ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η ουσία της κοινωνίας

 

1.      Εργασία και παραγωγή ως διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

Η εργασιακή διαδικασία προϋποθέτει προπαντός την σωματική ανάγκη  για το προς κατανάλωση αντικείμενο.

Η εργασία εν γένει1 περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία: τον άνθρωπο ως υποκείμενο της εργασίας, το αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα της εργασίας, το αποτέλεσμα ή προϊόν της εργασίας. Εκείνο που συνιστά την ίδια την εργασία είναι η αλληλεπίδραση αυτών των συστατικών στοιχείων. Η εργασία πραγματοποιείται με ορισμένη μορφή και κατά ορισμένο τρόπο. Αυτός είναι ο τρόπος εργασίας. Ο άνθρωπος οφείλει να θέσει σε κίνηση τα όργανα του σώματός του κατά τέτοιο τρόπο, να χρησιμοποιήσει τέτοια μέσα και τέτοιο αντικείμενο της εργασίας, ώστε να παραλάβει το απαιτούμενο και εκ των προτέρων γνωστό αποτέλεσμα. «Στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας λαμβάνεται ένα αποτέλεσμα, το οποίο ήδη από την αρχή αυτής της διαδικασίας υπήρχε στην αντίληψη του ανθρώπου, δηλαδή ιδεατά. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει μόνο τη μορφή αυτού που είναι δεδομένο από τη φύση. Εντός αυτού που είναι δεδομένο από τη φύση, υλοποιεί ταυτοχρόνως και τον συνειδητό του σκοπό, ο οποίος καθορίζει ως νόμος τον τρόπο και το χαρακτήρα της δράσης του και στον οποίο οφείλει να υποτάσσει τη βούλησή του» [1, τ. 23, σελ. 189*].

Η εν λόγω μαρξική περιγραφή του σκοπού προέρχεται από εκείνο το μέρος του «Κεφαλαίου», όπου ο Κ. Μαρξ, σύμφωνα με το ζητούμενο της έρευνάς του, ήταν απαραίτητο να προβεί σε ανάλυση της εργασίας ως δεδομένης. Εάν όμως κάποια διαδικασία διαμορφωμένης εργασίας, είτε η εργασία εν γένει είναι κάτι το δεδομένο, έχουμε κάθε δικαίωμα να πούμε ότι η εργασία αρχίζει με τη σκοποθεσία. Ο σκοπός προβάλλει ως προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος, ως παράσταση, δηλαδή ιδεατά. Ο σκοπός ορίζει τον τρόπο και τον χαρακτήρα της εργασίας ως νόμος. Ωστόσο, η θέση αυτή δεν πρέπει να απολυτοποιείται, όπως  άλλωστε και η αλήθεια. Στην περίπτωση που η αλήθεια αυτή έχει απολυτοποιηθεί δημιουργείται η εντύπωση, ότι ο ίδιος ο σκοπός είναι εξ υπαρχής δεδομένος και ότι το ιδεατό είναι πρωτεύον έναντι του υλικού. Σ’ ένα επίπεδο λιγότερο κατηγορηματικό και λιγότερο γενικό, θα μπορούσαμε να πούμε [ότι σ’ αυτή την περίπτωση δημιουργείται η εντύπωση] πως ο σκοπός επενεργεί στην εργασιακή διαδικασία κατά ένα καθοριστικό και αποφασιστικό τρόπο, όντας ο ίδιος ανεξάρτητος, είτε σχεδόν ανεξάρτητος από την εργασιακή διαδικασία, από τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας και, εν πάσει περιπτώσει, χωρίς να συνιστά υπηγμένη στιγμή της εργασιακής διαδικασίας. Σε αυτή την περίπτωση ο σκοπός προβάλλει μόνον από την άποψη της επίδρασής του στην εργασιακή διαδικασία και στα συστατικά της στοιχεία, ενώ εκπίπτει από το οπτικό πεδίο είτε υποτιμάται η επίδραση που ασκεί στο σκοπό η εργασιακή διαδικασία και τα λοιπά συστατικά της στοιχεία.

Εάν όμως επιληφθούμε της εργασίας εν γένει, ειδικά σε συνδυασμό με την προέλευσή της, θα προκύψει η αναγκαιότητα αναφοράς στην αλληλεπίδραση όλων των συστατικών της στοιχείων.

Σε αυτή την περίπτωση ο σκοπός δεν προηγείται μόνο της εργασιακής διαδικασίας και δεν καθορίζει μόνον ως νόμος τον τρόπο και τον χαρακτήρα της εργασίας, αλλά ο ίδιος εξαρτάται από την εργασιακή διαδικασία και από τα λοιπά συστατικά της στοιχεία. Επιπλέον, [εάν κάποιος εκκινεί] από τις θέσεις της υλιστικής διαλεκτικής [αντιλαμβάνεται ότι] είναι ακριβώς η εργασιακή διαδικασία εκείνη που παίζει τον καθοριστικό ρόλο έναντι του σκοπού και όχι ο σκοπός, όχι ένα ιδεατό μόρφωμα έναντι της εργασιακής διαδικασίας.

Εάν ο σκοπός συνιστά προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας και εάν καθορίζει ως νόμος τον τρόπο και τον χαρακτήρα της, ο ίδιος σκοπός μορφοποιείται ακριβώς εντός της διαδικασίας διαμόρφωσης προγενέστερων εργασιακών διαδικασιών και μπορεί να τεθεί ακριβώς σε (συνειδητοποιούμενο ή μη συνειδητοποιούμενο) συνδυασμό με αυτές. Έχοντας υπ’ όψιν την αλληλεπίδραση όλων των συστατικών στοιχείων της εργασίας, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ότι στην εν τω γεννάσθαι εργασία εν γένει, ο σκοπός και η σκοποθεσία επίσης μόλις ανακύπτουν. Το ίδιο ισχύει και για τον ειδικό σκοπό κάθε ειδικής νέας εργασιακής διαδικασίας: ο ειδικός σκοπός αυτής της ειδικής νέας εργασιακής διαδικασίας ανακύπτει και διαμορφώνεται τελειωτικά μαζί με την εμφάνιση και διαμόρφωση όλων των βασικών συστατικών στοιχείων αυτής της εργασιακής διαδικασίας. Έχοντας λοιπόν υπ’ όψιν την αλληλεπίδραση όλων των συστατικών στοιχείων της εργασίας, υποστηρίζουμε ότι κάποιος σκοπός συνιστά πραγματικά σκοπό, δηλ. αποδεικνύεται ότι είναι τελικά σκοπός σε πλήρη βαθμό, όχι απλώς όταν εμπεριέχει προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος, όταν καθορίζει ως νόμος τον τρόπο και τον χαρακτήρα της εργασίας, αλλά όταν έχει διορθωθεί τελειωτικά (για την επιτελούμενη εργασιακή διαδικασία) υπό την επίδραση των λοιπών συστατικών στοιχείων της εργασίας και υλοποιείται στο αποτέλεσμα της εργασίας. Στην περίπτωση όμως που εντός κάποιου σκοπού συλλαμβάνεται εκ των προτέρων πλήρως το αποτέλεσμα μιας εργασιακής διαδικασίας, αυτό σημαίνει ότι η επιτελούμενη εργασιακή διαδικασία επαναλαμβάνει πλήρως κάποια εργασιακή διαδικασία του παρελθόντος. Επομένως, έχουμε την πεποίθηση ότι σκοπός στην ολοκληρωμένη στην καθ’ όλα διαμορφωμένη μορφή του, δηλ. καθ’ όλα πραγματικός σκοπός είναι ο σκοπός που έχει πραγματωθεί στο αποτέλεσμα της εργασιακής διαδικασίας. Υπογραμμίζουμε για άλλη μια φορά ότι εδώ λαμβάνουμε υπ’ όψιν την αλληλεπίδραση του σκοπού με την εργασιακή διαδικασία και με τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία της εργασίας, άρα όχι μόνο την επίδραση του σκοπού στην εργασιακή διαδικασία και στα λοιπά συστατικά της στοιχεία, αλλά και την επίδραση που ασκεί η εργασιακή διαδικασία και τα συστατικά της στοιχεία στο σκοπό, στην προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος ως παράσταση και στη δράση του σκοπού εντός της εργασιακής διαδικασίας. Αποκαλούμε πραγματικό σκοπό, - σε αντιδιαστολή με τον σκοπό ως δυνατότητα, με τον ενδεχόμενο σκοπό, - τον σκοπό ο οποίος λαμβάνεται σε συνδυασμό με την δράση που ασκείται επ’ αυτού από την εργασιακή διαδικασία και απ’ όλα τα συστατικά της στοιχεία. Σκοπός ως δυνατότητα [δυνητικός σκοπός] είναι ο σκοπός ως προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος ως παράσταση, είναι ο σκοπός ως νόμος, ο οποίος καθορίζει τον τρόπο και τον χαρακτήρα της εργασίας. Η μετατροπή του σκοπού από δυνητικό σε πραγματικό συνιστά συνάμα μετατροπή του σκοπού σε αποτέλεσμα.

Ο πραγματικός σκοπός προϋποθέτει την ύπαρξη αντίστοιχων μέσων, ειδ’ άλλως θα είναι είτε εντελώς ανέφικτος, είτε μόνον εν μέρει εφικτός. Ο πραγματικός σκοπός προϋποθέτει και την ύπαρξη αντίστοιχου αντικειμένου της εργασίας2, ειδ’ άλλως θα είναι, επίσης, είτε εντελώς ανέφικτος είτε εφικτός μόνον εν μέρει. Ο πραγματικός σκοπός προϋποθέτει την ύπαρξη αντίστοιχων εργασιακών γνώσεων, δεξιοτήτων κ.ο.κ. για τον χειρισμό των μέσων και των αντικειμένων της εργασίας, ειδ’ άλλως ο σκοπός αυτός είναι εντελώς ή εν μέρει ανέφικτος δηλ. δεν αποτελεί πραγματικό σκοπό. Πραγματικός σκοπός είναι ο υλοποιούμενος σκοπός. Ένας καθαρά ιδεατός σκοπός δε συνιστά σκοπό, αλλά αποκύημα της φαντασίας. Πραγματικός σκοπός είναι εκείνο το ιδεατό, το οποίο υφίσταται μόνον ως η ετερότητα του, μόνο μέσω του αντίποδά του, του πραγματικού. Το ιδεατό υφίσταται ως ιδεατό στο βαθμό που υλοποιείται.  Το ιδεατό εκτός αυτής της μετατροπής συνιστά μόνο δυνατότητα (είτε αφηρημένη, δηλ. μια δυνατότητα για την υλοποίηση της οποίας δεν υπάρχουν οι όροι, είτε πραγματική, δηλ. τέτοια, για την υλοποίηση της οποίας υπάρχουν οι αναγκαίοι και επαρκείς όροι).

Πραγματικός είναι μόνον εκείνος ο σκοπός, ο οποίος είναι πράγματι [όντως] εφικτός και πράγματι υλοποιούμενος.3

Εάν εξετάζεται η εργασία εν γένει, ο σκοπός συνιστά προπαντός προτρέχουσα σύλληψη, παράσταση του αντικειμένου, το οποίο μπορεί να ικανοποιήσει μια βιολογική ανάγκη, πριν να ικανοποιηθεί αυτή η ανάγκη είτε πριν αρχίσει να ικανοποιείται. Εν τω μεταξύ ο καθαυτό σκοπός, δηλ. ο ιδιότυπα καθαυτό ανθρώπινος σκοπός, προϋποθέτει επίσης απαραίτητα και την προτρέχουσα σύλληψη των μέσων της εργασίας, του αντικειμένου της εργασίας και του τρόπου της εργασίας.

Οι προαναφερθείσες μορφές (II, III, IV) επίδρασης του ανθρώπου στη φύση, αποτελούν και τις τρεις γενικές ιστορικές μορφές διαμόρφωσης της εργασίας και τις τρεις μορφές που διανύει [στην πορεία της] κάθε νέα εργασιακή διαδικασία, και, επομένως, τις τρεις μορφές διαμόρφωσης του σκοπού.

Η ανάγκη προϋπάρχει του σκοπού. Η ανάγκη είναι στιγμή της κατανάλωσης. Ενταγμένη στην εργασιακή, στην παραγωγική σχέση, αυτή η στιγμή της καταναλωτικής διαδικασίας μεταμορφώνεται, μετατρέπεται σε σκοπό. Στην πρώτη από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις ο σκοπός (ως μόλις ανακύπτων) προβάλλει ως προτρέχουσα σύλληψη αυτού που μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη και ως επισήμανση της διαφοράς μεταξύ προβλεπόμενου αντικειμένου και όρων διαμόρφωσής του. Εάν επαναδιατυπώσουμε αυτή τη διαπίστωση από την άποψη της επίλυσης ενός προβλήματος, εδώ αποκαλύπτεται κατά προσέγγιση αυτό που πρέπει να βρεθεί [το ζητούμενο] και οι πιθανοί όροι λήψης του ζητούμενου. Στη δεύτερη περίπτωση ο σκοπός προβάλλει επίσης και ως προτρέχουσα σύλληψη των μέσων επίδρασης, αλλά [εδώ] τα μέσα αυτά προβάλλουν κατά κύριο λόγο ως έτοιμα ευρήματα, ως δεδομένα. Στην τρίτη περίπτωση ο σκοπός μορφοποιείται τελειωτικά, διότι μέσα και αντικείμενο της εργασίας μετασχηματίζονται σε αντιστοιχία με την αναγκαιότητα λήψης των δεδομένων αντικειμένων προς κατανάλωση, ενώ αποκαλύπτεται και ο αντίστοιχος του σκοπού τρόπος εργασίας.

Συνεπώς, ο καθαυτό σκοπός μορφοποιείται στην ανεπτυγμένη εργασία και λειτουργεί σε καθ’ όλα ανεπτυγμένη μορφή στην επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία. Ωστόσο, ο ανεπτυγμένος σκοπός δεν μπορεί να προηγείται της εργασιακής διαδικασίας, η οποία βρίσκεται σε μια διαδικασία εμφάνισης και διαμόρφωσης. Ο σκοπός προηγείται σε πλήρη βαθμό της πραγματικής εργασίας στην επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία, κατά την απλή και αμετάβλητη εκ νέου επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας. Κατά την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της εργασιακής διαδικασίας ο σκοπός δεν προηγείται πλήρως της πραγματικής εργασίας, αλλά εμφανίζεται, διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μαζί με αυτήν.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο εάν ορισμένη θεώρηση εδράζεται μόνο στην εξέταση μιας επαναλαμβανόμενης και απλώς αλλεπάλληλα ανανεούμενης με την ίδια μορφή εργασιακής διαδικασίας και απολυτοποιείται αυτή η εξέταση, τότε έπεται αναπόφευκτα το εσφαλμένο συμπέρασμα, κατά το οποίο ο σκοπός φέρεται να προηγείται εσαεί και σε πλήρη βαθμό του μετασχηματισμού και ο σκοπός ως ιδεατό να επιδρά κατά αποφασιστικό τρόπο στην εργασιακή διαδικασία. Εάν η εν λόγω απολυτοποίηση επεκταθεί σε όλη την ιστορική διαδικασία, οδηγεί στον ισχυρισμό κατά τον οποίο δήθεν όλη η ιστορία εκτυλίσσεται βάσει ενός προδιαγεγραμμένου σκοπού, βάσει εκ των προτέρων, προ της πραγμάτωσής της υπάρχοντος σχεδίου. Εάν η εν λόγω απολυτοποίηση επεκταθεί στην εμφάνιση του ανθρώπου [στην ανθρωπογένεση], οδηγεί στον ισχυρισμό ότι αρχικά προέκυψε η ικανότητα του ανθρώπου για σκοποθεσία και στη συνέχεια πλέον ελάμβανε χώρα ο πραγματικός μετασχηματισμός της φύσης. Εάν αυτή η απολυτοποίηση επεκταθεί και στη διαμόρφωση μιας νέας εργασιακής διαδικασίας, οδηγεί στον ισχυρισμό ότι είναι εφικτή εξ υπαρχής η πλήρης προτρέχουσα σύλληψη της υπό διαμόρφωση νέας εργασιακής διαδικασίας.

Επιπλέον, ήδη εκ του γεγονότος ότι στην πραγματική ζωή της κοινωνίας η εργασία ποτέ δεν ανάγεται μόνο σε μιαν απλώς επαναλαμβανόμενη διαδικασία, είναι ανέφικτη για την ανθρωπότητα η απολύτως ακριβής προτρέχουσα σύλληψη της ανάπτυξης της κοινωνίας. Εξ αυτού ήδη έπεται ότι οι νόμοι της ιστορίας πάντοτε στον ένα ή τον άλλο βαθμό θα διαμορφώνονται και θα δρουν χωρίς να περνούν μέσω της συνείδησης των ανθρώπων.

Ο σκοπός δεν υφίσταται εκτός της σύνδεσής του με την ανάγκη. Χωρίς ανάγκη δεν μπορεί να υπάρξει σκοπός. Αλλά η ανάγκη δεν αποτελεί ακόμα σκοπό. Ο σκοπός προϋποθέτει απαραιτήτως τη συσχέτιση της ανάγκης όχι μόνο με το αποτέλεσμα της εργασίας, αλλά επίσης και με το αντικείμενο, με το μέσο και με τον τρόπο της εργασίας. Εκτός αυτής της ενότητας δεν υφίσταται σκοπός ως πραγματικός σκοπός.

Μέσο της εργασίας είναι εκείνο με τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος επενεργεί σε κάτι άλλο κατά ορισμένο τρόπο για την επίτευξη του σκοπού, για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση αναγκών.  Το μέσο της εργασίας εκτός αυτής της ενότητας αποτελεί απλώς ένα αντικείμενο της φύσης (και αν στην περίπτωση αυτή επιδρά σε άλλο αντικείμενο, θα πρόκειται για φυσική επίδραση ενός φυσικού αντικειμένου επί ενός άλλου φυσικού αντικειμένου).

Αντικείμενο της εργασίας είναι εκείνο επί του οποίου ασκείται η επενέργεια με τη βοήθεια του μέσου της εργασίας κατά ορισμένο τρόπο για την επίτευξη του αποτελέσματος της εργασίας, για τη δημιουργία ενός αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση αναγκών. Εκτός αυτής της ενότητας το αντικείμενο της εργασίας περιπίπτει απλώς στην κατάσταση του αντικειμένου της φύσης.

Τρόπος της εργασίας είναι το πώς ασκείται η επενέργεια επί του αντικειμένου της εργασίας με τη βοήθεια των μέσων εργασίας προς επίτευξη του αποτελέσματος, της εκπλήρωσης του σκοπού, της δημιουργίας αντικειμένου, κατάλληλου για την ικανοποίηση ανάγκης.

Αποτέλεσμα της εργασίας, ακριβώς ως αποτέλεσμα, είναι το τι δημιουργείται μέσω της εργασία με τη βοήθεια της επενέργειας των μέσων εργασίας επί του αντικειμένου εργασίας προς επίτευξη του σκοπού, της δημιουργίας αντικειμένου κατάλληλου για την ικανοποίηση μιας ανάγκης.

Όσον αφορά την ανάγκη και την εργασία, ανάγκη χωρίς εργασία υπάρχει, αλλά εργασία χωρίς την ανάγκη δεν μπορεί να υπάρξει, διότι, σε τελευταία ανάλυση, η εργασία υπάρχει για την δημιουργία αντικειμένων κατάλληλων για την ικανοποίηση αναγκών. Δεν υφίσταται κάποιο από τα συστατικά στοιχεία [στιγμές] της εργασίας –ο σκοπός, το μέσο της εργασίας, αντικείμενο της εργασίας, ο τρόπος της εργασίας και το αποτέλεσμα της εργασίας- υπό την ιδιότητα του συστατικού στοιχείου της εργασίας εκτός της συνύπαρξής του με τα υπόλοιπα.  [Αυτά τα συστατικά στοιχεία] όχι μόνο δεν υφίστανται το καθ’ ένα χωριστά από τα υπόλοιπα, αλλά και αλληλοδημιουργούνται. Τυχόν μεταβολή οποιουδήποτε από αυτά τα στοιχεία οδηγεί, σε τελευταία ανάλυση, σε αντίστοιχη μεταβολή των λοιπόν στοιχείων. Εξυπακούεται ότι αυτή η μεταβολή διαθλάται μέσω της ιδιαιτερότητας του καθενός. Η ιδιαιτερότητα αυτή είναι διττή. Πρώτον, πρόκειται για μια ιδιαιτερότητα που είναι νομοτελής για αυτή καθεαυτή την εργασία: αφορά την ειδική θέση και το ρόλο του κάθε συστατικού στοιχείου εντός της εργασίας. Δεύτερον, το καθένα απ’ αυτά τα συστατικά στοιχεία (μέσο, αντικείμενο, τρόπος, αποτέλεσμα της εργασίας) υφίσταται πάντοτε εντός κάποιου υλικού. Το ίδιο αφορά, κατά την άποψή μας, και το σκοπό, εφ’ όσον αυτός εκλαμβάνεται εντός της αλληλοσύνδεσής του με τα άλλα συστατικά στοιχεία της εργασίας και με την εργασιακή διαδικασία. Το υλικό των συστατικών στοιχείων της εργασίας είναι κάτι το εξωτερικό και τυχαίο έναντι των ίδιων και της εσωτερικής τους σύνδεσης.

Η ανάγκη προκαλεί την αναγκαιότητα ορισμένου αντικειμένου προς κατανάλωση. Εντός του σκοπού υπάρχει η προτρέχουσα σύλληψη ενός αντικειμένου, το οποίο ως δημιουργημένο αντικείμενο [θα] είναι κατάλληλο για την ικανοποίηση της [εν λόγω] ανάγκης, δηλ. η εν λόγω προτρέχουσα σύλληψη δεν αφορά μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και το αντικείμενο και τα μέσα και τον τρόπο της εργασίας. Η ίδια η διαδικασία της εργασίας συνιστά χρησιμοποίηση αντίστοιχων του σκοπού μέσων επί αντίστοιχου του σκοπού αντικειμένου της εργασίας, κατ’ αντίστοιχο του σκοπού τρόπο, προς λήψη ενός αντίστοιχου του σκοπού αποτελέσματος.

Εντός της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας, στο βαθμό που αυτή πραγματώνεται, ούτως ή άλλως όλα αυτά τα συστατικά στοιχεία –εκτός του αποτελέσματος-  εξαφανίζονται. Ταυτοχρόνως, μέχρι να ολοκληρωθεί η εργασιακή διαδικασία, [τα στοιχεία] αυτά υπάρχουν με την ιδιαιτερότητά τους. Όσον αφορά το αποτέλεσμα, αυτό τουναντίον δεν υπάρχει ακόμα, δεδομένου ότι η εργασιακή διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί.

Ο σκοπός υπάρχει πράγματι μόνον εντός της ενότητάς του με το αποτέλεσμα, εντός της ενότητάς του με την υλοποίησή του. Ωστόσο, ο σκοπός υλοποιούμενος και διατηρείται –δεδομένου ότι δεν ολοκληρώθηκε η υλοποίησή του– και απαλείφεται [αποπερατούμενος], δεδομένου ότι η υλοποίησή του έχει ήδη λάβει χώρα. Με την επίτευξη του αποτελέσματος της εργασίας, ο σκοπός της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας απαλείφεται (πριν από την έναρξη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας υφίστατο μόνο σε συνδυασμό με αυτήν, ως πραγματική [εφικτή, υπαρκτή] δυνατότητα), ενσαρκώνεται στο αποτέλεσμά της .

Το μέσο της εργασίας υπάρχει επίσης ως μέσο εργασίας πριν από αυτή την εργασιακή διαδικασία ως πραγματική [εφικτή, υπαρκτή] δυνατότητα, δηλ. μόνο συνδεόμενο με την μελλοντική πραγματοποίησή του, ενώ το μέσο της εργασίας αναλίσκεται εντός της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Στο βαθμό που διαμορφώνεται το αποτέλεσμα της εργασίας το μέσο της εργασίας απαλείφεται, μετατρέπεται σε αποτέλεσμα. Στο βαθμό που δεν έχουν εξαντληθεί οι δυνατότητες [επενέργειας] των μέσων εργασίας κατά την εν λόγω εργασιακή διαδικασία, αυτά [τα μέσα] διατηρούνται υπό την ιδιότητα των μέσων εργασίας.

Όσον αφορά το αντικείμενο της εργασίας ισχύουν τα ίδια. Το αντικείμενο της εργασίας υπάρχει υπό την ιδιότητα του αντικειμένου της εργασίας μόνο συνδεόμενο με την εργασιακή διαδικασία, ως πραγματική [εφικτή] δυνατότητα. Εντός της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας το αντικείμενο  της εργασίας υλοποιείται υπό την ιδιότητα του αντικειμένου της εργασίας, αναλίσκεται, απαλείφεται [μετεξελισσόμενο] στο αποτέλεσμα.

Ο τρόπος εργασίας απαλείφεται μαζί με την εργασιακή διαδικασία, στο βαθμό που η δεδομένη εργασιακή διαδικασία είναι ανεπανάληπτη, με μοναδική ιδιομορφία. Ο τρόπος εργασίας απαλείφεται επίσης [ενσωματούμενος] στο αποτέλεσμα της εργασίας.

Η απάλειψη  [δια της ενσωμάτωσης] στο αποτέλεσμα (η μετατροπή τους, ούτως ειπείν, σε άμεσα μη δεδομένα) αφορά το σκοπό, το μέσο, το αντικείμενο και τον τρόπο της εργασίας.

Όταν έγινε αναφορά στο γεγονός ότι το καθένα από τα απαριθμημένα συστατικά στοιχεία [στιγμές] της εργασίας δεν υφίσταται χωρίς τα άλλα και ότι όλα δεν υφίστανται εκτός της συνύπαρξής τους, ουσιαστικά αναδείχθηκε ακριβώς το γεγονός ότι [τα στοιχεία] αυτά είναι εσωτερικά αλληλένδετα.

Από την άποψη μόνο της εσωτερικής σύνδεσης των συστατικών στοιχείων της εργασίας η εργασιακή διαδικασία προβάλλει εν είδει των εξής ακραίων εκδοχών. Πρώτον, από την άποψη μόνο των εσωτερικών αμοιβαίων συνδέσεων των συστατικών στοιχείων της εργασίας (και επομένως, παραλείποντας δια της αφαίρεσης τη διαδικασία ικανοποίησης των σωματικών αναγκών) το αποτέλεσμα της εργασίας συνιστά κατ’ ανάγκη πλήρη απαλοιφή του σκοπού, του μέσου, του αντικειμένου, του τρόπου εργασίας, δηλ. η δεδομένη εργασιακή διαδικασία προβάλλει ως εντελώς, απολύτως ανεπανάληπτη, ως απολύτως μετατρεπόμενη σε αποτέλεσμα. Φυσικά, σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούν να υπάρξουν οποιαδήποτε παράπλευρα, μη προβλεπόμενα απ’ το σκοπό προϊόντα, αποτελέσματα της εργασίας, όπως επίσης δεν μπορούν να υπάρξουν και οποιαδήποτε απόβλητα της εργασιακής διαδικασίας. Δεύτερον, από την άποψη μόνο των εσωτερικών αμοιβαίων συνδέσεων των συστατικών στοιχείων της εργασίας, τα στοιχεία αυτά [οι στιγμές] αλληλοπροϋποτίθενται πλήρως, συνεπώς, διατηρούνται πλήρως μέσω της ενότητάς τους και ως ενότητα δηλ. η δεδομένη εργασιακή διαδικασία ανανεώνεται και επαναλαμβάνεται εκ νέου με απολύτως ίδια μορφή, συνεπώς, στο διηνεκές. Εάν όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασίας δια της ενότητάς τους αλληλοπροϋποτίθενται απολύτως, πλήρως, [τότε] και το αποτέλεσμα της εργασίας γίνεται εκ νέου αντικείμενο της απολύτως πανομοιότυπης εργασίας, το αποτέλεσμα της οποίας συνιστά. Εδώ, όπως και στην πρώτη ακραία εκδοχή, είναι αδύνατο να υπάρξει το παραμικρό παράπλευρο, μη προβλεπόμενο [από το σκοπό] αποτέλεσμα και το παραμικρό απόβλητο της εργασιακής διαδικασίας. Αμφότερες οι προαναφερθείσες ακραίες εκδοχές έχουν ως κοινή βάση την απολυτοποίηση της διαφοράς της εργασίας, της κοινωνίας από τη φύση.

Απ’ εδώ δεν έπεται ότι η διάκριση της εσωτερικής συνάφειας των συστατικών στοιχείων της εργασίας σε καθαρή μορφή συνιστά τέτοιου τύπου απολυτοποίηση. Οδηγηθήκαμε ε αυτή τη συνάφεια μέσω της εξέτασης της ανάγκης, της κατανάλωσης, του αντικειμένου που είναι κατάλληλο για την ικανοποίηση της ανάγκης.

Η εργασία είναι μεν ανέφικτη χωρίς την ανάγκη, πλην όμως η ανάγκη είναι κάτι το εξωτερικό εν σχέσει προς τα εσωτερικά στοιχεία [στιγμές] της εργασίας. Μόνο μετατρεπόμενη σε σκοπό η ανάγκη γίνεται εσωτερική στιγμή της εργασίας. Η ανάγκη προηγείται της εργασίας. Η εργασία προκαλείται [και ενεργοποιείται] στη ζωή προπαντός λόγω των ζωτικά απαραίτητων αναγκών4. Τα αποτελέσματα της εργασίας οφείλουν πρωτίστως να είναι αντικείμενα κατάλληλα να ικανοποιήσουν ακριβώς τέτοιες ανάγκες. Ο κύκλος, στην αφετηρία του οποίου βρίσκονται οι ζωτικά απαραίτητες ανάγκες του ανθρώπου, διαμεσολαβείται από την εργασία και ολοκληρώνεται με την κατανάλωση προϊόντων.

Για την πλήρη ανανέωση [επανεκκίνηση] αυτού του κύκλου με την ίδια μορφή είναι απαραίτητο  η ικανοποίηση της ζωτικά απαραίτητης ανάγκης με τη βοήθεια του προϊόντος της εργασίας να είναι συνάμα ανανέωση [επανάκτηση] με την ίδια μορφή και της ανάγκης, και του μέσου  και του αντικειμένου και του τρόπου εργασίας.

Ο ίδιος ο εν λόγω κύκλος με την εκπλήρωσή του ανανεώνει μόνο τη ζωτικά απαραίτητη ανάγκη (όταν το έμβιο όν καταναλώνει ένα αντικείμενο που ικανοποιεί την απαραίτητη ζωτική του ανάγκη,  η κατανάλωση αυτή συνιστά διατήρηση της ζωής και συνεπώς, ανανέωση αυτής της ανάγκης). Επί του παρόντος απομονώνουμε δια της αφαίρεσης την αλλαγή που επιφέρει αυτός ο κύκλος στην ανανέωση της ζωτικά απαραίτητης ανάγκης. Ωστόσο, οι υπόλοιπες στιγμές του κύκλου δεν αναπαράγονται με την ίδια την εκπλήρωση αυτού του κύκλου. Δεν αναπαράγονται τα μέσα, το αντικείμενο, ο τρόπος της εργασίας και ο σκοπός (εφ’ όσον η ύπαρξή του εξαρτάται από αυτά) ούτε από την κατανάλωση του προϊόντος της εργασίας που προορίζεται για την ικανοποίηση της ζωτικά απαραίτητης ανάγκης, αλλά ούτε και με την εργασιακή διαδικασία που οδηγεί σ’ αυτό το προϊόν.

Εν τω μεταξύ, η αυτοανανέωση των ζωτικά απαραίτητων αναγκών, η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής του ατόμου και του γένους, απαιτεί –υπό τους όρους που αναφέραμε παραπάνω-  ανανέωση, επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας. Ακριβώς κατά την μετάβαση στην εξέταση της ανανέωσης, της επανάληψης της εργασιακής διαδικασίας, η τελευταία προβάλλει ως ολόκληρος κύκλος έναντι ενός άλλου κύκλου, δηλ. η εργασιακή διαδικασία προβάλλει πλέον προπαντός από την άποψη της ολότητάς της και μάλιστα σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα ικανοποίησης των ανανεούμενων ζωτικά απαραίτητων αναγκών. Γι’ αυτό κατά την εξέταση της ανανέωσής της, της απλής επανάληψής της, η εργασία ως όλο, προβάλλει ως μέσο για την ικανοποίηση των ζωτικά απαραίτητων αναγκών, ενώ οι ζωτικά απαραίτητες ανάγκες αποκτούν την ιδιότητα του σκοπού της εργασιακής διαδικασίας ως απλώς επαναλαμβανόμενου όλου. Συνεπώς, εδώ το κοινωνικό προβάλλει επί του παρόντος [ως στοιχείο που υπάγεται στο βιολογικό] ως υπηγμένη στιγμή του βιολογικού, της ζωώδους ύπαρξης του ανθρώπου και του ανθρώπινου γένους.

Κατά τη μετάβαση στην εξέταση της εργασιακής διαδικασίας ως ανανεούμενης (εντός της ενότητάς της με τη διαδικασία της ικανοποίησης των ζωτικά απαραίτητων αναγκών) αποκαλύπτεται, επίσης, η αναγκαιότητα ειδικής διάκρισης μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού στη σχέση του ανθρώπου προς τη φύση. Η ζωτικά απαραίτητη ανάγκη αυτοανανεώνεται μέσω της διαδικασίας της κατανάλωσης του αντικειμένου που την ικανοποιεί. Τα συστατικά στοιχεία, οι στιγμές της εργασίας δεν ανανεώνονται από μόνα τους μέσω αυτής της εργασιακής διαδικασίας. Αυτοί οι διαφορετικοί ρόλοι που διαδραματίζουν οι ανάγκες και τα συστατικά στοιχεία της εργασίας εντός της εργασίας ως επαναλαμβανόμενης διαδικασίας υπαγορεύουν και την αναγκαιότητα ειδικής εξέτασης της διαφοράς μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού στην ίδια την εργασία.

Το μέσο της εργασίας ως συστατικό στοιχείο, ως στιγμή, αποτελεί κάτι το οποίο προσιδιάζει στην εργασία. Ωστόσο, το μέσο της εργασίας απαλείφεται [καθώς ενσωματώνεται] στο αποτέλεσμα της εργασίας και δεν ανανεώνεται από αυτή την ίδια εργασιακή διαδικασία, διότι αποτελεί μετασχηματισμένο φυσικό σώμα, διότι υλικό για το μέσο της εργασίας είναι σε τελευταία ανάλυση κάτι το φυσικό, το εξωτερικό  έναντι των ίδιων των εσωτερικών συνδέσεων της εργασίας, καθώς επίσης και [έναντι] των ζωτικά απαραίτητων αναγκών.

Το αντικείμενο της εργασίας ως στιγμή της εργασίας επίσης προσιδιάζει εσωτερικά στην εργασία και δεν υφίσταται χωρίς την εργασία. Ωστόσο, το αντικείμενο της εργασίας απαλείφεται [μετασχηματιζόμενο] στο αποτέλεσμα της εργασίας και δεν ανανεώνεται από αυτή την ίδια την εργασιακή διαδικασία, διότι αποτελεί σώμα της φύσης ενταγμένο στην εργασιακή διαδικασία, δηλ. είναι κάτι το εξωτερικό ως προς την εν λόγω εργασιακή διαδικασία που έχει ενταχθεί σε αυτή τη διαδικασία.

Ο σκοπός της εργασίας επίσης, στο βαθμό που δεν ανανεώνεται από εκείνη την εργασιακή διαδικασία στην οποία υλοποιείται, υφίσταται ως κάτι το προσδιορισμένο στην ενότητά του με ορισμένα μέσα και με το αντικείμενο της εργασίας. Δεν ανανεώνεται, διότι ο σκοπός του ανθρώπου συνιστά ιδιαίτερη ιδιότητα του ανθρώπου. Μιαν ιδιότητα, η οποία διαμορφώνεται χάρη στην εργασία και διαφέρει από εκείνες τις ζωτικά απαραίτητες ανάγκες για την ικανοποίηση των οποίων αποτελεί όρο και μέσο.

Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τον τρόπο και το προϊόν της εργασίας.

Η ανανέωση του μέσου και του αντικειμένου της εργασίας κατά την επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας λαμβάνει χώρα μέσω της ένταξης νέων σωμάτων, διαδικασιών και αντικειμένων της φύσης –που δεν είχαν μέχρι τότε ενταχθεί στην εργασιακή διαδικασία– της ίδιας (στην απλούστερη περίπτωση) ποιότητας και ποσότητας με αυτά που χρησιμοποιούνταν στην προηγούμενη εργασιακή διαδικασία.

Η ανανέωση του σκοπού της εργασίας λαμβάνει χώρα κατά την επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας, δεδομένου ότι ο σκοπός είναι εργασιακή ιδιότητα του ανθρώπου, των ζωτικά απαραίτητων αναγκών του και δεν υφίσταται ξεχωριστά από την εργασιακή διαδικασία. Ο σκοπός, ως προτρέχουσα σύλληψη του αποτελέσματος εν είδει παράστασης, συνιστά ένα μόρφωμα του ψυχισμού, προσδιορισμένο από τη λειτουργία του οργανισμού. Γι’ αυτό και ο σκοπός, η σκοποθεσία εξαρτώνται μεν από τις φυσικές ροπές του ανθρώπου, πλην όμως το κύριο στη σκοποθεσία, στη διαμόρφωση και λειτουργία του σκοπού είναι η εργασία.

Επομένως, από την άποψη της επανάληψης της εργασιακής διαδικασίας, της εργασίας ως ανανεούμενης με την ίδια μορφή και μάλιστα [από την άποψη] της εργασιακής διαδικασίας, θεωρούμενης στην ενότητά της με τη διαδικασία ικανοποίησης των ζωτικά απαραίτητων αναγκών, η ζωτικά απαραίτητη ανάγκη προβάλλει ως αυτοανανεούμενη, το μέσο και το αντικείμενο της εργασίας – ως ανανεούμενα υπό την επίδραση της αυτοανανεούμενης  ζωτικά απαραίτητης ανάγκης ενόσω υπάρχει η δυνατότητα διαρκούς εκ νέου άντλησης από τη φύση ποσοτήτων των ίδιων υλικών [που προορίζονται] για τα μέσα και το αντικείμενο της εργασίας. Ο σκοπός εντός της εργασιακής διαδικασίας, - από την άποψη της «συμμετοχής» σε αυτόν του φυσικού «υλικού» του ανθρώπου – είναι ένα ψυχικό μόρφωμα, ορισμένη λειτουργία των οργάνων του σώματος του ανθρώπου.

            Κατά την εξέταση της εργασιακής διαδικασίας, η οποία επαναλαμβάνεται, ανανεώνεται με μια και την αυτή μορφή, ανακύπτει η αναγκαιότητα ειδικής διάκρισης προσωπικού και εμπράγματου παράγοντα στην εργασία: αφ’ ενός μεν, του ανθρώπου και των εργασιακών του ιδιοτήτων, αφ’ ετέρου δε, των μέσων και των αντικειμένων της εργασίας. Ο ρόλος που διαδραματίζουν προσωπικοί και εμπράγματοι παράγοντες στην ανανέωση της εργασίας είναι διαφορετικός.

            Τι είναι λοιπόν αυτό που υπαγορεύει την αναγκαιότητα επανάληψης, ανανέωσης της εργασιακής διαδικασίας υπό τους όρους που διακρίναμε;  Η ζωτικά απαραίτητη ανάγκη. Απ’ όλες τις στιγμές του κύκλου που εξετάσαμε, ακριβώς η ζωτικά απαραίτητη ανάγκη [είναι αυτή που] ανανεώνεται μαζί με την ανανέωση της ζωής, ανανεώνεται μέσω της ίδιας της διαδικασίας της κατανάλωσης. Η αναγκαιότητα ικανοποίησης των ίδιων αυτοανανεούμενων ζωτικά απαραίτητων αναγκών είναι αυτό που προκαλεί την επαναληπτικότητα, την ανανέωση της εργασιακής διαδικασίας.

            Πρωταρχικά, στην απλή μορφή της, η ζωτικά απαραίτητη ανάγκη ικανοποιείται με το προς κατανάλωση αντικείμενο, όπως αυτό είναι δεδομένο από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Στην περίπτωση που η εν λόγω ανάγκη υπό ορισμένους όρους ενεργοποιεί μιαν εργασιακή διαδικασία, εάν είτε από ποσοτικής, είτε από ποιοτικής πλευράς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με τα δεδομένα σε έτοιμη μορφή από τη φύση αντικείμενα προς κατανάλωση, τότε τα προϊόντα της εργασίας που ικανοποιούν αυτή την ανάγκη, διαφέρουν αναπόφευκτα από εκείνο το οποίο είναι δεδομένο από τη φύση σε έτοιμη μορφή, τουλάχιστον από ποσοτικής πλευράς.

            Η απλή περαιτέρω  επανάληψη μιας και της αυτής εργασιακής διαδικασίας, η οποία παρέχει ένα και το αυτό είδος προϊόντος σε μια και την αυτή ποσότητα, οδηγεί στην τελειοποίηση αυτής της εργασιακής διαδικασίας. Βλέπετε, ένα και το αυτό φυσικό υλικό που χρησιμοποιείται για τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας ποτέ δεν μπορεί να είναι εντελώς ομοιογενές. Οι ιδιότητές του κυμαίνονται σε διάφορα πλαίσια. Γι’ αυτό πλέον η αναγκαιότητα μόνιμης επανάληψης μιας και της αυτής εργασιακής διαδικασίας, οδηγεί στην προσπάθεια ανεύρεσης του κατά το δυνατό ομοιογενέστερου φυσικού υλικού για μέσα και αντικείμενα της εργασίας. Δεδομένου ότι τα μέσα της εργασίας εξυπηρετούν την επεξεργασία όχι ενός αλλά πολλών αντικειμένων εργασίας, η μορφή (και το υλικό τους) είναι σταθερότερη από τη μορφή (και το υλικό) των αντικειμένων της εργασίας. Γι’ αυτό, υπό τον όρο που επισημάναμε, η ομοιογένεια του υλικού των αντικειμένων της εργασίας έχει λιγότερη σημασία έναντι της ομοιογένειας του υλικού και της σταθερότητας των μορφών των μέσων της εργασίας. Επομένως, όταν υπάρχει διαθέσιμο φυσικό υλικό του δεδομένου είδους για τα αντικείμενα της εργασίας κατά την επανάληψη μιας και της αυτής εργασιακής διαδικασίας, πρώτον, επιτυγχάνεται η διάκριση κάποιων σταθερών ιδιοτήτων του φυσικού υλικού [ενός] δεδομένου είδους για μέσα της εργασίας και κάποιων σταθερών ιδιοτήτων υλικών [ενός άλλου] δεδομένου είδους για τα αντικείμενα της εργασίας, και δεύτερον, προπαντός τα μέσα της εργασίας από φυσικό υλικό του δεδομένου είδους αποκτούν σταθερή, καθολική μορφή, ενώ μετατρέπονται όλο και περισσότερο σε τεχνητά δημιουργημένα μέσα εργασίας.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο το φυσικό υλικό και η μορφή των αντικειμένων της εργασίας είναι περισσότερο ευμετάβλητα (εάν εκκινούμε από την ίδια την ουσιαστική διαφορά μεταξύ τουλάχιστον μηχανικών μέσων και αντικειμένων της εργασίας), απ’ ότι το φυσικό υλικό και η μορφή των μέσων της εργασίας. Ωστόσο, το σταθερό στοιχείο που ενυπάρχει σ’ αυτό το ευμετάβλητο ενισχύεται για τις επόμενες εργασιακές διαδικασίες προπαντός στο μέσο της εργασίας, αρχικά ως μεταβολή της λειτουργίας του και στη συνέχεια ως μεταβολή της μορφής του.

            Η πιθανότερη εκδοχή (από την άποψη της ουσίας της αμοιβαίας σχέσης μέσων και αντικειμένων της εργασίας) είναι το ευμετάβλητο του φυσικού υλικού των αντικειμένων της εργασίας της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας. Γι’ αυτό και το πιθανότερο είναι να ανακύψουν νέες μαρτυρίες, γνώσεις, δεξιότητες κλπ... κατά την χρήση προγενέστερων, άμεσα διαθέσιμων μέσων εργασίας για την επενέργεια στο μεταβληθέν υλικό του ίδιου είδους αντικειμένου της εργασίας. Ωστόσο, [αυτό] το γενικό, το καθολικό ενισχύεται και σταθεροποιείται όταν αποτυπώνεται σε καθολικοποιημένη για τη δεδομένη εργασιακή διαδικασία μορφή μέσων εργασίας. Η ενίσχυση αυτή οδηγεί στο γεγονός ότι η δημιουργία τέτοιου είδους προϊόντων αποκτά σταθερότητα από ποσοτικής πλευράς, ενώ το ίδιο το προϊόν αποκτά σταθερά επαναλαμβανόμενη μορφή.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αρχικά το μέσο της εργασίας είναι ούτως ή άλλως δεδομένο σε έτοιμη μορφή. Χρησιμοποιείται σε ορισμένου είδους αντικείμενα. Το υλικό των αντικειμένων μεταβάλλεται στα πλαίσια του δεδομένου είδους. Σε συνδυασμό με αυτό μεταβάλλονται αντίστοιχα και οι λειτουργίες του δεδομένου μέσου εργασίας. Συσσωρεύονται γνώσεις και μαρτυρίες περί των ιδιοτήτων αυτού του είδους αντικειμένων της εργασίας, περί των διακυμάνσεων και περί εκείνου του σταθερού, το οποίο διατηρείται –δεδομένων των διακυμάνσεων αυτών των ιδιοτήτων- καθώς επίσης γνώσεις και δεξιότητες πρακτικής χρήσης του δεδομένου μέσου εργασίας –δεδομένης της μεταβολής των ιδιοτήτων αυτού του είδους των αντικειμένων της εργασίας- μαρτυρίες περί των ιδιοτήτων του δεδομένου μέσου εργασίας. Όλες αυτές οι γνώσεις, δεξιότητες και μαρτυρίες αποκτώνται εντός της διαδικασίας χρησιμοποίησης του δεδομένου μέσου εργασίας επί αντικειμένων του δεδομένου είδους με εναλλασσόμενες εκδοχές φυσικού υλικού. Αντίστοιχα, μεταβάλλεται το μέσο της εργασίας, όλο και περισσότερο καθολικοποιούμενο για την επεξεργασία αντικειμένων του δεδομένου είδους [και την μεταποίησή τους] στο δεδομένο προϊόν.

            Το γεγονός ότι το μέσο της εργασίας αποκτά καθολική μορφή για την επεξεργασία ενός δεδομένου είδους αντικειμένων της εργασίας, που σημαίνει ότι το μέσο εργασίας που έχει ληφθεί σε έτοιμη μορφή δεν αλλάζει μόνον ως προς τη λειτουργία, αλλά και ως προς τη μορφή (με μεταβολή της μορφής που καθιστά το δεδομένο μέσο εργασίας καθολικό για την επεξεργασία ενός δεδομένου είδους αντικειμένων [και τη μετατροπή τους] σε δεδομένο προϊόν) συνιστά την ωριμότητα της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας. Η πλήρης ωριμότητα της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας ολοκληρώνεται, πρώτον, όταν και όποτε η χρήση ενός μέσου εργασίας, καθολικού για τη δεδομένη επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία, οδηγεί σε τελειωτική ενίσχυση των γνώσεων και των δεξιοτήτων χρησιμοποίησης του καθολικού μέσου εργασίας για τη δημιουργία αυστηρά σταθερού, επαναλαμβανόμενου προϊόντος της εργασίας από ευμετάβλητα αντικείμενα εργασίας δεδομένου είδους, όταν οι γνώσεις περί του καθολικού, περί του γενικού για τη δεδομένη εργασιακή διαδικασία εντοπίζονται σε σταθερή μορφή. Δεύτερον, όταν και όποτε το αντικείμενο της εργασίας δεδομένου είδους υπόκειται σε προκαταρκτική επεξεργασία για να του προσδοθεί ομοιογένεια, σταθερότητα και να καταστεί λιγότερο ευμετάβλητο ως αντικείμενο της εργασίας.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επανάληψη, η ανανέωση μιας και της αυτής εργασιακής διαδικασίας οδηγεί στην ωρίμανσή της, η οποία προκαλείται από την ίδια την ανανέωσή της. Η ανανέωσή της προκαλείται από την αναγκαιότητα να ικανοποιεί αυτοανανανεούμενες ζωτικά απαραίτητες ανάγκες.

            Ωστόσο, ουσιαστικά η ωρίμανση της εργασιακής διαδικασίας, όπως έπεται από τα προαναφερθέντα, συνιστά ταυτοχρόνως και τον διαμελισμό της [την διάρθρωσή της, την αρθρωτή διάταξη των μερών της].

Για την κατανάλωση δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή αντικειμένων προς κατανάλωση, πρέπει αυτά να εξευρεθούν, να προσπελασθούν, να συλλεγούν, [να εξορυχθούν, να αντληθούν]  κλπ..., γενικά  χρειάζεται η άγρα τους. Για τη λήψη αντικειμένων προς κατανάλωση με τη βοήθεια δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή μέσων εργασίας, χρειάζεται να συλλεγούν και τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας. Η άγρα υλικού για τα μέσα και αντικείμενα της εργασίας διατηρείται και κατά την ώριμη εργασιακή διαδικασία. Ωστόσο, διακρίνονται επιπλέον εντός της η επεξεργασία, η δημιουργία μέσων εργασίας και η δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση με τη βοήθεια δημιουργημένων μέσων εργασίας. Στην καθ’ όλα ώριμη εργασιακή διαδικασία έχει επίσης θέση και η προκαταρκτική επεξεργασία του αντικειμένου της εργασίας, ώστε να του προσδοθεί ομοιογένεια και γενικά χρήσιμες ιδιότητες. Κατά την επανάληψη, κατά την ανανέωση της εργασιακής διαδικασίας, αυτή προσκρούει στο όριο ανανέωσης της ζωής του ατόμου. Σε συνδυασμό με αυτό, προκύπτει η αναγκαιότητα –για τη μόνιμη επανάληψη, ανανέωση της εργασίας– μετάδοσης των μαρτυριών, των γνώσεων και των δεξιοτήτων σε νέα άτομα, τα οποία εντάσσονται στην εργασία.

Η διαφορά των εργασιακών διαδικασιών (εκτός της διαφοράς που απορρέει από τις εσωτερικές συνδέσεις της ίδιας της εργασίας) εξαρτάται επίσης και από τον καθοριζόμενο από την κατασκευή του σώματος διαμελισμό των ζωτικά απαραίτητων αναγκών (π.χ. παραγωγή τροφίμων ως ειδικό είδος παραγωγής). Εκτός αυτού η διαφορά των εργασιακών διαδικασιών εξαρτάται από το είδος του φυσικού υλικού των αντικειμένων και των μέσων εργασίας (π.χ. παραγωγή ζωικών και φυτικών τροφίμων). Η εξάρτηση των εργασιακών διαδικασιών από το είδος του φυσικού υλικού και από το σύνολο των ζωτικά απαραίτητων αναγκών (που καθορίζεται από την κατασκευή του σώματος), είναι μια διαφορά των εργασιακών διαδικασιών, που προκαλείται από την επίδραση κάποιου τινός του εξωτερικού επί του εσωτερικού, επί της εργασιακής διαδικασίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η εργασιακή διαδικασία, όταν εκλαμβάνεται ως ανανεούμενη και επαναλαμβανόμενη, προβάλλει ως επιμεριζόμενη σε διάφορες εργασιακές διαδικασίες, ως επακόλουθο, πρώτον, των εσωτερικών της συνδέσεων, δεύτερον, της καθοριζόμενης από την κατασκευή του σώματος διάρθρωσης των αναγκών και τρίτον, της διαφοράς ποικίλων ειδών φυσικού υλικού των αντικειμένων και των μέσων εργασίας.

Όσον αφορά το τρίτο, λεπτομερέστερη περιγραφή του θα ήταν σκόπιμη κατά την ιστορική εξέταση, διότι οι συγκεκριμένες διαφορές ως προς τα είδη του φυσικού υλικού των αντικειμένων και των μέσων εργασίας, είναι κάτι το τυχαίο έναντι της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας αφ’ εαυτής.

Όσον αφορά το δεύτερο, αναφέρεται στη δημιουργία διαφόρων ειδών αντικειμένων προς κατανάλωση. Οι εν λόγω διαφορές των εργασιακών διαδικασιών, δεδομένου, ότι καθορίζονται από αυτή τη διάρθρωση των ζωτικά απαραίτητων αναγκών είναι (όπως και στο τρίτο) εξωτερικές έναντι της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας αφ’ εαυτής.

Όσον αφορά το πρώτο, πρόκειται για εκείνη τη διάρθρωση της εργασιακής διαδικασίας, η οποία καθορίζεται από την ίδια την ανανέωση, από την επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας. Αναφορικά με τη σύγχρονη βιομηχανία, μας παρέχει την υποδιαίρεσή της σε εξορυκτική βιομηχανία και βιομηχανία [πρωτογενούς] επεξεργασίας, σε παραγωγή μέσων παραγωγής, σε παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση και σε κατάρτιση στελεχών. Φυσικά όσο λαμβάνει χώρα η ανανέωση της εργασίας, θα υπάρχουν και αυτές οι προκαλούμενες από την ίδια την ανανέωσή της διαφορές.

Η καθολικοποίηση των μέσων εργασίας [που προορίζονται] για τη δημιουργία προϊόντων ορισμένου είδους από αντίστοιχου είδους αντικείμενα εργασίας ουσιαστικά συνιστά συνάμα και διαφοροποίηση  αυτών των μέσων εργασίας από μέσα εργασίας που προορίζονται για τη δημιουργία άλλων ειδών αντικειμένων. [Αυτό συμβαίνει] διότι όσο περισσότερο διακρίνεται το γενικό, το κοινό, ακριβώς ενός δεδομένου είδους, τόσο περισσότερο διαφέρει αυτό το είδος από τα υπόλοιπα είδη. Το γενικό υφίσταται μέσω της διαφοράς (όπως ακριβώς και η διαφορά είναι εφικτή μόνον εφ’ όσον υπάρχει το γενικό).

            Η ανανέωση, η επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας οδηγεί κατ’ ανάγκη ταυτοχρόνως σε όλο και μεγαλύτερη ενότητα, σε αμοιβαία «προσκείμενες» διαφορετικές στιγμές της εργασίας. Με την επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας όλο και ακριβέστερα συλλαμβάνονται στο σκοπό το αποτέλεσμα, καθώς επίσης τα μέσα, το αντικείμενο και ο τρόπος της εργασίας που απαιτούνται για τη λήψη αυτού του αποτελέσματος. Το μέσο της εργασίας όλο και περισσότερο τελειοποιείται, προσαρμόζεται στη δεδομένη εργασιακή διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και για  τα λοιπά συστατικά στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας.

            Ωστόσο, μαζί με την εδραίωση όλο και μεγαλύτερης ενότητας των στιγμών της εργασιακής διαδικασίας λαμβάνει χώρα και ένας αύξων διαμελισμός, ένας αμοιβαίος διαχωρισμός των στιγμών της εργασίας. Γενικά, η σύναψη δεσμών, [συνάφειας, συνοχής] πραγματοποιείται μέσω του αντίποδά της, μέσω του διαμελισμού [της διάρθρωσης] των αλληλένδετων στιγμών. Πράγματι, όσο μεγαλύτερη είναι η ακρίβεια της προτρέχουσας σύλληψης στο σκοπό του αποτελέσματος της εργασίας και των αντίστοιχων με αυτό μέσων, αντικειμένου και τρόπου εργασίας, τόσο περισσότερο διαχωρίζεται το αποτέλεσμα από τα μέσα, το αντικείμενο και τον τρόπο της εργασίας, τόσο περισσότερο διακρίνεται το τι [είναι αυτό που] προσλαμβάνεται σε αυτή την προτρέχουσα σύλληψη από την ίδια την προτρέχουσα σύλληψη κλπ... Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις λοιπές στιγμές της εργασίας. Όσο πιο τελειοποιημένη είναι η δεδομένη εργασιακή διαδικασία, τόσο πιο δύσκολο είναι –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών συνθηκών– να κάνει κάποιος κτήμα του μεμονωμένα το καθ’ ένα απ’ τα συστατικά της στοιχεία, τόσο πιο περίπλοκη και σημαντική είναι η σύλληψη του αλληλένδετού τους. Ο διαμελισμός των στιγμών της εργασιακής διαδικασίας, που πραγματοποιείται μαζί με την εμβάθυνση της [διαρθρωτικής] ενότητάς τους, συνιστά την καθαυτό εσωτερική διαφοροποίηση της εργασιακής διαδικασίας.

            Τι είναι λοιπόν αυτό που αναγκάζει προς ανανέωση και επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας και τι δημιουργείται μέσω της απλής επανάληψης της εργασιακής διαδικασίας;

            Εκείνο που προπαντός εξαναγκάζει προς ανανέωση της εργασιακής διαδικασίας είναι η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής των ανθρώπων, δηλ. η αυτοανανέωση των βιολογικών, των σωματικών αναγκών τους. Αυτοανανεούμενες οι βιολογικές, οι σωματικές ανάγκες εντός της διαδικασίας κατανάλωσης των προϊόντων της εργασίας, απαιτούν και ανανέωση αυτών των προϊόντων, επομένως, και ανανέωση [εκ νέου επανάληψη] της εργασίας.

            Η εργασία πραγματοποιείται σ’ αυτή την περίπτωση χάριν της ικανοποίησης των σωματικών αναγκών, χάριν της διατήρησης της φυσικής ύπαρξης, δηλ. λειτουργεί ως μέσον για τη διατήρηση της φυσικής ύπαρξης για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών.

            Τι συμβαίνει όμως με την εργασία στη διαδικασία της επανάληψής της, δηλ. κατά την απλή ανανέωσή της;

            Εάν η φυσική ανάγκη ικανοποιείται με τη βοήθεια του προϊόντος της εργασίας, τα παρηγμένα αναλώσιμα αντικείμενα διαφέρουν απ’ τα δεδομένα σε έτοιμη μορφή από τη φύση αναλώσιμα αντικείμενα, τουλάχιστον ποσοτικώς. Όταν ικανοποιείται μια σωματική ανάγκη με τη βοήθεια ενός προϊόντος της εργασίας, της παραγωγής, [αυτό] σημαίνει ότι η ικανοποίηση της σωματικής ανάγκης είναι διαμεσολαβημένη από την ύπαρξη του σκοπού και των λοιπών εργασιακών ιδιοτήτων του ανθρώπου, από την ύπαρξη του μέσου και του αντικειμένου της εργασίας.

            Κατά την ανανέωση, κατά την επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας αναλίσκονται μέσα και αντικείμενα της εργασίας, καθώς επίσης και εργασιακές δυνάμεις του ανθρώπου. Κατά την συνεχή ανανέωση και εκ νέου επανάληψη μιας δεδομένης εργασιακής διαδικασίας, δηλ. κατά την αδιάλειπτη, μόνιμη και σταθερά διεξαγόμενη επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας, ξοδεύεται [φθίνει], εξαφανίζεται το δεδομένο αντικείμενο της εργασίας. Το αντικείμενο της εργασίας πρέπει να εισάγεται έξωθεν της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας, ενώ εντός αυτής της εργασιακής διαδικασίας μετατρέπεται σε προϊόν της εργασίας (το οποίο αποτελεί αναγκαιότητα για την εργασιακή διαδικασία) και σε απόβλητα της εργασίας (που δεν έχουν θέση πάντοτε). Έξωθεν της δεδομένης εργασίας πρέπει να εισάγονται και τα μέσα της εργασίας. Στην απλούστερη περίπτωση, τόσο το αντικείμενο της εργασίας, όσο και το μέσο της εργασίας βρίσκονται εκτός της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας σε έτοιμη μορφή στη φύση. Κατά την αρκούντως παρατεταμένη και αλλεπάλληλη επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας τελικά ξοδεύεται [αναλίσκεται] και η δύναμη εργασίας του δεδομένου ανθρώπου. Εδώ η επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας προσκρούει στο πεπερασμένο της διάρκειας ζωής του μεμονωμένου ανθρώπου και στην ανάλωση των εργασιακών του δυνάμεων. Επομένως, η περαιτέρω επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας προϋποθέτει ως αναγκαίο όρο τη συνέχιση του ανθρώπινου γένους.

Στο βαθμό που η δεδομένη εργασιακή διαδικασία εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται, διακρίνονται ορισμένες γενικές και σταθερές ιδιότητες, ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων σε αυτήν μέσων και αντικειμένων εργασίας, καθώς επίσης και [ορισμένες] εργασιακές ιδιότητες του [εμπλεκόμενου σε αυτήν] ανθρώπου. Αντίστοιχα, αλλάζει και το μέσο της εργασίας, καθολικοποιείται, αρχικά αλλάζουν οι λειτουργίες, ενώ στη συνέχεια και η μορφή, η κατασκευή του [όλα αυτά] γίνονται σταθερότερες [ιδιότητες], περισσότερο προσαρμοσμένες στη διεξαγωγή ακριβώς της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας. Αντίστοιχα αύξουσα είναι και η αναγκαιότητα ομοιογενούς αντικειμένου της εργασίας, [η αναγκαιότητα] να προσδοθούν στο αντικείμενο της εργασίας –προ της ένταξής του στη δεδομένη εργασιακή διαδικασία υπό την ιδιότητα του αντικειμένου εργασίας– σταθερή ομοιογένεια και ομοιότητα (π.χ. δημιουργία κράματος σιδήρου ορισμένης ποιότητας). Αντίστοιχα και στον άνθρωπο, ο οποίος εκτελεί την δεδομένη εργασιακή διαδικασία, καλλιεργούνται ορισμένες εργασιακές ιδιότητες, καθολικοποιημένες, γενικευμένες και σταθερές στα πλαίσια της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας.

            Όταν η επανάληψη είναι αρκούντως σταθερή, η δεδομένη διαδικασία δημιουργίας με τη βοήθεια της εργασίας ορισμένου αναλώσιμου αντικειμένου που ικανοποιεί μια βιολογική ανάγκη, οδηγεί στο σχηματισμό εργασιακών διαδικασιών, εντός των οποίων δημιουργούνται μέσα της εργασίας, αντικείμενα της εργασίας και άνθρωποι της εργασίας. Η ίδια η επανάληψη με τη βοήθεια της εργασίας της δεδομένης διαδικασίας δημιουργίας αντικειμένων προς κατανάλωση, οδηγεί σε περιπλοκή και διαμελισμό [επιμερισμό] της εργασίας σε εργασία προς δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση, σε εργασία προς δημιουργία μέσων και αντικειμένων της εργασίας, καθώς επίσης και σε εργασία προς κατάρτιση του ανθρώπου της εργασίας.

            Η περιπλοκή και η αύξηση της εργασίας αργά ή γρήγορα προσκρούουν στους περιορισμούς των δυνάμεων του μεμονωμένου ανθρώπου και οδηγούν στον καταμερισμό της εργασίας.

            Η ανανέωση, η επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας προκαλείται, πρώτον, από την αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής του δεδομένου ατόμου και δεύτερον, από τη συνέχιση της ζωής του γένους. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ατόμων νέας γενιάς εν συγκρίσει με τον αριθμό των ατόμων της προηγούμενης γενιάς, τόσο μεγαλύτερος – τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων – πρέπει να είναι και ο αριθμός των διαδικασιών της δεδομένης εργασίας που διεξάγονται ταυτοχρόνως. Τα όρια επανάληψης της εργασιακής διαδικασίας έγκεινται, αφ’ ενός μεν, στον άνθρωπο (στη διάρκεια του εργασιακού μέρους της ζωής του ατόμου και στον αριθμό των ατόμων), αφ’ ετέρου δε, στη φύση. Η ποσότητα φυσικού υλικού του δεδομένου είδους, που λειτουργεί  ως αφετηριακό υλικό για τα μέσα και αντικείμενα της εργασίας, δεν είναι άπειρη και γι’ αυτό το λόγο, η απλή επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας οδηγεί σε εξάντληση του προηγούμενου [διαθέσιμου] υλικού της φύσης για τα μέσα και αντικείμενα της εργασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η αναγκαιότητα μετάβασης σε άλλη  εργασιακή διαδικασία. Ωστόσο, το όριο που έγκειται στον άνθρωπο (με την έννοια που το επισημάναμε παραπάνω), κατά την επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας, δεν οδηγεί άμεσα  σε άλλη εργασιακή διαδικασία.

Η απλή επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας, της παραγωγής αντικειμένων προς κατανάλωση οδηγεί σε διαμελισμό της εργασιακής διαδικασίας, σε σχηματισμό διαφόρων ειδών εργασίας και σε τελευταία ανάλυση, στη μετάβαση της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας σε άλλη εργασιακή διαδικασία.

            Προηγουμένως εξετάζαμε την εργασιακή διαδικασία ως μέσο για την ικανοποίηση μιας βιολογικής ανάγκης. Δεν υπάρχει όμως μια βιολογική ανάγκη. Υπάρχουν ποικίλες βιολογικές ανάγκες. Η διαφορά των βιολογικών αναγκών εξαρτάται προπαντός από την κατασκευή του σώματος του ανθρώπου και από τη δεδομένη από τη φύση διαφορά των αντικειμένων προς κατανάλωση.

            Διαφορετικές βιολογικές ανάγκες ικανοποιούνται με διαφορετικά αντικείμενα προς κατανάλωση. Το ανέφικτο της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών με τα ίδια αντικείμενα προς κατανάλωση μπορεί να καθορίζεται από την ποιοτική διαφορά των ίδιων των βιολογικών αναγκών, π.χ. η ανάγκη διατήρησης λίγο – πολύ σταθερής εξωτερικής θερμοκρασίας σε πλαίσια, στα οποία ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει επί μακρόν, εξασφαλίζεται με την ένδυση, την υπόδηση, την κατοικία, ενώ η ανάγκη για τροφή – με τρόφιμα.

            Η ποικιλομορφία των εργασιακών διαδικασιών εξαρτάται σε αυτή την περίπτωση από την ποικιλομορφία ποιοτικώς διαφορετικών βιολογικών αναγκών.

            Μία και η αυτή βιολογική ανάγκη μπορεί να ικανοποιείται με διαφορετικά αντικείμενα προς κατανάλωση. Η ποικιλομορφία των αντικειμένων προς κατανάλωση που ικανοποιούν μια και την αυτή ανάγκη, καθορίζεται πρωτίστως και κατά κύριο λόγο, από την ποικιλομορφία των φυσικών υλικών από τα οποία αποτελούνται τα αντικείμενα και τα μέσα της εργασίας, π.χ. η παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση φυτικής και ζωικής προέλευσης (εντός αυτών των μεγάλων υποδιαιρέσεων μπορούν να υπάρχουν και μικρότερες, δεδομένου ότι, φέρ’ ειπείν, στην παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση ζωικής προέλευσης εντάσσεται η παραγωγή κρέατος, η βυρσοδεψία, η παραγωγή γάλακτος κλπ...) είτε η παραγωγή μέσων εργασίας από λίθο, διάφορα μέταλλα κλπ...

            Το γεγονός ότι μια και η αυτή βιολογική ανάγκη μπορεί να ικανοποιείται από διάφορα αναλώσιμα αντικείμενα, δεν απορρέει κατ’ ανάγκη, ούτε από την βιολογική ανάγκη αφ’ εαυτής, ούτε από τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, από την εσωτερική συνοχή τους, αλλά καθορίζεται από την ποικιλομορφία των εξωτερικών εν σχέσει προς τον άνθρωπο φυσικών όρων. Γι’ αυτό, στο βαθμό που η διαφορά των εργασιακών διαδικασιών εξαρτάται από τη φυσική ποικιλομορφία, και η ύπαρξη διαφόρων εργασιακών διαδικασιών προκαλείται από εξωτερικά, τυχαία εν σχέσει προς την εργασία αίτια. Ωστόσο, στο βαθμό που η ποικιλομορφία των   ειδών της εργασίας εξαρτάται από τις βιολογικές ανάγκες, δεν είναι πλέον κάτι το εξωτερικό εν σχέσει προς την εργασία, αλλά [κάτι το] εξαρτώμενο από την ποικιλομορφία εκείνου, για το οποίο η εργασία λειτουργεί ως μέσον.

Εξετάζοντας την απλούστατη σχέση της κοινωνίας υπό το πρίσμα της εργασιακής διαδικασίας, μπορούμε να πούμε επίσης, ότι η ποικιλομορφία των βιολογικών αναγκών διαθλάται στην ποικιλομορφία διαφόρων εργασιακών διαδικασιών (αν και η ποικιλομορφία των εργασιακών διαδικασιών δεν εξαρτάται μόνον από την ποικιλομορφία των βιολογικών αναγκών), [καθώς επίσης και] ότι η περιπλοκή και η αύξηση των εργασιακών διαδικασιών, προσκρούοντας στα όρια των δυνατοτήτων των ατόμων ως έμβιων όντων, οδηγεί στον καταμερισμό της εργασίας κατά ατομικές ιδιότητες, κατά τις ιδιότητες εκείνες μέσω των οποίων διαφορίζονται άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέροντες. Η επανάληψη των δεδομένων εργασιακών διαδικασιών αγγίζει τελικά το όριο της διάρκειας εργασιακής ζωής του μεμονωμένου ατόμου. Η συνέχιση της ζωής του γένους απαιτεί την ένταξη σε κάθε δεδομένη αναγκαία εργασιακή διαδικασία νέων ατόμων. Μία διαμορφωμένη εργασιακή διαδικασία δεν διεξάγεται χωρίς την ύπαρξη ορισμένων διαθέσιμων καθολικοποιημένων, γενικευμένων και σταθερών εργασιακών ιδιοτήτων. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η προπαρασκευή προς εργασία νέων ατόμων, η μετάδοση και η αγωγή σε αυτά των απαιτούμενων εργασιακών ιδιοτήτων, για την διεξαγωγή των δεδομένων εργασιακών διαδικασιών.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ποικιλομορφία των εργασιακών διαδικασιών εξαρτάται από την ποικιλομορφία των φυσικών όρων, από την ποικιλομορφία του φυσικού υλικού των αντικειμένων και των μέσων της εργασίας, από την διάρθρωση των απαραίτητων βιολογικών αναγκών, από τις ατομικές ιδιότητες των ανθρώπων, από τις διαφορές τους ως προς το φύλο και την ηλικία, καθώς και από τις διαφορές που απορρέουν από την εσωτερική υφή, από την ιδιαιτερότητα των συστατικών στοιχείων της εργασίας και την εσωτερική αμοιβαία σύνδεσή τους, δηλ. από τη διεξαγωγή της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας.

            Η επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας για τη δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση, οδηγεί επίσης και στη διαμόρφωση: α) της εργασίας για τη δημιουργία μέσων εργασίας, β) της εργασίας για τη δημιουργία αντικειμένων της εργασίας και γ) της εργασίας για τη δημιουργία του ανθρώπου της εργασίας, δηλ. γεννά την ποικιλομορφία των διαφόρων ειδών εργασίας. Η ποικιλομορφία που επισημάναμε εδώ γεννιέται από τις εσωτερικές συνδέσεις της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Αυτή η ποικιλομορφία των διαφόρων ειδών εργασίας είναι αύξουσα λόγω του ότι και ο άνθρωπος της εργασίας, και το μέσο, και το αντικείμενο της εργασίας μεταβάλλονται από την ίδια την εργασιακή διαδικασία και αντίστοιχα με αυτήν:  το μέσο και το αντικείμενο της εργασίας δεν είναι πλέον απλώς δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, αλλά έχουν μεταβληθεί από την εργασιακή διαδικασία. Ο άνθρωπος της εργασίας αποκτά επίσης εργασιακές ιδιότητες, οι οποίες ενσωματώνονται και στις λειτουργίες, αλλά ακόμα και στην κατασκευή [στην διάρθρωση] των βιολογικών του οργάνων. Συνεπώς, η εργασιακή διαδικασία μετασχηματίζει εναρμονίζοντας καθ’ ομοίωσίν της [και υπέρ της] όλα τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, γεγονός που σημαίνει ότι συγκροτεί αντίστοιχη εαυτής βάση, δηλ. διαμορφώνεται, ωριμάζει.

            Η προαναφερθείσα ποικιλομορφία των ειδών εργασίας (η ύπαρξη εργασιακών διαδικασιών προς δημιουργία αντικειμένων προς κατανάλωση, μέσων και αντικειμένων εργασίας και του ανθρώπου της εργασίας) είναι η ποικιλομορφία της ώριμης εργασίας. Στην ανώριμη εργασία η οποία μόλις ανακύπτει δεν υπάρχει η εν λόγω ποικιλομορφία, ενώ τα προς κατανάλωση αντικείμενα δημιουργούνται με φυσικά μέσα και αντικείμενα εργασίας και με τον άνθρωπο ως δεδομένο, ο οποίος μπορεί να συμμετέχει στην εργασία χωρίς ιδιαίτερη προπαρασκευή.

            Η ωρίμανση της εργασιακής διαδικασίας σηματοδοτείται από τον μετασχηματισμό κατ’ αντιστοιχία προς την εργασιακή διαδικασία όλων των συστατικών στοιχείων της, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου. Στην ώριμη εργασία η εργασία δεν «αποτυπώνεται» στον άνθρωπο μόνο λειτουργικά, αλλά και μορφολογικά και εντός αυτής της σχέσης μορφοποιείται, τρόπον τινά, η εργασιακή ανάγκη, δηλ. η ανάγκη για εργασία του υγιούς ανθρώπινου οργανισμού.

            Όσο η εργασία παραμένει ανώριμη, λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως μέσο για την ικανοποίηση των εξωτερικών έναντι της ίδιας [της εργασίας] σωματικών αναγκών. Τότε η πηγή [η κινητήριος δύναμη] της ανανέωσης, της επανάληψης της εργασίας, εδράζεται εκτός της ίδιας της εργασίας. Είναι μια εξωτερική –έναντι της ίδιας της εργασίαςπηγή κίνησης [κινητήριος δύναμη] της εργασίας. Και αυτή δεν αποτελεί μόνο την πηγή της επανάληψης, αλλά και της διεύρυνσης, της ανάπτυξης της εργασίας, της παραγωγής. Ωστόσο, πρώτον, εδώ πρόκειται για μια πηγή που επιτρέπει την διεύρυνση εντός καθ’ όλα καθορισμένων πλαισίων, μιας και υπαγορεύει την ανάπτυξη της εργασίας έως ότου τα άτομα καταστούν ικανά να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους σε τελευταία ανάλυση τέτοια ποσότητα αντικειμένων προς κατανάλωση, που είναι απαραίτητη για τη μέγιστη ικανοποίηση των βιολογικών τους αναγκών (τέτοιο φυσικό μέγιστο όριο υπάρχει για κάθε σωματική ανάγκη). Εφ’ όσον επιτευχθεί το εν λόγω μέγιστο, μετατρέπεται σε πηγή επανάληψης της παραγωγής με αμετάβλητο τον όγκο της (φυσικά υπό τον όρο να παραμένει ο πληθυσμός αριθμητικά αμετάβλητος). Εφ’ όσον επιτευχθεί το εν λόγω μέγιστο η [περαιτέρω] ανάπτυξη της εργασίας θα υπαγορεύεται πλέον από την αριθμητική αύξηση του πληθυσμού. Δεύτερον, η πηγή αυτή, ως προς την ουσία της, προϋποθέτει μεν απαραιτήτως την ποσοτική διεύρυνση της εργασίας (μέχρις ότου επιτευχθεί το εν λόγω μέγιστο), πλην όμως δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την ποιοτική, μεταβολή της εργασίας. Η εν λόγω πηγή δεν προκαλεί την ποιοτική μεταβολή της εργασίας θετικά, αλλά αρνητικά: η ποιοτική μεταβολή λαμβάνει χώρα στην περίπτωση που δεν επαρκεί η ποσοτική μεταβολή της εργασίας για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών, στην περίπτωση που η ποσοτική μεταβολή της εργασίας προσκρούει σε εξωτερικά όρια (π.χ. στην ανεπάρκεια του φυσικού υλικού [που απαιτείται] για τα αντικείμενα εργασίας του δεδομένου είδους). Ενόσω υπάρχει τέτοια πηγή κίνησης της εργασίας, το κέντρο βάρους εδράζεται στην ποσοτική μεταβολή της εργασίας, ενώ η ποιοτική της μεταβολή καταλαμβάνει υπηγμένη θέση.

            Όταν  όμως ωριμάζει η εργασία, οπότε, επομένως, και ο άνθρωπος της εργασίας δεν αλλάζει μόνο λειτουργικά, αλλά και μορφολογικά κατ’ αντιστοιχία προς την εργασιακή διαδικασία, τότε [είναι που], κατά τη γνώμη μας, διαμορφώνεται η ανάγκη του κανονικού, του υγιούς ανθρώπινου οργανισμού για διεξαγωγή της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Η κατασκευή [η διάρθρωση] του οργανισμού καθορίζει τις δυνατότητες λειτουργίας του και καθορίζει την ανάγκη πραγματοποίησης αυτών των δυνατοτήτων. Δεδομένου ότι η διάρθρωση του οργανισμού του ανθρώπου είναι ιδιότυπη εν συγκρίσει με την διάρθρωση του οργανισμού των ζώων (και αυτό αφορά προπαντός την διάρθρωση των χεριών και του εγκεφάλου του), υπάρχει η φυσική ανάγκη πραγμάτωσης αυτών των ιδιότυπων δυνατοτήτων. Ωστόσο, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποια καθαρά φυσική ανάγκη, αλλά με μίαν ανάγκη, η οποία μορφοποιεί την εσωτερική στιγμή του κοινωνικού. Μια στιγμή, η οποία, ναι μεν, δεν υφίσταται εκτός της εσωτερικής ενότητας με το κοινωνικό, πλην όμως δεν ανάγεται και πλήρως στο κοινωνικό. Είναι γνωστό ότι το ανθρώπινο άτομο το οποίο εξόκειλε σε ζωώδες περιβάλλον σε μικρή ηλικία, παραμένει στο επίπεδο της ζωώδους ανάπτυξης, δεν πραγματοποιούνται σε αυτό οι δυνατότητες που απορρέουν από την ιδιοτυπία της κατασκευής του ανθρώπινου οργανισμού*. Σε αυτή την περίπτωση δεν διαμορφώνονται οι ιδιότυπα ανθρώπινες ανάγκες, συμπεριλαμβανομένης και της ανάγκης για εργασία. Συνεπώς, η ανάγκη για εργασία δεν είναι μια αποκλειστικά βιολογική ανάγκη. Εν τω μεταξύ, ακόμα και τα πλέον ανεπτυγμένα ζώα με την τελειότερη δυνατή εκπαίδευση και αγωγή δεν μπορούν να συγκριθούν με τους ανθρώπους ως προς την ανάπτυξή τους. Αυτό το στοιχείο είναι δηλωτικό του γεγονότος ότι η ικανότητα του ανθρώπου προς εργασία και η ανάγκη του για εργασία έχουν συν τοις άλλοις και μια βιολογική, φυσική βάση. Η ανάγκη για εργασία, δεδομένου ότι χάριν αυτής πραγματοποιούνται δυνατότητες καθορισμένες από την ιδιάζουσα κατασκευή του οργανισμού του ανθρώπου, έχει μία «σωματική, φυσική πλευρά», είναι η ανάγκη για ιδιότυπα ανθρώπινη λειτουργία του οργανισμού του ανθρώπου, η μ’ άλλα λόγια, ανάγκη για πραγμάτωση  ιδιαζόντως ανθρώπινων φυσικών προδιαθέσεων.

Όλες οι ζωτικά απαραίτητες ανάγκες που εξετάσαμε παραπάνω είναι εξωτερικές ως προς την εργασία. Το ουσιώδες εδώ είναι μόνον η ικανοποίηση τέτοιων αναγκών, η οποία μπορεί να επιτευχθεί και με την εργασία και με την άγρα αντικειμένων προς κατανάλωση, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Τουναντίον, η πραγμάτωση των ιδιαζόντως ανθρώπινων φυσικών προδιαθέσεων δεν μπορεί να λάβει χώρα με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνον εντός της εργασίας. Η ανάγκη για ιδιαζόντως ανθρώπινη λειτουργία του οργανισμού του ανθρώπου, κατά κύριο λόγο των χεριών και του εγκεφάλου, είναι μια ανάγκη του ανθρώπινου οργανισμού εσωτερικά ενιαία με την ίδια την εργασία, η οποία δεν υφίσταται και δεν πραγματώνεται εκτός εργασίας. [Και αυτό ισχύει] παρά το γεγονός ότι η εργασία –ως επακόλουθο της ύπαρξης της υπό την ιδιότητα του μέσου υποστήριξης της φυσικής ύπαρξης του ανθρώπου– κάθε άλλο παρά πάντοτε μπορεί  να συνιστά πραγμάτωση, τελειοποίηση και ανάπτυξη των ιδιαζόντως ανθρώπινων φυσικών προδιαθέσεων. Εντός της εργασιακής διαδικασίας αυτές οι προδιαθέσεις μπορεί και να καταστρέφονται, να παραμορφώνονται.

            Εφ’ όσον εντός της εργασιακής διαδικασίας παραμορφώνονται και καταστρέφονται οι φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου, τέτοια εργασία δεν μπορεί να είναι ανάγκη. Η εργασία είναι ανάγκη εάν πραγματώνει, τελειοποιεί και αναπτύσσει τις φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου. Τέτοια εργασία, αφ’ ενός μεν, είναι μια εργασία χάριν της τελειοποίησης και ανάπτυξης των ιδιαζόντως ανθρώπινων φυσικών προδιαθέσεων, αφ’ ετέρου δε, και συνάμα, η εργασία αυτή είναι πραγμάτωση της ανάγκης για εργασία. Ωστόσο, εάν η ίδια η εργασία λειτουργεί ως αντικείμενο ανάγκης και η ικανοποίηση της ανάγκης για εργασία συνίσταται στην ίδια την εργασιακή διαδικασία, τότε η εργασία αυτού του τύπου αποδεικνύεται ότι είναι αυτοσκοπός, εργασία χάριν της εργασίας. (Προτρέχοντας της επόμενης έκθεσης [των αποτελεσμάτων της έρευνας] επισημαίνουμε, ότι η εργασία χάριν της εργασίας σημαίνει συνάμα και μετατροπή της εργασίας σε κάτι άλλο). Συνεπώς, εάν η εργασία πραγματώνει, αναπτύσσει τις ιδιαζόντως ανθρώπινες φυσικές προδιαθέσεις, εάν η εργασία διεξάγεται χάριν της πραγμάτωσης, της τελειοποίησης αυτών των προδιαθέσεων, τότε η εργασία αυτού του τύπου είναι συνάμα εργασία χάριν της εργασίας. Ο άνθρωπος δεν είναι αλλότριος προς τέτοιου τύπου εργασία, αλλά εσωτερικά ενιαίος με αυτήν. Τέτοιου τύπου εργασία δεν είναι αλλότρια προς τον άνθρωπο εργασία, αλλά οικεία [δική του] εργασία, εργασία ως «οργανική» γι’ αυτόν βιοτική δραστηριότητα. Η εργασία η οποία αποτελεί ανάγκη, δεν λειτουργεί απλώς ως μέσον για τον άνθρωπο, αλλά συνιστά ιδιαίτερου είδους βιοτική δραστηριότητα του ίδιου [του ανθρώπου].

            Χαρακτηριστικό της ανακύπτουσας, της υπό διαμόρφωση εργασίας είναι ότι εκεί δεσπόζει η εργασία ως μέσο, κατά την οποία η εργασία ως ανάγκη υπάρχει μεν απαραιτήτως, πλην όμως υπό την ιδιότητα της υπηγμένης στιγμής. Εντός της ιστορικά διαμορφωμένης εργασίας δεσπόζει η εργασία ως ανάγκη. Εδώ η εργασία ως μέσο παραμένει μεν, αλλά υποβαθμίζεται στο ρόλο της υπηγμένης στιγμής, του αναγκαίου όρου. Η ανάγκη για εργασία είναι ανάγκη για ανανέωση της εργασίας. Η ποσοτική μεταβολή, (η ποσοτική πλευρά της εργασίας, η ποσότητα των [παραγόμενων] αντικειμένων προς κατανάλωση) παραμένει μεν αναγκαίος όρος, αλλά παύει να είναι το κύριο στην εργασία. Αρχικά εγείρεται στο προσκήνιο η ποιότητα των προς κατανάλωση αντικειμένων και στη συνέχεια (είτε ταυτοχρόνως;) η ποιότητα της ίδιας της εργασίας. Εργασία χάριν της ικανοποίησης των ζωτικά απαραίτητων σωματικών αναγκών και εργασία χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία, αφ’ ενός μεν, εν γένει και εν συνόλω, δεν υφίστανται άνευ αλλήλων (στην πραγματικότητα δεν υφίστανται εργασία ως μέσο διατήρησης της βιολογικής ύπαρξης και εργασία για την ικανοποίηση της  ανάγκης για εργασία ως πλήρως αποκομμένες η μία από την άλλη), αφ’ ετέρου δε οι σκοποί της μεν και της δε εργασίας είναι εξωτερικοί προς αλλήλους, μπορεί να υπάρχει, μπορεί όμως και να μη υπάρχει πλήρης σύμπτωση της μεν και της δε εργασίας, δεν απορρέει από την ουσία της μεν και της δε εργασίας η αναγκαιότητα της πλήρους σύμπτωσής τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εργασία ως μέσο διατήρησης της βιολογικής ύπαρξης και εργασία ως ανάγκη και ενιαίες είναι και αντιφάσκουν προς άλληλες. Η μεταξύ τους αντίφαση έχει θέση και όποτε δεσπόζει η εργασία χάριν της διατήρησης της βιολογικής ύπαρξης και όποτε δεσπόζει η εργασία χάριν της ανάγκης για εργασία, αν και υπάρχουν στις εν λόγω δύο περιπτώσεις ποιοτικώς διαφορετικά στάδια της αντίφασης.

            Αντιφατική είναι και η εργασία που διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία. Αφ’ ενός μεν η εργασία ως ανάγκη έχει θέση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου, ενώ στην περίπτωση που η εργασία παραμορφώνει και προκαλεί αναπηρίες στις φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου, δεν μπορεί να συνιστά ανάγκη. Από την άλλη πλευρά, η εργασία που διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία, είναι εργασία χάριν εργασίας [εργασία εαυτής χάριν], εργασία ως αυτοσκοπός. Αλλά η εργασία ως αυτοσκοπός είναι κάτι το οποίο διεξάγεται αντικειμενικά, αφ’ εαυτού, [γεγονός] που σημαίνει ότι είναι κάτι το ανεξάρτητο από τον άνθρωπο και από τις φυσικές του προδιαθέσεις. Εάν η εργασία ήταν κάτι το οποίο χαρακτηρίζεται μόνον από αντιστοιχία προς τις φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου, δεν θα είχε θέση η τελειοποίηση και η ανάπτυξη των φυσικών προδιαθέσεων του ανθρώπου. [Για την επίτευξη αυτής της τελειοποίησης και ανάπτυξης,] εκτός της εν λόγω αντιστοιχίας η εργασία θα πρέπει να συνιστά επίσης και κάτι για τη διεξαγωγή του οποίου είναι αναγκαία η μεταβολή αυτών των προδιαθέσεων, δηλ. θα πρέπει, επίσης να είναι κάτι το ανεξάρτητο σε ορισμένο βαθμό από τις φυσικές προδιαθέσεις του ανθρώπου.

            Στην περίπτωση που η εργασία διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία, η εργασία ως μέσο για την ικανοποίηση ζωτικά απαραίτητων αναγκών παραμένει αναπόφευκτη, αν και υπηγμένη, στιγμή. Η ανάγκη για εργασία συνιστά ανάγκη για ανανέωση της εργασίας. Στο βαθμό που η εργασία διεξάγεται για την ικανοποίηση ζωτικά απαραίτητων αναγκών, το ποιόν των προϊόντων της εργασίας και το ποιόν της ίδιας της εργασίας είναι, κατά μείζονα κλίμακα, δεδομένα μαζί με το δεδομένο [ως έχει] των βιολογικών αναγκών, ενώ η ανάπτυξη της εργασίας και των προϊόντων της προβάλλει εν είδει μεταβολής της ποσότητας των προς κατανάλωση αντικειμένων. Εδώ κατά την ανάπτυξη της εργασίας έρχεται στο προσκήνιο η επίτευξη του μέγιστου της ικανοποίησης, του ποσοτικού κορεσμού των απαραίτητων βιολογικών αναγκών (επομένως, αναγκών οι οποίες κατά την ουσία τους δεν μεταβάλλονται όσο ο άνθρωπος ως εκπρόσωπος ορισμένου βιολογικού είδους δεν μεταβάλλεται ουσιωδώς). Εδώ λαμβάνει μεν χώρα η ποιοτική μεταβολή της εργασίας και των προϊόντων της, πλην όμως [αυτή η ποιοτική μεταβολή συμβαίνει] ως εν γένει και εν συνόλω υπηγμένη στην ποσοτική μεταβολή. Στην περίπτωση  όμως που η εργασία διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία, τότε η εργασία  ως μέσο για την ικανοποίηση σωματικών αναγκών εξακολουθεί να συνιστά αναγκαιότητα, αν και είναι υπηγμένη στην εργασία χάριν της ανάγκης για εργασία. Εκείνο που προβάλλει τότε στο προσκήνιο κατά την ανάπτυξη της εργασίας είναι η ποιότητα της εργασίας, η ποιοτική μεταβολή της, ενώ η ποσότητα της εργασίας καθίσταται υπηγμένη στιγμή.

            Γιατί η ανάγκη για εργασία συνδέεται κατά μείζονα κλίμακα με την ποιότητα και όχι με την ποσότητα της εργασίας, σε αντιδιαστολή με την περίπτωση όπου η εργασία αντιμετωπίζεται ως μέσο για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών; Η ανάγκη για εργασία έχει ως αντικείμενο προς κατανάλωση την εργασία. Κατανάλωση ως πραγμάτωση της ανάγκης για εργασία είναι [εδώ] κατά κύριο λόγο η ίδια η διαδικασία της εργασίας και όχι το αποτέλεσμά της.5 Η εργασία από ανάγκη για εργασία δεν είναι πλέον μόνο μέσο, αλλά και αυτοσκοπός. Είναι συνάμα και μια διαδικασία η οποία διεξάγεται χάριν της πραγμάτωσης των εργασιακών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Ωστόσο, οι εργασιακές ιδιότητες του ανθρώπου, όταν χρησιμοποιούνται διαρκώς, τελειοποιούνται, αναπτύσσονται. Η εργασία χάριν της ανάγκης για εργασία συνιστά συνάμα και εργασία χάριν της χρήσης, τελειοποίησης και ανάπτυξης των εργασιακών ιδιοτήτων του ανθρώπου.

            Η ανάγκη για εργασία εξαρτάται, πρώτον, από τον οργανισμό του ανθρώπου και, δεύτερον, από την ίδια την εργασιακή διαδικασία. Όσον αφορά το πρώτο, η εργασία πρέπει να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες του οργανισμού, δηλ. να μην είναι υπέρμετρα κοπιώδης. Πρέπει επίσης να ενεργοποιεί όλα τα όργανα και τα συστήματα του ανθρώπου που είναι ικανά να συμμετάσχουν στην εργασία, να είναι ποικιλόμορφη. Ως προς τις φυσικές ιδιότητές του, ο άνθρωπος πρέπει να είναι ικανός να εκτελεί επιτυχώς αυτές τις εργασιακές διαδικασίες, χωρίς υπέρμετρη ένταση των δυνάμεων του οργανισμού του. Η ανάπτυξη της ανάγκης για εργασία, από την άποψη των δυνατοτήτων του οργανισμού, έχει [και] τα βιολογικά, σωματικά όριά της.

            Όσον αφορά το δεύτερο, η ανάπτυξη της ανάγκης για εργασία λαμβάνει χώρα μέσω της ανάπτυξης της τελειοποίησης της εργασιακής διαδικασίας. Η ίδια η εργασιακή διαδικασία δεν θέτει όρια στην ανάπτυξή της. Η ανάπτυξη της εργασιακής διαδικασίας μπορεί να λάβει χώρα μέσω της τελειοποίησης της υφιστάμενης εργασιακής διαδικασίας, αλλά και μέσω της μετάβασης σε άλλη (κατά την προοδευτική μεταβολή, σε πιο ανεπτυγμένη) εργασιακή διαδικασία.

            Η τελειοποίηση της ήδη υφιστάμενης εργασιακής διαδικασίας και η μετάβαση σε άλλη, σε νέα εργασιακή διαδικασία, από την άποψη της συμμετοχής του ανθρώπου σε αυτήν, συνιστά δημιουργία, τέτοια εργασία είναι δημιουργική εργασία. Η τελειότητα είναι και κάλλος, [ωραιότητα, ευμορφία]. Η δημιουργία είναι ως προς την ουσία της τελειοποίηση. Κατά την άποψή μας, κάθε δημιουργική εργασία είναι εργασία κατά τους νόμους της ομορφιάς [της καλαισθησίας]. Το κύριο, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της εργασίας, η οποία διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία είναι η δημιουργία κατά τους νόμους της ομορφιάς. Το μέτρο της εργασίας, η ποικιλομορφία της, αποτελούν αναγκαία μεν, πλην όμως όχι τα κύρια γνωρίσματα της εργασίας χάριν της ανάγκης για εργασία.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο βαθμό που η εργασία συνιστά μέσο για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών, αυτές οι ανάγκες εκλαμβάνονται ως δεδομένες, η εργασιακή διαδικασία προβάλλει ως κατ’ εξοχήν επαναλαμβανόμενη, και η [όποια] μεταβολή της εργασιακής διαδικασίας – ως κατά μείζονα κλίμακα ποσοτική μεταβολή. Στο βαθμό όμως που η εργασία διεξάγεται χάριν της ανάγκης για εργασία, στο βαθμό που η ανάγκη [αυτή] είναι τελικά μια ανάγκη που έχει δημιουργηθεί από την ίδια την εργασία, η εργασιακή διαδικασία προβάλλει κατ’ εξοχήν ως μεταβαλλόμενη, ενώ η μεταβολή της εργασιακής διαδικασίας – κατά μείζονα κλίμακα ως ποιοτική μεταβολή. Μάλιστα, ακόμα και αν η εργασία συνιστά μέσο, ποτέ στην υπαρκτή πραγματικότητα δεν είναι απολύτως μόνο μέσο. Αλλά και η εργασία χάριν της ανάγκης για εργασία ποτέ στην υπαρκτή πραγματικότητα δεν μπορεί να λειτουργεί αποκλειστικά και μόνον υπό αυτή την ιδιότητα, χωρίς να είναι επίσης στον μεν η τον δε βαθμό και μέσο.

            Υπάρχει άραγε όριο στην ποιοτική μεταβολή της εργασιακής διαδικασίας;

            Το όριο αυτό, πρώτον, τίθεται από τις βιολογικές δυνατότητες του ατόμου, από τη διάρκεια της εργασιακής του ζωής, καθώς επίσης και από τη συνέχιση της ζωής του γένους. Δεύτερον, ως όριο τίθεται το περιορισμένο των μεν είτε των δε φυσικών υλικών. Τόσο το μεν, όσο και το δε όριο επιδέχονται υπέρβαση (δηλ. δεν είναι απόλυτα, αλλά σχετικά). Αποτελούν, σε διαφορετικό μεν βαθμό και κατά διαφορετικό τρόπο, πλην όμως εξωτερικά όρια της εργασιακής διαδικασίας.

            Θέτει άραγε η εργασιακή διαδικασία εσωτερικό όριο στην ανάπτυξή της; (Εσωτερικό όριο μίας διαδικασίας είναι εκείνο το όριο το οποίο τίθεται από αυτή την ίδια διαδικασία μέσω της διεξαγωγής της). Ήδη αναφέραμε παραπάνω, ότι στην ώριμη εργασιακή διαδικασία όλα τα συστατικά της εργασίας έχουν δημιουργηθεί από την ίδια την εργασία και δεν είναι δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Στην ώριμη εργασία και ο άνθρωπος της εργασίας, και το μέσο της εργασίας, και το αντικείμενο της εργασίας συνιστούν, τα ίδια, αποτελέσματα, προϊόντα της εργασίας. Επομένως, και ο άνθρωπος της εργασίας, και το μέσο της εργασίας, και το αντικείμενο της εργασίας στο βαθμό που αναπτύσσεται η εργασία τίθενται σε [μια σχέση] όλο και μεγαλύτερης εξάρτησης από την παρελθούσα εργασία, από τη συσσωρευμένη εργασία και σχετικής ανεξαρτησίας από την [νυν] διεξαγόμενη εργασία. Όσο τα συστατικά στοιχεία της εργασίας είναι κατά βάση δεδομένα σε έτοιμη μορφή, η διεξαγόμενη εργασία εξαρτάται κατά βάση από τη φύση. Όταν τα συστατικά στοιχεία της εργασίας είναι τα ίδια αποτελέσματα εργασίας, τότε η διεξαγόμενη εργασία εξαρτάται κατά μείζονα κλίμακα από την ήδη συσσωρευμένη, από την παρελθούσα εργασία. Και η κάθε νέα γενεά οφείλει να αποδίδει την δέουσα σημασία στην συσσωρευμένη πριν από αυτήν εργασία, στην παραγωγή που υπάρχει πριν από αυτήν, δεδομένου ότι είναι κάτι το μη εξαρτώμενο από τη βούληση και τις επιθυμίες της, κάτι το οποίο πρέπει να αποδεχθεί χάριν της ικανοποίησης των σωματικών της αναγκών και της συνέχισης του γένους.

            Στην ώριμη εργασιακή διαδικασία, δεδομένου ότι όλα τα συστατικά στοιχεία της έχουν δημιουργηθεί από την εργασία, η εξάρτηση της εργασίας που διεξάγεται στο παρόν από την παρελθούσα εργασία είναι σταθερή και εντοπισμένη στα συστατικά της [νυν] διεξαγόμενης εργασίας. Αλλά η εν λόγω εξάρτηση της εργασίας που διεξάγεται στο παρόν από την εργασία που έχει διεξαχθεί [κατά το παρελθόν] σημαίνει ταυτοχρόνως ότι η εκάστοτε γενεά που διεξάγει την εργασία [του παρόντος] είναι αδύνατον να την διεξάγει αυθαίρετα, [σημαίνει] δηλ. ότι η [νυν] διεξαγόμενη εργασία έχει ορισμένη ανεξαρτησία από τη βούληση και τις επιθυμίες των ανθρώπων που διεξάγουν αυτή την εργασία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο με την ωρίμανση της εργασίας ωριμάζει και η αντικειμενική νομοτέλεια της ανάπτυξης της εργασίας, η οποία διαφέρει από τις φυσικές αντικειμενικές νομοτέλειες (αν και είναι ενιαία με τις φυσικές νομοτέλειες, δεδομένου ότι τις περιλαμβάνει ως στιγμή της, ως όρο της).

            Ωριμότητα της εργασιακής διαδικασίας σημαίνει ότι εδραιώνεται και ωριμάζει η εσωτερική διασύνδεση [ο δεσμός] των συστατικών της εργασίας: ενώ στην ανώριμη εργασιακή διαδικασία συνενώνονται συστατικά τα οποία είναι δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή, στην ώριμη εργασιακή διαδικασία συνενώνονται συστατικά στοιχεία τα οποία έχουν δημιουργηθεί από την ίδια την (παρελθούσα) εργασία. Ταυτοχρόνως, η ωριμότητα της εργασίας συνίσταται στην εδραίωση της δημιουργημένης από την ίδια την εργασία σχετικής αυτοτέλειας, της απομόνωσης των συστατικών στοιχείων της εργασίας, στα πλαίσια της εσωτερικής διασύνδεσής τους [του αλληλένδετού τους]: πράγματι, οι διαδικασίες προπαρασκευής του ανθρώπου της εργασίας, δημιουργίας μέσων και αντικειμένων της εργασίας, γίνονται όλο και πιο περίπλοκες και εξαρτώμενες η κάθε μια από τη σχετικά αυτοτελή ιστορία της.

            Αυτή η απομόνωση στα πλαίσια της εσωτερικής διασύνδεσης είναι που συμβάλλει στην ανάπτυξη της εργασίας αλλά και την παρεμποδίζει. Παρ’ όλα αυτά όμως η εργασία έχει, εν γένει και εν συνόλω, τη δυνατότητα προοδευτικής ανάπτυξης, μέχρις ότου η αυτοτέλεια των συστατικών στοιχείων της εργασίας παραμένει σχετική και υπάγεται στην εσωτερική τους διασύνδεση.

            Η εργασία θα θέσει το εσωτερικό όριο της ανάπτυξής της, εάν η εσωτερική διασύνδεση των συστατικών στοιχείων της εργασίας διαρραγεί ως αποτέλεσμα της αύξουσας απομόνωσης [αποκοπής] των συστατικών της στοιχείων. Και δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε στο γεγονός ότι υπάρχουν τάσεις που οδηγούν σε αυτό. Είναι μάλιστα απαραίτητο να καταβάλλει η ανθρωπότητα ειδικές προσπάθειες στην κατεύθυνση της εξουδετέρωσης αυτών των τάσεων. Στο βαθμό που η εργασία αναπτύσσεται όλο και περισσότερο, αυξάνει η ισχύς των μετασχηματιζουσών δυνάμεων της ανθρωπότητας. Αλλά αυξάνει συνάμα και η ανεξαρτησία της παραγωγής από την ανθρωπότητα: η εξάρτηση της παραγωγής από την ανθρωπότητα γίνεται όλο και πιο διαμεσολαβημένη, διαμελισμένη και περίπλοκη, ο άνθρωπος όλο και περισσότερο ωθείται εκτός της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. Συνεπώς, η ανάπτυξη της εργασίας ενέχει και την τάση αυτοκαταστροφής της εργασίας μέσω της ίδιας της ανάπτυξής της.

            Η εργασιακή διαδικασία εάν επαναλαμβάνεται απλώς, παραμένει κατά κύριο λόγο η ίδια αμετάβλητη  είτε μεταβάλλεται ποσοτικώς. Συνάμα, η απλή επανάληψη της εργασίας εμπεριέχει στιγμές ποιοτικής μεταβολής, αν και αυτές είναι υπηγμένες. Η ενότητα ποσοτικής και ποιοτικής μεταβολής της αφετηριακής ποιότητας συνιστά το μέτρο της μεταβολής. Η ποιοτική μεταβολή είναι αυτή που διαδραματίζει τον κυρίαρχο ρόλο στο μέτρο της μεταβολής (στην ενότητά της με την ποσοτική).

            Έχουμε ήδη αναφερθεί στην ποιοτική μεταβολή της εργασιακής διαδικασίας η οποία έχει πλέον ανακύψει. Εν συντομία, συνίσταται στο γεγονός ότι στην εργασιακή διαδικασία η οποία έχει πλέον ανακύψει, τα μέσα της εργασίας μετασχηματίζονται από απλώς έξωθεν δεδομένα σε δημιουργημένα από την ίδια την εργασία. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ όλα τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία της εργασίας. Η μετατροπή των συστατικών στοιχείων της εργασίας από κατ’ εξοχήν έξωθεν δεδομένα στην εργασία σε κατ’ εξοχήν δημιουργημένα από την εργασιακή διαδικασία συνιστά ταυτοχρόνως και τη διαμόρφωση της εσωτερικής πηγής αυτοκίνησης της εργασίας ως κύριας (εν συγκρίσει με την εξωτερική πηγή κίνησης της εργασίας) πηγής ανάπτυξης της εργασίας. Όπως είδαμε, ο μετασχηματισμός των συστατικών στοιχείων της εργασίας από έξωθεν δεδομένους όρους της εργασίας σε συνεπακόλουθά της, είναι τελικά και μια διαδικασία εσωτερικού διαμελισμού [διάρθρωσης] της εργασιακής διαδικασίας σε διαφορετικές μεν, αλλά ταυτοχρόνως εσωτερικά ενιαίες [αρθρωτές] διαδικασίες (διαδικασία εκπορισμού υλικού για τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας, δημιουργία των μέσων της εργασίας, δημιουργία των αντικειμένων της εργασίας, δημιουργία αντικειμένων κατάλληλων για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών, προπαρασκευή των νέων γενεών προς εργασία).

            Κατά τη λογική εξέταση, φρονούμε ότι αρκεί να πούμε, πως η ανανέωση [η εκ νέου επανάληψη] της εργασίας, οδηγεί σε τελευταία ανάλυση στο μετασχηματισμό κατ’ αντιστοιχία με την διεξαγόμενη εργασία και του ανθρώπου, και των φυσικών όρων. Άνθρωπος και φυσικοί όροι στο βαθμό που μετασχηματίζονται στην εργασία, γίνονται προϊόντα της εργασίας, δηλ. τεχνητά δημιουργημένοι όροι. Εντός αυτής της σχέσης ο άνθρωπος και οι όροι που τον περιβάλλουν μεταβάλλονται και θα μεταβάλλονται στο βαθμό που αναπτύσσεται η εργασία (χαρακτηριστικό της σφαίρας του «περιβάλλοντος» είναι η ολοένα αύξουσα διεύρυνση και εμβάθυνσή της). Όσον αφορά τις βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου, όταν αναφερόμασταν στην απλούστατη σχέση της κοινωνίας, προέβαλλαν ως εξαρτώμενες κατά κύριο λόγο από τη βιολογία του ανθρώπου, από την διάρθρωση του σώματός του, και επομένως, ως αμετάβλητες (υπό την προϋπόθεση ότι το βιολογικό είδος homo sapiens δεν άλλαξε, δεν αλλάζει και δεν θα αλλάξει ουσιαστικά).

            Μετά την εξέταση της εργασιακής διαδικασίας καθίσταται αναγκαίος ο εντοπισμός του γεγονότος, ότι οι βιολογικές ανάγκες, στο βαθμό που εξαρτώνται από τη βιολογία του ανθρώπου (υπό την προϋπόθεση ότι παραμένει αμετάβλητη  η βιολογία του ανθρώπου), δεν μεταβάλλονται υπό την επίδραση της εργασίας, ενώ στο βαθμό που εξαρτώνται από την εργασία μεταβάλλονται με την εμφάνιση και την περαιτέρω ανάπτυξη της εργασίας. Εκείνο που έχει ουσιαστική σημασία από την άποψη της βιολογίας του ανθρώπου είναι η συνεισφορά των προς κατανάλωση αντικειμένων και της ίδιας της κατανάλωσης στη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης – κατά το βέλτιστο δυνατό τρόπο στην ιδεώδη περίπτωση. Από την άποψη της επίδρασης της εργασίας στις σωματικές ανάγκες οι τελευταίες μπορούν να ικανοποιούνται με απείρως ποικιλόμορφα καταναλώσιμα αντικείμενα δημιουργούμενα από την εργασία. Εδώ οι βιολογικές ανάγκες και η κατανάλωση μπορούν να μεταβάλλονται στην κατεύθυνση της προόδου είτε της οπισθοδρόμησης, αντίστοιχα με την πρόοδο και την οπισθοδρόμηση της εργασίας, ενώ τα όρια της κατανάλωσης, ως διαδικασίας ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών, τίθενται από την ανάπτυξη της εργασίας, της κοινωνίας και όχι από τη βιολογία του ανθρώπου.

            Εν τω μεταξύ, σε αυτή την κατανάλωση (κατανάλωση για τη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης - στα πλαίσια του βέλτιστου στην ιδεώδη περίπτωση), βιολογική και εργασιακή, κοινωνική πτυχή, είναι αλληλένδετες μεν, πλην όμως διαφορετικές πτυχές, οι οποίες μπορούν να εναρμονίζονται είτε να προβάλλουν ως αντιτιθέμενες, είτε ακόμα και να είναι αντιφατικές προς άλληλες. Μπορεί λόγου χάρη σε κάποια κοινωνία το κοινωνικό γόητρο να είναι μεταξύ άλλων και ευθέως ανάλογο του όγκου της μέσης. Είναι φυσικό [σε αυτή την περίπτωση] ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στα ακραία στρώματα, ομάδες κλπ... μπορεί να υπερβαίνουν τα όρια του φυσιολογικού κανόνα.

            Η μελέτη της εσωτερικά διαμελισμένης εργασιακής διαδικασίας, μας οδηγεί στην περαιτέρω εμβάθυνση της λογικής εξέτασης.

            Είναι γεγονός ότι η εργασιακή διαδικασία είναι εσωτερικά διαμελισμένη σε διάφορες εξωτερικά αυτοτελείς μεν, πλην όμως εσωτερικά ενιαίες [διαρθρωμένες] εργασιακές διαδικασίες, οι οποίες, στο βαθμό που αυξάνονται και περιπλέκονται, προσκρούουν στις περιορισμένες δυνατότητες των ατόμων. Σε αυτές τις συνθήκες, διάφορες εσωτερικά συνδεδεμένες εργασιακές διαδικασίες, είτε βαθμίδες, στιγμές εργασιακών διαδικασιών, εκτελούνται από διάφορα άτομα είτε ομάδες ατόμων. Η εργασία κατανέμεται μεταξύ διαφόρων ατόμων είτε ομάδων ατόμων.

            Ακριβώς ο εσωτερικός καταμερισμός της εργασίας μεταξύ διαφόρων ανθρώπων (ομάδων κλπ...) είναι [το στοιχείο εκείνο] που πρωτίστως και κατά κύριο λόγο συνδέει εσωτερικά τους ανθρώπους όχι απλώς ως έμβια όντα, αλλά ως ασχολούμενους με την εργασία. Ακριβώς με την εξέταση του καταμερισμού της εργασίας πραγματοποιείται η μετάβαση στην εξέταση της ουσιαστικής αλληλοσύνδεσης των ανθρώπων ως ανθρώπων, σε αντιδιαστολή με τους αμοιβαίους δεσμούς τους υπό την ιδιότητα των απλώς έμβιων όντων.

            Ο καταμερισμός της εργασίας, είτε οι αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων εντός της διαδικασίας της καταμερισμένης εργασίας, έχει δύο βασικές πλευρές: πρώτον, συνιστά καταμερισμό και αμοιβαίες σχέσεις που καθορίζονται κατά μείζονα κλίμακα και άμεσα από τον μετασχηματισμό της φύσης και είναι άμεσα αναγκαία [στοιχεία] αυτού του μετασχηματισμού, και δεύτερον, ο καταμερισμός της εργασίας είτε η σύνδεση των ανθρώπων εντός της διαδικασίας της καταμερισμένης εργασίας, [σύνδεση] διαμεσολαβούμενη από το μετασχηματισμό της φύσης, συνιστά αμοιβαίο δεσμό των ανθρώπων, στο βαθμό που αυτοί χρησιμοποιούν την εργασία ως μέσο με τη βοήθεια του οποίου μπορούν -στην απλούστερη περίπτωση– να ικανοποιηθούν μόνον οι βιολογικές ανάγκες, ενώ, όταν η σχέση προς την εργασία είναι πιο περίπλοκη και βαθύτερη, [χρησιμοποιούν την εργασία] κατά κύριο λόγο ως μέσο για την ικανοποίηση της ανάγκης για εργασία (η ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών υποβαθμίζεται σε αυτή την περίπτωση σε στιγμή, υπηγμένη στην ικανοποίηση της ανάγκης για εργασία).

            Ο καταμερισμός της εργασίας είναι καταμερισμός εργασίας ανθρώπων, μεταξύ ανθρώπων. Οι άνθρωποι κατανέμονται κατά τα είδη της εργασίας. Ο  καταμερισμός της εργασίας εμπεριέχει επίσης και τον καταμερισμό των μέσων, των αντικειμένων και των προϊόντων της εργασίας.

            Ας εξετάσουμε την πρώτη πλευρά του καταμερισμού της εργασίας.

Στον καταμερισμό της εργασίας εντάσσεται υπό την ιδιότητα της υποχρεωτικής στιγμής ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των ανθρώπων. Ωστόσο, αυτός ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των ανθρώπων εξαρτάται από το χαρακτήρα  των αντικειμένων της εργασίας, από το χαρακτήρα των μέσων της εργασίας και από τις ιδιότητες (γνώσεις, δεξιότητες κλπ...) των ανθρώπων της εργασίας ως συμμέτοχων της εργασιακής διαδικασίας. Στο βαθμό που ο καταμερισμός της εργασίας καθορίζεται από τα αντικείμενα και τα μέσα της εργασίας, ο καταμερισμός της εργασίας έχει μια τεχνολογική πτυχή. Οι αμοιβαίοι δεσμοί των ανθρώπων, στο βαθμό κατά τον οποίο υπαγορεύονται άμεσα από τα αντικείμενα και τα μέσα της εργασίας, συνιστούν τις τεχνολογικές σχέσεις των ανθρώπων εντός της εργασίας.

            Στο βαθμό που ο καταμερισμός της εργασίας υπαγορεύεται άμεσα από τις ιδιότητες των ανθρώπων ως εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων και των γνώσεων, δεξιοτήτων κλπ...), ο καταμερισμός της εργασίας έχει μίαν οργανωτική (με τη στενή έννοια του όρου) πτυχή. Και οι αμοιβαίοι δεσμοί των ανθρώπων, στο βαθμό που καθορίζονται άμεσα από τις ιδιότητες των ανθρώπων ως εργαζομένων, συνιστούν τις οργανωτικές σχέσεις των ανθρώπων εντός της εργασίας.

            Όσο αναφερόμαστε στην πρώτη πλευρά του καταμερισμού της εργασίας, διακρίνουμε τη σχέση των ανθρώπων προς τη μετασχηματιζόμενη φύση, ενώ εξετάζουμε τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων (τεχνολογικές και οργανωτικές) από την άποψη του άμεσου καθορισμού τους από τη σχέση των ανθρώπων προς τη μετασχηματιζόμενη φύση.

            Εάν επανέλθουμε από την εργασία στην απλούστατη σχέση [διαπιστώνουμε ότι] στις σχέσεις των ανθρώπων εντός της εργασίας μπορούν να επιδράσουν, πρώτον: οι ατομικές ανάγκες, η ατομική κατανάλωση, και η αναγκαιότητα παραγωγής αντικειμένων ατομικής κατανάλωσης, δεύτερον: οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις για τη  συνέχιση του γένους.

            Στην περίπτωση που τα αντικείμενα ατομικής κατανάλωσης μπορούν να παραχθούν από ατομική εργασία, όπως είναι φυσικό, οι σχέσεις των ανθρώπων εντός της εργασίας δεν οφείλονται στην εργασία. Οι σχέσεις των ανθρώπων εντός της εργασίας είναι αναγκαίες αν και όποτε η εργασία δεν μπορεί να διεξαχθεί από έναν άνθρωπο. Πότε όμως, υπό ποίους όρους και γιατί η εργασία δεν μπορεί να διεξαχθεί από έναν άνθρωπο;

            Τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, υπό αυτή την ιδιότητά τους και αφ’ εαυτά δεν προκαλούν την αναγκαιότητα συνένωσης των ανθρώπων εντός της εργασίας. Μπορούν καθ’ όλα να αποτελούν συστατικά στοιχεία ατομικής εργασίας.

            Φυσικά, τα συστατικά στοιχεία της εργασίας μπορεί και να απαιτούν συνένωση των ανθρώπων εντός της εργασίας. Ωστόσο, αυτή η συνένωση δεν απορρέει από την εσωτερική σύνδεσή τους εντός της εργασιακής διαδικασίας και από τον ιδιάζοντα ρόλο ενός εκάστου των συστατικών στοιχείων εντός της εργασίας. Έτσι, από την άποψη της εσωτερικής σύνδεσης εντός της εργασιακής διαδικασίας, μέσο της εργασίας είναι εκείνο, με τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος μεταβάλλει (κατ’ αντιστοιχία προς το σκοπό της εργασιακής διαδικασίας) το αντικείμενο της εργασίας για τη λήψη του αποτελέσματος, η προτρέχουσα σύλληψη του οποίου ενυπάρχει στο σκοπό. Ωστόσο, αυτή η θέση του μέσου της εργασίας εντός της εργασιακής διαδικασίας δεν καθορίζει μονοσήμαντα εάν το μέσο της εργασίας τίθεται σε κίνηση από ένα μεμονωμένο άτομο, είτε από ομάδα ατόμων, είτε απ’ όλη την κοινωνία. Το μέσο της εργασίας ανεξαρτήτως από το ποιος το θέτει σε κίνηση (άτομο, μέρος της κοινωνίας είτε όλη η κοινωνία), παραμένει μέσο εργασίας.

            Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τα άλλα συστατικά στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας.

            Η συνένωση των ανθρώπων εντός της εργασίας που απορρέει από τα συστατικά στοιχεία της εργασίας, μπορεί να μην οφείλεται στην εσωτερική τους σύνδεση εντός της εργασιακής διαδικασίας, δηλ. μπορεί να μη γεννιέται από την εργασία αφ’ εαυτής, αλλά [να οφείλεται] στο φυσικό υλικό των συστατικών στοιχείων της εργασίας, συνεπώς, σε κάτι το εξωτερικό έναντι των εσωτερικών συνδέσεων των [εν λόγω] συστατικών εντός της εργασιακής διαδικασίας. Το φυσικό υλικό των συστατικών της εργασίας, είναι κάτι το τυχαίο και εξωτερικό έναντι της εργασιακής διαδικασίας αφ’ εαυτής. Το φυσικό υλικό των συστατικών της εργασίας μπορεί να είναι τέτοιο που δεν απαιτεί συνένωση των ανθρώπων στην εργασία, μπορεί όμως και να είναι τέτοιο που απαιτεί τη μεν είτε τη δε συνένωση ανθρώπων στην εργασία.

            Στην απλούστατη μορφή της εργασιακής διαδικασίας, όπου και τα μέσα της εργασίας και τα αντικείμενα της εργασίας είναι δεδομένα σε έτοιμη μορφή από τη φύση, είναι ιδιαίτερα έκδηλη η εξάρτηση της εργασιακής διαδικασίας από το φυσικό υλικό. Εδώ και η αναγκαιότητα είτε η απουσία αναγκαιότητας για συνένωση ανθρώπων εντός της εργασίας εξαρτάται ιδιαίτερα (εν συγκρίσει με περισσότερο ανεπτυγμένες μορφές εργασίας) από το φυσικό υλικό των συστατικών στοιχείων  της εργασίας.

            Οι φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου, ο οποίος χρησιμοποιεί δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή μέσα εργασίας για τη μεταποίηση των αντικειμένων της εργασίας, επίσης δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή, αν και μπορούν να κυμαίνονται, δεν παύουν να είναι περιορισμένες, πεπερασμένες. Σε αυτή την απλούστατη μορφή εργασίας τα φυσικά δεδομένα διαφόρων ατόμων, τα οποία αποτελούν ατομικές φυσικές προδιαθέσεις προς εργασία, οι ατομικές ιδιότητές τους, εκδηλώνονται στην εργασία με τη μέγιστη αμεσότητα και επιδρούν στις ιδιαιτερότητές της  κατά το μέγιστο βαθμό (εν συγκρίσει με τις πλέον ανεπτυγμένες μορφές εργασίας).

            Οι φυσικές δυνατότητες των ανθρώπων δεν προκαλούν από μόνες τους τη συνένωσή τους στην εργασία, στην παραγωγή. Η αναγκαιότητα (και εδώ γίνεται λόγος περί εξωτερικής αναγκαιότητας) συνένωσης ανακύπτει όταν και όποτε είτε το μέσο της εργασίας είναι τέτοιο – ως προς το φυσικό  υλικό του, ως έχει δεδομένο από τη φύση – ώστε η κινητοποίησή του να υπερβαίνει τις φυσικές δυνατότητες ενός ατόμου, είτε το αντικείμενο της εργασίας είναι τέτοιο –ως προς το φυσικό υλικό του– ώστε η μεταβολή του με τη βοήθεια μέσων δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή να υπερβαίνει τις δυνατότητες του ατόμου.

            Εάν ένα μέσο εργασίας, δεδομένο από τη φύση σε έτοιμη μορφή ως προς το φυσικό υλικό του, για να τεθεί σε κίνηση απαιτεί προσπάθειες υπεράνω του ενός ατόμου, τα άτομα θέτουν σε κίνηση το εν λόγω μέσο από κοινού, συνενωμένα. Ο αριθμός των απαιτούμενων γι’ αυτό ατόμων καθορίζεται προπαντός από το πως είναι αυτό δεδομένο από τη φύση, από το φυσικό υλικό του μέσου της εργασίας (με τα φυσικά δεδομένα των ατόμων σε μέσο επίπεδο). Για παράδειγμα, τα πλήγματα που καταφέρονται για το έμπηγμα πασσάλου στον πυθμένα λίμνης, μπορεί να απαιτούν τις προσπάθειες μερικών ανθρώπων ώστε να τεθεί σε κίνηση το [κατάλληλο] κρουστικό μέσο.

            Εάν ένα δεδομένο σε έτοιμη μορφή από τη φύση αντικείμενο της εργασίας λόγω του φυσικού υλικού του, απαιτεί για την επεξεργασία του, με τη βοήθεια δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή μέσων εργασίας, ταυτόχρονες προσπάθειες μερικών ατόμων, τότε τα άτομα χρησιμοποιούν από κοινού, ταυτοχρόνως ένα είτε μερικά μέσα εργασίας για την επεξεργασία ενός αντικειμένου της εργασίας. Τέτοιο αντικείμενο μπορεί να είναι π.χ. η από κοινού κατασκευή υδατοφράγματος με χειρωνακτική εργασία.

            Ο καταμερισμός των ανθρώπων κατά ομάδες σε τέτοιου είδους εργασία καθορίζεται κατά κύριο λόγο από τις φυσικές διαφορές τους (π.χ. ως προς τη φυσική ρώμη, το φύλο και την ηλικία).

            [Εδώ] υπερτερεί η συνένωση ομογενών προσπαθειών των ανθρώπων, δηλ. η απλή συνεργασία. Πρόκειται για μη ανεπτυγμένη μορφή απλής συνεργασίας εντός της εργασίας, της παραγωγής, διότι αυτή καθορίζεται κατά κύριο λόγο από το φυσικό υλικό των συστατικών στοιχείων της εργασίας.

            Στην ανεπτυγμένη μορφή της εργασιακής διαδικασίας, και συγκεκριμένα στη μορφή εκείνη, κατά την οποία η εργασιακή διαδικασία έχει μετασχηματίσει αντιστοίχως του εαυτού της και τον άνθρωπο, και το μέσο, και το αντικείμενο της εργασίας (δηλ. κατά την οποία χαρακτηριστικό της εργασίας γίνεται το γεγονός ότι και ο άνθρωπος, και το μέσο, και το αντικείμενο της εργασίας αποτελούν προϊόντα εργασίας του παρελθόντος), παραμένει μεν η εξάρτηση της συνένωσης των ανθρώπων από το φυσικό υλικό των συστατικών της εργασίας, πλην όμως όχι πλέον ως η κυρίαρχη, όχι ως η πλέον χαρακτηριστική. Για παράδειγμα, και στις σύγχρονες ανεπτυγμένες χώρες, η συνένωση ανθρώπων στην παραγωγή εξαρτάται μεν από την ύπαρξη των μεν είτε των δε ορυκτών, από την ποιότητα και την ποσότητά τους, ωστόσο, αυτή η εξάρτηση δεν επιδρά, σε τελευταία ανάλυση, καθοριστικά στη μορφή συνένωσης των ανθρώπων στην  παραγωγή.

            Η συνένωση αυτή των ανθρώπων που εξετάσαμε προκαλείται από συνθήκες εξωτερικές έναντι της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Πρόκειται για εξωτερική (έναντι της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας) αναγκαιότητα συνένωσης ανθρώπων στην εργασία, στην παραγωγή. Ο χαρακτήρας της ίδιας της συνένωσης των ανθρώπων είναι ακόμα εξωτερικός και τυχαίος καθοριζόμενος κατά μείζονα κλίμακα από τη φύση. Και ο καταμερισμός των ανθρώπων κατά ομάδες εργασίας καθορίζεται επίσης κατά μείζονα κλίμακα από την επίδραση της φύσης στην εργασία.

            Γενικά, ενόσω η εργασία ανακύπτει, διαμορφώνεται, η επίδραση της φύσης στον υπό διαμόρφωση άνθρωπο είναι άμεσα σημαντικότερη από την επίδραση που ασκεί ο άνθρωπος στη φύση. Κατά την οπισθοδρομική βαθμίδα της ανάπτυξής της ανθρωπότητας, η επίδραση της φύσης στη ανάπτυξη της ανθρωπότητας θα καταστεί εκ νέου σημαντικότερη από την επίδραση του ανθρώπου στη φύση*.

            Η εσωτερική αναγκαιότητα της συνένωσης των ανθρώπων στην εργασιακή διαδικασία που καθορίζεται από την ίδια την εργασία, αρχίζει να αποκαλύπτεται κατά την εξέταση της εργασιακής διαδικασίας ως επαναλαμβανόμενης, ανανεούμενης. Όπως είδαμε, η ίδια η επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας, οδηγεί στον διαχωρισμό από την εργασία για τη δημιουργία αντικειμένων προς ατομική κατανάλωση της εργασίας για την προπαρασκευή του ανθρώπου της εργασίας, της εργασίας για τη δημιουργία μέσων εργασίας και επίσης, της εργασίας για τη δημιουργία αντικειμένων της εργασίας. Εάν εξαιρέσουμε την προπαρασκευή του ανθρώπου της εργασίας, όλα τα υπόλοιπα είδη εργασίας που απαριθμήσαμε, από μόνα τους, ως τέτοια και ως προς την ουσία τους, δεν απαιτούν τη συνένωση ανθρώπων. Τουναντίον, η προπαρασκευή του ανθρώπου της εργασίας είναι ανέφικτη χωρίς τη συνένωση τουλάχιστον δυο ανθρώπων: του διδάσκοντος και του διδασκόμενου.

            Κατά την επανάληψη μιας δεδομένης εργασιακής διαδικασίας (η επανάληψη) αυτή προσκρούει στο όριο διάρκειας της εργασιακής ζωής του ατόμου και στην αναγκαιότητα ένταξης σ’ αυτή την εργασιακή διαδικασία νέου ατόμου, ώστε να επιτευχθεί η συνέχιση του γένους. Συνεπώς, η ίδια η απλή επανάληψη της δεδομένης εργασιακής διαδικασίας οδηγεί στην αναγκαιότητα συνένωσης ανθρώπων στην εργασία. Μιας συνένωσης για την μετάδοση των εργασιακών ιδιοτήτων ενός ατόμου σε ένα άλλο άτομο, για την εργασιακή κατάρτιση και διαπαιδαγώγηση. Στην απλούστερη μορφή της [αυτή η συνένωση γίνεται] ως μετάδοση των εργασιακών ιδιοτήτων των γονέων στα τέκνα. Αυτός είναι ο απλός  εσωτερικός δεσμός των ανθρώπων εντός της εργασίας. Συνιστά ταυτοχρόνως και εσωτερική ενότητα, και εσωτερική διαφορά των ανθρώπων στην εργασία: εσωτερικά συνδεδεμένα διαφορετικά [μέλη αυτής της σχέσης] είναι ο διδάσκων και ο διδασκόμενος.

            Η δημιουργία καταναλωτικών αντικειμένων, ανθρώπων υπό την ιδιότητα των εργαζομένων, μέσων εργασίας και αντικειμένων εργασίας κατανέμεται μεταξύ διαφόρων ανθρώπων, εφ’ όσον τα εν λόγω είδη εργασίας είναι τόσο περίπλοκα και ανεπτυγμένα, που η πραγματοποίησή τους υπερβαίνει τις δυνατότητες ενός μεμονωμένου ατόμου. Ο καταμερισμός της εργασίας μπορεί να λαμβάνει χώρα επίσης και χάριν της βελτίωσης της ποιότητας είτε αύξησης της ποσότητας της εργασιακής διαδικασίας και των προϊόντων της.

            Όλα τα είδη εργασίας που απαριθμήσαμε συναπαρτίζουν ένα ενιαίο όλο. Η κατανομή των εσωτερικά ενιαίων διαφορετικών ειδών εργασίας μεταξύ διαφόρων ανθρώπων σημαίνει επίσης [ότι υπάρχει] ενότητα αυτών των ανθρώπων εντός της εργασίας. Η ενότητα διδάσκοντος και διδασκόμενου είναι ενότητα εντός της διαδικασίας δημιουργίας του ανθρώπου της εργασίας, του εργαζόμενου. Μεταξύ αυτών των ειδών εργασίας και εντός της εργασίας για την προπαρασκευή του ανθρώπου της εργασίας, δεν υπάρχει μόνον εσωτερική ενότητα, αλλά και ορισμένος ποσοτικός συσχετισμός.

            Για τη δημιουργία ορισμένης ποσότητας και ποιότητας αντικειμένων προς κατανάλωση, με δεδομένα τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας, απαιτείται αντίστοιχη ποσότητα των δεδομένων μέσων εργασίας και των δεδομένων αντικειμένων εργασίας, καθώς επίσης και η αντίστοιχη ποσότητα εργαζομένων με ορισμένες εργασιακές ιδιότητες. Όσον αφορά τη δημιουργία των δεδομένων μέσων εργασίας και εδώ με τη σειρά της χρειάζεται αυστηρά καθορισμένη ποσότητα αντικειμένων της εργασίας, από τα οποία παράγονται τα μέσα εργασίας, αυστηρά καθορισμένη ποσότητα εργαζομένων παραγωγών με αντίστοιχες  εργασιακές ιδιότητες. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με τη δημιουργία αντικειμένων της εργασίας. Κατά τη διαδικασία προπαρασκευής των εργαζομένων πρέπει να υπάρχει ο αντίστοιχος αριθμός διδασκομένων (για όλα τα είδη προπαρασκευής) και διδασκόντων (ο συσχετισμός του αριθμού των διδασκόντων με τον αριθμό των διδασκομένων καθορίζεται – συνειδητά η αυθόρμητα – από τις απαιτούμενες, εργασιακές ιδιότητες και από τον βαθμό της απαιτούμενης ανάπτυξής τους). Κατά την εργασία [που διεξάγεται] κατά κύριο λόγο χάριν της ικανοποίησης των σωματικών αναγκών, εν γένει και εν συνόλω δεσπόζει η εκπαίδευση και η αγωγή των εργαζομένων σε ένα ελάχιστο [πλαφόν] εργασιακών ιδιοτήτων, αναγκαίων για την εργασία. Κατά την εργασία [που διεξάγεται] κατά κύριο λόγο χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία, εν γένει και εν συνόλω, δεσπόζει η εκπαίδευση και η αγωγή των εργαζομένων στο μέγιστο των εργασιακών ιδιοτήτων που απαιτούνται για την εργασία.

            Ο καταμερισμός της εργασίας μπορεί να πραγματοποιηθεί για τη δημιουργία της μέγιστης ποσότητας των προϊόντων της εργασίας. Ο καταμερισμός της εργασίας μπορεί να πραγματοποιηθεί για τη δημιουργία προϊόντων εργασίας καλύτερης ποιότητας. Και στις δύο περιπτώσεις κυρίως γίνεται λόγος περί εργασίας χάριν της δημιουργίας προϊόντων. Η εργασία εξυπηρετεί εδώ κατ’ εξοχήν την ικανοποίηση σωματικών αναγκών. Η κατάσταση αυτή δεσπόζει σε συνθήκες κατά τις οποίες η ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης δεν είναι ανεπτυγμένη σε βαθμό ώστε να μπορεί να παράσχει αφθονία αντικειμένων προς κατανάλωση (καταναλωτικών αγαθών) προς ικανοποίηση των σωματικών αναγκών. Εδώ, εν γένει και εν συνόλω, η εργασία που κατευθύνεται στην αύξηση της ποσότητας και η εργασία που κατευθύνεται στη βελτίωση της ποιότητας δεν μπορούν να μην αντιφάσκουν προς άλληλες.

            Κατά την εργασία που κατευθύνεται κυρίως στη αύξηση της ποσότητας των προϊόντων της εργασίας, η εργασιακή διαδικασία επιταχύνεται. Με την υπέρβαση ορισμένου μέτρου [ορίου] της ταχύτητας η αύξηση της ποσότητας πραγματοποιείται με υποβάθμιση της ποιότητας. Το κυνήγι της ποσότητας οδηγεί σε υποβάθμιση της ποιότητας. Τουναντίον, κατά την παραγωγή, κατά την εργασία η οποία κατατείνει κυρίως στη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, η ποσότητά τους μειώνεται εν συγκρίσει με αυτήν [που παρατηρείται] όταν το κύριο στην εργασία είναι η ποσότητα. Για την κάθε εργασιακή διαδικασία υπάρχει κάποιο μέτρο, στα πλαίσια του οποίου η ποσοτική μεγέθυνση της δημιουργίας προϊόντων δεν υποβαθμίζει την  ποιότητα και η βελτίωση της ποιότητας δεν οδηγεί σε μείωση της ποσότητάς τους. Όσο είναι ανέφικτη η δημιουργία αφθονίας καταναλωτικών αγαθών, το μέτρο αυτό, κατά κανόνα δεν μπορεί να τηρείται: η αύξηση της ποσότητας των προϊόντων πραγματοποιείται με παράλληλη υποβάθμιση της ποιότητάς τους, ενώ η βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων με μείωση της ποσότητάς τους. Σε αυτές τις συνθήκες, η εργασία που κατατείνει στην αύξηση της ποσότητας είναι μαζική εργασία, ενώ η εργασία που κατατείνει στην βελτίωση της ποιότητας είναι εργασία για λίγους, για την μειονότητα (συμπεριλαμβανομένης και της εργασίας για τη δημιουργία ειδών πολυτελείας).

            Ο καταμερισμός της εργασίας εξαρτάται από την κατεύθυνση της εν λόγω εργασίας, από το εάν κατευθύνεται στην αύξηση της ποσότητας είτε στη βελτίωση της ποιότητας. Τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων, σε ένα και το αυτό είδος εργασίας, για την επίτευξη μίας και της αυτής ποσότητας προϊόντων της εργασίας, στην πρώτη περίπτωση απαιτείται λιγότερη εργασία απ’ ότι στη δεύτερη.

            Κατά την εργασία χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία το κύριο δεν είναι πλέον ούτε η ποσότητα, ούτε ακόμα και η ποιότητα των προϊόντων της εργασίας (και η μεν και η δε είναι αναγκαίες πλην όμως ανεπαρκείς σε αυτή την παραγωγή), αλλά η ποιότητα της εργασιακής διαδικασίας και η τήρηση του μέτρου της εκείνου που δεν θα υπερέβαινε τις δυνατότητες του υγιούς οργανισμού. Και μάλιστα –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων– ο αριθμός των απασχολούμενων σε διάφορα είδη εργασίας ανθρώπων αυξάνει εν συγκρίσει ακόμα και με την εργασία χάριν της ποιότητας των προϊόντων της εργασίας, διότι, παρά το γεγονός ότι η ποιότητα του προϊόντος απαιτεί και ποιοτική εργασιακή διαδικασία, μία και η αυτή ποιότητα του προϊόντος μπορεί να παραληφθεί από διαφορετικές ως προς το ποιόν τους εργασιακές διαδικασίες (π.χ. μέσω της υπερεντατικοποίησης των δυνάμεων του εργαζόμενου). Εδώ παρατηρείται ιδιαίτερη αύξηση του αριθμού των διδασκόντων [εκπαιδευτών] εν συγκρίσει με τον αριθμό των διδασκομένων [εκπαιδευομένων], μία ποιοτική αναβάθμιση και παράταση της διάρκειας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, διότι η μάθηση εργασιακών ιδιοτήτων πραγματοποιείται με γνώμονα το μέγιστο.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτός ο καταμερισμός των ανθρώπων της εργασίας συνιστά μεν το διαχωρισμό τους [τον επιμερισμό τους] σε διάφορα είδη εργασίας, πλην όμως πρόκειται για ένα διαχωρισμό, [που διεξάγεται] ενώ ισχύει η εσωτερική ενότητα αυτών των ειδών της εργασίας, η συνένωσή τους. Ο καταμερισμός των ανθρώπων κατά τα εν λόγω είδη εργασίας εξαρτάται, πρώτον, από τον συσχετισμό των δυνατοτήτων των ανθρώπων με τις απαιτήσεις που εγείρονται για να τεθούν σε κίνηση τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας (δηλ. με τις δυνατότητες «κατευθυντικότητας», με το βαθμό στον οποίο επιδέχονται την ανθρώπινη επενέργεια προπαντός τα μέσα, καθώς επίσης και τα αντικείμενα της εργασίας), και δεύτερον, από την κατεύθυνση της εργασίας (από την τελευταία εξαρτάται κατά κύριο λόγο η ποσότητα των απασχολούμενων στο δεδομένο είδος εργασίας εργαζομένων).

            Η εσωτερική αναγκαιότητα συνένωσης των ανθρώπων στην εργασία οφείλεται στην εσωτερική διάρθρωση και στην εσωτερική ενότητα της διαρθρωμένης [της αρθρωτά διατεταγμένης] εργασίας. Διαφορετικά άτομα ασχολούνται με διαφορετική μεν, πλην όμως εσωτερικά ενιαία εργασία. Αυτό συμβαίνει κατά τον καταμερισμό διαφόρων εργασιακών χειρισμών, ενεργειών και ειδών της ενιαίας εργασιακής διαδικασίας μεταξύ διαφόρων ανθρώπων. Η εσωτερική αναγκαιότητα συνένωσης των ανθρώπων στην εργασία πραγματοποιείται μέσω του καταμερισμού της ενιαίας εργασίας μεταξύ διαφόρων ανθρώπων. Στην εσωτερική διάρθρωση της εργασιακής διαδικασίας συγκαταλέγεται ο διαμελισμός της σε εργασία προς εξασφάλιση [άγρα, εξόρυξη, άντληση κλπ..] των αντικειμένων της εργασίας, προς δημιουργία των μέσων εργασίας, των αντικειμένων εργασίας και του ανθρώπου της εργασίας. Συνεπώς, εδώ το κάθε συστατικό στοιχείο της εργασιακής διαδικασίας εν γένει δημιουργείται από κάποιο ειδικό είδος εργασίας.

Ο καταμερισμός της εργασίας, ο οποίος έχει διεισδύσει στην ίδια την εργασιακή διαδικασία, συνιστά εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας. Ευρύτερος εσωτερικός καταμερισμός της εργασίας είναι εκείνος ο καταμερισμός εργασίας κατά τον οποίο μετατρέπονται σε ειδικές και διακεκριμένες εργασιακές διαδικασίες η σκοποθεσία και η πραγμάτωση του σκοπού. Είναι ευρύτερος ήδη λόγω του ότι ο διαχωρισμός του σκοπού από την πραγμάτωσή του συνιστά διαχωρισμό μιας στιγμής [πλευράς, συνιστώσας] της εργασιακής διαδικασίας από όλες τις υπόλοιπες. Εντός της εργασιακής διαδικασίας, γενικά, ο άνθρωπος θέτει [ορισμένο] σκοπό και σε αντιστοιχία με αυτό το σκοπό θέτει σε κίνηση το μέσο της εργασίας και επενεργεί στο αντικείμενο της εργασίας. Σκοποθεσία και πραγμάτωση [εκπλήρωση] του σκοπού είναι [δύο] εσωτερικά ενιαίες και αντίθετες, αντιφατικές πλευρές της εργασιακής διαδικασίας. Η διάζευξη αυτών των πλευρών σε διαφορετικές εργασιακές διαδικασίες σημαίνει ότι οι εν λόγω εσωτερικά ενιαίες πλευρές αποκτούν σχετικά μεμονωμένη εξωτερική ύπαρξη. Αυτό είναι ουσιαστικά το σχίσμα διανοητικής και φυσικής εργασίας. Εάν υποτεθεί ότι ο καταμερισμός της εργασίας (με την έννοια που τον εξετάζουμε εδώ επί του παρόντος) [κάποτε] θα εκλείψει σε ορισμένο βαθμό, ταυτοχρόνως θα εκλείψει και η εσωτερική εργασιακή αναγκαιότητα συνένωσης των ανθρώπων.

Στο βαθμό που ο καταμερισμός της εργασίας καθορίζεται από τις δυνατότητες της φύσης και από τις εργασιακές ιδιότητες του ανθρώπου, από τα δεδομένα μέσα και αντικείμενα εργασίας, από τον τρόπο εργασίας, από το σκοπό της εργασιακής διαδικασίας και από το ζητούμενο προϊόν, ο καταμερισμός της εργασίας συνιστά άμεσα στιγμή της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας (προϋποτίθεται ότι η εργασιακή διαδικασία είναι διαμελισμένη, κατανεμημένη).

Ωστόσο, η εργασιακή διαδικασία μπορεί να τεθεί κατά νου και να εκπληρωθεί ποικιλοτρόπως. Ακόμα και στην περίπτωση που είναι δεδομένα τα μέσα και το αντικείμενο της εργασίας η ίδια η πραγμάτωση του σκοπού μπορεί να λαμβάνει χώρα με ταχύτερους ή βραδύτερους ρυθμούς, σε ποιοτικώς ανώτερο ή κατώτερο επίπεδο. Και αυτό δεν καθορίζεται πλέον από τα συστατικά στοιχεία της εργασίας αφ’ εαυτά, ούτε και από την εσωτερική τους σύνδεση υπό την ιδιότητα των συστατικών της εργασίας. Η εν λόγω πραγμάτωση [του σκοπού] μπορεί να ποικίλλει περισσότερο, εάν ο σκοπός δεν είναι δεδομένος, αλλά πρέπει να τεθεί, εάν κάποια συγκεκριμένα μέσα εργασίας δεν είναι δεδομένα, αλλά πρέπει είτε να επιλεγούν μεταξύ των διαθέσιμων μέσων εργασίας, είτε να  δημιουργηθούν εκ νέου, και εάν δεν είναι δεδομένο το αντικείμενο της εργασίας, αλλά πρέπει να επιλεγεί από τα διαθέσιμα αντικείμενα εργασίας, είτε να δημιουργηθεί εκ νέου.

            Επομένως, ο καταμερισμός της εργασίας δεν συνδέεται άμεσα και άκαμπτα μόνο με τις φυσικές δυνατότητες και τις εργασιακές ιδιότητες του ανθρώπου, με το μέσο και το αντικείμενο της εργασίας.

Ο καταμερισμός της εργασίας δεν είναι μόνο διαχωρισμός διαφόρων ανθρώπων (είτε ομάδων ανθρώπων) κατά διάφορες εργασιακές πράξεις, αλλά και ενότητα, αμοιβαία σύνδεση των διαχωρισμένων ανθρώπων. Ειδικότερα, ο προερχόμενος από την αδυναμία εκτέλεσης όλης της εργασίας από έναν άνθρωπο καταμερισμός της εργασίας, είναι κάτι το σχετικά αυτοτελές έναντι των ξεχωριστών ανθρώπων που συμμετέχουν στην εργασία. Όταν είναι διαθέσιμος ορισμένος αριθμός ανθρώπων, η εργασία μπορεί να καταμερισθεί μεταξύ τους ποικιλοτρόπως, κατ’ αντιστοιχία είτε αναντιστοιχία, [εν πάσει περιπτώσει] σε ποικίλους βαθμούς αντιστοιχίας με τις φυσικές και εργασιακές ιδιότητές τους. Όταν είναι διαθέσιμα ορισμένα μέσα εργασίας και σε ορισμένη ποιότητα που απαιτείται για τη χρήση εργασίας, η τελευταία μπορεί να κατανεμηθεί ποικιλοτρόπως. (Ένα μέσο εργασίας μπορεί να τίθεται σε κίνηση φέρ’ ειπείν από έναν άνθρωπο, ενώ άλλο παρόμοιο μπορεί να τίθεται σε κίνηση από δύο ανθρώπους, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να διευκολυνθεί η εργασία των τελευταίων. Ένα μέσο εργασίας  μπορεί π.χ. να χρησιμοποιείται επί εικοσιτετραώρου βάσεως, ενώ άλλο παρόμοιο – σε διάρκεια επτά ωρών κλπ...).  Ο καταμερισμός της εργασίας και η σύνδεση των ανθρώπων στην καταμερισμένη εργασία μπορούν να κάνουν χρήση σε ποικίλους βαθμούς των διαθέσιμων φυσικών δυνατοτήτων και των εργασιακών ιδιοτήτων των ανθρώπων που είναι άμεσα διαθέσιμοι, των διαθέσιμων μέσων και αντικειμένων της εργασίας, δηλ. ο καταμερισμός της εργασίας και η σύνδεση των ανθρώπων στην καταμερισμένη εργασία δεν καθορίζονται μονοσήμαντα αιτιοκρατικά  από τις φυσικές δυνατότητες και από τις εργασιακές ιδιότητες των άμεσα διαθέσιμων ανθρώπων, από τα διαθέσιμα μέσα και αντικείμενα εργασίας. Στο βαθμό που ο καταμερισμός της εργασίας και η σύνδεση των ανθρώπων εντός της καταμερισμένης εργασίας καθορίζονται ακριβώς από αυτές τις συνθήκες, ο καταμερισμός της εργασίας και η σύνδεση των ανθρώπων εντός της καταμερισμένης εργασίας εντάσσονται άμεσα, ως στιγμές στη διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, στην εργασιακή παραγωγική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση.

            Ο καταμερισμός της εργασίας και η σύνδεση των ανθρώπων εντός της καταμερισμένης εργασίας, όπως επισημάναμε παραπάνω, εξαρτώνται από το εάν η εργασία υπηρετεί κατά κύριο λόγο ως μέσο την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών, είτε εάν διεξάγεται κατά κύριο λόγο για την ικανοποίηση της ανάγκης για εργασία. Από αυτή την άποψη ο καταμερισμός της εργασίας και η σύνδεση των ανθρώπων εντός της καταμερισμένης εργασίας εντάσσονται επίσης ως στιγμή στη διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

            Ωστόσο, ο καταμερισμός της εργασίας και γενικότερα, η συνένωση των ανθρώπων εντός της εργασίας, δεν ανάγεται μόνο στη σχέση τους προς αλλήλους [υπό τη ιδιότητα των ανθρώπων] που σχετίζονται προς τη φύση και εξαρτώνται άμεσα από το μετασχηματισμό της φύσης. Είναι ταυτοχρόνως και μία σχέση ανθρώπων προς αλλήλους, η αλληλεπίδρασή τους υπό την ιδιότητα των εμβίων όντων που έχουν σωματικές ανάγκες, φυσικές προδιαθέσεις και ανάγκη για εργασία.

            Εάν το απλούστερο [στοιχείο] κατά την εξέταση του ανθρώπου είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος οφείλει να υποστηρίζει τη βιολογική ύπαρξη του ίδιου [του εαυτού του] και του γένους του, τότε και οι σχέσεις των ανθρώπων εντός της εργασίας, στην απλούστερη μορφή τους, είναι σχέσεις [που υφίστανται] χάριν της ικανοποίησης των απαραίτητων βιοτικών αναγκών. Κατ ’αυτό τον τρόπο οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εντός της εργασίας καθορίζονται, στην απλούστερη περίπτωση, από το ποιες είναι αυτές οι σχέσεις, από την άποψη της δυνατότητας εξασφάλισης των απαραίτητων για τη διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης του ατόμου και του γένους αντικειμένων προς κατανάλωση. Σε αυτή την περίπτωση όμως η εργασία και οι σχέσεις εντός της εργασίας προβάλλουν από την άποψη των προϊόντων της εργασίας. Η ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης προβάλλει [εδώ] από την άποψη των αποτελεσμάτων, των προϊόντων αυτής της ανταλλαγής. Η εργασία [θεωρούμενη] από την άποψη του προϊόντος της εργασίας προβάλλει ως παραγωγή.

            Από την άποψη του αποτελέσματος, του προϊόντος της εργασίας, η όλη διαδικασία που οδήγησε στο αποτέλεσμα, συνιστά διαδικασία παραγωγής, τα μέσα και το αντικείμενο της εργασίας – μέσα παραγωγής και ο άνθρωπος της εργασίας – τον παραγωγό. Τότε και το ίδιο το αποτέλεσμα, το προϊόν συνιστά προϊόν της παραγωγής. Ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τα μέσα της εργασίας επί του αντικειμένου της εργασίας από την άποψη του προϊόντος, του αποτελέσματος συνιστά τον τρόπο παραγωγής (με τη στενή έννοια του όρου)6. Ο σκοπός της εργασίας συνιστά από την άποψη του προϊόντος της εργασίας σκοπό της παραγωγής (επίσης με τη στενή έννοια του όρου).

            Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δεν έχει καμία σημασία εάν εξετάζουμε τη διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης από την άποψη της συμμετοχής του ανθρώπου σε αυτήν, είτε από την άποψη του προϊόντος της εργασίας. Ωστόσο, αυτό δεν ευσταθεί πλήρως. Αυτές οι διαφορετικές οπτικές γωνίες επιτρέπουν τη διάκριση όχι μόνο των κοινών για την κάθε μία από αυτές [στοιχείων], αλλά και των ιδιότυπων πλευρών της ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης.

            Θεωρούμενη ακριβώς από την άποψη του προϊόντος, η εν λόγω διαδικασία, προσελκύει ιδιαίτερα την προσοχή [μας] όχι μόνο στη συμμετοχή του ανθρώπου σε αυτήν, αλλά και στο ρόλο της φύσης. Στη διαμόρφωση του προϊόντος δεν συμμετέχει μόνον ο άνθρωπος με τις εργασιακές ιδιότητές του, ούτε μόνο τα μέσα εργασίας, εφ’ όσον αυτά τίθενται σε κίνηση και μεταβάλλονται από τον άνθρωπο, δηλ. δεν συμμετέχουν μόνο τα μέσα της εργασίας και το αντικείμενο της εργασίας (το αντικείμενο στο οποίο κατευθύνεται η επενέργεια του ανθρώπου), αλλά επιπλέον και αντικείμενα, διαδικασίες και υλικά της φύσης με τις φυσικές νομοτέλειές τους. Ακριβώς από την άποψη του προϊόντος, του αποτελέσματος, η φύση δεν προβάλλει μόνον ως κάτι επί του οποίου κατευθύνονται οι προσπάθειες των ανθρώπων, ούτε ως κάτι το οποίο μόνον υπόκειται [είναι επιδεκτικό] σε μεταβολή, σε μετασχηματισμό από τον άνθρωπο, αλλά επίσης και ως κάτι το σχετικά αυτοτελώς συμμετέχον στη διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Είτε, μ’ άλλα λόγια, από την άποψη της συμμετοχής του ανθρώπου, δηλ. από την άποψη της διαδικασίας και των συστατικών στοιχείων της εργασίας, η φύση προβάλλει μόνον ως αντικείμενο της επενέργειας, μόνον ως κάτι το παθητικό, μόνον ως εύπλαστο υλικό, οι μεταβολές του οποίου καθορίζονται πλήρως από τον άνθρωπο και τις εργασιακές ιδιότητές του και από τα μέσα της εργασίας (μάλιστα εδώ τόσο τα μέσα όσο και το αντικείμενο της εργασίας, δεν προβάλλουν ως εξαρτώμενα από το φυσικό υλικό, αλλά εντοπίζονται από την άποψη της συμμετοχής, του ρόλου και της ενεργητικότητας του ανθρώπου). Η «αντίσταση» της φύσης σε αυτή την «πίεση» υπό αυτούς τους όρους φαίνεται ως κάτι το αρνητικό. Ακριβώς από την άποψη του προϊόντος, του αποτελέσματος της εργασίας αποκαλύπτεται η αναγκαιότητα ειδικής ανάδειξης της συμμετοχής της φύσης στην ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, της συμμετοχής της φύσης σ’ αυτή την ανταλλαγή, σε αντιδιαστολή με τη συμμετοχή του ανθρώπου. Ακριβώς από αυτή την άποψη για πρώτη φορά αποδίδεται προσοχή στη σχετικά αυτοτελή επίδραση της φύσης στον άνθρωπο κατά την ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, στην αλληλεπίδραση ανθρώπου και φύσης.

            Εάν στην απλούστατη σχέση της κοινωνίας φυσικό και κοινωνικό [στοιχείο] ταυτίζονταν άμεσα, και εάν κατά τη μετάβαση από την απλούστατη σχέση προς την ουσία και την εργασία το πρώτο που προέβαλε ήταν η διάκριση του κοινωνικού από το φυσικό, τώρα – ακριβώς κατά την εξέταση της εργασίας από την άποψη του προϊόντος της, του αποτελέσματός της – αποκτά ιδιαίτερη σημασία η ανάδειξη της διαφοράς μεταξύ κοινωνικού και φυσικού εντός του κοινωνικού.

            Ποια είναι όμως η συμμετοχή της φύσης στην παραγωγή του προϊόντος; Προπαντός ο ίδιος ο άνθρωπος είναι προϊόν και μέρος της φύσης. Συμμετέχει στην παραγωγή του προϊόντος και ως κοινωνικό και ως φυσικό όν, ως ένα ον που έχει ορισμένες φυσικές προδιαθέσεις και δρα εντός ορισμένων φυσικών συνθηκών. Τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας συνίστανται από φυσικό υλικό το οποίο διέπεται από τις δικές του φυσικές νομοτέλειες, [και έχει δικές του] ιδιότητες. Στην κάθε δεδομένη   εργασιακή διαδικασία ο άνθρωπος θέτει σε κίνηση το μέσο της εργασίας και με τη βοήθειά του μεταβάλλει το αντικείμενο της εργασίας. Αλλά το μέσο της εργασίας αποτελείται από κάποιο φυσικό υλικό, όπως άλλωστε και το αντικείμενο της εργασίας. Τόσο το φυσικό υλικό του μέσου της εργασίας, όσο και το φυσικό υλικό του αντικειμένου της εργασίας έχουν τις φυσικές ιδιότητές τους, διέπονται από τις φυσικές νομοτέλειές τους. Επομένως, [εδώ] γίνεται χρήση αυτών των ιδιοτήτων σε ούτως η άλλως αλλαγμένη μορφή. Γίνεται επίσης χρήση και της αλληλεπίδρασης των φυσικών ιδιοτήτων και των νομοτελειών του μέσου και του αντικειμένου της εργασίας.

            Είναι ανέφικτη η παραγωγή προϊόντων χωρίς τη συμμετοχή της φύσης. Ωστόσο, η φύση από μόνη της, φυσικά δεν παράγει προϊόντα της εργασίας, της παραγωγής. Είναι απαραίτητη επίσης και η συμμετοχή του ανθρώπου στην παραγωγή. Αλλά και μόνος ο άνθρωπος χωρίς τη φύση δεν μπορεί να παράξει προϊόντα. Για την παραγωγή είναι απαραίτητος και ο άνθρωπος και η φύση. Εντός της παραγωγής, εντός του μετασχηματισμού της φύσης, η φύση δεν είναι μόνον αφ’ εαυτής κάτι το ενταγμένο στη διαδικασία του μετασχηματισμού, δηλ. κάτι το οποίο έχει [μόνο] τροποποιηθεί από τη διαδικασία αυτού του μετασχηματισμού. Η παραγωγή διαμορφώνεται όποτε και όταν άνθρωπος και φύση μεταβάλλονται από την αλληλεπίδρασή τους, όταν ο άνθρωπος συνιστά το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής του (ως έμβιου όντος που μετασχηματίζει τη φύση) με τη φύση, ενώ και η φύση (στο βαθμό που εντάσσεται στην ανταλλαγή ύλης με τον άνθρωπο), γίνεται αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης, εντός της διαδικασίας μετασχηματισμού της φύσης από τον άνθρωπο.

            Ωστόσο, φύση και άνθρωπος διαφέρουν ως προς τη συμμετοχή τους στην παραγωγή. Δεν μπορούν να μη έχουν αντίκτυπο στην παραγωγή οι φυσικές ιδιότητες, οι νομοτέλειες του υλικού των μέσων και των αντικειμένων της εργασίας. Εάν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψιν η εκ νέου επανάληψη της παραγωγής, τότε δεν μπορεί παρά να έχει αντίκτυπο στην παραγωγή όχι μόνο η ποιότητα, αλλά και η ποσότητα των «φυσικών αποθεμάτων» των [κατάλληλων] για τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας φυσικών υλικών. Μπορεί να επιτευχθεί επιτάχυνση είτε να επέλθει ανάσχεση της παραγωγής, είτε ακόμα και να καταστεί η τελευταία ανέφικτη, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης είτε της απουσίας [κατάλληλων] για τα μέσα και τα αντικείμενα της παραγωγής φυσικών υλικών, είτε σε συνάρτηση με την ποιότητα και την ποσότητά τους. Από αυτή την άποψη ο άνθρωπος οφείλει να προσαρμόζεται στη φύση.

            Εντούτοις, η παραγωγή συνιστά τον μετασχηματισμό της φύσης από τον άνθρωπο, είναι δηλ. κατά κύριο λόγο επενέργεια του ανθρώπου στη φύση: το αποφασιστικό, το καθοριστικό για την περιγραφή των χαρακτηριστικών της παραγωγής είναι η επενέργεια που ασκεί ο άνθρωπος στη φύση (και όχι αυτή που η φύση ασκεί στον άνθρωπο). Κυριολεκτώντας, η παραγωγή είναι κάτι το οποίο δεν προσιδιάζει στα ζώα ούτε και στη φύση αφ’ εαυτής, παρά μόνο στον άνθρωπο.

            Στην αλληλεπίδραση ανθρώπου και φύσης, αρχικά είναι η φύση αυτή που οδηγεί στη διαμόρφωση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ανέκυψε ως προϊόν της φύσης. Συνεπώς, το αποφασιστικό [στοιχείο] για την πρωταρχική εμφάνιση του ανθρώπου (κατά τη διαμόρφωση του ανθρώπου ως βιολογικού είδους) ήταν η επίδραση της φύσης επί του ζώου που αποτελούσε πρόγονο του ανθρώπου. Όταν όμως ο άνθρωπος ανέκυψε, αποφασιστικό [στοιχείο] για την ανάπτυξή του έγινε η επενέργεια του ανθρώπου στη φύση, ενώ η επίδραση της φύσης στον άνθρωπο και η προσαρμογή του ανθρώπου στη φύση [υποβαθμίζονται] σε υποταγμένα [στοιχεία].

            Στη δημιουργία του προϊόντος της παραγωγής συμμετέχουν και δυνάμεις της φύσης και δυνάμεις του ανθρώπου. Δεν συμμετέχουν όμως αποσπασματικά, αφ’ εαυτές, αλλά ως ενταγμένες στη διαδικασία μετασχηματισμού της φύσης από τον άνθρωπο σε ανηρημένη μορφή. Στη διαδικασία μετασχηματισμού της φύσης από τον άνθρωπο, ο άνθρωπος προβάλλει ως υποκείμενο, ενώ η φύση – ως αντικείμενο. Αλλά ο άνθρωπος μετασχηματίζει τη φύση με τη βοήθεια δυνάμεων της ίδιας της φύσης, [με τη βοήθεια] φυσικών δυνάμεων. Ωστόσο, και η υποβαλλόμενη σε μετασχηματισμό φύση επιδρά επίσης στην εν λόγω διαδικασία, η οποία συνιστά αποτέλεσμα του μετασχηματισμού της. Η διαδικασία επίδρασης κάποιου τινός επί κάποιου άλλου εξαρτάται από το τι είναι αυτό που ασκεί την επίδραση, καθώς και από το σε τι ασκείται αυτή η επίδραση.

            Το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης είναι αποτέλεσμα και της επίδρασης και της αντίστροφης επίδρασης [αντεπίδρασης]. Αμφότερες είναι δυνάμεις, που διαμορφώνουν το προϊόν της αλληλεπίδρασης. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το αποτέλεσμα, το προϊόν της παραγωγής ως προϊόν της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης. Από κοινού δυνάμεις του ανθρώπου και της φύσης οδηγούν στη διαμόρφωση του αποτελέσματος της αλληλεπίδρασής τους.

            Από την άποψη του προϊόντος, του αποτελέσματος της παραγωγής, η συμμετοχή του ανθρώπου και η συμμετοχή της φύσης, προβάλλουν ως δυνάμεις της παραγωγής, ως παραγωγικές δυνάμεις. Και μάλιστα, δεδομένου ότι το προϊόν της παραγωγής  είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης, ούτε ο άνθρωπος, ούτε η φύση εκτός αυτής της αλληλεπίδρασής τους δεν συνιστούν παραγωγικές δυνάμεις. Τόσο ο άνθρωπος, όσο και η φύση υφίστανται ως παραγωγικές δυνάμεις μόνον εντός της παραγωγής προϊόντων, αποτελεσμάτων, ως συμμέτοχοι της παραγωγής προϊόντων, αποτελεσμάτων.

            Στην παραγωγή, άνθρωπος και φύση αποτελούν δύο εσωτερικά αλληλένδετους, εσωτερικά ενιαίους πόλους. Εντός αυτής της ενότητας [αυτού του δίπολου] ο άνθρωπος είναι ο παραγωγός. Ο άνθρωπος, υπό την ιδιότητα του παραγωγού είναι και φυσικό ον, ένα ον ενιαίο με τη φύση, και ένας πόλος αντιπαρατιθέμενος στην υπόλοιπη φύση. Η υπόλοιπη φύση πολώνεται εντός της παραγωγής υπό τη μορφή των φυσικών όρων της παραγωγής και – σ’ ένα εγγύτερο πεδίο – υπό τη μορφή των αντικειμένων της εργασίας. Φυσικά, η βασική εσωτερική παρόρμηση της παραγωγής εκπορεύεται από τον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι ο ενεργητικός πόλος, αυτός επενεργεί στα αντικείμενα της εργασίας, ενώ τα αντικείμενα της εργασίας είναι εκείνα επί των οποίων ασκείται η επίδραση. Αμφότεροι οι πόλοι της παραγωγής διαμεσολαβούνται από τα μέσα εργασίας [δηλ. μεταξύ των δύο πόλων της  παραγωγής παρεμβάλλονται τα μέσα της εργασίας]. Τα μέσα της εργασίας αποτελούνται μεν από φυσικό υλικό, αλλά  ως μέσα εργασίας συνιστούν εργασιακά όργανα του ανθρώπου, μέσα επενέργειας του ανθρώπου στο αντικείμενο της εργασίας. Από την άποψη της συμμετοχής του ανθρώπου, το αντικείμενο της εργασίας και – πολλώ μάλλον – οι όροι της εργασίας, είναι κάτι το παθητικό. Από την άποψη του προϊόντος της παραγωγής και, συνεπώς, της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης (οπότε δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνον η συμμετοχή του ανθρώπου, αλλά και η συμμετοχή της φύσης στην παραγωγή), και το αντικείμενο της εργασίας, και οι όροι της παραγωγής, και η φύση (στο βαθμό που εντάσσεται στα μέσα παραγωγής και στο βαθμό που ο ίδιος ο παραγωγός είναι προϊόν της φύσης) είναι κάτι το οποίο δεν υφίσταται μόνο κάποια επίδραση, αλλά και επιδρά στον άνθρωπο.

            Από τα προαναφερθέντα έπεται ότι στη σύνθεση των παραγωγικών δυνάμεων γενικά θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται, πρώτον, ο άνθρωπος – ο παραγωγός και δεύτερον, τα μέσα παραγωγής (στα μέσα παραγωγής συγκαταλέγονται τα μέσα, το αντικείμενο της εργασίας καθώς επίσης και οι όροι της παραγωγής). Φυσικά, [τα παραπάνω] λειτουργούν ως παραγωγικές δυνάμεις μόνον εντός της πράγματι διεξαγόμενης  παραγωγικής διαδικασίας.

             Ο τρόπος με τον οποίο οι παραγωγοί χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής κατά τη διαδικασία δημιουργίας των προϊόντων, θεωρούμενος μόνον από τη σκοπιά της ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, είναι ο τρόπος παραγωγής με τη στενή έννοια (στον τρόπο παραγωγής με την ευρεία έννοια του όρου θα αναφερθούμε αργότερα).

            Είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη κατά την οποία στις παραγωγικές δυνάμεις θα πρέπει να περιλαμβάνεται μόνο ο παραγωγός και τα μέσα εργασίας. Όσον αφορά τη συζήτηση αναφορικά με το εάν συμπεριλαμβάνεται είτε δεν συμπεριλαμβάνεται το αντικείμενο της εργασίας στις παραγωγικές δυνάμεις, πρώτον, [η συζήτηση αυτή] δεν έχει καταλήξει κάπου οριστικά και, δεύτερον, ακόμα και στην περίπτωση που είναι σαφές το αμφιλεγόμενο ζήτημα, παραμένει ασαφές το νόημά του. Πράγματι, τι νόημα έχει το αν θα συμπεριληφθεί ή όχι η έννοια «αντικείμενο της εργασίας» στην έννοια των παραγωγικών δυνάμεων; Μήπως το εν λόγω θέμα είναι απλώς παίγνιο εννοιών;

            Φρονούμε ότι η άποψη των οπαδών της εξαίρεσης της έννοιας «αντικείμενο της εργασίας» από την έννοια «παραγωγικές δυνάμεις» εδράζεται στη σύγχυση εργασίας και παραγωγής. Από την άποψη της εργασίας, της συμμετοχής του ανθρώπου, πράγματι είναι σκόπιμη η διάκριση μόνον αυτών των συστατικών στοιχείων. Αλλά η έννοια «παραγωγικές δυνάμεις» είναι μια έννοια, με την οποία εντοπίζονται οι δυνάμεις του ανθρώπου και της φύσης από την άποψη της συμμετοχής τους στη δημιουργία του προϊόντος. Και από την άποψη του προϊόντος, στη διαμόρφωσή του δεν συμμετέχει μόνον ο άνθρωπος αλλά και η φύση.7

            Εν τούτοις,  η διαφορά των «συμμετεχόντων» στη δημιουργία των προϊόντων της παραγωγής μας υποχρεώνει να πούμε ότι η κύρια παραγωγική δύναμη είναι ακριβώς οι παραγωγοί. Τα μέσα εργασίας είναι τα εργασιακά, τα παραγωγικά τους όργανα.

            Τα όσα αναφέραμε παραπάνω περί εργασίας μπορούν, με ορισμένες τροποποιήσεις, να ειπωθούν και περί παραγωγής.

            Τα συστατικά στοιχεία της εργασίας αποτελούν και συστατικά στοιχεία της παραγωγής. Η εκ νέου επανάληψη της εργασίας με την ίδια ή μεταβαλλόμενη μορφή αποτελεί εκ νέου επανάληψη της παραγωγής με την ίδια ή μεταβαλλόμενη μορφή και ο καταμερισμός της εργασίας συνιστά καταμερισμό της παραγωγής. Ο καταμερισμός της εργασίας, εφ’ όσον έχει αντίκτυπο στη δημιουργία του προϊόντος της εργασίας, είναι παραγωγική δύναμη (η σχέση του καταμερισμού της εργασίας ως παραγωγικής δύναμης προς τις παραγωγικές δυνάμεις που απαριθμήσαμε παραπάνω είναι παρεμφερής με τη σχέση του καταμερισμού της εργασίας προς τα συστατικά στοιχεία της εργασίας γενικά).

            Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη υπογραμμίσει κατά την περιγραφή των χαρακτηριστικών της εργασίας, [εδώ] πλέον η φύση προβάλλει μεν ως αναγκαία στιγμή της ανταλλαγής ύλης (εφ’ όσον εδώ γίνεται λόγος περί ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης), πλην όμως κατά τον εγγύτερο και κύριο λόγο προβάλλει αρνητικά, [δηλ.] ως εκείνο το οποίο πρέπει να μετασχηματισθεί. [Όταν όμως προβαίνουμε] στην περιγραφή των χαρακτηριστικών της παραγωγής, η φύση, εντός της αναγκαιότητάς της γι’ αυτή την διαδικασία ανταλλαγής ύλης, προβάλλει πλέον και θετικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προωθείται στο προσκήνιο σε θετική μορφή η εξάρτηση της εργασιακής επενέργειας που ασκεί ο άνθρωπος στη φύση, από τη φύση αφ’ εαυτής. Γι’ αυτό, ειρήσθω εν τη παρόδω, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι τυχαίο πως η αντίληψη του γεγονότος ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο κύριος της φύσης και η φύση δεν είναι μόνο δούλη του ανθρώπου, άρχισε να διανοίγει δρόμο, όταν και όποτε η ανθρωπότητα άρχισε να χρησιμοποιεί σε ευρεία κλίμακα δυνάμεις της φύσης κατά την εργασιακή της δραστηριότητα.

            Εάν η «συμμετοχή» της φύσης στη δημιουργία προϊόντων δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνο με την αρνητική, αλλά και με τη θετική της μορφή, τότε προβάλλει σαφώς η αντικειμενικότητα  της παραγωγής, η ανεξαρτησία της παραγωγής από τη βούληση, την επιθυμία μας, τη συνείδηση των ανθρώπων, παρά το γεγονός ότι παράγουν οι άνθρωποι και παράγουν για τον εαυτό τους. Εκτός αυτού, η φύση, στο βαθμό που δεν είναι μόνο αρνητικός, μόνον αντιστεκόμενος «συμμέτοχος» της διαδικασίας ανταλλαγής ύλης με τον άνθρωπο, αλλά είναι επίσης και ένας «συμμέτοχος» που επιδρά θετικά σε αυτή την ανταλλαγή, εντάσσεται με θετική μορφή στο εσωτερικό της ίδιας αυτής της διαδικασίας ανταλλαγής ύλης. Δεδομένου όμως ότι η φύση προϋπήρχε του ανθρώπου, και υπάρχει ανεξαρτήτως του ανθρώπου και της ανθρωπότητας και στο βαθμό που είναι κάτι το εξωτερικό έναντι του ανθρώπου, εντασσόμενη στην ανταλλαγή ύλης με τον άνθρωπο, ποτέ δεν καθίσταται απολύτως εξαρτημένη από τον άνθρωπο, παραμένει και στο εσωτερικό της παραγωγής κάτι το εξωτερικό, το τυχαίο έναντι του ανθρώπου. Φέρ’ ειπείν, ο καταμερισμός της εργασίας ως καταμερισμός της παραγωγής δεν εξαρτάται μόνον από τον άνθρωπο, τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του, αλλά και από τις φυσικές διαδικασίες που εντάσσονται στη δημιουργία των προϊόντων της παραγωγής. Ωστόσο, οι φυσικές διαδικασίες αφ’ εαυτές είναι εξωτερικές έναντι της  εργασιακής διαδικασίας.

            Κατά τη λογική τους εξέταση οι παραγωγικές δυνάμεις προέκυψαν ενώπιον μας έχοντας καταστεί κατά το μέγιστο βαθμό συγκεκριμένες ως καταμερισμός εργασίας, ως καταμερισμός παραγωγής. Προς το παρόν θα παραμείνουμε στα πλαίσια της λογικής πτυχής, κάνοντας αφαίρεση από την πιο συγκεκριμένη περιγραφή των χαρακτηριστικών της παραγωγής από την άποψη της «συμμετοχής» της φύσης σε αυτήν, διότι, όπως απορρέει από τα προαναφερθέντα, αυτό θα σήμαινε μετάβαση στην ειδικά ιστορική πτυχή ανάλυσης της παραγωγής. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις ο καταμερισμός της παραγωγής από λογικής σκοπιάς εκλαμβάνεται ως καταμερισμός εργασίας μεταξύ ανθρώπων από την άποψη της παραλαβής προϊόντων.

 

2.      Σχέσεις παραγωγής (εργασιακές σχέσεις).

 

            Οι άνθρωποι συνενώνονται στην εργασία, στην παραγωγή. Η συνένωση των ανθρώπων στην παραγωγή (στην εργασία) μπορεί να υπαγορεύεται από εξωτερική αναγκαιότητα, όταν είναι ανέφικτος ο μετασχηματισμός της φύσης από ένα άτομο, κατά κύριο λόγο, εξ αιτίας του χαρακτήρα των φυσικών διαδικασιών, των φυσικών υλικών που εντάσσονται στην εργασιακή διαδικασία. Φέρ’ ειπείν η φόρτωση ενός βαρέως κορμού σε άμαξα από μερικούς ανθρώπους είναι συνεργατική εργασία, η οποία κατά μείζονα κλίμακα οφείλεται στο ίδιο το φυσικό υλικό του αντικειμένου της εργασίας.

            Η συνένωση των ανθρώπων στην παραγωγή (εργασία), η οποία υπαγορεύεται από εξωτερική αναγκαιότητα, σημαίνει ότι ο χαρακτήρας της εργασίας είναι κοινωνικός. Ωστόσο, εδώ μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για τον εξωτερικό κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Η συνένωση των ανθρώπων στην εργασία, στην παραγωγή, μπορεί να απορρέει από την εσωτερική διάρθρωση της  ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Αυτό είναι το βαθύτερο θεμέλιο της συνένωσης των ανθρώπων στην εργασία. Σε αντιδιαστολή με τον πρώτο, θα τον ονομάσουμε εσωτερικό κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, είτε καθαυτό κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Οι βαθύτερες σχέσεις των ανθρώπων στην εργασία, στην παραγωγή, είναι οι σχέσεις των ανθρώπων εντός της διαδικασίας διεξαγωγής της εσωτερικά διαρθρωμένης εργασίας, όταν διάφορες στιγμές της περιέρχονται ως μερίδιο [κλήρος] σε διάφορους ανθρώπους. Η μετάβαση από την ανάλυση της παραγωγής (της εργασίας) στην ανάλυση των σχέσεων των ανθρώπων εντός της παραγωγής (της εργασίας) πραγματοποιείται μέσω της εξέτασης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Ωστόσο, ως βαθύτερο «υπόστρωμα» αυτής της μετάβασης λειτουργεί ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των ανθρώπων, ο οποίος οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη της εσωτερικής διάρθρωσης της εργασιακής διαδικασίας, δηλ. στον εσωτερικό, είτε στον καθαυτό κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας.

            Μέχρι τώρα εντοπίζαμε την παραγωγή, καθώς επίσης και την κατανάλωση, ως διαδικασίες ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, σε μια διαδικασία κατά την οποία αναδεικνύονταν τόσο η σχετική αυτοτέλεια, όσο και η εσωτερική ενότητα παραγωγής και κατανάλωσης.

            Οι σχέσεις παραγωγής (εργασιακές σχέσεις) διαπερνούν την παραγωγή και την κατανάλωση, τις διαμεσολαβούν. Οι σχέσεις παραγωγής, σε αντιδιαστολή με τις εργασιακές σχέσεις, συνιστούν σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στη διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, από την άποψη του προϊόντος, του αποτελέσματος και όχι [από την άποψη] της συμμετοχής του ανθρώπου σ’ αυτή την ανταλλαγή της ύλης (όπως και παραγωγή είναι αυτή η ανταλλαγή ύλης [θεωρούμενη] από την άποψη του προϊόντος, ενώ εργασία – από την άποψη της συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου).

            Η παραγωγή (εργασία) στην απλούστατη περίπτωση και στην απλούστατη έκφρασή της διεξάγεται χάριν της διατήρησης της βιολογικής ύπαρξης (του ατόμου και του γένους). Γι’ αυτό και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην παραγωγή (εργασία) παρουσιάζονται στην επιφάνεια προπαντός ως σχέσεις που συνάπτονται εξ αιτίας των προϊόντων της παραγωγής, τα οποία λειτουργούν ως αντικείμενα ατομικής κατανάλωσης.

            Μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση, ότι ορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επιφανειακή έκφραση των σχέσεων παραγωγής και τη διαφορά των σχέσεων παραγωγής από τις εργασιακές [σχέσεις], ταυτίζουμε τις σχέσεις παραγωγής με την επιφανειακή έκφρασή τους. Αυτό όμως δεν ισχύει. Βλέπετε, εάν η παραγωγή είναι μία διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης από την άποψη των προϊόντων της ανταλλαγής, από αυτό δεν έπεται ότι η παραγωγή ανάγεται στα προϊόντα της παραγωγής. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με τις σχέσεις παραγωγής.

            Η πλέον επιφανειακή έκφραση των σχέσεων  παραγωγής είναι οι σχέσεις [που συνάπτονται] μεταξύ των ανθρώπων εξ αιτίας των προϊόντων της παραγωγής, που λειτουργούν ως αντικείμενα προς κατανάλωση. Σε τι, όμως, συνίστανται σε αυτή την περίπτωση οι ίδιες οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων; Στη διανομή των προϊόντων. Ωστόσο, η διανομή δεν ανάγεται μόνο στην διανομή προϊόντων της παραγωγής που λειτουργούν ως αντικείμενα προς κατανάλωση. «Στην πλέον επιφανειακή αντίληψη, η διανομή προβάλλει ως διανομή των προϊόντων και κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται αντιληπτή ως αποστασιοποιημένη από την παραγωγή και ως δήθεν αυτοτελής απέναντι στην παραγωγή» [1, τ.46, μέρος 1, σ.33]*. Εάν, όμως, η διανομή προβάλλει έτσι στην επιφάνεια, μία βαθύτερη εξέταση αποκαλύπτει ότι οι ρίζες της διανομής βρίσκονται στην παραγωγή.

            «Πριν όμως γίνει διανομή των προϊόντων, η διανομή είναι: 1) διανομή των εργαλείων της παραγωγής και 2) – πράγμα που αποτελεί περαιτέρω προσδιορισμό της ίδιας σχέσης – διανομή των μελών της κοινωνίας ανάμεσα στα διάφορα είδη της παραγωγής (υπαγωγή των ατόμων σε καθορισμένες σχέσεις παραγωγής). Προφανώς, η διανομή των προϊόντων δεν είναι παρά αποτέλεσμα αυτής της διανομής, που εμπεριέχεται στην ίδια την παραγωγική διαδικασία και καθορίζει την διάρθρωση της παραγωγής». [στο ίδιο]. Λίγο παρακάτω ο Κ. Μαρξ αναρωτιέται, ποια είναι η σχέση της διανομής εντός της παραγωγικής διαδικασίας με την ίδια την παραγωγή και απαντά ως εξής: «Ποια σχέση έχει με την παραγωγή αυτή η διανομή που καθορίζει την ίδια την παραγωγή, αυτό είναι ζήτημα που προφανώς ανήκει στη σφαίρα της ίδιας της παραγωγής. Εάν παρατηρηθεί τότε πως, εφ’ όσον η παραγωγή αναγκαστικά ξεκινά από ορισμένη διανομή των παραγωγικών εργαλείων, η διανομή, τουλάχιστον μ’ αυτή την έννοια προηγείται της παραγωγής, η απάντηση είναι ότι, πράγματι, η παραγωγή έχει τους όρους και τις προϋποθέσεις της, που αποτελούν συστατικά της στοιχεία. Τα τελευταία μπορεί  στην αρχή να εμφανίζονται ως αυτοφυή. Η ίδια η διαδικασία της παραγωγής τα μετατρέπει από φυσικά σε ιστορικά και αν για μια περίοδο εμφανίζονται ως φυσική προϋπόθεση της παραγωγής, για μίαν άλλη ήταν το ιστορικό της αποτέλεσμα. Μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία μεταβάλλονται διαρκώς. Π.χ. η χρησιμοποίηση των μηχανών άλλαξε τη διανομή τόσο των παραγωγικών εργαλείων όσο και των προϊόντων. Η σύγχρονη μεγάλη γαιοκτησία είναι η ίδια αποτέλεσμα τόσο του σύγχρονου εμπορίου και της σύγχρονης βιομηχανίας, όσο και της εφαρμογής της τελευταίας στη γεωργία» [στο ίδιο, σ.33-34]*. «Η διάρθρωση της διανομής – επισημαίνει ο Κ. Μαρξ – καθορίζεται πλήρως από τη διάρθρωση της παραγωγής. Η διανομή είναι η  ίδια προϊόν της παραγωγής όχι μόνον ως προς το διανεμόμενο προϊόν, διότι μόνο τα αποτελέσματα της παραγωγής μπορούν να διανεμηθούν, αλλά και ως προς τη μορφή, διότι ορισμένος τρόπος συμμετοχής στην παραγωγή καθορίζει τις ιδιαίτερες μορφές της διανομής, τις μορφές με τις οποίες οι άνθρωποι λαμβάνουν μέρος στη διανομή» [στο ίδιο, σ.31-32].**Εάν  η διανομή των προϊόντων της παραγωγής είναι το εξωτερικό «στρώμα» της διανομής, ως βαθύ «υπόστρωμα» της διανομής λειτουργεί η κατανομή των ανθρώπων ανάμεσα στα διάφορα είδη της παραγωγής και η διανομή των μέσων παραγωγής.

            Σε τελευταία ανάλυση, σκοπός της παραγωγής είναι η κατανάλωση. Όπως  κι αν  σχετίζονται οι άνθρωποι προς αλλήλους στην παραγωγή, είτε ως προς τα προς κατανάλωση προϊόντα, είτε ως προς τα είδη της παραγωγής, είτε ως προς τα μέσα παραγωγής, πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, σχετίζονται προς αλλήλους στην παραγωγή χάριν της κατανάλωσης. Γι’ αυτό σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η σχέση μεταξύ των ανθρώπων συνίσταται στη διανομή, στην ιδιοποίηση.8

            Τι είναι η διανομή; Διανομή προϊόντων, σφαιρών, μέσων παραγωγής σημαίνει καταμερισμός τους μεταξύ των ανθρώπων. Εφ’ όσον κατανεμηθούν [τα παραπάνω] μπορούν να αναλωθούν σύμφωνα με τη φύση τους, είτε να διαβιβασθούν σε άλλους ανθρώπους. Οι άνθρωποι ιδιοποιούνται τα κατανεμημένα προϊόντα, τις σφαίρες και τα μέσα παραγωγής που έχουν παραλάβει, δηλ. σε τελευταία ανάλυση [όλα αυτά] καταναλώνονται σύμφωνα με τη φύση τους.

            Διανομή είναι η περιγραφή των χαρακτηριστικών του καταμερισμού προϊόντων, σφαιρών και μέσων παραγωγής μεταξύ των ανθρώπων, ως ήδη διαθέσιμων, περιγραφή που γίνεται από την άποψη του τι καταμερίζεται μεταξύ των ανθρώπων. Ιδιοποίηση είναι ο ορισμός εκείνης της διαδικασίας, στην πορεία της οποίας εδραιώνεται η εκ των πραγμάτων δυνατότητα (η εκ των πραγμάτων ικανότητα) του ανθρώπου να διαχειρίζεται κατά το δοκούν μερίδιο (μέρος) των προϊόντων, των μέσων παραγωγής και να διεξάγει τη μεν είτε τη δε εργασία. Ιδιοκτησία είναι η εκ των πραγμάτων κυριότητα [διαχείριση, χρήση, κάρπωση και διάθεση] επί μεριδίου των αντικειμένων, των μέσων παραγωγής, η μεν είτε η δε εκ των πραγμάτων ένταξη στις σφαίρες της παραγωγής. Μ’ άλλα λόγια, ιδιοκτησία είναι η εκ των πραγμάτων διάθεση των αντικειμένων, των μέσων παραγωγής και της εργασίας (ιδίας ή αλλότριας [ξένης]).

            Διανομή με την ευρεία έννοια του όρου, αφ’ ενός, και ιδιοκτησία, ιδιοποίηση, αφ’ ετέρου, είναι ένα και το αυτό. Μόνο που στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με το τι [αντικείμενο] καταμερίζεται μεταξύ των ανθρώπων, ενώ στη δεύτερη – με το γεγονός ότι οι άνθρωποι διαθέτουν [διαχειρίζονται] το καταμεριζόμενο είτε το καταμερισθέν [αντικείμενο] ως ίδιον [δικό τους]. Και μάλιστα η ιδιοκτησία είναι το αποτέλεσμα της ιδιοποίησης, οι σχέσεις ιδιοκτησίας είναι καταληκτικές σχέσεις* εν συγκρίσει με τις σχέσεις ιδιοποίησης που αποτελούν τη διαδικασία διαμόρφωσής τους.

            Διανομή, ιδιοποίηση και ιδιοκτησία ως σχέσεις παραγωγής είναι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, σχέσεις των ανθρώπων προς αλλήλους [που συνάπτονται] εξ αφορμής των αντικειμένων, των μέσων παραγωγής και της ίδιας της εργασίας (καθώς επίσης και των προϊόντων της εργασίας, στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω).

            Σε διανομή και ιδιοποίηση μπορεί να υπόκειται και κάτι το οποίο δεν έχει παραχθεί, π.χ. ένα παρθένο δάσος. Μπορεί κάποιος  να είναι ιδιοκτήτης αντικειμένων, δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή. Αυτό θα συνιστά σχέσεις μεταξύ ανθρώπων (οι άνθρωποι μοιράζουν μεταξύ τους κάτι το δεδομένο από τη φύση σε έτοιμη μορφή), ωστόσο, εφ’ όσον αυτά τα καταμεριζόμενα αντικείμενα δεν έχουν παραχθεί από ανθρώπους, η διανομή τους, η ιδιοποίησή τους και η επ’ αυτών ιδιοκτησία δεν συνιστούν καθαυτό σχέσεις παραγωγής. Η χρήση δεδομένων από τη φύση σε έτοιμη μορφή αντικειμένων, - εάν θεωρηθεί ειλημμένη γενικά ως αποσπασμένη από την παραγωγή, - δεν συνιστά ούτε διανομή, ούτε ιδιοποίηση, ούτε ιδιοκτησία: είναι μια ζωώδης ασυνείδητη «εξ υφαρπαγής» κατανάλωση από κάποιο μέλος μιας ζωώδους κοινότητας.

            Η διανομή (ιδιοποίηση, ιδιοκτησία) κάποιου τινός δεδομένου σε έτοιμη μορφή από τη φύση, συνιστά σχέση παραγωγής μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω δεδομένο σε έτοιμη μορφή από τη φύση έχει ενταχθεί στην παραγωγική (εργασιακή) διαδικασία είτε υπό την ιδιότητα του παραγωγού, είτε υπό την ιδιότητα του μέσου της εργασίας, είτε υπό την ιδιότητα του αντικειμένου της εργασίας, είτε υπό την ιδιότητα του μεν είτε του δε συνδυασμού των παραπάνω. Στο βαθμό που ο άνθρωπος, το μέσο της εργασίας και το αντικείμενο της εργασίας είναι δεδομένα σε έτοιμη μορφή από τη φύση, δηλ. δεν έχουν μετασχηματισθεί από την εργασιακή διαδικασία, δεν έγιναν προϊόν προγενέστερης εργασίας, οι σχέσεις παραγωγής δεν έχουν διαχωρισθεί καθ’ όλα από την απλή ζωώδη χρήση της φύσης, [επομένως,] η διανομή, η ιδιοποίηση και η ιδιοκτησία δεν έχουν μορφοποιηθεί καθ’ όλα, δεν συνιστούν διαμορφωμένες σχέσεις παραγωγής.

            Η ιδιοκτησία επί των τελικών προϊόντων της παραγωγής, δηλ. επί αντικειμένων που μπορούν να ικανοποιήσουν βιολογικές ανάγκες, η διανομή και η ιδιοποίησή τους είναι, σε τελευταία ανάλυση, απότοκες της ιδιοκτησίας επί του παραγωγού, επί του μέσου παραγωγής, επί της ίδιας της εργασίας, [απότοκες] της διανομής και ιδιοποίησης των   τελευταίων. Χάριν συντομίας, στο εξής, θα χρησιμοποιούμε τον όρο «συστατικά [στοιχεία] της παραγωγής», εννοώντας τον παραγωγό (είτε τους παραγωγούς, διαφορά που εδώ δεν έχει σημασία), τα μέσα παραγωγής, την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής και τα προϊόντα της παραγωγής.

            Μπορεί να υφίσταται την επενέργεια διανομής και ιδιοποίησης ο άνθρωπος της εργασίας (ο παραγωγός), το μέσο της εργασίας (με τη στενή έννοια, δηλ. τα πράγματα εκείνα «που μεταβιβάζουν την επενέργεια της εργασίας στο αντικείμενό της και τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χρησιμεύουν ως αγωγοί της δραστηριότητάς της» [1, τ.23, σ.191]* και με την ευρεία έννοια, δηλ. ως «όλοι οι υλικοί όροι που απαιτούνται εν γένει ούτως ώστε να μπορεί να συντελείται η διαδικασία» [στο ίδιο]), το αντικείμενο της εργασίας και η ίδια η εργασία. Υποκείμενο της ιδιοποίησης, ιδιοκτήτης μπορεί να είναι ένα άτομο, το μεν είτε το δε μέρος της κοινωνίας, είτε όλη η κοινωνία (όλη η ανθρωπότητα).

            Και τώρα θα εξετάσουμε με ποιο τρόπο λαμβάνει χώρα η διανομή, η ιδιοποίηση, ποιες είναι οι μορφές διανομής, ιδιοποίησης και ιδιοκτησίας και από τι ακριβώς καθορίζονται αυτές οι μορφές.

            Εάν η παραγωγή ανακύπτει, διαμορφώνεται και υφίσταται χάριν της ικανοποίησης βιολογικών αναγκών, οι σχέσεις παραγωγής οφείλουν να είναι, σε τελευταία ανάλυση, τέτοιες, ώστε η παραγωγική σχέση προς τη φύση να συντελείται κατά τον βέλτιστο τρόπο. Οι σχέσεις παραγωγής οφείλουν, σε τελευταία ανάλυση, να παρέχουν τις μέγιστες δυνατότητες για την ανάπτυξη της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, για το μετασχηματισμό της φύσης.

            Οι σχέσεις παραγωγής μπορούν να παρέχουν ποικίλες δυνατότητες για το μετασχηματισμό της φύσης, και – εάν γίνεται λόγος περί διατήρησης της βιολογικής ύπαρξης – για την παραγωγή προϊόντων, κατάλληλων να γίνουν αντικείμενα ατομικής κατανάλωσης. Η διανομή συνιστά αντίστοιχα διανομή προϊόντων της παραγωγής μεταξύ των ανθρώπων. Η διανομή των προϊόντων της παραγωγής, από την άποψη των ανθρώπων μεταξύ των οποίων διανέμονται τα προϊόντα, συνιστά ιδιοποίηση των προϊόντων. Η ολοκλήρωση της ιδιοποίησης των προϊόντων της παραγωγής από τον άνθρωπο δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από την κατανάλωσή τους.

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κατανάλωση δεν προβάλλει πλέον απλώς ως κατανάλωση των ατόμων, αλλά ως μια διαδικασία με την οποία ολοκληρώνεται η διανομή, η ιδιοποίηση, η πραγμάτωση της ιδιοκτησίας, δηλ. η ατομική κατανάλωση, η ικανοποίηση των σωματικών αναγκών, προβάλλει ως κάτι το εσωτερικά ενιαίο με τις σχέσεις παραγωγής, αν και εδώ η εν λόγω ενότητα προβάλλει με την εξωτερική της πλευρά.

            Η διανομή των προϊόντων της παραγωγής είναι ανέφικτη  (εάν εξαιρέσουμε δια της αφαίρεσης εξωτερικές, τυχαίες περιστάσεις) χωρίς τη διανομή [τον καταμερισμό] των παραγωγών κατά [διάφορες] σφαίρες [πεδία, τομείς] της παραγωγής, χωρίς τη διανομή των μέσων παραγωγής, δηλ. χωρίς τη διανομή των συστατικών στοιχείων της παραγωγικής διαδικασίας. Καθώς το προϊόν της παραγωγής δημιουργείται εντός της παραγωγικής διαδικασίας, έτσι και η διανομή των προϊόντων της παραγωγής εδράζεται στη διανομή των συστατικών στοιχείων της παραγωγικής διαδικασίας, γεννιέται από αυτήν. Η διανομή των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας είναι απαραίτητη για τη διανομή των προϊόντων της παραγωγής, αλλά και η διανομή των προϊόντων της παραγωγής είναι απαραίτητη για την κατανάλωσή τους, η κατανάλωση είναι το κίνητρο [το ωθούν αίτιο], ο σκοπός της παραγωγής. Ωστόσο, η πραγμάτωση αυτού του σκοπού, η δημιουργία των προϊόντων διεκπεραιώνονται εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Γι’ αυτό και η διαδικασία της παραγωγής συνιστά την κυρίαρχη στιγμή σε αυτές τις σχέσεις. Η διανομή των συστατικών στοιχείων της παραγωγικής διαδικασίας συνιστά το βαθύτερο «υπόστρωμα» των σχέσεων παραγωγής.

Επικεντρώνουμε την προσοχή μας στη διανομή των συστατικών στοιχείων της παραγωγικής διαδικασίας για να υπογραμμίσουμε το γεγονός, ότι τα συστατικά στοιχεία της παραγωγικής διαδικασίας προβάλλουν ως προϊόντα προηγούμενης εργασίας, προηγούμενης παραγωγής. Αυτή η διανομή συνιστά ταυτοχρόνως ιδιοποίηση των συστατικών στοιχείων της παραγωγικής διαδικασίας. Κάθε ιδιοποίηση συνιστά κατανάλωση (σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορεί κάτι να καταστεί ίδιον [κτήμα τινός] παρά μόνο δια της κατανάλωσής του9 ).

            Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η παραγωγή ως παραγωγική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση συνιστά ταυτοχρόνως (από την άποψη της ενότητας της παραγωγής, που διεξάγεται από διάφορους ανθρώπους, με την κατανάλωση) διανομή, ιδιοποίηση και κατανάλωση των συστατικών στοιχείων της παραγωγικής διαδικασίας. Η παραγωγική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση δεν προβάλλει μόνον ως σχέση προς τη φύση, αλλά συνάμα και ως σχέση παραγωγής (και ως σχέση των ανθρώπων εξ αφορμής των προϊόντων της παραγωγής και ως σχέση τους εντός της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας). Αυτές οι σχέσεις παραγωγής εντός της παραγωγικής διαδικασίας αναδεικνύονται ως το βαθύτερο «υπόστρωμα» των σχέσεων παραγωγής.

            Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις παραγωγής διαθέτουν μιαν εξωτερικά σχετικά αυτοτελή μορφή ύπαρξής τους, η οποία συνίσταται ακριβώς στην διανομή των προϊόντων της παραγωγής, μια μορφή η οποία διαφέρει από τη μορφή ύπαρξης της διαδικασίας της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση και από τη μορφή ύπαρξη της κατανάλωσης.

            Ας εξετάσουμε λεπτομερέστερα από τι και με ποιο τρόπο καθορίζεται αυτή η μορφή της διανομής, ούτως ώστε στη συνέχεια, να περάσουμε σε λεπτομερέστερη ανάλυση του βαθύτερου «υποστρώματος» των σχέσεων παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής εν συνόλω.

            Διανομή των προϊόντων της παραγωγής είναι ο καταμερισμός των προϊόντων της παραγωγής (που αποτελούν αντικείμενα προς κατανάλωση) μεταξύ των ανθρώπων. Επομένως, αυτή η διανομή προϋποθέτει ότι, πρώτον, η παραγωγή δεν διεξάγεται από έναν, αλλά από πολλούς ανθρώπους, δεύτερον, επιμερίζονται τα προϊόντα της παραγωγής, τρίτον, τα προϊόντα της παραγωγής συνιστούν αντικείμενα προς κατανάλωση, ικανοποιούν ανάγκες. Εκτός αυτού, η διανομή των προϊόντων της παραγωγής καθορίζεται από τη διανομή των συστατικών στοιχείων της διαδικασίας της παραγωγής.

            Οι σχέσεις παραγωγής, ακριβώς υπό την παραγωγική ιδιότητά τους, εδράζονται στις διαθέσιμες δυνατότητες ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, στην εργασία, στην παραγωγή ως σχέση του ανθρώπου προς τη φύση. Αντικείμενο προς διανομή, προς ιδιοποίηση μπορεί να είναι μόνον εκείνο το οποίο έχει παραχθεί είτε μπορεί να παραχθεί με τις διαθέσιμες δυνατότητες ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Η διανομή και ιδιοποίηση (είτε η αποφυγή) κάποιων ειδών εργασίας, κάποιων σφαιρών της παραγωγής, είναι εφικτές εάν η ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπων και φύσης παρέχει τις μεν είτε τις δε δυνατότητες καταμερισμού της εργασίας, καταμερισμού της παραγωγής.

Οι σχέσεις παραγωγής, υπό την ιδιότητα των σχέσεων, συνιστούν αναγκαιότητα, εφ’ όσον η διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης δεν μπορεί να διεξάγεται εκτός αυτής της σχέσης. Ταυτοχρόνως όμως, η εργασία, η παραγωγή δημιουργούν ένα φάσμα δυνατοτήτων για τη μεν είτε τη δε πραγμάτωση των σχέσεων παραγωγής.

Όλες οι στιγμές [τα συστατικά στοιχεία] της εργασίας, της παραγωγής, ως ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, ασκούν «πίεση» στην πραγμάτωση αυτού του φάσματος δυνατοτήτων. Ωστόσο, εάν λάβουμε υπ’ όψιν την ιδιομορφία τους, μπορούμε να πούμε ότι η εν λόγω «πίεση» που ασκείται [εκ μέρους μίας  εκάστης των στιγμών] εν γένει και εν συνόλω ποικίλει. Στο βαθμό που το κύριο, το αποφασιστικό [στοιχείο] στην εργασιακή, στην παραγωγική διαδικασία που έχει πλέον διαμορφωθεί, είναι η επενέργεια που ασκεί ο άνθρωπος στη φύση, και όχι αυτή που η φύση ασκεί στον άνθρωπο, και στο βαθμό που υφίσταται εντός της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης μια πόλωση, η μέγιστη «πίεση» στη διαμόρφωση των μεν είτε των δε σχέσεων παραγωγής ασκείται εκ μέρους των ανθρώπων-παραγωγών, των εργαζομένων, των μέσων εργασίας, του καταμερισμού της εργασίας (από την άποψη της σχέσης ανθρώπου και φύσης). Εδώ η επίδραση που ασκούν τα διαθέσιμα αντικείμενα της εργασίας και οι φυσικοί όροι της παραγωγής στην υλοποίηση των μεν είτε των δε σχέσεων παραγωγής είναι μεν μικρότερου βαθμού, πλην όμως υπαρκτή.

Ενόσω η εργασία μόλις ανακύπτει, διαμορφώνεται, αν και ήδη συνιστά τον άγοντα [τον κατευθυντήριο] παράγοντα της ιδιότυπα ανθρώπινης ανάπτυξης, ακόμα δεν κυριαρχεί. Αντίστοιχα, παρά το γεγονός ότι η επενέργεια του ανθρώπου στη φύση έγινε άγουσα εν συγκρίσει με την επίδραση της φύσης στον άνθρωπο, εκείνο που κυριαρχεί εδώ είναι η επίδραση της φύσης στον άνθρωπο. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος της εργασίας, και τα μέσα της εργασίας είναι μεν εδώ ο άγων συντελεστής της ανάπτυξης των σχέσεων παραγωγής, πλην όμως εκείνο που κυριαρχεί άμεσα, είναι τα αντικείμενα της εργασίας και η επίδραση που ασκείται από αυτά στις ανακύπτουσες και υπό διαμόρφωση σχέσεις παραγωγής. (Ο άνθρωπος εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την εύρεση δεδομένων σε έτοιμη μορφή από τη φύση αντικειμένων της εργασίας και από την επεξεργασία τους.)10

Εάν οι σχέσεις παραγωγής εξαρτώνται αποφασιστικά ακριβώς από το επίπεδο ανάπτυξης των ανθρώπων της εργασίας και των μέσων της εργασίας, έπεται ότι το αποφασιστικό στοιχείο στις σχέσεις παραγωγής που έχουν πλέον διαμορφωθεί, είναι ο καταμερισμός των ανθρώπων της εργασίας και των μέσων της εργασίας. Όσο οι σχέσεις παραγωγής ανακύπτουν και βρίσκονται υπό διαμόρφωση, ο εν λόγω καταμερισμός διαδραματίζει άγοντα ρόλο, ενώ άμεσα κυριαρχεί ο καταμερισμός των αντικειμένων της εργασίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνο που καθορίζει την διανομή των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας, της παραγωγής και τη διανομή των προϊόντων της παραγωγής είναι η θέση, ο ρόλος και η σημασία της εργασίας των ατόμων στη συνολική εργασία, στο σύστημα της παραγωγής.

Η διανομή είναι ως προς την ουσία της διαίρεση του όλου σε μέρη. Συνεπώς, η διανομή, οι σχέσεις παραγωγής συνιστούν πλευρά της κοινωνίας ως ολότητας. Η αναγκαιότητα των σχέσεων παραγωγής απορρέει από τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, από τον χαρακτήρα της εργασίας ως όλου. Γι’ αυτό, ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των ανθρώπων, το κάθε είδος καταμερισθείσας εργασίας επιδρούν στη διανομή, στις σχέσεις παραγωγής στο βαθμό που και ο καταμερισμός της εργασίας και το κάθε είδος εργασίας επιδρούν στη συνολική εργασία ως όλο, στο βαθμό που εξαρτάται από αυτά η συνολική εργασία ως όλο. Στο βαθμό δε που ορισμένη δεδομένη εργασιακή διαδικασία προβάλλει ακριβώς υπό την ιδιότητα του μέρους του όλου και όχι ως μέρος του όλου, δεν επιδρά στις σχέσεις παραγωγής, στη διανομή, ενώ ο καταμερισμός της εργασίας δεν συνιστά συνάμα σχέση παραγωγής. Φυσικά, το μέρος δεν συνιστά μόνο μέρος, είναι πάντοτε μέρος του όλου. Συνεπώς, κάθε καταμερισμός εργασίας συνιστά ταυτοχρόνως και σχέση παραγωγής, ούτως ή άλλως επιδρά στη διανομή, συνιστά ταυτοχρόνως, εντός της μεν είτε της δε σχέσης, διανομή των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας, της παραγωγής. Ωστόσο, ο καταμερισμός της εργασίας, ένα είδος της καταμερισθείσας εργασίας συνιστά σχέση παραγωγής ακριβώς ως μέρος του όλου. Μ’ άλλα λόγια, ο καταμερισμός της εργασίας συνιστά σχέση παραγωγής ακριβώς ως κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Τα διάφορα είδη της εργασίας συνιστούν σε διαφορετικό βαθμό το όλο, τη συνολική εργασία και κατά αντίστοιχο τρόπο, ποικίλει ο ρόλος τους ως σχέσεων παραγωγής και εντός των σχέσεων παραγωγής.

Ορισμένα είδη της ώριμης εργασίας, όπως η παραγωγή του ανθρώπου της εργασίας, η παραγωγή μέσων εργασίας, η παραγωγή αντικειμένων εργασίας, διαφέρουν ως προς το ότι η παραγωγή των ανθρώπων  της εργασίας και η παραγωγή των μέσων της εργασίας, διαδραματίζουν σημαντικότερο ρόλο στη συνολική εργασία, απ’ ότι η παραγωγή αντικειμένων της εργασίας. Παρ’ όλα αυτά όμως [τα εν λόγω είδη εργασίας] συνιστούν κατά μείζονα κλίμακα επιμέρους είδη εργασίας, παραπλεύρως ενός άλλου, επίσης επιμέρους είδους εργασίας, όπως η παραγωγή αντικειμένων της εργασίας.

Άλλη υπόθεση είναι ο καταμερισμός διανοητικής και φυσικής εργασίας, εργασίας της σκοποθεσίας, που αφορά το κοινωνικό σύνολο, εργασίας που αφορά την οργάνωση της εργασίας της κοινωνίας ως όλου, και εργασίας προς πραγμάτωση των σκοπών. Το πρώτο είδος (είδη) εργασίας αφορά ακριβώς την ολότητα της συνολικής, της κοινωνικής εργασίας, ενώ το δεύτερο είδος (είδη) αφορά τα μέρη της συνολικής εργασίας. Γι’ αυτό και ο εν λόγω καταμερισμός αποδεικνύεται ότι είναι αποφασιστικός για τη διαφορά εντός των σχέσεων παραγωγής, για τη διαφορά κατά τη διανομή, για τη διαμόρφωση ομάδων και τάξεων.

Η σημασία του σκοπού στην εργασιακή διαδικασία είναι ιδιαίτερη. Φυσικά, δεν υφίσταται πλήρης σκοπός χωρίς τα μέσα και το αντικείμενο της εργασίας, χωρίς το προϊόν της εργασίας, όπως άλλωστε αλληλοπροϋποτίθενται τα εν λόγω συστατικά υπό την ιδιότητα των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας. Εν τούτοις, ακριβώς ο σκοπός είναι αυτό που συνενώνει τα συστατικά στοιχεία της εργασίας σ’ ένα όλο, διότι εργασιακή διαδικασία δεν είναι τίποτε άλλο, παρεκτός δράσεων προς μετασχηματισμό των αντικειμένων της εργασίας, με τη βοήθεια των μέσων της, αντιστοίχως του σκοπού της εργασιακής διαδικασίας. Ακριβώς ο σκοπός είναι αυτό που κατευθύνει τις πράξεις με τα μέσα της εργασίας, την επενέργεια που ασκείται με τη βοήθειά τους επί των αντικειμένων της εργασίας. Η συνένωση ποικίλων εργασιακών δράσεων αντιστοίχως του σκοπού συνιστά την οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας. Γι’ αυτό και ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ, αφ’ ενός μεν, εργασίας που αφορά τη σκοποθεσία, τη διαχείριση σκοπών και τις οργανωτικές λειτουργίες, αφ’ ετέρου δε, της εργασίας προς πραγμάτωση των σκοπών, των εκτελεστικών λειτουργιών, συνιστά έναν καταμερισμό μεταξύ εκείνου, το οποίο κατά μείζονα κλίμακα συνιστά εργασία ως όλο και αυτού το οποίο έχει κατά μείζονα κλίμακα επιμέρους σημασία στα πλαίσια της συνολικής εργασίας.

Η σκοποθεσία, η οργάνωση και η διοίκηση αφορούν κατά μείζονα κλίμακα την εργασία ως όλο, ενώ η πραγμάτωση, η εκτέλεση – κατά μείζονα κλίμακα το επιμέρους εντός  της εργασίας. Γι’ αυτό και εφ’ όσον υπάρχει τέτοιος καταμερισμός εργασίας, οι άνθρωποι του πρώτου είδους εργασίας είναι αυτοί που διαδραματίζουν άμεσα αποφασιστικό ρόλο στις σχέσεις παραγωγής, ενώ οι άνθρωποι του δεύτερου είδους εργασίας διαδραματίζουν υποδεέστερο [υπηγμένο] ρόλο. Μόνο τέτοιου είδους καταμερισμός της εργασίας θέτει τους όρους μιας ουσιωδώς διαφορετικής ιδιοποίησης και διανομής των προϊόντων της εργασίας, της παραγωγής μεταξύ ομάδων ανθρώπων που απασχολούνται σε αυτά τα είδη εργασίας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι σχέσεις παραγωγής καθορίζονται, πρωτίστως, από τον χαρακτήρα των συστατικών στοιχείων εκείνης της εργασίας, η οποία διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη συνολική εργασία. Τι σημαίνει όμως χαρακτήρας των συστατικών στοιχείων της εργασίας εξαιρουμένου του ανθρώπου; Ο χαρακτήρας των εμπράγματων συστατικών στοιχείων της εργασίας είναι ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποιούνται τα συστατικά στοιχεία της εργασίας. Το μεν είτε το δε εμπράγματο συστατικό στοιχείο της εργασίας μπορεί να ενεργοποιηθεί [να τεθεί σε κίνηση] από ένα άτομο, από ομάδα είτε από όλη την κοινωνία.

Ο χαρακτήρας της εργασιακής διαδικασίας καθορίζεται από το χαρακτήρα εκείνου του εμπράγματου συστατικού στοιχείου της εργασίας, το οποίο διαδραματίζει τον αποφασιστικό (εν συγκρίσει προς τον χαρακτήρα άλλου εμπράγματου συστατικού στοιχείου της εργασιακής διαδικασίας) ρόλο εντός της εργασιακής διαδικασίας.

Το θέμα του χαρακτήρα των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας δεν εξαντλείται με την εξέταση του αν απαιτούν τα διάφορα εμπράγματα συστατικά στοιχεία της εν λόγω εργασιακής διαδικασίας ατομικές είτε ομαδικές προσπάθειες, είτε τις προσπάθειες του συνόλου της κοινωνίας. Στον χαρακτήρα των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας εντάσσεται και το συγκεκριμένο είδος των εργασιακών προσπαθειών που απαιτούν τα εμπράγματα συστατικά στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας από τον άνθρωπο. Τα [εκάστοτε] συστατικά στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας απαιτούν τις μεν είτε τις δε γνώσεις, εμπειρίες και δεξιότητες ορισμένου χαρακτήρα, εύρους και βάθους, τη μεν είτε τη δε ποσοτική προσδιοριστία των εργασιακών προσπαθειών.  Όλα αυτά επενεργούν επίσης στις σχέσεις παραγωγής και συγκεκριμένα στον ίδιο τον «μηχανισμό» τους. Η επίδρασή τους στον άνθρωπο μπορεί να είναι εν γένει και εν συνόλω ευμενής είτε δυσμενής. Όταν η επίδραση που ασκεί συνολικά η εργασιακή διαδικασία, είτε κάποια από  τα συστατικά στοιχεία της, είναι δυσμενής, οι άνθρωποι ρέπουν προς αποφυγή αυτής της επίδρασης και στην περίπτωση που απουσιάζουν οι δυνατότητες τέτοιας μεταβολής της εργασιακής διαδικασίας που θα μπορούσε να εξαλείψει την δυσμενή της επίδραση, μεταξύ των ανθρώπων διεξάγεται πάλη προς αποφυγή αυτής της επίδρασης. Υπό τους εν λόγω όρους αυτό είναι αντικειμενικά εφικτό μόνο μέσω της ενίσχυσης αυτής της δυσμενούς επίδρασης επί άλλου ανθρώπου (είτε επί άλλων ανθρώπων).

Έτσι οι σχέσεις που συνάπτονται μεταξύ των ανθρώπων χαρακτηρίζονται από έχθρα και ανταγωνισμό. Τουναντίον, όταν η επίδραση που ασκούν τα εμπράγματα συστατικά στοιχεία της εργασίας στους ανθρώπους είναι ευμενής, δημιουργούνται δυνατότητες για τη διάθρωση σχέσεων προσήνειας, φιλίας κλπ... Ωστόσο, εδώ είναι σημαντική και η ποσοτική προσδιοριστία, διότι όταν η ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων είναι ανεπαρκής, στις ευμενείς αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων έχει θέση και πάλι η αποξένωση, η διαπάλη κλπ..., αν και εδώ [τα εν λόγω γνωρίσματα] ως προς το ποιόν τους χαρακτηρίζονται από λιγότερη σφοδρότητα, απ’ ότι η διαπάλη προς αποφυγή των δυσμενών άμεσων επιδράσεων που ασκεί η εργασιακή διαδικασία στον άνθρωπο και επομένως, [η διαπάλη] προς μετάθεση τέτοιου είδους εργασίας «στους ώμους» άλλων ανθρώπων.

Τα συστατικά στοιχεία της εργασιακής διαδικασίας δεν επιδρούν στις σχέσεις παραγωγής μόνον άμεσα, εντός της εργασιακής διαδικασίας, αλλά και μέσω της κατανάλωσης των προϊόντων της εργασίας. Εδώ τον κύριο ρόλο διαδραματίζει η ποιοτική και ποσοτική σχέση των προϊόντων προς τις βιολογικές ανάγκες. Όταν η διατήρηση της βιολογικής ύπαρξης της ζωής των ανθρώπων είναι σταθερή [βιώσιμη] υπάρχουν δύο βασικές ενδεχόμενες καταστάσεις: είτε τα προϊόντα της παραγωγής επαρκούν ποιοτικώς και ποσοτικώς μόνο για την κατά το ελάχιστο ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών των ανθρώπων (ή υπερβαίνουν κατά τι αυτό το ελάχιστο, αλλά απέχουν από τη βέλτιστη ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών), είτε τα προϊόντα της παραγωγής επαρκούν ποιοτικώς και ποσοτικώς για τη σταθερή ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών κατά το βέλτιστο. Στην πρώτη περίπτωση διεξάγεται πάλη μεταξύ των ανθρώπων για τα προϊόντα της παραγωγής και επικρατεί η αμοιβαία έχθρα. Στη δεύτερη περίπτωση εκλείπει η βάση για τέτοια πάλη.

Με ποιο τρόπο μεταβάλλονται οι σχέσεις παραγωγής; Η αναγκαιότητα της μεταβολής των σχέσεων παραγωγής ανακύπτει στο βαθμό που μεταβάλλεται ο χαρακτήρας και το επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση.

Είναι σκόπιμο να διακρίνουμε τον χαρακτήρα των μέσων παραγωγής οι όροι του οποίου τίθενται κατά μείζονα κλίμακα από τη φύση (φέρ’ ειπείν, τη δημιουργία με τη βοήθεια χειροκίνητων μέσων εργασίας ενός φράγματος που  περιορίζει τη ροή ενός μεγάλου ποταμού) από τον χαρακτήρα των μέσων παραγωγής, τα οποία αποτελούν κατά μείζονα κλίμακα προϊόντα της εργασίας, δηλ. είναι δημιουργημένα μέσα παραγωγής.

Εφ’ όσον ο χαρακτήρας των μέσων παραγωγής έχει οροθετηθεί από τη φύση, συνιστά κάτι το έξωθεν δεδομένο έναντι της κοινωνίας. Εφ’ όσον ο χαρακτήρας των μέσων παραγωγής δημιουργείται από την ίδια την παραγωγή, συνιστά κάτι το εσωτερικό εν σχέσει προς την κοινωνία. Φυσικά εδώ έχει σημασία να ληφθεί υπ’ όψιν ότι στην πραγματικότητα δεν υφίστανται καθαρά εξωτερικό και καθαρά εσωτερικό σε αμοιβαία απόσπαση, αλλά εσωτερικό και εξωτερικό υφίστανται πάντοτε ως αμοιβαία ενότητα.

Ας υποθέσουμε ότι τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας είναι δεδομένα σε έτοιμη μορφή από τη φύση και ότι ο χαρακτήρας του μέσου και του αντικείμενου της εργασίας οροθετείται κατά κύριο λόγο από τη φύση. Θα ονομάσουμε αυτού του είδους τον χαρακτήρα της εργασίας φυσικά οροθετημένο χαρακτήρα εργασίας. Τέτοιο χαρακτήρα μπορεί να έχουν μόνο τα μέσα της εργασίας, είτε μόνο τα αντικείμενα της εργασίας, είτε όχι όλα, αλλά ορισμένα από τα μέσα της εργασίας, είτε όχι όλα αλλά ορισμένα από τα αντικείμενα της εργασίας. Ο χαρακτήρας της συνολικής εργασίας, της εργασίας εν συνόλω, καθορίζεται από τον χαρακτήρα εκείνων των μέσων παραγωγής, τα οποία διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο έναντι των λοιπών μέσων παραγωγής. Στην περίπτωση που τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας, αλλά και ο χαρακτήρας τους έχουν δημιουργηθεί από την εργασία, θα αποκαλούμε τον εν λόγω χαρακτήρα της εργασίας κοινωνικά οροθετημένο.

Οι σχέσεις παραγωγής είναι οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγή. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η διάκριση των μέσων παραγωγής, αναφορικά με την επίδρασή τους στις σχέσεις παραγωγής, προπαντός, ως προς το είδος του υποκειμένου που αυτά απαιτούν: άτομο, μέρος της κοινωνίας (ομάδα, τάξη κλπ...), είτε το σύνολο της κοινωνίας. Συνεπώς, από την άποψη της επίδρασης που ασκούν τα μέσα παραγωγής στις σχέσεις παραγωγής, χρειάζεται να διακρίνεται ο ατομικός, ο μερικός και ο καθ’ εαυτό κοινωνικός χαρακτήρας των μέσων παραγωγής. Ατομικός και μερικός χαρακτήρας των μέσων παραγωγής αποτελούν, σε τελευταία ανάλυση, τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, διότι όλα τα μέσα παραγωγής ανακύπτουν και υφίστανται μεν εντός της συνολικής εργασίας, πλην όμως, δεν διαθέτουν καθαυτό κοινωνικό  χαρακτήρα.

Εάν συγκρίνουμε από την άποψη του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, τα μέσα παραγωγής που είναι δεδομένα από τη φύση σε έτοιμη μορφή με τα δημιουργημένα από την εργασία μέσα παραγωγής, διαπιστώνουμε ότι ως προς την ουσία των μεν και των δε, ο κοινωνικός χαρακτήρας των πρώτων δεν είναι ανεπτυγμένος έναντι του κοινωνικού χαρακτήρα των δευτέρων. Και αυτό ισχύει διότι τα δεύτερα έχουν δημιουργηθεί τα ίδια από την εργασία και επομένως, η παραγωγή εκείνη στην οποία χρησιμοποιούνται, συνδέεται εσωτερικά με αυτή την παραγωγή εντός της οποίας δημιουργούνται. Στο βαθμό που αναπτύσσεται η παραγωγή αυξάνει και ο καταμερισμός της εργασίας, γεγονός που σημαίνει ότι αναπτύσσεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής.

Σε γενικές γραμμές, έχουμε αναφερθεί ήδη παραπάνω σε ότι αφορά το επίπεδο, δηλ. την ποσοτική πλευρά της υπόθεσης,

Ποια είναι η επίδραση που ασκούν οι σχέσεις παραγωγής στην παραγωγική σχέση προς τη φύση; Οι ίδιες οι σχέσεις παραγωγής συνιστούν μια μορφή, η οποία αποκαλύπτεται κατά την ειδική εξέταση της ενότητας, της ολότητας της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση με την απλούστατη σχέση της κοινωνίας. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η εξέταση όχι μόνο της επίδρασης των σχέσεων παραγωγής στην παραγωγική σχέση προς τη φύση, αλλά και της επίδρασης που ασκούν οι σχέσεις παραγωγής στην απλούστατη σχέση της κοινωνίας (εδώ εντάσσεται π.χ. η ανάλυση της οικογένειας ως οικονομικού πυρήνα της κοινωνίας). Ωστόσο, εκείνο που προβάλλει κατ’ αρχάς –κατά την αναδρομική κίνηση της σκέψης– είναι η πρώτη επίδραση.

Εάν η παραγωγική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση επιδρά στις σχέσεις παραγωγής μέσω του ανθρώπου (του παραγωγού) και του μέσου παραγωγής, [και] οι σχέσεις παραγωγής επιδρούν στην παραγωγική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση μέσω του ανθρώπου. [Και αυτό συμβαίνει] διότι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ σχέσεων παραγωγής και παραγωγικής σχέσης προς τη φύση είναι οι άνθρωποι: στην πρώτη περίπτωση αυτοί σχετίζονται προς αλλήλους, στη δεύτερη – οι ίδιοι σχετίζονται προς τη φύση.

Ποιες είναι οι σημαντικότερες ιδιότητες του ανθρώπου ως συστατικού στοιχείου της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση;

Η πρώτη ομάδα ιδιοτήτων συγκροτείται από τη γνώση των ιδιοτήτων, των μέσων, των αντικειμένων και των τρόπων της εργασίας, την [δια-]γνωστική ικανότητα [την ικανότητα προς γνωστική - μαθησιακή δραστηριότητα], δηλ. την ικανότητα πρόσκτησης νέων γνώσεων, σκοποθεσίας (συμπεριλαμβανομένης και της ανάδειξης – προώθησης σκοπών που είναι νέοι, όχι μόνο για το άτομο, για το μεν είτε το δε μέρος της κοινωνίας, αλλά και για την κοινωνία συνολικά), την συνείδηση [το συνειδέναι], δηλ. το αποτέλεσμα και η διαδικασία της γνώσης που αποκτά το άτομο για τον εαυτό του εντός της ενότητάς του με τ’ άλλα άτομα, με την κοινωνία.

Τη δεύτερη ομάδα ιδιοτήτων απαρτίζουν οι γνώσεις που αποκτώνται στην πράξη και οι δεξιότητες. Οι τελευταίες αφορούν την ικανότητα του ατόμου να προβαίνει σε πρακτικές ενέργειες με τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας. Οι [πρακτικές] εμπειρίες και δεξιότητες προϋποθέτουν διαφόρων ειδών γνώση και μάθηση. Εάν εκληφθούν αφ’ εαυτές, οφείλουν να είναι αντίστοιχες του σκοπού, να είναι σκόπιμες [να συμμορφούνται προς το σκοπό], αλλά η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο ότι συνιστούν ικανότητες προς πρακτική δράση, προς πραγματική δράση με τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας.

Μια τρίτη ομάδα ιδιοτήτων είναι τα ελατήρια [ωθούντα αίτια] προς εργασία, τα κίνητρα της εργασίας. Από την εξέταση της απλούστατης σχέσης απορρέουν τα εξής είδη κινήτρων προς εργασία: εργασία χάριν της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών, χάριν της διατήρησης της ζωής του ατόμου και εργασία χάριν της συνέχισης της ζωής του γένους (συμπεριλαμβανομένης και ιδιαίτερα μάλιστα της εργασίας των γονέων χάριν της διατήρησης της ζωής των τέκνων). Κατά την εξέταση της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση εκτός των προαναφερθέντων αποκαλύπτεται και ένα επιπλέον είδος κινήτρων προς εργασία: η εργασία χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία, η εργασία χάριν της διεξαγωγής και τελειοποίησης της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας.

Κατά την εξέταση των σχέσεων παραγωγής διακρίνονται δύο επιπλέον είδη κινήτρων προς εργασία: εργασία χάριν της διαπάλης με άλλους ανθρώπους για την ιδιοποίηση των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας και των προϊόντων της εργασίας και η εργασία χάριν των άλλων ανθρώπων, για την αρωγή προς τους άλλους ανθρώπους.

Πως επιδρούν οι σχέσεις παραγωγής στον άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί συστατικό στοιχείο της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση;

Μεταξύ των ανθρώπων σχηματίζονται σχέσεις διαπάλης, όπου και όποτε δεν επαρκούν για όλους τους αλληλοσυσχετιζόμενους ανθρώπους οι δυνατότητες για πλήρη ικανοποίηση των αναγκών τους (των βιολογικών αναγκών του ατόμου, των αναγκών για διατήρηση της ζωής του γένους, των αναγκών για εργασία κλπ...). Η πλέον σταθερή έκβαση αυτής της διαπάλης δεν είναι τελικά η εξίσωση της ιδιοποίησης και της διανομής, αλλά η ικανοποίηση των αναγκών των μεν εις βάρος των δε, δεδομένου ότι οι ανάγκες των δε ικανοποιούνται σε βαθμό μικρότερο από εκείνον που θα τους εξασφάλιζε τυχόν εξίσωση.

Οι σχέσεις της εργασίας χάριν των άλλων κλπ... είναι εφικτές εκεί όπου δεν υπάρχει τέτοια ανεπάρκεια στις δυνατότητες ικανοποίησης των αναγκών των ανθρώπων.

Κατά την κυριαρχία των σχέσεων διαπάλης [μεταξύ των ανθρώπων] η ανάπτυξη των μεν προχωρά εις βάρος της ανάπτυξης των δε, η κοινωνία διαιρείται σε εχθρικά διακείμενα προς άλληλα μέρη. Οι [εκάστοτε] «νικητές» ενδιαφέρονται για την παραγωγική σχέση προς τη φύση και την ανάπτυξή της στο βαθμό που αυτό κατατείνει τελικά ακριβώς προς δικό τους όφελος. Το ενδιαφέρον των [εκάστοτε] «ηττημένων» για την παραγωγική σχέση προς τη φύση και την ανάπτυξή της δεν είναι άμεσο, αλλά διαμεσολαβημένο, μέσω της σχέσης τους προς τους «νικητές» και μέσω της σχέσης των τελευταίων προς τους «ηττημένους».

Κατά την κυριαρχία των σχέσεων συνεργασίας, αλληλοβοήθειας και της εργασίας χάριν των άλλων, η ανάπτυξη του καθενός γίνεται όρος της ανάπτυξης όλων (διότι η εργασία διεξάγεται χάριν των άλλων). Εδώ η κοινωνία είναι ενιαία. Όλοι ενδιαφέρονται για την παραγωγική σχέση προς τη φύση, για την ανάπτυξή της χάριν της πλήρους ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών των ατόμων, των αναγκών που αφορούν τη συνέχιση του γένους, της ανάγκης προς εργασία, χάριν της διατήρησης και τελειοποίησης των σχέσεων αλληλοβοήθειας, κλπ...

Οι σχέσεις παραγωγής επιδρούν στην παραγωγική σχέση προς τη φύση μέσω του ανθρώπου, και επιδρούν τόσο στις δυνατότητες ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών, όσο και στην εργασία. Οι σχέσεις παραγωγής καθορίζουν άμεσα το ποσόν και το ποιόν των αντικειμένων προς κατανάλωση που λαμβάνει ο άνθρωπος, τη θέση, το ρόλο και τη σημασία συγκεκριμένων ανθρώπων εντός της συνολικής εργασίας.

Πως μπορεί, όμως, να επιδρά στην εργασία ο ίδιος ο άνθρωπος; Ποιος είναι ο ρόλος του ανθρώπου στην εργασία;

Ο άνθρωπος εργάζεται με τη βοήθεια  ορισμένων μέσων εργασίας, επεξεργαζόμενος [μεταποιόντας] ορισμένα αντικείμενα της εργασίας. Εάν ο άνθρωπος εργάζεται με δεδομένα τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας, ο ρόλος του συνίσταται προπαντός και κατά κύριο λόγο στη χρήση τους. Σε τελευταία ανάλυση, τα μέσα της εργασίας τίθενται σκοπίμως σε κίνηση ακριβώς χάριν του ανθρώπου και από τον άνθρωπο και κατ’ αυτόν τον τρόπο υπόκειται σε επεξεργασία το αντικείμενο της εργασίας. Γι’ αυτό εξαρτάται από τον άνθρωπο ο βαθμός στον οποίο κάνει χρήση των υφισταμένων στα διαθέσιμα μέσα και αντικείμενα εργασίας δυνατοτήτων, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο θα εργασθεί. Ο τρόπος εργασίας, ο τρόπος παραγωγής καθορίζεται μεν από τις δυνατότητες των διαθέσιμων, των δεδομένων μέσων και αντικειμένων της εργασίας, αλλά εξαρτάται επίσης και από τον άνθρωπο, από τον βαθμό και τον τρόπο πραγμάτωσης αυτών των δυνατοτήτων από τον άνθρωπο.

Ο τρόπος εργασίας, ο τρόπος παραγωγής, ως εξαρτώμενος μόνον από τα μέσα παραγωγής, υφίσταται στην πραγματική ζωή μόνον εν δυνάμει, ως φάσμα εφικτών υλοποιήσεων. Ο τρόπος εργασίας, ο τρόπος παραγωγής υπό την ιδιότητα του εν ενεργεία [του πραγματικού] εμπεριέχει πάντοτε τον άνθρωπο και μάλιστα τους ανθρώπους εντός των σχέσεών τους με άλλους ανθρώπους. Σε τελευταία ανάλυση, στην εργασία η ενεργητικότητα εκπορεύεται από τον άνθρωπο.

Εάν εκληφθεί η εργασιακή διαδικασία ως απλώς επαναλαμβανόμενη, με ίδια και απαράλλακτα τα μέσα και τα αντικείμενα της εργασίας, από τον άνθρωπο εξαρτάται ο τρόπος εργασίας: με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση, διάρκεια, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιμέλεια κλπ..., ενώ το ποιόν και το ποσόν της επαναλαμβανόμενης εργασιακής διαδικασίας μπορούν να εκφράζονται σε ποιοτικές και ποσοτικές διαφοροποιήσεις των προϊόντων της εργασίας. Κατά την απλώς επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία κατ’ ανάγκη το κύριο για τον άνθρωπο είναι το αποτέλεσμα, το προϊόν της εργασίας, η εργασία διεξάγεται, κατά κύριο λόγο, ως μέσο για την απολαβή των προϊόντων, των αποτελεσμάτων. Συνεπώς, κίνητρο προς εργασία είναι η προσπάθεια απολαβής αντικειμένων προς κατανάλωση. Γι’ αυτό, όταν υπερτερεί στην κοινωνία η επαναλαμβανόμενη εργασία, οι σχέσεις παραγωγής δρουν θετικά στην παραγωγική σχέση προς τη φύση κατά κύριο λόγο μέσω της διανομής, μέσω της απολαβής από τους ανθρώπους αντικειμένων ατομικής κατανάλωσης.

Η ίδια η εργασιακή διαδικασία στο βαθμό που αποτελεί μόνο μέσο για την απολαβή του αποτελέσματος, δεν συνιστά ανάγκη για τον άνθρωπο, αλλά είναι μόνον εξωτερική αναγκαιότητα. Εκτελείται είτε με πειθαναγκασμό, είτε χάριν της απολαβής του αποτελέσματος, των προϊόντων, των αντικειμένων ατομικής κατανάλωσης, αλλά όχι χάριν της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Όταν είναι τέτοια η εργασία φυσικό επακόλουθο είναι η επιθυμία αποφυγής της εργασίας. Υπό τις δεδομένες συνθήκες ο άνθρωπος δεν αποφεύγει την εργασία όταν εργάζεται άμεσα είτε για τον εαυτό του είτε για εκείνους τους οικείους του, τους οποίους αντιμετωπίζει όπως τον ίδιο τον εαυτό του. Και –εάν εργάζεται άμεσα για τον εαυτό του και τους οικείους του– δεν αποφεύγει την εργασία στο βαθμό που το ποσόν και το ποιόν των αντικειμένων προς κατανάλωση που απολαμβάνει καθορίζονται από το ποσόν και το ποιόν της εργασίας του. Στην περίπτωση που κάποιος άνθρωπος, υπό τις εν λόγω συνθήκες, δεν εργάζεται άμεσα για τον εαυτό του και για τους οικείους του, εάν το ποιόν και το ποσόν των απολαβών του σε αναλώσιμα αντικείμενα δεν καθορίζονται από το ποιόν και το ποσόν της εργασίας του, ο εν λόγω άνθρωπος αποφεύγει την εργασία και [τότε] για τη διεξαγωγή της εργασίας καθίσταται αναγκαίος ο πειθαναγκασμός εκ μέρους άλλων ανθρώπων.

Έτσι λοιπόν, κατά την απλώς επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία, οι σχέσεις παραγωγής επιδρούν θετικά στον άνθρωπο της εργασίας μέσω της διανομής των αποτελεσμάτων της εργασίας και συγκεκριμένα των αντικειμένων προς κατανάλωση. Οι σχέσεις παραγωγής επιδρούν θετικά στην ίδια την εργασιακή διαδικασία όταν ο άνθρωπος, με τη βοήθεια μέσων εργασίας τα οποία τίθενται σε λειτουργία ατομικά και αντικειμένων εργασίας τα οποία υπόκεινται σε επεξεργασία επίσης ατομικά, ιδιοποιείται άμεσα τα προϊόντα της εργασίας του, τα οποία, έστω και, σε τελευταία ανάλυση, συνιστούν αντικείμενα προς κατανάλωση. Ωστόσο, οι σχέσεις παραγωγής επιδρούν στην εργασιακή διαδικασία διαφορετικά, δεδομένου ότι υπάρχει η ενοποιημένη, η συνολική εργασία των ατόμων: από την ίδια την εργασιακή διαδικασία ανακύπτει η ροπή προς αποφυγήν της, και τότε η εργασία διεξάγεται με επιτυχία ευθέως ανάλογη του βαθμού τελειοποίησης του πειθαναγκασμού προς εργασία. Ο καταμερισμός της εργασίας δεν καθίσταται εδώ οικειοθελής, αλλά πειθαναγκαστικός. Ειρήσθω εν παρόδω, σε όλες τις κοινωνίες με στάσιμη παραγωγή το κύριο είναι η παραγωγή αντικειμένων προς ατομική κατανάλωση και η εργασία διεξάγεται ως μέσο για την απολαβή τους, ως εξωτερική αναγκαιότητα*.

Το γεγονός ότι στην εργασία, στην παραγωγή, η ενεργητικότητα εκπορεύεται, σε τελευταία ανάλυση, από τον άνθρωπο, είναι εμφανές ήδη κατά την εξέταση της απλώς επαναλαμβανόμενης εργασιακής διαδικασίας. Σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος κινητοποιεί αμετάβλητα μέσα εργασίας και επεξεργάζεται ομοιότυπα αντικείμενα εργασίας. Και ο ίδιος ο άνθρωπος επίσης κατά μείζονα κλίμακα δεν μεταβάλλεται.

Όπως είδαμε όμως, σε τελευταία ανάλυση, η επανάληψη της εργασιακής διαδικασίας καταλήγει σε μεταβολή της, η επαναλαμβανόμενη εργασιακή διαδικασία μετατρέπεται σε μεταβαλλόμενη εργασιακή διαδικασία. Και εδώ η ενεργητικότητα εκπορεύεται, σε τελευταία ανάλυση, από τον άνθρωπο, ο οποίος προσκρούει σε όρους και συστατικά στοιχεία της εργασίας, που είναι υποχρεωμένος να αλλάζει, απλώς και μόνο επειδή επαναλαμβάνει την εργασιακή διαδικασία.

Όταν κυριαρχούν οι μεταβαλλόμενες εργασιακές διαδικασίες προβάλλει στο προσκήνιο η μεταβολή των συστατικών στοιχείων της εργασιακής διαδικασίας (των μέσων, των αντικειμένων της εργασίας και του ίδιου του ανθρώπου της εργασίας).11 Το αποτέλεσμα της εργασίας εξακολουθεί να είναι αναγκαίο, ωστόσο, το κέντρο βάρους μετατίθεται από το αποτέλεσμα στην εργασιακή διαδικασία. Η εργασιακή διαδικασία γίνεται ο κύριος σκοπός, ενώ το αποτέλεσμα μεταπίπτει σε υπηγμένη στιγμή. Η εργασία, κατά μείζονα κλίμακα, δεν διεξάγεται ως μέσο για την απολαβή αντικειμένων προς ατομική κατανάλωση (αυτό υποβαθμίζεται στη θέση της αναγκαίας μεν, πλην όμως υπηγμένης στιγμής), αλλά χάριν της ανάγκης για εργασία, χάριν της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας. Η εργασία αποκτά εσωτερικό κίνητρο, την εσωτερική πηγή της κίνησής της και γίνεται εσωτερική αναγκαιότητα μόνον όταν ανακύπτει η ανάγκη για εργασία.

Όταν κυριαρχεί στην κοινωνία η εργασία χάριν της ανάγκης για εργασία, δηλ. επί κυριαρχίας της μεταβαλλόμενης και όχι της επαναλαμβανόμενης εργασίας, οι σχέσεις παραγωγής επιδρούν θετικά στην παραγωγική σχέση προς τη φύση και μέσω της απολαβής αντικειμένων προς κατανάλωση από τους ανθρώπους, και κατά κύριο λόγο μέσω του καταμερισμού της εργασίας.

Κατά την κυριαρχία της ανάγκης για εργασία οι άνθρωποι επιδιώκουν την εργασία. [Τότε] ο άνθρωπος, εν γένει και εν συνόλω, δεν αποφεύγει την εργασία, ούτε όταν η εργασία του παρέχει άμεσα τους καρπούς της, ούτε όταν η εργασία διεξάγεται άμεσα για τους άλλους ανθρώπους. Πιθανές αντιφάσεις μεταξύ των ανθρώπων, δεν μπορεί να προκύπτουν τώρα από την κοινή εκείνη  βάση που γεννά την επιθυμία αποφυγής της εργασίας, εάν η τελευταία δεν αυξάνει την ποσότητα και δεν βελτιώνει την ποιότητα των απολαμβανομένων εξ αυτής αντικειμένων προς κατανάλωση, αλλά από την κοινή βάση που γεννά η επιδίωξη της εργασίας. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να προκύψουν αντιφάσεις, εάν η επιδίωξη των ανθρώπων για εργασία με τα μεν είτε τα δε ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά, υπερβαίνει τις αντικειμενικές δυνατότητες να τους παρασχεθεί εργασία με τα εν λόγω χαρακτηριστικά.

Η μετάβαση από την επαναλαμβανόμενη εργασία, από την εργασία ως μέσο για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών, στη μεταβαλλόμενη εργασία, στην εργασία χάριν της ανάγκης για εργασία, συνιστά την άρση της προηγούμενης κατάστασης της εργασίας από την επόμενη, δηλ. τέτοιο μετασχηματισμό της προηγούμενης κατάστασης της εργασίας, κατά τον οποίο η τελευταία διατηρείται μεν, αλλά καθίσταται υπηγμένη στιγμή της επόμενης κατάστασης της εργασίας.

Η μετάβαση αυτή εκτός από την ποιοτική, διαθέτει επίσης και μια ποσοτική πλευρά. Η παραγωγή, η εργασία χάριν της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών μπορεί να καταστεί υπηγμένη στιγμή της εργασίας χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία, και η επαναλαμβανόμενη εργασία – υπηγμένη  στιγμή της μεταβαλλόμενης εργασίας, μόνον όταν η παραγωγή, η εργασία επιτυγχάνει ένα επίπεδο κατά το οποίο είναι εφικτή η ικανοποίηση του βέλτιστου των βιολογικών αναγκών. Μόνον εφ’ όσον επιτευχθεί αυτό το επίπεδο, ξεκινά μια τέτοια ανάπτυξη της παραγωγής (της εργασίας), κατά την οποία η παραγωγή (η εργασία) χάριν της απολαβής αντικειμένων κατάλληλων για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών, παύει να διαδραματίζει υπερέχοντα ρόλο στην παραγωγή (εργασία), ξεκινά η μακροχρόνια διαδικασία της αύξουσας υπεροχής της εργασίας χάριν της ανάγκης για εργασία.

Η υλική παραγωγή ως εξωτερική αναγκαιότητα είναι μια παραγωγή [που λειτουργεί] ως μέσο για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών. Ως εξωτερική αναγκαιότητα η υλική παραγωγή είναι πάντοτε απαραίτητη. Ωστόσο, η υλική παραγωγή συνιστά και εσωτερική αναγκαιότητα, η οποία ανακύπτει εφ’ όσον και καθ’ όσον αυτή διεξάγεται χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία. Η υπεροχή της υλικής παραγωγής ως εξωτερικής αναγκαιότητας αποτελεί λιγότερο ανεπτυγμένη κατάσταση της παραγωγής, εν συγκρίσει με την κατάσταση κατά την οποία υπερέχει η  υλική παραγωγή ως εσωτερική αναγκαιότητα

Όσο κυριαρχεί η επαναλαμβανόμενη εργασία, οι σχέσεις παραγωγής επιδρούν στον άνθρωπο μέσω της απολαβής από αυτόν αντικειμένων προς κατανάλωση, τα οποία αποτελούν προϊόντα εργασίας. Επιδρούν επίσης και στη χρήση από τον άνθρωπο των εργασιακών του ιδιοτήτων, οι οποίες παραμένουν αμετάβλητες.

Η δράση που ασκούν οι σχέσεις παραγωγής στον άνθρωπο επί κυριαρχίας της μεταβαλλόμενης εργασίας συνεχίζεται επίσης όπως και επί κυριαρχίας της επαναλαμβανόμενης εργασίας, -δεδομένου ότι η επανάληψη συνιστά αναγκαία στιγμή της μεταβολής- αλλά σε υπηγμένη μορφή. Εδώ πλέον το κύριο γίνεται η επίδραση που ασκούν οι σχέσεις παραγωγής στην αλλαγή του ανθρώπου, ακριβέστερα στην κατεύθυνση της προοδευτικής ανάπτυξης του ανθρώπου.

Ενώ επί υπεροχής της επαναλαμβανόμενης εργασίας το κύριο είναι ο βαθμός και ο τρόπος με τον οποίο οι σχέσεις παραγωγής συμβάλλουν στην παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση, είτε επιδρούν ανασχετικά σε αυτήν, επί υπεροχής της μεταβαλλόμενης εργασίας το κύριο είναι ο βαθμός και ο τρόπος με τον οποίο οι σχέσεις παραγωγής συμβάλλουν στην ανάπτυξη του ανθρώπου της εργασίας, είτε επιδρούν ανασχετικά σε αυτήν.

Οι παραγωγικές δυνάμεις (στην ενότητά τους με την απλούστατη σχέση) καθορίζουν τις σχέσεις παραγωγής, ενώ και οι σχέσεις παραγωγής με τη σειρά τους επιδρούν στις παραγωγικές δυνάμεις. Εδώ έχει θέση η ενότητά τους. Ο τρόπος παραγωγής με την ευρεία έννοια συνιστά την ενότητα παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Όπως αναφέραμε παραπάνω ο όρος «τρόπος παραγωγής» μπορεί να χρησιμοποιείται επίσης και με τη στενή του έννοια. Είναι σκόπιμο ο τρόπος παραγωγής με την ευρεία έννοια του όρου, να επισημανθεί με τον όρο «κοινωνικός τρόπος παραγωγής».

Ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής είναι αυτό που συνιστά την ουσία της κοινωνίας. Η διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής πραγματοποιείται στο μέγιστο βάθος της ως καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής. Ακριβώς ο καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής αποτελεί και τη διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής ως αντίφαση, είτε μ’ άλλα λόγια, ο καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής συνιστά την καθαυτό αντίφαση, την ανεπτυγμένη αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Εντός του, οι παραγωγικές δυνάμεις συνιστούν σχέσεις παραγωγής και οι σχέσεις παραγωγής συνιστούν παραγωγικές δυνάμεις: το καθ’ ένα εκ των αντιθέτων συνιστά την ετερότητα του εντός της άρνησης της ετερότητάς του.

Σε αυτή τη βαθμίδα της εμβάθυνσης στην ουσία της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής τελειώνει η εξέταση της λογικής πτυχής αυτής της διαλεκτικής, διότι περαιτέρω διερεύνηση της εν λόγω αντίφασης οδηγεί στη διατύπωση της επίλυσής της. Ο πλέον πρόσφορος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό, με δεδομένο το νυν επίπεδο κοινωνικής ανάπτυξης, το οποίο έχει φτάσει στην πρώτη φάση της ώριμης (δηλ. της κομμουνιστικής) κοινωνίας*, είναι μέσω του ιστορικού τρόπου εξέτασης. Θα επισημάνουμε μόνο τα εξής.

Επί του παρόντος, η συσχέτιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής ως αυτοανανεούμενη, στην καλύτερη περίπτωση εκλαμβάνεται στο επίπεδο της συσχέτισής τους υπό την ιδιότητα περιεχομένου (παραγωγικές δυνάμεις) και μορφής (σχέσεις παραγωγής). Η εξέταση του κοινωνικού τρόπου παραγωγής υπό το πρίσμα των κατηγοριών του περιεχόμενου και της μορφής, προωθήθηκε κατά τη διάγνωση της κοινωνίας, όταν διαμορφώθηκε η αντίφαση μεταξύ των κεκτημένων παραγωγικών δυνάμεων και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Σε αυτή την περίπτωση οι κεκτημένες παραγωγικές δυνάμεις προβάλλουν ως εν γένει και εν συνόλω επαρκείς για την κατάλυση των παλαιών και την εδραίωση των νέων, των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι παραγωγικές δυνάμεις προβάλλουν ως κατά βάση δεδομένες, ενώ οι σχέσεις παραγωγής εντοπίζονται ως φάσμα δυνατοτήτων, οι οποίες βρίσκονται λίγο πολύ σε αντιστοιχία είτε σε αναντιστοιχία με τις δεδομένες παραγωγικές δυνάμεις. Τουναντίον, κατά την ανάλυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής προβάλλουν ως κατά βάση δεδομένες (γίνεται λόγος μόνο για την τελειοποίησή τους), και ως κύριο ζητούμενο βλέπουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και στις δύο περιπτώσεις μία από τις δύο αντίθετες πλευρές (πότε η μία και πότε η άλλη) εντοπίζεται ως δεδομένη. Γι’ αυτό και απ’ τη σκοπιά του ιστορικού υλισμού η διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής εκλαμβάνεται στη λειτουργία της ως εν γένει αμετάβλητη για όλα τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας, οπότε και διαφεύγει το θεμελιώδες γεγονός ότι αναπτύσσεται η ίδια η διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγή και μάλιστα -κάτι που είναι και το πλέον ουσιώδες– αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις αυτές καθ’ εαυτές, οι σχέσεις παραγωγής αυτές καθ’ εαυτές, και η συσχέτισή τους αυτή καθ’ εαυτή. Εν των μεταξύ, επί του παρόντος, η γενική συσχέτιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής εννοείται ως αμετάβλητη, δεν γίνεται αντικείμενο αναστοχασμού το γεγονός ότι η ίδια η διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής ανακύπτει, διαμορφώνεται, αναπτύσσεται και κάποτε θα εκλείψει.

Εάν εκλαμβάνονται οι παραγωγικές δυνάμεις ως δεδομένες, οι σχέσεις παραγωγής προβάλλουν ως κατά κύριο λόγο καθοριζόμενες από αυτές. Οι σχέσεις παραγωγής στον ένα ή τον άλλο βαθμό «κείτονται» εντός των ορίων των δυνατοτήτων της υφιστάμενης, της δεδομένης παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, η όποια μεταβολή των σχέσεων παραγωγής μπορεί να διεξαχθεί εντός των ορίων αυτών των δυνατοτήτων. Το φάσμα αυτών των δυνατοτήτων καθορίζει τη γενική κατεύθυνση προς την οριακή πραγμάτωσή τους μέσω των σχέσεων παραγωγής. Ωστόσο, αυτές οι δυνατότητες μπορούν να πραγματωθούν σε διάφορες σχέσεις και σε ποικίλους βαθμούς: παρά το γεγονός ότι η γενική κατεύθυνση της μεταβολής των σχέσεων παραγωγής καθορίζεται από την υπάρχουσα παραγωγική σχέση προς τη φύση, η πραγμάτωση των δυνατοτήτων [που εμπεριέχονται σε αυτή τη σχέση] μπορεί να λάβει χώρα σε ποικίλες σχέσεις και σε ποικίλους βαθμούς, δηλ. σε διαφέρουσες ούτως η άλλως σχέσεις παραγωγής.

Εδώ, με δεδομένες τις παραγωγικές δυνάμεις, ως προς την πραγμάτωση των δυνατοτήτων τους, οι άνθρωποι μπορούν να επιδράσουν στο βαθμό και εν μέρει στον χαρακτήρα της πραγμάτωσής τους.

Η όποια έστω και εν μέρει μεταβολή των σχέσεων παραγωγής, συνιστά μεταβολή της παραγωγής ως όλου (από τη μεν είτε από τη δε άποψη). Συνεπώς, ο βαθμός και εν μέρει ο χαρακτήρας της υλοποίησης των εμπεριεχομένων στις εκάστοτε παραγωγικές δυνάμεις δυνατοτήτων, καθορίζεται μεν εν γένει και εν συνόλω από αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις και από τις εκάστοτε σχέσεις παραγωγής, πλην όμως, εξαρτάται επίσης και από κάτι τι το οποίο δεν ανάγεται πλήρως ούτε στις υφιστάμενες παραγωγικές δυνάμεις, ούτε και στις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής. Τι είναι όμως αυτό το οποίο επιδρά επίσης μέσω των σχέσεων παραγωγής στην πραγμάτωση των δυνατοτήτων που εμπεριέχονται στην εκάστοτε παραγωγική σχέση προς τη φύση;

Επιδρούν οι ίδιοι οι άνθρωποι, ωστόσο, [επιδρούν] στο βαθμό που οι σκοποί και οι πράξεις τους δεν ανάγονται μόνο στην εκάστοτε παραγωγική σχέση προς τη φύση και στις εκάστοτε σχέσεις παραγωγής. Τέτοια είναι αναπόφευκτα η πορεία της αλληλουχίας των σκέψεων στην περίπτωση κατά την οποία οι παραγωγικές δυνάμεις εντοπίζονται ως δεδομένες.

Και, τουναντίον, στην περίπτωση κατά την οποία εκλαμβάνονται ως δεδομένες οι σχέσεις παραγωγής, η όλη υπόθεση προβάλλει ως εξής: η όποια μεταβολή των παραγωγικών δυνάμεων δεν λαμβάνει χώρα απλώς αφ’ εαυτής, εκτός των σχέσεων παραγωγής, σε καθαρή μορφή, αλλά στα πλαίσια ορισμένων σχέσεων παραγωγής. Και εδώ είναι οι σχέσεις παραγωγής που καθορίζουν με ποιόν ακριβώς τρόπο και σε ποιο βαθμό πραγματώνονται οι δυνητικές μεταβολές που εμπεριέχονται στις παραγωγικές δυνάμεις. Οι εν λόγω δυνατότητες αφ’ εαυτές συνιστούν μόνο δυνατότητες, οι οποίες είναι πραγματικές μόνον εντός της ενότητάς τους με τις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής.

Παρ’ όλα αυτά, χαρακτηριστικό των όποιων παραγωγικών δυνάμεων είναι η ύπαρξη του μεν είτε του δε, κατά το μάλλον ή ήττον καθορισμένου φάσματος δυνατοτήτων μεταβολής τους, και οι σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να «αγνοήσουν» όλο αυτό το φάσμα. Οι εκάστοτε σχέσεις παραγωγής μπορούν να επιδράσουν στην αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων, στα πλαίσια εκείνου του φάσματος δυνατοτήτων αλλαγής των παραγωγικών δυνάμεων, το οποίο ενυπάρχει στις εκάστοτε παραγωγικές δυνάμεις. Και μάλιστα, ενόσω υποτίθεται ότι ορισμένες σχέσεις παραγωγής είναι δεδομένες και ότι οι παραγωγικές δυνάμεις είναι επίσης δεδομένες, η μεταξύ τους σχέση προβάλλει ουσιαστικά ως εξωτερική. Ως εκ τούτου δεν αναζητούν τη βαθύτερη αντίφαση της κοινωνικής ζωής εντός της αλληλεπίδρασης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, αλλά εκτός της. Η τυπική πορεία των συλλογισμών έχει ως εξής: οι σχέσεις παραγωγής καθορίζονται από τις παραγωγικές δυνάμεις, οι παραγωγικές δυνάμεις εξαρτώνται από τις ανάγκες… Η πραγματική θέση των πραγμάτων προβάλλει αντεστραμμένα: ο εσωτερικός δεσμός (η συσχέτιση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής) εκλαμβάνεται ως εξωτερικός, ενώ εκείνος που είναι περισσότερο επιφανειακός και εξωτερικός, προβάλλει ως εσωτερικός, και σε αυτόν τον περισσότερο επιφανειακό αναζητούν την πηγή αυτοκίνησης της κοινωνίας.

Ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να επισημάνει ότι η έκθεσή μας κινήθηκε από την εξέταση του ανθρώπου ως βιολογικού όντος, στο οποίο βιολογικό και κοινωνικό συνιστούν μιαν άμεση ενότητα, εντός της οποίας εκείνο που προβάλλει σε πρώτο πλάνο είναι το βιολογικό στον άνθρωπο (όχι όμως ως αποκομμένο από το κοινωνικό, [μιας και] το κοινωνικό ήταν παρόν σε άδηλη μορφή), προς την περιγραφή των χαρακτηριστικών κατ’ εξοχήν του κοινωνικού, του κοινωνικού αφ’ εαυτού (ως αλληλένδετου με το βιολογικό αλλά χωρίς ειδική ανάλυση αυτού του δεσμού), δηλ. στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών της εργασίας, της παραγωγής, των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Τώρα θα περάσουμε στην ειδική εξέταση της ενότητας και των μορφών της ενότητας κοινωνικού και βιολογικού, μιας ενότητας η οποία δεν είναι πλέον άμεση, αλλά εσωτερικά διαρθρωμένη [διατεταγμένη].

Ας επανέλθουμε όμως στον τρόπο παραγωγής πριν συνεχίσουμε αυτή την ανάλυση.

Ας υποθέσουμε ότι οι υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής, επιτρέπουν να πραγματωθούν κατά τον βέλτιστο τρόπο οι ενυπάρχουσες στην υφιστάμενη παραγωγική σχέση προς τη φύση δυνατότητες. Τότε, όσο η παραγωγική σχέση προς τη φύση επαναλαμβάνεται με την ίδια μορφή, οι σχέσεις παραγωγής παραμένουν οι ίδιες (υπό την προϋπόθεση ότι οι λοιποί όροι παραμένουν αμετάβλητοι).

Ωστόσο, όπως είδαμε, η απλή ανανέωση της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, καταλήγει να είναι συνάμα και μεταβολή της. Η γενική κατεύθυνση της μεταβολής της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, σε αυτή την περίπτωση, αρχικά καθορίζεται από την αναγκαιότητα παραγωγής χάριν της ικανοποίησης των βιολογικών αναγκών. Εδώ ως κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση λειτουργεί η διατηρούμενη διαφορά μεταξύ ποσότητας και ποιότητας των προϊόντων της παραγωγής και μέτρου των βιολογικά οροθετημένων αναγκών. Στο βαθμό που η παραγωγή επιτυγχάνει ορισμένο επίπεδο, στο οποίο τα εν λόγω προϊόντα της παραγωγής είναι διαθέσιμα σε αφθονία για την ικανοποίηση του σωματικά προσδιορισμένου μέτρου των βιολογικών αναγκών, εκείνο που μετατρέπεται σε κύρια κινητήριο δύναμη ανάπτυξης της παραγωγικής σχέσης  προς τη φύση είναι η ικανοποίηση της ανάγκης για εργασία, η αντίφαση μεταξύ ανάγκης για εργασία και κεκτημένου επιπέδου και χαρακτήρα των δυνατοτήτων ικανοποίησής της.

Η όποια μεταβολή της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση δεν λαμβάνει χώρα απλώς αφ’ εαυτής, εκτός των σχέσεων παραγωγής είτε σε καθαρή μορφή, αλλά στα πλαίσια ορισμένων σχέσεων παραγωγής και εδώ είναι οι σχέσεις παραγωγής αυτές που καθορίζουν το πώς ακριβώς και σε ποιο βαθμό θα πραγματωθούν οι ενυπάρχουσες στη δεδομένη παραγωγική σχέση προς τη φύση δυνατότητες μεταβολής. Οι εν λόγω δυνατότητες αφ’ εαυτές συνιστούν μόνο δυνατότητες, οι οποίες είναι πραγματικές μόνον εντός της ενότητάς τους με τις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής.

Παρ’ όλα αυτά όμως η εκάστοτε δεδομένη παραγωγική σχέση προς τη φύση έχει το μεν είτε το δε, κατά το μάλλον ή ήττον καθορισμένο φάσμα δυνατοτήτων μεταβολής της, και οι σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να  «αγνοήσουν» όλο αυτό το φάσμα. Οι υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής μπορούν να επιδράσουν στη μεταβολή της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, στα πλαίσια εκείνου του φάσματος δυνατοτήτων μεταβολής της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, το οποίο υπάρχει στην υφιστάμενη, δεδομένη παραγωγική σχέση προς τη φύση.



1 Ως γνωστόν, ο ορισμός της «εργασίας εν γένει» έχει δοθεί από τον Κ. Μαρξ [βλ. 1, τ. 23, σελ. 188 – 197 (ελλ. Έκδ. βλ. 274, τ. 1ος, σελ. 190 – 198. – σ.τ.μ.).]

* Ελληνική έκδοση βλ. 274, τ. 1ος, σελ. 191. – σ.τ.μ.

2 Συχνά, απαντάται [στη βιβλιογραφία] η εσφαλμένη εντύπωση, ότι δήθεν το αντικείμενο εργασίας προβάλλει κατά την εξέταση της εργασίας και ως μέσο επίσης. Ο Κ. Μαρξ έχει δείξει σαφώς στο «Κεφάλαιο», ότι το αντικείμενο της εργασίας αποτελεί μέσο από την άποψη του αποτελέσματος της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης, αλλά στην περίπτωση αυτή το αντικείμενο της εργασίας δεν προβάλλει ως μέσο της εργασίας, αλλά της παραγωγής [βλ. 1, τόμ. 23, σελ. 192 (βλ. και 274, 1, σελ. 194. - σ.τ.μ.)]. Εδώ όμως εξετάζουμε το σκοπό της εργασίας.

3 Ο σκοπός γίνεται πραγματικός σκοπός μόνον εντός της υλοποίησής του, όπως και «μόνον εντός της κατανάλωσης το προϊόν γίνεται πραγματικό προϊόν» [1, τ. 46, μέρος Ι, σελ. 27]. [βλ. και: 273, Α, σ. 59. – σ.τ.μ.].

 

4 Φυσικά, οι ανάγκες δεν ανάγονται μόνο στις ανάγκες που αφορούν τη διατήρηση των ατόμων και του γένους εν ζωή. Εν τούτοις η εργασία παρ’ όλα αυτά, μορφοποιείται προπαντός χάριν της ικανοποίησης τέτοιων αναγκών. Οι ανάγκες αυτές και η σύνδεσή τους με την εργασία, κατά τον λογικό τρόπο εξέτασης πρέπει να απεικονισθούν πριν από την εξέταση των άλλων αναγκών και της σύνδεσής τους με την εργασία.

* Έχουν καταγραφεί με αρκετή αξιοπιστία στη βιβλιογραφία περιπτώσεις ανθρωπίνων όντων, τα οποία αναπτύχθηκαν σε αγέλες ζώων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση δύο αδελφών , της Καμάλας και της Αμάλας, που βρέθηκαν στις Ινδίες σε αγέλη λύκων. Η αντίληψη και η συμπεριφορά τους ήταν αντίστοιχη της ανατροφής τους, αν και διατηρούσαν εξωτερικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Παρά τις συστηματικές προσπάθειες αγωγής και εξανθρωπισμού τους (βρέθηκαν σε ηλικία περίπου 8 ετών η μία και 18 μηνών η άλλη), δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν νέες συνήθειες ανθρώπινης διαβίωσης. Π.χ. βάδιζαν με τα τέσσερα άκρα και έτρωγαν πάντοτε το κρέας ωμό, ξεσκίζοντάς το με τα νύχια και τα δόντια τους. 

Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των περιπτώσεων, είναι: α) η μη ενεργοποίηση ακόμα και των γενετικά προδιαγεγραμμένων ιδιοτήτων του ανθρώπινου γενότυπου (όρθια στάση, δίποδη βάδιση, δομή και η λειτουργία των άνω άκρων, νευρο-φυσιολογική δομή του δευτέρου συστήματος σήμανσης, μηχανισμός της ανθρώπινης φωνής κ.ο.κ.), β) η παντελής απουσία ανθρώπινου ψυχισμού και κοινωνικών – πολιτισμικών στοιχείων συμπεριφοράς, και γ) το ανέφικτο της πλήρους κοινωνικοποίησής τους. Τα παραπάνω περιστατικά ανατρέπουν άρδην τις δοξασίες περί κατ’ εξοχήν γενετικού – βιολογικού προκαθορισμού των ιδιοτήτων και της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η απουσία των κατάλληλων πολιτισμικών όρων κατά τις κατάλληλες φάσεις της διαμόρφωσης του ατόμου, αποβαίνει μη αντιστρέψιμη και ανεπανόρθωτη για την ψυχοσωματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Βλ. σχετικά και: 296, 265, 298, και 299. – σ.τ.μ.

5 Εάν  απομονώσει κανείς την τελευταία πρόταση αποκόπτοντάς την από το συν-κείμενο, μπορεί να ανακύψει το ερώτημα: τι είναι αυτά που γράφετε, αναφέρεστε στον ευτυχή Σίσυφο; Ο Σίσυφος ήταν κατά την ελληνική μυθολογία βασιλιάς της Κορίνθου, ο οποίος είχε καταδικασθεί από τους θεούς να μεταφέρει αιώνια βράχο σε βουνό, που μόλις έφτανε στην κορυφή κυλούσε  πάλι πίσω. «Σισύφειο έργο» είναι η άγονη δουλειά που διεξάγεται καταναγκαστικά [και μάταια] σύμφωνα με μια ξένη εξωτερική αναγκαιότητα. Εδώ εμείς αναφερόμαστε στην εργασία ως εσωτερική αναγκαιότητα, μιαν εργασία η οποία δεν είναι άγονη, αλλά αναπτύσσει τις δυνάμεις του ανθρώπου, ικανοποιεί την ανάγκη του για εργασία που τον αναπτύσσει.

* Εξυπακούεται ότι, όπως και στην ανάπτυξη κάθε οργανικού όλου, έτσι και στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας ως ολότητας, κάποτε θα επέλθει η παρακμή, η φθορά και η απονέκρωση. Ενδεχομένως μάλιστα αυτή να επέλθει λόγω των (ειρηνικών ή και εμπόλεμων) αυτοκαταστροφικών τάσεων που συσσωρεύει η ανθρωπότητα και πριν να επιτευχθεί η ακμή, η ωριμότητά της. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η παρακμή κ.ο.κ. θα έχει τον χαρακτήρα της υποβάθμισης της επίδρασης που θα ασκεί ο άνθρωπος στη φύση έναντι της επίδρασης που θα ασκεί η φύση στην ανθρωπότητα, αναπληρώνοντας το κενό της φθίνουσας παρουσίας του ανθρώπου λόγω της αύξουσας εντροπίας της κοινωνίας. – σ.τ.μ.

6 Επί κεφαλαιοκρατίας τα προϊόντα της εργασίας κυριαρχούν επί των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων και των παραγωγών. Γι’ αυτό και κατά την [θεωρητική] αναπαράσταση της κεφαλαιοκρατίας εγείρεται στο προσκήνιο η εξέταση της διαδικασίας μετασχηματισμού της φύσης από τον άνθρωπο από την άποψη του προϊόντος, επομένως, η όλη διαδικασία προβάλλει προπαντός ως παραγωγή (αντίστοιχα προβάλλουν σε πρώτο πλάνο τα μέσα παραγωγής, ο τρόπος παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής).

7 Εκτός αυτού, έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημάνουμε το εξής. Η εξαίρεση της έννοιας «αντικείμενο της εργασίας» από την έννοια «παραγωγικές δυνάμεις» συνδέεται εσωτερικά με την αντίληψη κατά την οποία ενεργητικός είναι μόνον ο άνθρωπος με τα μέσα εργασίας του, ενώ το αντικείμενο της εργασίας είναι μόνο παθητικό. Η παραγωγική σχέση του ανθρώπου προς τη φύση δεν προβάλλει ως αλληλεπίδραση, αλλά ως επίδραση που ασκεί ο άνθρωπος με τα μέσα εργασίας του επί της παθητικής φύσης. Η θεώρηση αυτή των παραγωγικών δυνάμεων εκκινεί – έστω και σε λανθάνουσα, μη συνειδητοποιούμενη από τους οπαδούς της μορφή – από την παραδοχή, κατά την οποία η φύση είναι παθητικό υλικό διαθέσιμο από τους ανθρώπους κατά το δοκούν, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν τυχόν αντίστροφή αρνητική επίδραση της φύσης στον άνθρωπο.

                Ο θιασώτης της εξαίρεσης του αντικειμένου της εργασίας από τις παραγωγικές δυνάμεις και πάλι –έστω και ασυνείδητα– δεν αναζητά την πηγή της ανάπτυξης εντός της αλληλεπίδρασης, παρά μόνο σε μια από τις πλευρές [αυτής] της αλληλεπίδρασης, γεγονός που σημαίνει [ότι την εντοπίζουν] σε κάτι το οποίο είναι μόνον εξωτερικό. Στην περίπτωση που οι οπαδοί αυτής της προσέγγισης κάνουν λόγο περί της πηγής ανάπτυξης της κοινωνίας, δεν την αναζητούν στην αλληλεπίδραση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, αλλά στις παραγωγικές δυνάμεις, δηλ. μόνο σε ένα από τα συστατικά στοιχεία αυτής της αλληλεπίδρασης. Παρόμοια πορεία της σκέψης υποχρεώνει με τη σειρά της σε αναζήτηση αυτού που συνιστά την πηγή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Και πάλι εντοπίζουν την πηγή σε ένα από τα συστατικά στοιχεία [της προγενέστερης, της στοιχειωδέστερης] αλληλεπίδρασης: στις ανάγκες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η [αναγωγική] κίνηση μπορεί να συνεχίζεται μέχρι το άπειρο. Πρακτικά, ωστόσο, το άπειρο εδώ μάλλον τελειώνει: μάλλον δεν απομένουν περιθώρια για περαιτέρω διαμελισμό. Και τότε διαχέεται η πηγή ανάπτυξης της κοινωνίας στην παντελή απροσδιοριστία: όλες οι πλευρές της ζωής της κοινωνίας –οι παράγοντες της ανάπτυξής της– επιδρούν στην ανάπτυξη, δηλ. [όσοι υιοθετούν αυτή την προσέγγιση] επανέρχονται στη χαώδη αντίληψη. Η άποψη αυτή σημαίνει ουσιαστικά απόρριψη της μελέτης του εσωτερικού, συμπεριλαμβανομένης και της εσωτερικής πηγής ανάπτυξης της κοινωνίας και αναγωγή του εσωτερικού στο εξωτερικό.

[Αυτές οι διευκρινίσεις του συγγραφέα αφορούν την έντονη συζήτηση που είχε αναπτυχθεί με αντικείμενο τη δομή των παραγωγικών δυνάμεων, στα πλαίσια της κοινωνικής θεωρίας του ιστορικού υλισμού και της πολιτικής οικονομίας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξης της Ε.Σ.Σ.Δ. Η συζήτηση αυτή είχε αναδείξει το μεθοδολογικό αδιέξοδο των επίσημων εκδοχών σχολαστικής δογματοποίησης του μαρξισμού και της απολογητικής «ανανέωσής» του. Βλ. και 281, 285. – σ.τ.μ.]

* βλ. και 273, Α΄, σελ.63. – σ.τ.μ.

* βλ. 273, Α΄, σ.63. – σ.τ.μ.

** βλ. 273, Α΄, σ.62. – σ.τ.μ.

8 Η ανταλλαγή και η κυκλοφορία, εάν ως κυκλοφορία εννοείται συνολικά η ανταλλαγή, είναι κατά τη γνώμη μας ιστορικά παροδική μορφή σχέσεων παραγωγής (επί κομμουνισμού το μερίδιο που θα λαμβάνουν οι άνθρωποι κατά τη διανομή θα συμπίπτει άμεσα είτε κατά βάση με τα όσα χρειάζεται το άτομο, οπότε και η ανταλλαγή είτε καθίσται εντελώς άχρηστη είτε ο ρόλος της υποβαθμίζεται σε κάτι  το εξαιρετικά ασήμαντο), γι’ αυτό και κατά την εξέταση των σχέσεων παραγωγής αυτών καθαυτών, μπορεί να παραλειφθεί δια της αφαίρεσης.

* Με την έννοια των σχέσεων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα, επιστέγασμα, απόληξη της διαδικασίας της ιδιοποίησης. – σ.τ.μ.

* βλ. και 274, τομ. 1ος , σελ.193. –σ.τ.μ.

9 Υπάρχουν δύο βασικά είδη κατανάλωσης: η παραγωγική κατανάλωση, δηλ. η κατανάλωση, η πραγμάτωση των συστατικών στοιχείων της παραγωγής και η ατομική κατανάλωση, δηλ. η καθεαυτό κατανάλωση.

10 Ειρήσθω εν παρόδω, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι εποχές κατά τις οποίες ανακύπτει και διαμορφώνεται η εργασιακή διαδικασία διακρίνονται βάσει του βαθμού επεξεργασίας του αντικειμένου της εργασίας, του υλικού της φύσης που υφίσταται την επεξεργασία.

* Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη κριτική σημασία εάν ληφθεί υπ’ όψιν ο χρόνος συγγραφής του έργου. – σ.τ.μ.

11 Χαρακτηριστικό της κεφαλαιοκρατίας, εάν την αντιπαραβάλουμε με προγενέστερες μορφές της κοινωνίας, είναι η αλλαγή των εργασιακών διαδικασιών. Εντούτοις, αυτή η αλλαγή δεν είναι ακόμα κυρίαρχη, αλλά υποτάσσεται στην συσσώρευση προϊόντων της εργασίας [στην κερδοφορία].

* Υπενθυμίζουμε την περίοδο συγγραφής του έργου (τέλη της δεκαετίας του 1970). – σ.τ.μ.