοπτική δεν έρχεται με «συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος».

 

 

Η μεθοδολογική σημασία του «Κεφαλαίου» του Μαρξ

 

Οι προοπτικές της ανάπτυξης της διαλεκτικής μεθόδου εξαρτώνται από πληθώρα όρων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζει η επιλογή προς λογική και μεθοδολογική διερεύνηση συγκεκριμένης επιστημονικής νόησης, η οποία μελετά ένα πραγματικό εμπειρικά δεδομένο αντικείμενο. Η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ είναι –όπως είδαμε– το πλέον ανεπτυγμένο από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας επιστημονικό πεδίο του μαρξισμού.

Ακριβώς αυτή η ωριμότητα της θεωρητικής απεικόνισης του αντικειμένου στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ επιτρέπει τη διάκριση της μαρξιστικής λογικής και μεθοδολογίας της επιστημονικής έρευνας σε «καθαρή μορφή», μέσω της λογικής και κατηγοριακής εξέτασης του υλικού της πολιτικής οικονομίας.

Αίροντας τον εγγενή περιορισμό ορθολογισμού και εμπειρισμού, απαγωγισμού και επαγωγισμού που χαρακτήριζαν την μεθοδολογία των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών της εποχής του, ο Κ. Μαρξ υλοποιεί στο «Κεφάλαιο» ένα κατ’ αρχήν καινοτόμο λογικό και μεθοδολογικό πρόγραμμα εκτύλιξης του θεωρητικού συστήματος μιας συγκεκριμένης επιστημονικής γνώσης, ξεπερνώντας κατά πολύ το επίπεδο συνειδητοποίησης των μεθοδολογικών προβλημάτων της μέχρι σήμερα φετιχοποιούμενης «θετικής επιστήμης» και των φιλοσοφιζόντων παρακολουθημάτων της. Γι’ αυτό ο φιλοσοφικός και μεθοδολογικός αναστοχασμός του «Κεφαλαίου» επιτρέπει –βάσει της συγκεκριμένης επιστήμης περί των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας– να αποκαλυφθεί η μαρξική μέθοδος της διερεύνησης του οργανικού όλου: η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, η συσχέτιση ιστορικού και λογικού, καθώς επίσης και η συσχέτιση διάνοιας και λόγου ως βαθμίδων της νόησης εντός της γνωστικής διαδικασίας. Η αποκάλυψη των παραπάνω επιτρέπει τη συγκεκριμένη ιστορική αποτίμηση του επιπέδου της ανάπτυξης, της κατάστασης και των προοπτικών των επιστημών.

 

 

Ένα θεμελιώδες ερευνητικό πρόβλημα και η συνειδητοποίησή του

 

Το πρόβλημα της αποκάλυψης της μαρξιστικής λογικής και μεθοδολογίας της επιστημονικής έρευνας σε «καθαρή μορφή» μέσω της λογικής και κατηγοριακής εξέτασης της πολιτικής οικονομίας σηματοδοτεί την κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης των επιστημών περί της μεθόδου και περί της κοινωνίας. Ο Μαρξ, παρά το γεγονός ότι είχε την πρόθεση να διατυπώσει ειδικά, συστηματικά και σε γενική μορφή τη μέθοδο της λογικής του «Κεφάλαιου», δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει αυτό το σχέδιό του, «γεγονός το οποίο απέβη –όπως … κατέστη σαφές εκ των υστέρων– σοβαρότατο εμπόδιο και για την κατανόηση σε βάθος του βασικού έργου του μαρξισμού και για την ανάπτυξη του μαρξισμού στην κατεύθυνση της βασικής αρτηρίας του.

Μετά τον θάνατο του Κ. Μαρξ επήλθε μια ιδιότυπη παύση στην κατεύθυνση της βασικής αρτηρίας της διερεύνησης της διαλεκτικής μεθόδου, της διαλεκτικής λογικής. Αν και μπορεί να θεωρηθεί παράξενο, το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας» [237, σ. 14].

 Η θεμελιώδης σημασία αυτού του προβλήματος δεν συνειδητοποιούνταν επί μακρόν από τους μετά τον Μαρξ στοχαστές. Μόνον ο Λένιν τη συνειδητοποιεί εν μέρει και θέτει στα «Φιλοσοφικά Τετράδια» το πρόβλημα της διάκρισης της Λογικής του «Κεφαλαίου», όχι όμως στην καθολική γενικευμένη μορφή του, δηλαδή χωρίς να θέτει ως ζητούμενο της έρευνας τη διάκριση του συστήματος των νόμων και των κατηγοριών.

Εξυπακούεται ότι οι εγκλωβισμένοι στις παραπάνω άγονες μαρξιστικές ή μαρξιστικής αναφοράς τάσεις θεωρητικοί αδυνατούν να συλλάβουν καν την εμβέλεια και το βάθος του παραπάνω θεμελιώδους προβλήματος. Κατά κανόνα, οι πλέον διαδεδομένες προσεγγίσεις της σχέσης μεταξύ της μεθόδου του Μαρξ και της μεθόδου του Χέγκελ ανάγονται σε διάφορες εκδοχές δύο τάσεων: της προσέγγισης είτε ακόμα και ταύτισης των μεθόδων (Ε. Ντύρινγκ, Ε. Μπερνστάιν, Κ. Ρέννερ, κ.ά.), είτε, τουναντίον, της απόσπασης της μεθόδου του Μαρξ από τη διαλεκτική του Χέγκελ (Λ. Αλτουσέρ, Γκαλβάνο Ντέλα Βόλπε κ.ά.). Έχει γίνει προ πολλού πλέον παράδοση η πολεμική εναντίον της επαναστατικής-κριτικής διαλεκτικής του μαρξισμού με πρόσχημα την καταπολέμηση του «σκοτεινού χεγκελιανισμού». Η παράδοση αυτή είχε διαπρέψει και στους κύκλους της επίσημης σοβιετικής «ορθοδοξίας», αναπαράγοντας παράλληλα τις πλέον μεταφυσικές πτυχές της χεγκελιανής οντολογίας στα πλαίσια των σχημάτων του «διαλεκτικού υλισμού».

Το πρόβλημα μεθόδου του «Κεφαλαίου» εγείρεται εκ νέου από ορισμένους σοβιετικούς ερευνητές στη γνωσιακή συγκυρία, η οποία ανέκυψε στη φιλοσοφία και στις κοινωνικές επιστήμες κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 του περασμένου αιώνα.

Είναι γεγονός ότι η σοβιετική φιλοσοφία κινήθηκε κατ’ εξοχήν στα πλαίσια της ιδεολογίας των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων ως θεραπαινίδα της επίσημης πολιτικής. Έτσι, φέρ’ ειπείν, η πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, αλλά και η κοινωνική θεωρία ως «ιστορικός υλισμός», λειτουργούσαν κατ’ εξοχήν ως ιδεολογική κάλυψη και δικαιολόγηση της εκάστοτε ασκούμενης πολιτικής, είτε (και) στο πεδίο της «ακαδημαϊκής» έρευνας. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τις τρέχουσες αντιλήψεις, η σοβιετική φιλοσοφία δεν ανάγεται εξ’ ολοκλήρου στον δογματικό σχολαστικισμό και στα απολογητικά ιδεολογήματα. Αντίθετα με τις παραπάνω κυρίαρχες τάσεις, στα πλαίσιά της αναπτύχθηκαν και δημιουργικές προσεγγίσεις που συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας (βλ. π.χ. την πολιτισμική ιστορική θεωρία στην ψυχολογία). Σε εποχές κατά τις οποίες στη Δύση οι ιδέες που αφορούσαν τη διερεύνηση της διαλεκτικής της επιστημονικής νόησης, τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς όρους της ανάπτυξής της κλπ. εκλαμβάνονταν σχεδόν ως αποκάλυψη, στη μαρξιστική και προπαντός στη σοβιετική επιστημολογική παράδοση, αυτός ο κύκλος προβλημάτων εξεταζόταν ως η βασική προβληματική της ανάλυσης της επιστημονικής γνώσης. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Αυτή η κατεύθυνση του φιλοσοφικού και μεθοδολογικού αναστοχασμού της διαλεκτικής της επιστημονικής νόησης απορρέει από την ίδια την ουσία της νέας κατεύθυνσης της συνειδητά διαλεκτικής ανάπτυξης των επιστημών που θεμελίωσε ο Μαρξ. Σημαντικές πλευρές της, όπως η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία αναπτύσσονται στο έργο των Μ. Μ. Ρόζενταλ, Ζ. Μ. Ορούντζιεφ, Ε. Β. Ιλιένκοφ και Λ. Α. Μανκόφσκι.

Ωστόσο, αυτή η προβληματική, αυτές οι κατ’ αρχήν νέες δυνατότητες που ενυπάρχουν στον εννοιολογικό εξοπλισμό της μαρξιστικής επιστήμης, κάθε άλλο παρά πάντοτε προωθούνταν πέρα από γενικές διακηρύξεις αρχών και προθέσεων, εν είδει γενικού πλαισίου ενός συστήματος αφετηριακών «ορισμών της σκέψης», a priori σχημάτων, «καθαρών θεμελιωδών θέσεων της διανοίας» είτε γνωσιακών κανόνων (καντιανού τύπου).

 

 

Αντικειμενική συνιστώσα και υποκειμενική συνιστώσα της ανάπτυξης της θεωρίας

 

Η διαδικασία της συνειδητοποίησης των θεμελιωδών επιστημονικών προβλημάτων εκτυλίσσεται στο πλαίσιο της αντιφατικής αλληλεπίδρασης αντικειμενικού παράγοντα και υποκειμενικού παράγοντα της ανάπτυξης της επιστήμης. Η κάθε βαθμίδα αυτής της ανάπτυξης διακρίνεται ως συγκεκριμένη ιστορική γνωσιακή συγκυρία, η ουσία της οποίας καθορίζεται βασικά από το επίπεδο ανάπτυξης του αντικειμένου της έρευνας και από το επίπεδο ωριμότητας της περί του εν λόγω αντικειμένου επιστήμης. Η ανάπτυξη της επιστήμης εκτυλίσσεται ως φυσικοϊστορική διαδικασία που υπάγεται σε ορισμένες νομοτέλειες. Οι αυθεντικές επιστημονικές αντιλήψεις δεν είναι αυθαίρετα βουλητικά ενεργήματα, νοητικές κατασκευές, «αφηγήσεις», είτε αυτοαναφορικά «υποδείγματα»-«πεδία» λεκτικής διαχείρισης νοημάτων, που επιβάλλονται από την «επιστημονική κοινότητα» (είτε και επί της τελευταίας), βάσει αποκλειστικά εξουσιαστικών, χρησιμοθηρικών κλπ. σκοπιμοτήτων.

Η επιλογή και η υλοποίηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης της επιστήμης, μόνον εν μέρει εξαρτώνται από τις ιδιότητες της προσωπικότητας του ερευνητή, χωρίς οι τελευταίες να έχουν αποφασιστική σημασία. Η επιστήμη κατά την ανάπτυξή της διανοίγει τον δρόμο της μέσω μιας «φυσικοϊστορικής» επιλογής των επιστημόνων εκείνων, οι οποίοι διαθέτουν τις απαραίτητες για κάθε στάδιο προσωπικές ιδιότητες.

Σε οποιαδήποτε επιστήμη πραγματικοί επιστήμονες θεωρούνται οι άνθρωποι που αναπτύσσουν την επιστήμη, που κάνουν ανακαλύψεις κλπ., δηλαδή οι άνθρωποι για τους οποίους η ερευνητική ανάγκη είναι αυτή που κατά βάση καθορίζει τη δραστηριότητά τους. Έχει ιδιαίτερη σημασία, αυτή η κύρια ανάγκη των ερευνητών και προπαντός των κοινωνικών επιστημόνων, να αντιστοιχεί στην κοσμοθεώρηση και στην κοινωνική τους στάση. Στις κοινωνικές επιστήμες, από την άποψη της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου της έρευνας, η στιγμή του συνειδέναι υπερτερεί έναντι της στιγμής του ειδέναι. Γι’ αυτό και ικανοί για την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών είναι εκείνοι οι επιστήμονες, η κοινωνική στάση των οποίων είναι αντίστοιχη των συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων, τάξεων κλπ., που αποβλέπουν στην προοδευτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Γι’ αυτούς τους ερευνητές ανακύπτει άλλη μια ανώτερη ανάγκη, η οποία συνεισφέρει στην ανάπτυξη της επιστήμης: η ανάγκη συνεισφοράς (εν προκειμένω κατά κύριο λόγο θεωρητικής) στην προοδευτική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Ο ερευνητής καθίσταται ικανός να αναπτύξει την επιστήμη με τις θεωρητικές και μεθοδολογικές του ανακαλύψεις στον βαθμό που συνειδητοποιεί την κοινωνική ανάγκη για τέτοιου είδους ανακαλύψεις. Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται περί καθαρά ατομικής, πολλώ μάλλον δε, περί καθαρά ψυχολογικής διαδικασίας. Δεν πραγματοποιούνται ανακαλύψεις με μόνη την ψυχολογική προδιάθεση για τη διερεύνηση κάποιου αντικειμένου είτε με μόνη την προοδευτική στάση του ερευνητή. Απαιτείται μια ιδιότυπη επεξεργασία, μια αντιφατική διαδικασία «διήθησης» των βαθύτερων κοινωνικών αναγκών και των βασικότερων «εξωτερικών» έναντι της επιστήμης τάσεων, η διαμεσολαβημένη εσωτερίκευσή τους στο εννοιολογικό και κατηγοριακό πεδίο της επιστήμης, διότι στον βαθμό που αναπτύσσεται, στον βαθμό που ξεχωρίζει από τις εγγύτερες μορφές πρακτικής προσοικείωσης της πραγματικότητας, η επιστήμη αποκτά τη δική της λογική, τις δικές της νομοτέλειες, οι οποίες μόνο σε τελευταία ανάλυση καθορίζονται από την κοινωνική υλική πρακτική.

Η ιδιοφυΐα του ερευνητή προϋποθέτει την ικανότητά του να μετατρέπει τις κοινωνικές ανάγκες που έχουν ωριμάσει σε εσωτερικό κίνητρο της δραστηριότητάς του, σε ιδιότυπη ψυχολογική προδιάθεση για τη διάγνωση του αντικειμένου. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Είναι επίσης απαραίτητο, εντάσσοντας τη δραστηριότητά του στη λογική της επιστήμης, να συνεισφέρει στην ανάπτυξη της εσωτερικής νομοτέλειας της επιστήμης, κατά τρόπο ώστε αυτή η εσωτερική νομοτέλεια να τίθεται «ως αυτοπραγμάτωση, ως εμπράγματη ενσάρκωση του υποκειμένου» [«Grundrisse», 1, τ. 46, μ. II, σ. 109-110, και 272, τ. Β, σ. 465].

Η ιστορική σημασία του επιστήμονα εκφράζεται επιπλέον και μέσω του γεγονότος ότι στην έρευνά του εκδηλώνεται η νομοτέλεια της ανάπτυξης της επιστημονικής νόησης. Η ατομική του ανάπτυξη δεν εκβάλλει απλώς στη διαδικασία ανάπτυξης της επιστήμης, αλλά και τη μετασχηματίζει. «Η ιδιοφυΐα του Μαρξ εκδηλώθηκε μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι επέλεξε ένα αντικείμενο, η διερεύνηση του οποίου του παρείχε την αντικειμενική δυνατότητα να αποκαλύψει τη Διαλεκτική, τη Λογική του αναπτυσσόμενου όλου, στην πληρέστερη και βαθύτερη (για την εποχή του) μορφή» [237, σ. 20].

 

 

Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ:

Η «ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ»

 

Ο Βαζιούλιν είναι ο μόνος ερευνητής που κατόρθωσε όχι μόνο να διατυπώσει και να συνειδητοποιήσει σε γενικευμένη μορφή, αλλά και να λύσει θετικά το μείζον ζήτημα της αποκάλυψης της κατηγοριακής δομής της Λογικής του Κεφαλαίου του Μαρξ, της μεθοδολογίας διερεύνησης του οργανικού όλου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, πρώτον, κατέδειξε ότι ο ορθολογικός πυρήνας της εγελιανής συνεισφοράς στη μεθοδολογία του οργανικού όλου είναι σημαντικότερος απ’ ό,τι πίστευαν μέχρι πρότινος και απ’ ό,τι πιστεύουν εν πολλοίς μέχρι σήμερα, δεύτερον, συγκεκριμενοποίησε βαθύτερα τους ιστορικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς της μεθοδολογικής συνεισφοράς και, τρίτον, απέδειξε ότι η τιτάνια συνεισφορά του Μαρξ ήταν επίσης μεγαλύτερη από αυτή που συνειδητοποιούσε ακόμη και ο ίδιος ο Μαρξ (χωρίς να γίνεται λόγος για την αντίληψη αυτής της συνεισφοράς που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των επιγόνων).

Εκτενή αναφορά στη μεθοδολογία διερεύνησης του οργανικού όλου θα βρει ο αναγνώστης στο πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου. Θα θεωρούσε κανείς εύλογο το ερώτημα: γιατί τόση ενασχόληση με τη λογική και τη μεθοδολογία; Μήπως έχουμε εδώ άλλη μία «κατασκευή», μιαν ακόμα «αφήγηση» στο πνεύμα κάποιου ακαδημαϊκού σχολαστικισμού; Μήπως έχουμε εδώ ενασχόληση με την επιστημολογία και τη μέθοδο ως εκδήλωση αδυναμίας, ανάλογης με αυτήν που επισημαίνει εύστοχα ο Π. Άντερσον αναφερόμενος στον λεγόμενο «Δυτικό μαρξισμό»; Μόνον εν μέρει θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς τέτοιου είδους συμπτώματα στα έργα της παραπάνω κατεύθυνσης των σοβιετικών ερευνητών, αλλά επ’ ουδενί λόγω στα έργα του Β. Α. Βαζιούλιν. Αυτό είναι εμφανές λόγω του χαρακτήρα των λογικών και μεθοδολογικών ερευνών του.

Εδώ δεν έχουμε διάσπαρτες αφηρημένες οδηγίες-αρχές μιας γενικόλογης γνωσιολογίας, χρησιμότητας αντίστοιχης –όπως θα έλεγε ο Χέγκελ– με τις οδηγίες για κολύμβηση χωρίς να βραχείτε… Δεν έχουμε νοησιαρχικές-θεωρησιακές κατασκευές, συνοδευόμενες από «διδακτικού» και «επεξηγηματικού» χαρακτήρα παραδείγματα. Τουναντίον, η έρευνα παρακολουθεί στην πορεία της την κλιμάκωση της συνειδητά επιλεγμένης συγκεκριμένης επιστημονικής σκέψης, με τη συστηματικότητα και την ακρίβεια του φυσιοδίφη. Είναι εμφανές, επίσης, κυρίως από το συνειδητά αναζητούμενο και επιλεγόμενο πεδίο εφαρμογής της αναδεικνυόμενης και εκπονούμενης μεθόδου. Σε αντιδιαστολή με τη χαρακτηριστική επικέντρωση στη φετιχιστική περιγραφή-παρακολούθηση των «θετικών» επιστημών, είτε στην αισθητική, στις πολιτισμικές υπερδομές γενικότερα, στην τέχνη ως παρηγορία (Π. Άντερσον), στο έργο του Βαζιούλιν, κατ’ εξοχήν πεδίο εφαρμογής και ανάπτυξης της διαλεκτικής μεθοδολογίας είναι τα θεμελιώδη ζητήματα της αντιφατικότητας των σχέσεων παραγωγής των πρώτων εγχειρημάτων, του γίγνεσθαι του σοσιαλισμού και στη συνέχεια των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη της κοινωνίας, ως προς τη δομή και την ιστορία της.

Η αποκάλυψη της λογικής του «Κεφαλαίου» (εν γένει και εν συνόλω της διαλεκτικής της επιστημονικής νόησης περί του οργανικού όλου, της λογικής του αναπτυσσόμενου όλου) είναι μια θεμελιώδης επιστημονική ανακάλυψη, ένα τεράστιας σημασίας επίτευγμα των φιλοσοφικών και μεθοδολογικών ερευνών με μοναδική ευρετική σημασία. Ένα επίτευγμα που συνιστά, μεταξύ άλλων, και μεθοδολογική προϋπόθεση της άρσης της αντίθεσης μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού, στον βαθμό που αίρει κατ’ αρχήν τις κυρίαρχες μέχρι σήμερα αντιδιαλεκτικές ακρότητες στη γνωσιολογία και τη μεθοδολογία: την αναγωγή της κίνησης και των ιδιοτήτων του απεικονιζόμενου αντικειμένου στην κίνηση και στις ιδιότητες της απεικονίζουσας νόησης (που είναι ουσιαστικά ιδεαλισμός) και της αναγωγής της κίνησης και των ιδιοτήτων της απεικονίζουσας νόησης στην κίνηση και στις ιδιότητες του απεικονιζόμενου αντικειμένου (που ουσιαστικά είναι υλισμός).

 

Από τη Λογική του Κεφαλαίου προς τη Λογική της Ιστορίας

 

Είναι σκόπιμο να αναφερθούμε ευσύνοπτα στη γενική κατεύθυνση των ερευνών του Β. Α. Βαζιούλιν που οδήγησαν στη Λογική της Ιστορίας.

Βασικός σταθμός σε αυτή την πορεία είναι η Λογική του Κεφαλαίου, η οποία συνδέεται, όπως είδαμε, με την αντίληψη της νόησης ως φυσικοϊστορικής νομοτελούς διαδικασίας και με τη διάγνωση της βασικής κατευθυντήριας αρτηρίας της ανάπτυξης του μαρξισμού. Η κατεύθυνση της κατ’ εξοχήν μοναχικής πορείας του ερευνητή είναι σαφής ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια (η διπλωματική του εργασία –5ο έτος σπουδών– αφορά το πρόβλημα της «απλούστατης σχέσης» στο 1ο κεφάλαιο του «Κεφαλαίου» του Μαρξ). Στη συνέχεια, στα πλαίσια της εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής του, ο Βαζιούλιν στρέφεται στην ενδελεχή μεθοδολογική διερεύνηση του προβλήματος της συσχέτισης ιστορικού και λογικού (κατά κύριο λόγο από την άποψη της συσχέτισης της ερευνητικής διαδικασίας με τον τρόπο της έκθεσης, της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας της σκέψης με το αντικείμενο στα διάφορα στάδια της έρευνας κ.ο.κ.) στα οικονομικά έργα των κλασικών του μαρξισμού. Έτσι η κίνηση της σκέψης εκτυλίσσεται ελικοειδώς: η Λογική του «Κεφαλαίου» συνιστά τρόπον τινά την επάνοδο στο αφετηριακό σημείο της σπείρας της έλικας, σε ανώτερο ως προς το ποιόν και την ουσία επίπεδο. Ταυτοχρόνως, σε μιαν άλλη εποχή, συνιστά τη λογική και μεθοδολογική ολοκλήρωση, το επιστέγασμα των οικονομικών ερευνών του Κ. Μαρξ. Το βιβλίο «Η Λογική του Κεφαλαίου…» ήταν έτοιμο το 1964. Εκδόθηκε το 1968, με εκτενή πρόλογο του Ζ. Μ. Ορούντζιεφ, ο οποίος αναγνώριζε μεν τη θεωρητική σημασία του έργου, αλλά και προϊδέαζε τον αναγνώστη για τα (αποδιδόμενα στο νεαρό της ηλικίας) θεωρητικά και ιδεολογικά ολισθήματα του συγγραφέα…

Η κατανόηση της Λογικής του «Κεφαλαίου» στην καθολική της μορφή, λειτουργεί ως το αφετηριακό σημείο της επόμενης σπείρας της έλικας. Σε αυτή την κατεύθυνση παρατηρείται μια διαδικασία περαιτέρω επεξεργασίας (διεύρυνσης, εμβάθυνσης και συγκεκριμενοποίησης) διαφόρων πτυχών και προεκτάσεων της πρώτης ανακάλυψης. Παράλληλα αναπτύσσεται και η συγκεκριμένη-ιστορική μέθοδος διερεύνησης των κεκτημένων της κοινωνικής θεωρίας (κατά κύριο λόγο του μαρξισμού ως επιστημονικού συστήματος, που αναπτύσσεται μέσω της εμφάνισης και επίλυσης αντιφάσεων). Ο Βαζιούλιν εξετάζει τον μαρξισμό ως θεωρητικό σύστημα που επικεντρώνεται στην έρευνα των τριών εσωτερικά αλληλένδετων, πλην όμως σχετικά αυτοτελών γνωστικών αντικειμένων που αναφέραμε. Η λογική και μεθοδολογική εξέταση της ιστορίας της κοινωνικής θεωρίας (με έμφαση στο μαρξισμό), επέτρεψε την ανάδειξη των νομοτελειών και των αντιφάσεων (που οδηγούν σε αναπόφευκτες πλάνες) του γίγνεσθαι της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή της κίνησης της νόησης από την επιφάνεια προς την ουσία του αντικειμένου. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε μια περιρρέουσα συγκυρία, στην οποία οποιαδήποτε αναφορά σε αντιφάσεις και πλάνες στο έργο των κλασικών ήταν τουλάχιστον ύποπτη.

Σε συνδυασμό με την περαιτέρω θεμελίωση του καθολικού χαρακτήρα της κεκτημένης μεθοδολογίας, ο Βαζιούλιν διερευνά επιστημολογικά τους όρους εφαρμοσιμότητας και χρήσης της σε διάφορα γνωστικά πεδία (στη γεωλογία, στη βιολογία, στην αστροφυσική, στη φυσική και στη χημεία).

Ταυτοχρόνως, επιδίδεται σε εντατική αναζήτηση του επόμενου γνωστικού αντικειμένου, η διερεύνηση και ανάπτυξη του οποίου με τη νέα μεθοδολογία θα μπορούσε να οδηγήσει στη θεμελιώδη ανάπτυξη του μαρξισμού εν συνόλω, σε συνδυασμό με τον κριτικό και μεθοδολογικό αναστοχασμό της κεκτημένης ιστορικής εμπειρίας και πρακτικής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, καθώς επίσης και της αντίστοιχης «θεωρίας» αυτής της περιόδου. Κατ’ αρχάς, διακρίνει ως πρώτης προτεραιότητας πεδίο για την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας την επιστήμη περί των σχέσεων παραγωγής του σοσιαλισμού, την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, η οποία ήδη ταλανιζόταν από τις έριδες γύρω από το δίπολο «εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις-σχεδιοποίηση» [βλ. 259]. Η νομοτελής αντιφατικότητα της γνωστικής διαδικασίας εκδηλώνεται στα πλαίσια της γνωσιακής συγκυρίας αυτής της περιόδου ως εξής: τίθεται στο επίκεντρο η θεωρητική διερεύνηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής υπό το πρίσμα της μεθοδολογίας του «Κεφαλαίου» του Μαρξ [В.А. Вазюлин. Методологическая роль проблемы исторического и логического в конкретных науках. Στο: Методологические проблемы современной науки. М.: Изд-во МГУ, 1970. σ. 100-120]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εδώ εκδηλώνεται μια απόπειρα προεκβολής της κεκτημένης μεθοδολογίας στη διερεύνηση των σχέσεων παραγωγής ενός ανώριμου σταδίου του γίγνεσθαι της νέας κοινωνίας. Η μετέπειτα ανάπτυξη της θεωρίας θα καταδείξει ότι η όποια θεωρητική εξήγηση των σχέσεων παραγωγής του εν λόγω σταδίου κατά τρόπο αντίστοιχο της πραγματικότητας, προϋποθέτει την κατάκτηση βαθύτερης γνώσης, θεμελιωδέστερης διάγνωσης του συνόλου της ιστορικής διαδικασίας, έναρξη της άρσης της οποίας το στάδιο αυτό συνιστά. Ωστόσο, το όλο εγχείρημα δεν είναι άγονο. Στα πλαίσια αυτής της αναζήτησης αναδεικνύονται κατ’ αρχήν νέες θέσεις-προπομποί της επικείμενης προσέγγισης, η οποία εκδηλώνεται και με τη σαφή πολεμική που αναπτύσσει ο Βαζιούλιν με τα επίσημα ιδεολογήματα της εποχής (μια πολεμική που μεταξύ άλλων είχε ως αποτέλεσμα την άνωθεν παύση της λειτουργίας του ομίλου που λειτουργούσε με επικεφαλής τον ίδιο στην Οικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ).

Από τη δεκαετία του 1970 τα μαθήματα και κυρίως οι πανεπιστημιακές παραδόσεις-διαλέξεις του στη Φιλοσοφική Σχολή, με θέμα την ιστορία της μαρξιστικής φιλοσοφίας, γίνονται πόλος έλξης όχι μόνο για τους φοιτητές του και την πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και για ένα κοινό εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας. Η φήμη του «αντιφρονούντος» που διαδίδεται άνωθεν, κάθε άλλο παρά μειώνει το ενδιαφέρον ορισμένου κοινού για τη σκέψη του καινοτόμου και ανυπότακτου «αιρετικού» μαρξιστή. Το μεγάλο αμφιθέατρο όπου διδάσκει είναι γεμάτο πολύ πριν αρχίσει η παράδοση, με πολλούς όρθιους στα σκαλοπάτια και στο διάδρομο. Είναι αδύνατο να αποχωρήσει μετά τη λήξη των παραδόσεων: πάντα πολιορκείται από ομάδες νέων με τα φλέγοντα ερωτήματά τους και τους προβληματισμούς, που ο ίδιος τροφοδοτεί.

Η περαιτέρω έρευνα τον οδηγεί στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι «το επόμενο αντικείμενο, κατά τη διερεύνηση του οποίου θα ήταν εφικτή η εμβάθυνση και η συνολική ανάπτυξη του μαρξισμού (συμπεριλαμβανομένης και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου) ήταν η μελέτη της ιστορίας της ανθρωπότητας, η οποία από τον καιρό των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς (ακόμα και του Β. Ι. Λένιν) έχει αλλάξει ουσιωδώς» [πρόλογος στο 237].

Η αναγκαιότητα διερεύνησης της κοινωνίας ως οργανικού όλου συνειδητοποιείται σε ποικίλους βαθμούς από διάφορους ερευνητές τα τελευταία χρόνια. Στην ΕΣΣΔ υπήρξαν πολλές απόπειρες συστηματοποίησης των κατηγοριών του ιστορικού υλισμού βάσει ποικίλων ερμηνειών της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Οι απόπειρες αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν σχολαστικού-ταξινομικού χαρακτήρα. Σε αυτές συνήθως λαμβάνεται ως αφετηριακή κατηγορία-σχέση η «εργασία» ή η «δραστηριότητα», με την οποία στη συνέχεια αντιπαραβάλλονται άμεσα όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες, πλευρές και σχέσεις της κοινωνίας. Συνιστούν λοιπόν νοητικές συστηματοποιήσεις της γνωστικής διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της στο επίπεδο της διάνοιας. Έτσι δεν γίνεται αντιληπτή η αντιφατικότητα της μετάβασης από την αμεσότητα (και από τις προϋποθέσεις) του αντικειμένου προς την ουσία του (από τη σχέση του ανθρώπου ως βιολογικού όντος με το περιβάλλον του και τους άλλους ανθρώπους στην εργασία-παραγωγή και στις εργασιακές σχέσεις-σχέσεις παραγωγής). Μεταξύ των διαμελισμένων πλέον από τη διάνοια πλευρών του αντικειμένου αποκαθίσταται ένας εξωτερικός τυπικός δεσμός που λειτουργεί ως άμεση αναγωγιμότητα στην πρωταρχικά δεδομένη (υιοθετηθείσα) αφετηριακή αφαίρεση (στη «δραστηριότητα» είτε στην «εργασία»). Σε αυτά τα σχήματα επιτείνεται η απόσπαση από την πραγματικότητα, δεδομένου ότι η αντίθεση μεταξύ αισθητηριακού και νοητικού που χαρακτηρίζει τη διάνοια οδηγείται μέχρις εσχάτων.

Ο Γ. Λούκατς προσπάθησε να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη στο ανολοκλήρωτο μεγαλεπήβολο έργο του «Οντολογία του κοινωνικού είναι». Η ίδια η δομή του συστηματικού σχεδίου του έργου (εργασία – αναπαραγωγή – ιδεατό και ιδεολογία – αλλοτρίωση) είναι δηλωτική των μεθοδολογικών περιορισμών του.

 

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ:

Η «ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ»

 

Ο Βαζιούλιν, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, είναι ο μόνος ερευνητής που συνειδητοποιεί αυτή την αναγκαιότητα σε καθολική μορφή ως ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο υλοποιεί συστηματικά σε θεωρητική και μεθοδολογική βάση. Έτσι καταλήγει στη δεύτερη μεγάλη ανακάλυψή του: τη Λογική της Ιστορίας (το προτεινόμενο έργο ήταν ουσιαστικά έτοιμο από το 1973, αλλά μπόρεσε να εκδοθεί –μάλλον εκ παραδρομής, λόγω της συγκυρίας– το 1988). Η δημιουργική ανάπτυξη της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του επέτρεψε την αποκάλυψη της εσωτερικής συστηματικής αμοιβαίας συνάφειας των νόμων και των κατηγοριών της κοινωνικής θεωρίας, που αντανακλά τη δομή της ανεπτυγμένης κοινωνίας και την εκπόνηση της θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας της ανθρωπότητας (βάσει των νομοτελειών της «ανάβασής» της από τις προϋποθέσεις στην πρωταρχική εμφάνιση και από αυτήν στη διαμόρφωση και στην ωριμότητα της κοινωνίας) υπό το πρίσμα της δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ φυσικού και κοινωνικού.

Δεν είναι σκόπιμο να αναφερθούμε διεξοδικά στα επιτεύγματα αυτού του έργου. Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, η εννοιολογική σύλληψη της Λογικής της Ιστορίας διανοίγει νέες δυνατότητες βαθύτερης, περισσότερο τεκμηριωμένης και αξιόπιστης, διάγνωσης και πρόγνωσης των νομοτελειών της ανάπτυξης της κοινωνίας σε σύγκριση με αυτές που παρείχε η προμαρξική φιλοσοφία, ο κλασικός μαρξισμός και οι ποικίλες διαδεδομένες σύγχρονες προσεγγίσεις. Ταυτοχρόνως, δρομολογεί την περαιτέρω διαλεκτική ανάπτυξη της κοινωνικής φιλοσοφίας μέσω της «άρσης» του ιστορικού υλισμού (καθώς και του αντίποδά του, της ιδεαλιστικής ερμηνείας της ιστορίας) και της κατά κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς προσέγγισης. Εδώ γίνεται λόγος περί διαλεκτικής θεωρητικής άρσης και όχι περί απόρριψης του ιστορικού υλισμού και του μαρξισμού. Στην επιστήμη, ποτέ δεν απορρίπτεται ορισμένου επιπέδου κεκτημένη γνώση, όταν κάνει την εμφάνισή της μια νέα ευρύτερη και βαθύτερη σύνθεση. Φέρ’ ειπείν, όταν στις αρχές του 20ού αι. στις φυσικές επιστήμες εμφανίσθηκε η θεωρία της σχετικότητας και η κβαντική μηχανική, η νέα σύνθεση της επιστήμης δεν οδήγησε σε συλλήβδην απόρριψη της κλασικής νευτώνειας φυσικής, αλλά σε διακρίβωση και οριοθέτηση του πεδίου ισχύος και εφαρμοσιμότητάς της στα πλαίσια αυτής της νέας σύνθεσης.

Η δυνατότητα άρσης της αντίθεσης ιδεαλισμού και υλισμού, που ανέκυψε ως υπόθεση στο μεθοδολογικό επίπεδο κατά την πρώτη ανακάλυψη, γίνεται με τη δεύτερη ανακάλυψη του Βαζιούλιν «θεωρητική πραγματικότητα», αποδεδειγμένη θεωρία, δεδομένου ότι εδώ πλέον η κεκτημένη κατανόηση της λογικής της ιστορίας, και, βάσει αυτής, η προτρέχουσα σύλληψη του μέλλοντος της κοινωνίας, συγκεκριμενοποιεί τον νομοτελή «μηχανισμό» της υπέρβασης της ιστορικής γενεσιουργού αντίθεσης αυτού του διαζευκτικού κοσμοθεωρητικού δίπολου: της αντίθεσης μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας.

Στο εγχείρημα του Β. Α. Βαζιούλιν συλλαμβάνεται και αναδεικνύεται θετικά η λογική της νομοτελούς ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, η λογική της νομοτελούς (όχι ουτοπικής) δυνατότητας και αναγκαιότητας μετάβασης της ανθρωπότητας σε άλλου τύπου ανάπτυξη. Η ώριμη αταξική κοινωνία, η χειραφετημένη από την εκμετάλλευση και ενοποιημένη σε παγκόσμια κλίμακα ανθρωπότητα, δεν είναι ένα ακόμα εγκεφαλικό σχεδίασμα μιας ουτοπίας του «εισέτι μη όντος», αλλά μια θεωρητική γενίκευση, που εδράζεται στην κριτική διερεύνηση της ιστορικής εμπειρίας δημιουργίας σοσιαλισμού. H αταξική κοινωνία εξετάζεται εδώ ως η αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία έναντι της προϊστορίας της ανθρωπότητας, στα πλαίσια μιας πρωτότυπης (όχι εμπειρικής-περιγραφικής ούτε και σχηματικής) θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας.

Η παρούσα έκδοση της «Λογικής της Iστορίας» εκφράζει εν μέρει τα αποτελέσματα της μελέτης του ερευνητή επί της ιστορίας της ανθρωπότητας. Κατά τον συγγραφέα, το παρόν βιβλίο «ήταν μια προσπάθεια παρουσίασης της σύγχρονης ιστορικής μορφής του μαρξισμού, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ουσιώδεις αλλαγές που επήλθαν στην ιστορία της κοινωνίας μετά τον Κ. Μαρξ. Έλαβα υπ’ όψιν και τους ιστορικούς περιορισμούς της μαρξικής διερεύνησης της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου που είχα αποκαλύψει (φέρ’ ειπείν, το γεγονός ότι η υλιστική αντίληψη της ιστορίας του Κ. Μαρξ αποτελούσε κατ’ εξοχήν γενίκευση των αποτελεσμάτων που προέρχονταν από την πορεία κατά την οποία η περί της κοινωνίας γνώση κινούνταν από την επιφάνεια προς την ουσία, ενώ η πορεία της περί της κοινωνίας γνωστικής διαδικασίας από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα δεν κατέστη δεσπόζουσα στην αντίληψη της διάρθρωσης της κοινωνίας που υπάρχει στα έργα των θεμελιωτών του μαρξισμού). Έλαβα επίσης υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής μορφής με την οποία υφίσταται ο μαρξισμός στα έργα των κλασικών. Το έργο αυτό δεν έχει ολοκληρωθεί. Επιπλέον, δεν έχουν δημοσιευθεί πλήρως ακόμα και τα αποτελέσματα στα οποία έχω ήδη καταλήξει» [Πρόλογος στο 237].

Εξυπακούεται ότι, παρά την πιθανή αρχική περί του αντιθέτου εντύπωση, το εν λόγω έργο δεν συνιστά εύκολο ανάγνωσμα. Σημαντικά προβλήματα που αφορούν την πρόσληψη αυτού του εγχειρήματος οφείλονται στο γεγονός ότι η αντίληψη που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού περί κοινωνικής θεωρίας είναι κατά κανόνα ό,τι μπορεί να συγκράτησε από την «εξεταστέα ύλη» σχολικών, φροντιστηριακών και πανεπιστημιακών βιβλίων, από τη φορμαλιστικών προδιαγραφών έκθεση ιδεών, από τον τύπο, είτε από εκλαϊκευτικά εγχειρίδια και προπαγανδιστικά κείμενα. Οι συνδεόμενες με τις παραπάνω «πηγές» προσλαμβάνουσες παραστάσεις δεν ευνοούν τον δυναμισμό, τη συνέπεια, τη νοητική πειθαρχία και τη συστηματικότητα της σκέψης.

 

 

Η κοινωνική νομοτέλεια ως φάσμα δυνατοτήτων

 

Στο προτεινόμενο βιβλίο αποδεικνύεται ότι η ιστορία δεν είναι αποκλειστικό πεδίο δράσης του τυχαίου και της βουλητικής αυθαιρεσίας. Το παρελθόν, το παρόν και οι προοπτικές ανάπτυξης της ανθρωπότητας συγκροτούν μιαν ενιαία νομοτελή (αλλά όχι τελεολογική) διαδικασία. Οι νόμοι που διέπουν την κοινωνική ανάπτυξη δεν είναι στατικοί και αμετάβλητοι. Η νομοτέλεια της ιστορίας ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα στο γίγνεσθαι της κοινωνικής ολότητας και εκδηλώνεται ιδιότυπα στις εκάστοτε εποχές, αίροντας βαθμηδόν την απροσδιοριστία της. Οι άνθρωποι μπορούν να επιταχύνουν είτε να επιβραδύνουν αυτή την νομοτελή ανάπτυξη, αλλά δεν μπορούν να την καταργήσουν ή να την αγνοήσουν.

Κοινωνική νομοτέλεια είναι η νομοτέλεια που διέπει την πλέον περίπλοκη βαθμίδα αλληλεπίδρασης, συγκρότησης και ανάπτυξης της πραγματικότητας, την ανθρώπινη κοινωνία ως ολότητα. Αφορά το σύνολο των αλληλένδετων ως προς το περιεχόμενό τους αιτιωδών συναρτήσεων και νόμων, που διασφαλίζουν τη σταθερή τάση είτε την κατεύθυνση των μεταβολών της κοινωνίας. Είναι η ουσιώδης, αντικειμενικά υπαρκτή (και μόνον εν μέρει επαναλαμβανόμενη) συνάφεια των φαινομένων της κοινωνικής ζωής, από την άποψη της διάρθρωσης και της ιστορικής τους ανάπτυξης. Η συνειδητοποίηση της ισχύος και η θεωρητική σύλληψη της κοινωνικής νομοτέλειας συνδέονται άμεσα με τα προβλήματα της διατήρησης ή της μεταβολής του εκάστοτε κοινωνικοοικονομικού συστήματος, της ελευθερίας και της αναγκαιότητας και με τον ρόλο του (ατομικού και συλλογικού) υποκειμένου στην ιστορία.

Η παραίτηση από τη διερεύνηση των κοινωνικών νομοτελειών και η απόρριψη της ιστορικής νομοτέλειας συνδέονται οργανικά με την κοινωνική στάση εκείνων που θεωρούν το εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό καθεστώς ως ανυπέρβλητο (ακόμα και αν φραστικά ισχυρίζονται το αντίθετο). Η πολυμορφία, το περίπλοκο, η μη γραμμικότητα και η πολλαπλότητα της κοινωνικής πραγματικότητας (στοιχεία που όλο και περισσότερο χαρακτηρίζουν την κοινωνική ανάπτυξη) δεν συνιστούν απόδειξη της απουσίας νόμων και νομοτελειών στην κοινωνία. Χαρακτηριστικό των επιστημών είναι ότι αποκαλύπτουν διαρκώς νόμους και νομοτέλειες που διέπουν όλο και πιο περίπλοκα και απόμακρα από την άμεση ανθρώπινη εμπειρία αντικείμενα, διακρίνοντας νομοτέλειες όχι μόνο δυναμικού χαρακτήρα, αλλά και στατιστικού-πιθανοκρατικού χαρακτήρα, νόμους που εμπεριέχουν την ενδεχομενικότητα, την τυχαιότητα, ακόμα και νόμους που διέπουν το χάος. Οι κοινωνικές νομοτέλειες έχουν τον χαρακτήρα τάσεων, δεδομένου ότι συγκροτούνται από τη διαπλοκή πληθώρας αντιφατικών μεταξύ τους τυχαιοτήτων, οι οποίες σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία προβάλλουν ως αντικειμενικά οροθετημένο φάσμα δυνατοτήτων, ως πλήθος εναλλακτικών λύσεων. Οι κοινωνικές νομοτέλειες προωθούνται ως δεσπόζουσα τάση μέσα από το εν λόγω φάσμα δυνατοτήτων, ως φυσικοϊστορική διαδικασία υλοποιούμενη από τη δραστηριότητα (ακριβέστερα: από τη συνισταμένη των δραστηριοτήτων) των ανθρώπων ως υποκειμένων.

Στην εποχή μας λ.χ. υπάρχουν τάσεις, δυνατότητες προόδου, δημιουργικότητας κλπ., αλλά και τάσεις οπισθοδρόμησης, καταστροφής και αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας (οικολογικής, πολεμικής κλπ.), τάσεις πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, αλλά και τάσεις κατακερματισμού και επίτασης της ανισομέρειας της ανάπτυξης των μερών της, τάσεις κοινωνικής επανάστασης αλλά και αντεπανάστασης κ.ο.κ.

Η μεταφυσική και θετικιστική νόηση (εσωτερικά συνδεόμενη με τη στάση της παραδοχής της αιωνιότητας της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων) αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα αυτής της κατάστασης, τη νομοτέλεια που τη διέπει, δεδομένου ότι ως ενότητα και νομοτέλεια θεωρεί μόνο τη μονότονη ομοιομορφία και ομοιογένεια της εμπειρικής πραγματικότητας (βλ. π.χ. τη «νομοθετική μέθοδο» είτε τους ιδεότυπους). Παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη της φυσικής αλλά και του συνόλου των επιστημών έχει ανατρέψει προ πολλού το λαπλασιανό κοσμοείδωλο, συχνά μέχρι σήμερα ως αιτιοκρατία και νομοτέλεια εννοείται ο λαπλασιανού τύπου ντετερμινισμός. Ωστόσο, η επίκληση της χονδροειδούς μονομέρειας αυτού του κοσμοειδώλου δεν μπορεί να φέρεται ως αποχρών λόγος για την απόρριψη της επεξεργασίας της διαλεκτικής αντίληψης περί νομοτέλειας.

Η διάγνωση της κοινωνικής νομοτέλειας προϋποθέτει κριτική-επαναστατική στάση προς την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και προς τις μορφές συνειδητοποίησης αυτής της τάξης, αλλά και τα κατάλληλα γνωστικά εφόδια: τη διαλεκτική λογική και μεθοδολογία. Από τη σκοπιά της διαλεκτικής, νομοτέλεια δεν είναι η επιφανειακή ομοιότητα και η τυπολογικά σχηματοποιημένη ομοιομορφία των δεδομένων της εμπειρίας, αλλά η ενδότερη αμοιβαία συνάφεια, η ενότητα μέσα στη διαφορά, η ενότητα μέσω της πολλαπλότητας και του εσωτερικού δεσμού των αντιφατικών διαδικασιών.

 

 

Αναφορά στη μέθοδο της Λογικής της Iστορίας

 

Η μέθοδος αυτού του εγχειρήματος κινείται στον αντίποδα της «μεθόδου» που κυριαρχεί στο σχετικό επιστημονικό πεδίο, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η κατακερματισμένη θεώρηση πτυχών, πλευρών και επιπέδων της κοινωνίας ως ασύνδετου υλικού, η εμμονή στα καθ’ έκαστα και στα επί μέρους, είτε η «κατασκευή» αφηρημένων ιδεότυπων, δογματικών σχημάτων κ.ο.κ.

Προεκτείνοντας μια σκέψη του Ένγκελς, μπορούμε όντως να πούμε ότι μετά το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, δεν έχει υπάρξει ούτε ένα τέτοιου τύπου εγχείρημα συνεκτικής-συνθετικής ανάπτυξης μιας επιστήμης βάσει της δικής της εσωτερικής συνάφειας. Ο αναγνώστης που θα μπει στον πειρασμό της δημιουργικής μελέτης θα διαπιστώσει τη δεξιοτεχνία της διαλεκτικής διάθρωσης και κλιμάκωσης της όλης έρευνας, την ακρίβεια και τον δυναμισμό με τον οποίο εκτυλίσσεται το υλικό της έρευνας.

Η Λογική της Ιστορίας δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας απλής μηχανικής χρήσης της Λογικής του «Κεφαλαίου», σαν να ήταν καλούπι. Εδώ δεν αρκεί η χρήση της μεθόδου στη μορφή που μας την κληροδότησε ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», αλλά ούτε ακόμα και στη μορφή με την οποία αυτή αποκαλύπτεται στο σχετικό έργο του Βαζιούλιν.

Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο ερευνητής δεν φλερτάρει με τη μέθοδο του Μαρξ, δεν την ανάγει σε παίγνιο του ύφους είτε σε μιμητική φρασεολογία και μορφές. Της δίνει σάρκα και οστά στη δυναμική της εκτύλιξης, της ανάπτυξης του ίδιου του γνωστικού αντικειμένου. Δεν προτείνει ένα ακόμη σχήμα-νοητική κατασκευή με την επίκληση τυχαίων παραδειγμάτων, αλλά μέσω αυτής της μεθόδου μορφοποιεί τη θεωρία ανασυνθέτοντας με την κίνηση της σκέψης τη νομοτέλεια, τη λογική της ανάπτυξης της ίδιας της κοινωνίας ως ολότητας, της ίδιας της ιστορίας της ανθρωπότητας, εντός της σχέσης της με την υπόλοιπη φύση. Η διεισδυτικότητα αυτής της μεθόδου, στα πλαίσια αυτής της μεγαλειώδους θεωρητικής σύνθεσης, σε συνδυασμό με την οριακή χρήση των δυνατοτήτων θεωρητικού αναστοχασμού[В.А. Вазюлин. Методологическая роль проблемы исторического и логического в конкретных науках. Στο: Методологические проблемы современной науки. М.: Изд-во МГУ, 1970. σ. 100-120]. της ώριμης ανθρωπότητας που παρέχει η κριτική αποτίμηση των εγχειρημάτων των «πρώιμων νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων» και του «πρώιμου σοσιαλισμού» του 20ού αιώνα, προσδίδει στην έρευνα μοναδική ευρετική προγνωστική ισχύ.

Η περαιτέρω επεξεργασία της διαλεκτικής μεθόδου, στην οποία εδράζεται η Λογική της Ιστορίας είναι ένα αποτέλεσμα, το οποίο ως προς τη θεωρητική του σημασία ουδόλως υστερεί του ίδιου αυτού του θεωρητικού έργου. Εξυπακούεται ότι η μοναδική και ενδελεχής μεθοδολογική προεργασία επιτρέπει στον Βαζιούλιν ασύγκριτα υψηλού επιπέδου συνειδητή χρήση, τροποποίηση και ανάπτυξη αυτής της μεθόδου. Ωστόσο, στον βαθμό που εδώ προτάσσεται η θεωρία, ενώ η λογική μεθοδολογική προβληματική παραμένει υπηγμένη στην υπόθεση της θεωρίας, η συστηματική ανάδειξη της λογικής αυτού του έργου απαιτεί σχετικά αυτοτελή, ξεχωριστή μελέτη. Επομένως, εφ’ όσον και καθ’ όσον η διερεύνηση της κοινωνίας ως ολότητας, η διερεύνηση που επικεντρώνεται στη «λογική της υπόθεσης» έχει επιτύχει ορισμένη πληρότητα, θα χρειαστεί να στραφούμε και στην «υπόθεση της λογικής», στον ιδιάζοντα «μηχανισμό» της κίνησης της σκέψης στη Λογική της Ιστορίας, στον τρόπο εκτύλιξης της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και στη συγκεκριμένη ενότητα λογικού και ιστορικού. Είναι σκόπιμο επίσης να αναδειχθεί μια πτυχή της λογικής, που για πρώτη φορά στην ιστορία της επιστήμης εκπονείται σ’ αυτό το έργο: η λογική της διερεύνησης και της νοητικής ανασύστασης της ιστορίας του συγκεκριμένου οργανικού όλου, η μεθοδολογία της θεωρητικής περιοδολόγησης του γίγνεσθαι και της ανάπτυξής του (σε αντιστοιχία με τη μεταβαλλόμενη, αναπτυσσόμενη βάση της περιοδολόγησης).

 

 

Ο κριτικός χαρακτήρας του έργου

 

Όπως το «Κεφάλαιο» του Μαρξ έχει τον υπότιτλο «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», έτσι και η «Λογική της Ιστορίας» εκτός από το «Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας», θα μπορούσε να έχει και τον υπότιτλο «Κριτική της μεταφυσικής (αντιδιαλεκτικής) κοινωνικής θεωρίας, κοινωνικής φιλοσοφίας, φιλοσοφίας της ιστορίας κ.ο.κ.». Ο υπότιτλος αυτός θα ήταν καθ’ όλα νόμιμος, εφ’ όσον η θετική διατύπωση της θεωρίας και της μεθοδολογίας της ιστορίας ως ολότητας συνιστά την πραγματική υπέρβαση, την εναλλακτική –έναντι των προγενέστερων αντιλήψεων– φιλοσοφική σύνθεση.

Στον βαθμό που οι κοινωνικοί επιστήμονες και οι φιλόσοφοι δεν λειτουργούν παρά μόνον ως ερμηνευτές και απολογητές της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, ιστορικά παρωχημένων κοινωνικών σχέσεων και μορφωμάτων, αυτού του τύπου η έκθεση συνιστά ταυτοχρόνως και κριτική της μονομέρειας, των συγχύσεων του συνόλου της γραμματείας των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας.

Σ’ αυτό το έργο θα ήταν μάταιο να περιμένει κανείς απλή κριτική μεμονωμένων και αποσπασματικά εξεταζόμενων θέσεων και απόψεων, ποικίλων εκδοχών της κοινωνικής θεωρίας, είτε μεμονωμένη παράθεση και εξέταση των μεν είτε των δε επίμαχων ζητημάτων της κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας της ιστορίας. Τουναντίον, το έργο δομείται εξ υπαρχής βάσει της συστηματικής κριτικής σύλληψης όλου του πλέγματος των κεκτημένων των κοινωνικών επιστημών, βάσει της συνεκτικής διατύπωσης των νόμων και των κατηγοριών που αφορούν τη διάρθρωση και την ιστορία της κοινωνίας.

Η κριτική που ασκεί ο Βαζιούλιν δεν παίρνει τη μορφή της άμεσης πολεμικής κατά των μεταφυσικών αντιλήψεων περί κοινωνίας. Κατά κύριο λόγο έγκειται στη θετική διατύπωση της νέας θεωρητικής σύλληψης. Η κριτική αυτή, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν διακόπτει την «πραγματική κίνηση» της νόησης στην πορεία της ανασύστασης του γνωστικού αντικειμένου μέσω της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Τυχόν εμφατική ενασχόληση με επί μέρους πτυχές και πλευρές του αντικειμένου βάσει της σκοπιμότητας της απάντησης και της κριτικής άλλων προσεγγίσεων, δημιουργεί ένα πλαίσιο ετεροπροσδιορισμού από τον «αντίπαλο», που υπονομεύει τη δυνατότητα παρακολούθησης της εσωτερικής συνάφειας των μερών, της ολότητας του αντικειμένου, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση της αλληλουχίας της πραγμάτευσης και την αλλοίωση της λογικής του αντικειμένου. Εδώ ο ερευνητής επικεντρώνει την έρευνα στη θετική συστηματική εξέταση της λογικής του ίδιου του αντικειμένου. Η κριτική σχέση προς τις ανεπάρκειες και τα επιτεύγματα του κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας, σε συνδυασμό με την κριτική στάση έναντι της κοινωνίας, αίρονται αλληλοδιαμεσολαβούμενες εντός της ενότητάς τους στη λογικά συνεπή σύνθεση της θεωρητικής απεικόνισης του αντικειμένου.

Αυτή η συνέπεια είναι ανέφικτη από την άποψη της ακαδημαϊκής, της «καθηγητικής» (κατά τον Μαρξ) επιστήμης, η οποία, για ευνόητους λόγους, δείχνει ιδιαίτερη σπουδή στην εμπειρική (θετική) περιγραφή πτυχών του αντικειμένου ως έχει, στην παράθεση των περί του αντικειμένων θεωριών και απόψεων (ισοπεδωτικά ευνουχισμένων μέσω της άμβλυνσης της όποιας οξύτητας και της απάλειψης-συγκάλυψης των αντιφάσεών τους), είτε στη θεωρησιακή-σχολαστική θεωρητικοποίηση [1, τ. 26, βιβλ. III, σ. 528].

Ανέφικτη είναι επίσης και από την άποψη του έρποντος καιροσκοπισμού, του συγκυριακού πολιτικού πραγματισμού, της υπερπολιτικοποίησης και της επιφανειακής ιδεολογικοποίησης, της κραυγάζουσας πίστης σε κάποια ιδεολογία (κατά προτίμηση στην κυρίαρχη). Ο κριτικά σκεπτόμενος αναγνώστης αναγνωρίζει τις οβιδιακές μεταμορφώσεις των φορέων τέτοιου τύπου ψευδοεπιστημονικών εκδουλεύσεων, στις οποίες είναι επιρρεπής μερίδα της φιλοσοφίζουσας διανόησης…

 

 

Η νέα γνωσιακή συγκυρία και οι προοπτικές επαναστατικοποίησης της επιστήμης

 

Το έργο προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις σε πολλά επίπεδα. Ως θεωρητική και μεθοδολογική διάγνωση και πρόγνωση, ως αφετηρία μιας νέας στρατηγικής ερευνητικών –και οιονεί πρακτικών– προγραμμάτων, θα αποτελέσει μοναδικό στοιχείο αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας για τον άνθρωπο που ανησυχεί για τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της εποχής μας, για όσους δεν αρκούνται στον ρόλο του απλού θεατή του γίγνεσθαι και των προοπτικών της ανθρωπότητας…

Η προγνωστική ισχύς αυτής της θεωρίας και μεθοδολογίας έχει τεθεί ήδη επανειλημμένα σε δοκιμασία. Ήδη από τη δεκαετία του 1960-1970, βάσει των ερευνών του, ο Βαζιούλιν προσδιορίζει τα μέσα της δεκαετίας του 1980-1990 ως αποφασιστική καμπή για την ίδια την ύπαρξη του σοσιαλισμού. Επισημαίνει δημόσια τους κινδύνους που προκαλούνται από την υστέρηση της θεωρίας, από την υπαγωγή της φιλοσοφίας στην επικρατούσα πολιτική και από τον πραγματισμό που επικρατεί σταδιακά στην ΕΣΣΔ. Τοποθετείται ευθέως κατά των επισήμων ιδεολογημάτων περί «ανεπτυγμένου σοσιαλισμού» αποδεικνύοντας ότι είναι θεωρητικά έωλα και πρακτικά επικίνδυνα. Αναδεικνύει την αντιφατικότητα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, τη μοιραία για την έκβαση του πρώιμου σοσιαλισμού πρόκληση της μετάβασης από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον κομβικό ρόλο της αντίφασης μεταξύ τυπικής και πραγματικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Αναδεικνύει την περιπλοκότητα του προβλήματος της ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, αντιδιαστέλλοντας τον βαθμό της ωρίμανσης που συνιστά αναγκαίο και ικανό όρο για την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας, σε εκείνον που είναι αναγκαίος και ικανός για την εδραίωση του σοσιαλισμού και την πορεία προς την ώριμη αταξική κοινωνία. Από την αρχή της περίφημης «περεστρόικα», μεσούσης της αποθέωσης της νέας μόδας, γίνεται πάλι «αιρετικός»: αποκαλύπτει την αντεπαναστατική ουσία της και την προοπτική της παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας που πρεσβεύει, αναδεικνύοντας και τη θεμελιώδη ανεπάρκεια των πολέμιών της. Συγκεκριμενοποιεί την διαλεκτική επανάστασης και αντεπανάστασης στην ιστορία, τονίζοντας τον μη γραμμικό χαρακτήρα της ιστορικής νομοτέλειας [βλ. 238, 240]. Θέτει στο επίκεντρο των ερευνών του τον αναστοχασμό της κοσμοϊστορικής σημασίας και του χαρακτήρα της εμπειρίας των κοινωνικοοικονομικών διεργασιών που δρομολογήθηκαν με τις νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, σε συνδυασμό με τις προοπτικές της ανθρωπότητας. Επικεντρώνει την προσοχή του κυρίως στα αντικειμενικά αίτια της επικράτησης της κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης και παλινόρθωσης, σε αντιδιαστολή με την κυρίαρχη τάση αναγωγής αυτών των αιτίων μόνο σε ποικίλες εκφάνσεις του υποκειμενικού παράγοντα. Σε αυτά τα πλαίσια –όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης– αναπτύσσει την αντίληψη περί «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», που είχαν ως αποτέλεσμα εκδοχές του (μάλλον θνησιγενούς) «πρώιμου σοσιαλισμού», σε αντιδιαστολή με τις επικείμενες «ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις».

Η προβληματική της αναγκαιότητας διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, πρώιμου και ύστερου σοσιαλισμού, που στηρίζεται στην εν εξελίξει έρευνα του Β. Α. Βαζιούλιν, μετά από σχετικές αναφορές εκπροσώπων της διεθνούς σχολής «Η Λογική της Ιστορίας», έχει οδηγήσει σε αρκούντως ευρεία υιοθέτηση αυτών των όρων και σε ποικίλες ερμηνείες-χρήσεις τους, σε εντελώς διαφορετικά (συχνά εκ διαμέτρου αντίθετα με αυτά του εμπνευστή τους), είτε και ανύπαρκτα θεωρητικά και μεθοδολογικά πλαίσια αναφοράς. Η επιστημονική δεοντολογία απαιτεί σαφή επίγνωση και αναφορά στην πατρότητα και στη μεθοδολογία επεξεργασίας των εννοιών [Βλ. 248, 250, 255, 260, 261, 278, 294].

Από το 1991 (μετά τη διάλυση του τμήματος Ιστορίας της Μαρξιστικής Φιλοσοφίας και την ένταξή του στο τμήμα Ηθικής Φιλοσοφίας) στρέφεται στην προβληματική της ιστορικότητας της ηθικής μορφής του κοινωνικού συνειδέναι, της ηθικής διάστασης της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας [βλ. 254]. Παράλληλα αναπτύσσει την επιστημολογική και μεθοδολογική προσέγγιση του πλέγματος των Ιατρικών και Βιολογικών επιστημών. Στηλιτεύει τον καιροσκοπισμό και τη θεωρητική ανεπάρκεια της αριστεράς της τέως ΕΣΣΔ και τον εκλεκτικισμό που χαρακτηρίζει τα ιδεολογήματά της [255]. Ωστόσο, στο επίκεντρο των ερευνητικών του αναζητήσεων βρίσκεται η ανάγκη διεύρυνσης και εμβάθυνσης της κοινωνικής θεωρίας στα πλαίσια της προοπτικής της θεμελίωσης των επικείμενων νικηφόρων «ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων».

Είναι σαφές ότι ο Β. Α. Βαζιούλιν με το έργο του δεν συγκαταλέγεται στην διαδεδομένη εκδοχή της κομφορμιστικής ακαδημαϊκής, της «καθηγητικής» (κατά Μαρξ) διανόησης. Δεν είναι θεατής του κοινωνικού γίγνεσθαι. Το ερευνητικό και παιδαγωγικό του έργο είναι εσωτερικά συνυφασμένο με τη μαχητική στάση ζωής του και έχει υποστεί πολλαπλά τις επιπτώσεις αυτής της στάσης. Ποτέ δεν δελεάστηκε από υποσχέσεις και δεν ενέδωσε σε άνωθεν πιέσεις και επιρροές του συρμού. Παραμένει υπόδειγμα συνέπειας λόγων και έργων. Η δραστηριότητα προς όφελος της κοινωνίας, ο αγώνας για την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, η προσήλωση σε έναν σκοπό, η εργασία με αυταπάρνηση για τη βέλτιστη πραγματοποίηση των στόχων που απορρέουν από αυτή τη στάση ζωής, η οξεία και βαθιά κατανόηση των προβλημάτων, η διάθεση αρωγής με κάθε τρόπο στην καλλιέργεια, ανάπτυξη και αυτοεκτύλιξη του δημιουργικού δυναμικού των ανθρώπων, αποτελούν χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Β. Α. Βαζιούλιν, που φανερώνονται στην επικοινωνία του με τους ανθρώπους και εκφράζονται ιδιαιτέρως στη φιλοσοφική επικοινωνία του με τους μαθητές του.

Είναι δύσκολη η θέση και ο ρόλος του επαναστάτη στην επιστήμη σε συνθήκες υπονόμευσής της εκ μέρους διαφόρων δυνάμεων, ομάδων και αντιλήψεων. Ακόμα δυσκολότερη, υπό αυτές τις συνθήκες, είναι η συνειδητοποίηση της ζωτικής σημασίας της ανάπτυξης της κοινωνικής θεωρίας, που απαιτεί, σε αντίθεση με το ρεύμα, σκόπιμη επικέντρωση του συνόλου των προσπαθειών του ερευνητή σε αυτή την κατεύθυνση.

Η εποχή μας υπαγορεύει την αναγκαιότητα περαιτέρω και θεμελιωδέστερης εκτύλιξης του γνωσιακού και ευρετικού δυναμικού αυτής της θεωρίας. Η ανάγκη νέας θεωρίας, αντάξιας των σύγχρονων προβλημάτων και των προοπτικών της ανθρωπότητας, συνειδητοποιείται από όλο και περισσότερους ανθρώπους. Ωστόσο, η ανάγκη αυτή συχνά προσκρούει στη δυσκολία πρόσληψης του θεωρητικού λόγου παρόμοιων εγχειρημάτων. Δυσκολία που συνδέεται με την εξαιρετική περιπλοκότητα του ίδιου του αντικειμένου, της μεθόδου, του συστήματος των εννοιών και των κατηγοριών. Εξ άλλου, κατά τον Μαρξ, «τα επιστημονικά εγχειρήματα επαναστατικοποίησης της επιστήμης, ποτέ δεν μπορούν να είναι πράγματι προσπελάσιμα από όλους» [1, τ. 30, σ. 528].

Ωστόσο, εκτός των αντικειμενικών δυσκολιών της νέας θεωρίας και μεθοδολογίας η δυσκολία πρόσληψής της συνδέεται και με άλλα φαινόμενα. Χαρακτηριστικό της καθημερινής αγοραίας συνείδησης, που είναι δέσμια της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, είναι η εξ υπαρχής απουσία συστήματος, το ασύνδετο, η αποσπασματικότητα και ο κατακερματισμός της πρόσληψης. Τα παραπάνω ενισχύονται με τη «δημιουργική» συνεισφορά των εξ επαγγέλματος ιδεολόγων. Μια από τις πλέον διαδεδομένες μορφές εκχυδαϊσμού της επιστήμης, είναι η –εκούσια ή ακούσια– απόρριψη (είτε και συνειδητή αποσιώπηση) των πλέων ανεπτυγμένων κεκτημένων της θεωρίας. Είναι γνωστή από την εποχή του «Κεφαλαίου» του Μαρξ η τακτική της «συνωμοσίας της σιωπής» εκ μέρους των ιθυνόντων των ακαδημαϊκών κύκλων… Είναι μια τακτική αρκούντως ασφαλής για αυτούς τους κύκλους, μιας και συνδυάζει την «ήπιων τόνων» υπονόμευση των ιδεών που θεωρούνται επικίνδυνες για τη νιρβάνα του «υποδείγματός» τους, με τη συστηματική αποφυγή δημόσιας –και ενδεχομένως καταστροφικής για αυτούς– αναμέτρησης με αυτές τις ιδέες, με τη διατήρηση του εν λόγω «υποδείγματος» στο απυρόβλητο… Εάν και αυτή η τακτική δεν αποδίδει, υπάρχει και η σχολαστική σχετικοποίηση, οι λαθροχειρίες με εκλεκτικά αποσπασμένες απ’ τα συγκείμενά τους θέσεις, και οι επιφανειακές ταξινομικές κατηγοριοποιήσεις σε «μία απ’ τα ίδια» κατά το δοκούν, σε επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών (φέρ’ ειπείν: αναφέρεται σε κάποιες νομοτέλειες; Άρα είναι οπαδός του μηχανιστικού ντετερμινισμού. Δεν απορρίπτει συλλήβδην την εμπειρία της ΕΣΣΔ; Eίναι σταλινικός, μπρεζνιεφικός, φορέας του «σοβιετικού μαρξισμού». Aναφέρεται στην περιπλοκότητα και τη διάρκεια της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας; Eίναι τροτσκιστής. Aναφέρεται στην παραγωγή και στην εργασία; Eίναι οπαδός του οικονομικού-τεχνοκρατικού ντετερμινισμού. Aναφέρεται στις εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις επί σοσιαλισμού; Eίναι θιασώτης του «σοσιαλισμού της αγοράς» κ.ο.κ.).

Με τη Λογική της Ιστορίας τίθεται σε άλλη βάση το πρόβλημα του αναστοχασμού της κλίμακας και του χαρακτήρα της διαλεκτικής άρσης του μαρξισμού, της συστηματικής ανάπτυξης της συγκεκριμένης ιστορικής προσέγγισης του μαρξισμού (ως στιγμής της νέας σύνθεσης), της διακρίβωσης της ενότητας και των διαφορών του με τη «Λογική της Ιστορίας», το πρόβλημα της θεωρητικής περιοδολόγησης του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης της νέας σύνθεσης, με αντίστοιχη συγκεκριμενοποίηση της θέσης και του ρόλου του κλασικού μαρξισμού, της ιστορικής συνεισφοράς του στην επιστήμη και των ιστορικών περιορισμών του, των ιδιαιτεροτήτων της ιστορικής του μορφής. Ταυτοχρόνως, η «Λογική της Ιστορίας» λειτουργεί ως η αφετηρία της επόμενης πορείας συνθετικής ανάπτυξης της επιστήμης βάσει της νέας θεωρίας και μεθοδολογίας. Κατά τη γνώμη μου, απαραίτητος όρος αυτής της ανάπτυξης είναι η περαιτέρω λογική και μεθοδολογική διερεύνηση, ο αναστοχασμός των κεκτημένων της δεύτερης ανακάλυψης του Βαζιούλιν σε συνδυασμό με την πρώτη.

Η γνωσιακή συγκυρία που ανέκυψε μετά τις δύο βασικές ανακαλύψεις του Βαζιούλιν προβάλλει ως φάσμα θεμελιωδώς νέων δυνατοτήτων επανανοηματοδότησης των πρακτικών και θεωρητικών προβλημάτων που τίθενται ενώπιον της ανθρωπότητας. Αυτό το φάσμα δυνατοτήτων προσφέρεται για τη χάραξη στρατηγικής και τακτικής, ως νέο δυναμικό πλαίσιο για επαναπροσανατολισμό και ιεράρχηση σειράς ερευνητικών προγραμμάτων.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990-2000 λειτουργεί και αναπτύσσει τη δραστηριότητά της, κυρίως ως ερευνητική ομάδα, η «Διεθνής Σχολή η Λογική της Ιστορίας» που πλαισιώνεται από ερευνητές, προερχόμενους από πολλές χώρες του κόσμου. Τα μέλη αυτής της διευρυνόμενης συλλογικότητας, δραστηριοποιούνται βάσει κατά το μάλλον ή ήττον ενιαίας θεωρητικής και μεθοδολογικής αφετηρίας, σε ευρύ φάσμα ερευνητικών πεδίων, πραγματώνοντας και αναπτύσσοντας τον καθολικό-διεπιστημονικό χαρακτήρα και τη διεθνιστική απεύθυνση αυτού του νέου ρεύματος. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά από αυτά τα πεδία: φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας, το πρόβλημα του ηθικού ιδεώδους, η διανόηση ως υποκείμενο της «πνευματικής παραγωγής», κοινωνική και μεθοδολογική ανάλυση του στρουκτουραλισμού ως τάσης του νεομαρξισμού, η θρησκεία ως μορφή του κοινωνικού συνειδέναι, η αλληλεπίδραση επιστήμης και ηθικής, φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση της πολιτισμικής-ιστορικής ψυχολογίας, φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση της πληροφορίας και της πληροφορικής, ιστορική επιστήμη και λογική της ιστορίας, ανάλυση του γραφειοκρατικού φαινομένου σε συνδυασμό με τις κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες στην ιστορία της ΕΣΣΔ, ανάλυση των μεθοδολογικών θεμελίων της παιδαγωγικής, της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποίησης του ανθρώπου, ανάλυση των στερεοτύπων της συνείδησης και της χειραγώγησης, ανάλυση της διαλεκτικής του γίγνεσθαι, της ανάπτυξης και διάδοσης της επαναστατικής θεωρίας σε συνδυασμό με την ιστορική συγκυρία, φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση της επιστήμης και της τεχνολογίας ως συνιστωσών της ανάπτυξης της κοινωνίας, σύγχρονες τάσεις και μεθοδολογικά προβλήματα της θεωρητικής περιοδολόγησης της κεφαλαιοκρατίας, ανισομέρεια και εξαρτημένη ανάπτυξη, μεθοδολογία της ιστορικής επιστήμης κ.ά. [βλ. τη σχετική ιστοσελίδα 267].

Το φάσμα αυτών των ερευνητικών κατευθύνσεων-προγραμμάτων, παρά την ευρύτητά του, δεν εξαντλεί το ευρετικό δυναμικό που εμπεριέχει η Λογική της Ιστορίας.

 

 

Για τη μετάφραση

 

Στη μετάφραση του έργου προσπάθησα να αποδώσω πιστά τις εννοιολογήσεις και την πορεία της σκέψης του συγγραφέα, χωρίς περιττούς νεολογισμούς και γλωσσικές ακρότητες, απλουστεύοντας εν μέρει τη σύνταξη. Εντός του κειμένου, σε άγκιστρα, τίθενται λέξεις και φράσεις που έχω προσθέσει για διευκρινιστικούς και συντακτικούς λόγους. Περιόρισα τις παρεμβάσεις με υπομνηματισμό και σχόλια στο ελάχιστο απαραίτητο όριο, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να προσηλώνεται απερίσπαστα στον λόγο του συγγραφέα.

Ευχαριστώ θερμά την Παναγιώτα Ματέρη, τον Περικλή Παυλίδη, τον Τριαντάφυλλο Μεϊμάρη, τον Μανώλη Δαφέρμο και τον Δημήτρη Φουράκη-Μαγονέζο, που είχαν την υπομονή να μελετήσουν το χειρόγραφο και να μου κάνουν πολύτιμες παρατηρήσεις. Ευχαριστώ επίσης τη Ναταλία Κυρίλλοβα, που δακτυλογράφησε το μεγαλύτερο μέρος της μετάφρασης, και τον δάσκαλό μου από το λύκειο Παναγιώτη Μητροπέτρο, για τις γλωσσικές συμβουλές του.

Εξυπακούεται ότι φέρω εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την ελληνική μετάφραση αυτού του έργου.

 

Δημήτρης Σ. Πατέλης

Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης

 



[*] Αντικειμενική φαινομενικότητα είναι η διττού χαρακτήρα εκδήλωση-συγκάλυψη (αλλοίωση, αντιστροφή κλπ.) των αντικειμενικών-ουσιωδών γνωρισμάτων ενός περίπλοκου γνωστικού αντικειμένου, όπου η εξωτερική όψη του, αυτό που είναι άμεσα αντιληπτό, απολυτοποιείται και από την άποψη αυτής της απολυτοποίησης εξηγείται η εσωτερική του κίνηση, η ουσία του.