ΜΕΡΟΣ Ι

 

Η μεθοδολογία διευρεύνησης της ανάπτυξης της κοινωνίας ως  «οργανικού όλου»

 

Υπόδειγμα διερεύνησης της κοινωνίας σε ορισμένη ιστορική βαθμίδα της ανάπτυξής της είναι το μεγαλειώδες έργο του μαρξισμού, το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ.

Το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ δεν αποκαλύπτει κατά μεγαλοφυή τρόπο μόνο τις οικονομικές σχέσεις του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αλλά εμπεριέχει επίσης τη βαθύτερη θεμελίωση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και τη συστηματική ανάπτυξη της διαλεκτικής-υλιστικής λογικής. Αναφερόμενος στη θεωρητική σημασία αυτού του έργου ο Β. Ι. Λένιν έγραφε: «Στο εξής – από τη στιγμή της εμφάνισης του «Κεφαλαίου» - η υλιστική αντίληψη της ιστορίας δεν είναι πλέον μια υπόθεση, αλλά επιστημονικά αποδεδειγμένη θέση...» [3, τ.1, σ. 139-140]. Ο Φ. Ένγκελς στη βιβλιοκρισία που έκανε για το βιβλίο του Κ. Μαρξ «Προς μια κριτική της πολιτικής οικονομίας» επισημαίνει: «θεωρούμε την εκπόνηση της μεθόδου επί της οποίας εδράζεται η μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας ένα αποτέλεσμα το οποίο, ως προς τη σημασία του, ουδόλως υστερεί της βασικής υλιστικής αντίληψης»[1,τ.13,σ.497].

Για να κατανοηθεί τι ακριβώς εννοεί ο Φ. Ένγκελς αναφερόμενος στη μέθοδο που εκπόνησε ο Κ. Μαρξ θα ήταν σκόπιμο να στρέψουμε την προσοχή μας σε άλλη μια ιδέα του από το ίδιο κείμενο: «Σε ένα έργο παρόμοιο με αυτό που έχουμε ενώπιόν μας, δεν μπορεί να γίνεται λόγος περί απλής κριτικής μίας εκάστης των θέσεων της πολιτικής οικονομίας, ξεχωριστής και αποκομμένης από τις άλλες, περί μεμονωμένης εξέτασης εκείνων είτε των άλλων διαφιλονικούμενων οικονομικών ζητημάτων. Τουναντίον, το έργο αυτό είναι εξ αρχής δομημένο βάσει της συστηματικής σύλληψης του όλου πλέγματος των οικονομικών επιστημών, βάσει της συνδεδεμένης διατύπωσης των νόμων της αστικής παραγωγής και της αστικής ανταλλαγής. Δεδομένου μάλιστα ότι οι οικονομολόγοι δεν είναι τίποτε άλλο από ερμηνευτές και απολογητές αυτών των νόμων, η διατύπωση αυτή είναι ταυτοχρόνως μια κριτική όλης της οικονομικής βιβλιογραφίας.

Από τον καιρό που πέθανε ο Χέγκελ είναι μάλλον απίθανο να έγινε έστω και μια απόπειρα ανάπτυξης κάποιας επιστήμης εντός του ίδιου του εσωτερικού δεσμού της». [στο ίδιο, σ. 494]

Αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας στο «Κεφάλαιο» είναι ο κεφαλαιοκρατικός κοινωνικό-οικονομικός σχηματισμός ως «οργανικό όλο» (Κ. Μαρξ).

Τι είναι όμως το οργανικό όλο; Οργανικό όλο είναι εκείνο το όλο χαρακτηριστικό του οποίου είναι πρωτίστως ο εσωτερικός αμοιβαίος δεσμός (η αλληλεπίδραση) των πλευρών. Εάν αυτό το όλο διαλυθεί στα μέρη που το απαρτίζουν, εξαλείφεται και η ίδια η ουσία του. Εάν π.χ. διαλύαμε κάποιο έμβιο οργανισμό στα συστατικά του στοιχεία, στα μέλη του κλπ.., τότε η ζωή του θα καταστρεφόταν.

Ο Κ. Μαρξ προσεγγίζει τον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό -οικονομικό σχηματισμό ως οργανικό όλο και η προσέγγισή του αυτή διαφέρει ριζικά από την προσέγγιση των αστών οικονομολόγων.

Μέχρι τον Κ. Μαρξ οι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονταν την κοινωνία βασικά ως άθροισμα μεμονωμένων ατόμων, ως ένα όλο, τα στοιχεία του οποίου συνδέονται μεταξύ τους κατ’ εξοχήν εξωτερικά. Το στοιχείο (το μέρος κλπ..) ενός τέτοιου όλου, εάν ληφθεί ξεχωριστά από τα άλλα στοιχεία, διατηρεί βασικά την ιδιοτυπία του.

Η αντίληψη της αστικής πολιτικής οικονομίας περί του μεμονωμένου ανθρώπου, ενός ανθρώπου ο οποίος παράγει απομονωμένος από τους άλλους, είτε περί της λεγόμενης «ροβινσωνιάδας», αναφυόταν στο έδαφος της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η ιδιωτική ιδιοκτησία αποξενώνει τους ανθρώπους στις μεταξύ τους σχέσεις. Οι άνθρωποι που κυριεύονται από τις σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο ως απομονωμένο άτομο (ως «άτομον»*) και την κοινωνία ως μηχανικό συνονθύλευμα τέτοιων ατόμων.

Ο Κ. Μαρξ, υπερασπιζόμενος (πρακτικά και θεωρητικά) τα συμφέροντα της τάξης εκείνης η οποία προορίζεται από την αντικειμενική πορεία της ιστορίας να τεθεί επικεφαλής του αγώνα για την κοινωνική ιδιοκτησία, και στον τομέα της μεθοδολογίας έδινε έμφαση στην εσωτερική αμοιβαία συνάφεια, στην εσωτερική αλληλεπίδραση. Αυτό του επέτρεψε κατά την ανάλυση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας να εξηγήσει τη ζωή της κοινωνίας και να αντιληφθεί την ίδια την ιδιωτική ιδιοκτησία ως κοινωνική σχέση.

Το αντικείμενο ως οργανικό όλο απαντάται ως αντικείμενο μελέτης ήδη στον Χέγκελ. Αλλά η  μαρξική θέση διαφέρει επίσης ριζικά και από τις εγελιανές απόψεις περί του οργανικού όλου.

Σύμφωνα με τις απόψεις του αντικειμενικού ιδεαλιστή Χέγκελ, η απόλυτη ιδέα αλλοτριώνει από τον εαυτό της τον εμπράγματο κόσμο και περνώντας μέσω του πεπερασμένου και του αλόγου [αυτού του κόσμου] επανέρχεται στον εαυτό της, υπό την ιδιότητα πλέον της συνειδητοποιούσας εαυτήν. Η απόλυτη ιδέα του Χέγκελ, είναι ουσιαστικά η νόηση, αποσπασμένη από την ύλη και εννοούμενη ως κάτι το εντελώς αυτοτελές. Και μάλιστα εν είδει απόλυτης ιδέας προβάλλει στον Χέγκελ η νόηση ως εξ υπαρχής προϋπάρχουσα και ως αντικειμενική, υπερυποκειμενική διαδικασία. Η απόλυτη ιδέα καθίσταται τελικά η ουσία του εμπράγματου κόσμου, ο εμπράγματος κόσμος δεν έχει δική του ουσία και τίθεται ως υλικός κόσμος από αυτή την αντικειμενική διαδικασία της νόησης. Γι’  αυτό για τον Χέγκελ το οργανικό όλο ως προς την ουσία του προέβαλε σε τελευταία ανάλυση αποκλειστικά ως πνευματικό προϊόν, αλλά ως προϊόν του αντικειμενικού πνεύματος, το οποίο μόνο συνειδητοποιείται από το υποκειμενικό πνεύμα. Συνεπώς, υπ’ αυτήν την έννοια το οργανικό όλο κατέληγε να είναι ανύπαρκτο στην υλική πραγματικότητα, [ανύπαρκτο] ως ανεξάρτητο  από τη νόηση. Η παράσταση, η σκέψη περί του οργανικού όλου εκ των πραγμάτων είχαν εννοηθεί εδώ σε απόσπαση από την πραγματική ύπαρξη αυτού του όλου.

Επομένως, εδώ είχαν διαρραγεί οι δεσμοί με το έδαφος εκείνο, επί του οποίου και εκ του οποίου αναπτύσσεται η αντίληψη περί του πραγματικού οργανικού όλου. Είναι δεδομένο ότι η αντίληψη περί του οργανικού όλου και η κατανόηση αυτού του όλου καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από το πράγματι υφιστάμενο οργανικό όλο και ότι η όποια αλλαγή αυτής της αντίληψης και κατανόησης καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από την αλλαγή του ίδιου του πραγματικού οργανικού όλου. Συνεπώς, η απόσπαση της νόησης από το υλικό Είναι, η κατανόηση της αντικειμενικής νόησης ως απολύτως αυτοτελούς, και του υλικού Είναι ως αλλοτρίωσης αυτής της απολύτως αυτοτελούς νόησης, σηματοδοτούσαν σε τελευταία ανάλυση την παραδοχή του αμετάβλητου αυτής της αποσπασμένης από το υλικό Είναι νόησης.

Η εγελιανή μεθοδολογία εκφράζει την απόπειρα αυτού του μεγάλου στοχαστή να ξεπεράσει την αλλοτρίωση μεταξύ των ανθρώπων. Πλην όμως, εφ’ όσον η απόπειρα αυτή επιχειρούταν από μια στάση αντιμετώπισης της υφιστάμενης (ανταγωνιστικής) κοινωνίας ως αμετάβλητης, ο μόνος τρόπος υπέρβασης της αλλοτρίωσης ήταν η υπέρβασή της εντός της σκέψης, εντός της αντίληψης, δηλαδή σε απόσπαση από την πραγματική υπέρβαση των κοινωνικών ανταγωνισμών.

Ωστόσο, ο Κ. Μαρξ, εκφράζοντας τις απόψεις της συνεπούς επαναστατικής τάξης, η οποία τίθεται επικεφαλής του αγώνα όλων των εργαζομένων εναντίον της εκμετάλλευσης, του αγώνα για την εξάλειψη της παλαιάς ανταγωνιστικής κοινωνίας και στον τομέα της μεθοδολογίας, πρώτον, διέκρινε αυστηρά το πραγματικό οργανικό όλο από την αναπαράστασή του στη νόηση και δεύτερον, εξέταζε με συνέπεια το οργανικό όλο στη διαδικασία της ανάπτυξής του.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διαλεκτική-υλιστική προσέγγιση του Κ. Μαρξ είναι εσωτερικά ενιαία με μιαν αυστηρά προσδιορισμένη πρακτική - πολιτική στάση. Επιπλέον, η ορθή πρακτική - πολιτική στάση λειτουργεί ως αναγκαία βάση για την εκπόνηση της αληθούς μεθοδολογίας.

Εντούτοις, μια ορθή πρακτική - πολιτική στάση αφ’ εαυτής δεν γεννά αυτομάτως και την ορθή μεθοδολογία. Η θεωρητική αναπαράσταση του πράγματι υφιστάμενου οργανικού όλου είναι εξαιρετικά περίπλοκη και πραγματοποιείται σε μια διαδικασία ανάπτυξης αντιφάσεων.

Ποιοι είναι όμως οι δρόμοι, οι τρόποι και τα μέσα αναπαράστασης του οργανικού όλου στη διαδικασία της ανάπτυξής του;

Κατ’ αρχήν, ας τους κατονομάσουμε απλώς. Το οργανικό όλο αναπαρίσταται ως διαδικασία ανάπτυξης - εάν αναφερθούμε στις πλέον γενικές γραμμές - δια του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, καθώς επίσης, και μέσω της ενότητας λογικής και ιστορικής εξέτασης. Και μάλιστα, κατά την άποψή μας, ο «μηχανισμός» της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο απαρτίζεται από τα εξής (απαριθμούμενα  κατά την αλληλουχία ανάδειξής τους στο προσκήνιο στη διαδικασία της ανάβασης) βασικά δομικά μέρη: από τις κατηγορίες της επιφάνειας, της ουσίας, του φαινόμενου και της πραγματικότητας [εκτενέστερα βλ. 48].

Από που ξεκινά η απεικόνιση του οργανικού όλου; Προπαντός απαραίτητη προϋπόθεση της αναπαράστασης του οργανικού όλου είναι η πραγματική του ύπαρξη. Το πράγματι υφιστάμενο οργανικό όλο μπορεί να επισημανθεί με τον όρο «πραγματικό συγκεκριμένο». Το πράγματι υφιστάμενο οργανικό όλο πρωταρχικά απεικονίζεται αισθητηριακά, στη ζωντανή εποπτεία, προσλαμβάνεται κατ’ εξοχήν άμεσα, εξωτερικά. Οι πλευρές του αντικειμένου που εμπίπτουν στο οπτικό πεδίο γίνονται αντιληπτές κατά βάση ως ασύνδετες μεταξύ τους. Το αντικείμενο προβάλλει ως χαώδης συσσώρευση πλευρών, αλλά και οι ίδιες οι πλευρές προς το παρόν κάθε άλλο παρά διακρίνονται ως πλευρές [κάποιου τινός]. Το αντικείμενο προσλαμβάνεται ως χαώδες «όλο». Αυτή είναι η άμεση συνθετική προσέγγιση του αντικειμένου. Στη συνέχεια - εάν πάρουμε τη λογική αλληλουχία σε «καθαρή» μορφή - γίνεται μια γνωριμία κατ’ εξοχήν με ξεχωριστές πλευρές, οι οποίες μελετούνται ξεχωριστά, δηλαδή εδώ δεσπόζει η ανάλυση.

Ωστόσο, δεν θα ήταν ορθό να πει κανείς, ότι το μόνο που έχει θέση εδώ είναι η πρόσληψη και μελέτη μεμονωμένων πλευρών του αντικειμένου. Εξ υπαρχής κάποια ζωτική ανάγκη έλκει την προσοχή των ανθρώπων προς δεδομένο οργανικό όλο. Φερ’ ειπείν, παρώθηση για την έρευνα των αστών οικονομολόγων ήταν η ανάγκη αύξησης του αστικού πλούτου. Η προσπάθεια συνειδητοποίησης μιας ανάγκης και εκείνου που δύναται να την ικανοποιήσει γεννά μιαν εικασία περί του αντικειμένου συνολικά, διαγράφει – αρχικά, κατά προσέγγιση σε μεγάλο βαθμό - τα όρια του αντικειμένου του ενδιαφέροντος. Αυτή η εικασία, η πρωταρχική αντίληψη περί του υπό μελέτη αντικειμένου, είναι  που κατευθύνει την ανάλυση. Η ανάλυση, εν γένει και εν συνόλω, μέσω τυχαίων παρεκκλίσεων κινείται από την εξέταση των πλέον περίπλοκων πλευρών του αντικειμένου προς όλο και απλούστερες πλευρές του, έως ότου διακριθεί η απλούστατη πλευρά του δεδομένου οργανικού όλου. Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας, ότι παρά το γεγονός ότι το όλο είναι δεδομένο πραγματικά, συνειδητοποιούνται και νοηματοδοτούνται επί του παρόντος κατά κύριο λόγο μεμονωμένες πλευρές του αντικειμένου. Ιδού φέρ’ ειπείν πως περιγράφει ο Κ. Μαρξ το δρόμο που ακολούθησε η αστική πολιτική οικονομία κατά την εμφάνισή της: «Όταν εξετάζουμε μια δεδομένη χώρα από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας αρχίζουμε με τον πληθυσμό της, την κατανομή του σε τάξεις, σε πόλη, ύπαιθρο και θαλάσσιες ασχολίες, στους διάφορους παραγωγικούς κλάδους, εξαγωγές και εισαγωγές, ετήσια παραγωγή και κατανάλωση, εμπορευματικές τιμές κλπ...

Το σωστό φαίνεται πως είναι ν' αρχίζει κανείς με το πραγματικό και συγκεκριμένο, με την πραγματική προϋπόθεση· για παράδειγμα λοιπόν στην πολιτική οικονομία, με τον πληθυσμό, που είναι η βάση και το υποκείμενο ολόκληρης της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση δείχνει πως αυτό είναι λάθος. Ο πληθυσμός είναι μια αφαίρεση αν παραλείψω, για παράδειγμα, τις τάξεις που τον αποτελούν. Αυτές οι τάξεις είναι πάλι λόγος κενός αν δεν γνωρίζω τα θεμέλια στα οποία βασίζονται, π.χ. μισθωτή εργασία, κεφάλαιο κλπ... Αυτά προϋποθέτουν ανταλλαγή, καταμερισμό της εργασίας, τιμές κλπ...... Αν λοιπόν άρχιζα με τον πληθυσμό, αυτό θα ήταν μια χαοτική παράσταση του όλου, και μόνο μέσω λεπτομερέστερων προσδιορισμών θα προσέγγιζα  αναλυτικά ολοένα πιο απλές έννοιες· από το συγκεκριμένο, το δεδομένο στην παράσταση σε ολοένα πιο ισχνές αφαιρέσεις, μέχρι να φτάσω στους απλούστατους προσδιορισμούς. Από κει θα έπρεπε τώρα να ξαναρχίσω το ταξίδι αντίστροφα, ώσπου να φτάσω επιτέλους πάλι στον πληθυσμό, αυτή τη φορά όμως όχι ως χαοτική περί του όλου παράσταση, αλλά ως κάποια πλούσια ολότητα πολυάρυθμων προσδιορισμών και σχέσεων» [τ.46, μέρος1ο, σ. 36-37].*

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η γνωστική διαδικασία που αφορά το οργανικό όλο πρωταρχικά κινείται από την χαώδη περί του όλου αντίληψη, δηλ. από το συγκεκριμένο, όπως αυτό είναι δεδομένο ως παράσταση, στη ζωντανή εποπτεία, προς όλο και απλούστερους προσδιορισμούς μέχρις ότου τελικά προσδιορισθεί η απλούστατη πλευρά (σχέση κλπ...) του όλου. Σε αυτή την πορεία υπερτερεί η ανάλυση. Ωστόσο, ήδη από εδώ η κίνηση της γνωστικής διαδικασίας είναι αντιφατική. Η ανάλυση διεξάγεται στην ενότητά της με τη σύνθεση. Η παρουσία της κοινωνικής ανάγκης για διάγνωση του δεδομένου αντικειμένου, και η εικασία περί του τι συνιστά αυτό το αντικείμενο  είναι που κατευθύνουν τη γνωστική διαδικασία και υποχρεώνουν [τον ερευνητή] σε αναζήτηση της συνάφειας των αναλυόμενων πλευρών. Παρ’ όλα αυτά πρωταρχικά κυριαρχεί η ανάλυση.

Έτσι  έχει η πραγματική πρωταρχική πορεία της γνωστικής διαδικασίας. Ωστόσο, η συνειδητοποίησή της μπορεί να είναι και μονόπλευρη. Το γεγονός ότι υπερτερεί η ανάλυση μπορεί να συγκαλύψει την ύπαρξη σ’ αυτή τη γνωστική διαδικασία στιγμών σύνθεσης, οπότε το πρωταρχικό στάδιο της διάγνωσης του οργανικού όλου θα προβάλλει ως μόνον αναλυτικό. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό των κλασσικών της αστικής πολιτικής οικονομίας1.            

Ποιο είναι λοιπόν το τελικό σημείο αυτής της κίνησης της γνωστικής διαδικασίας από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη; Η διάκριση της απλούστατης πλευράς,  της απλούστατης σχέσης του οργανικού όλου.

Τι πρεσβεύει όμως η απλούστατη πλευρά (σχέση), εάν ορισθεί σε συνδυασμό με την εν λόγω κίνηση της γνωστικής διαδικασίας; Αποτελεί το όριο του διαμελισμού του οργανικού όλου. Ο πέραν αυτής διαμελισμός μας θέτει πλέον εκτός των πλαισίων του δεδομένου αντικειμένου. Φέρ’ ειπείν, η απλούστατη σχέση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας είναι το εμπόρευμα. Το εμπόρευμα διαθέτει χρηστική αξία και αξία. Είναι αδύνατο να κατανοηθεί η αξία εάν δεν έχει κατανοηθεί τι είναι η χρηστική αξία. Ωστόσο, η χρηστική αξία δεν μπορεί να εκληφθεί ως η απλούστατη [σχέση] κατά την εξέταση της οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας, διότι η χρηστική αξία δεν υπάρχει μόνον επί κεφαλαιοκρατίας και επιπλέον δεν υπάρχει μόνον όταν υπάρχει το εμπόρευμα. Εάν εκληφθεί ως απλούστατη σχέση η χρηστική αξία θα μας έχει διαφύγει η ιδιοτυπία της κεφαλαιοκρατίας. Μ’ άλλα λόγια η αντανάκλαση της απλούστατης σχέσης στη νόηση αποτελεί την πλέον αφηρημένη έννοια. Αφαίρεση σημαίνει επιλεκτική εστίαση. Κατά τον προσδιορισμό της απλούστατης πλευράς το υποκείμενο της γνωστικής διαδικασίας καταλήγει στη μέγιστη αφαίρεση από όλες τις υπόλοιπες πλευρές του αντικειμένου. Συνεπώς, η πορεία της γνωστικής διαδικασίας που εξετάσαμε είναι η πορεία από τη χαώδη περί του όλου  αντίληψη προς την απλούστατη σχέση, πλευρά, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο.

Μόλις αποπερατωθεί το στάδιο εκείνο της γνωστικής διαδικασίας στο οποίο το οργανικό όλο κατ’ εξοχήν διαμελιζόταν σε μεμονωμένες πλευρές που μελετούνταν κατά κύριο λόγο ξεχωριστά και διακρίνονταν οι όλο και απλούστερες πλευρές, αρχίζει το επόμενο στάδιο. Στο στάδιο αυτό τίθεται ως κύριο ζητούμενο η αποκατάσταση (διακρίβωση) της συνάφειας (του δεσμού), της ενότητας, της αλληλεπίδρασης διαφόρων πλευρών. Και μάλιστα η γνωστική διαδικασία κινείται κατ’ εξοχήν από την απλούστατη σχέση του οργανικού όλου προς όλο και πιο περίπλοκες πλευρές του. Αυτή  η κίνηση της γνώσης αποκαλείται ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Αποτέλεσμα της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι πλέον η κατά τέτοιον τρόπο απεικόνιση του πράγματι υφιστάμενου οργανικού όλου, ώστε οι πλευρές του οργανικού όλου να μη κατανοούνται με χαώδη τρόπο, εκτός των αμοιβαίων δεσμών τους, αλλά εντός των αμοιβαίων δεσμών τους. Ωστόσο, όπως αναφέραμε ήδη παραπάνω, η ίδια η ουσία του οργανικού όλου συνίσταται στην ειδική, στην ιδιότυπη εσωτερική ενότητα των διαφόρων πλευρών του. Συνεπώς, κατά το στάδιο εκείνο της γνωστικής διαδικασίας όπου υπερτερεί η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο η αποκάλυψη της ουσίας του οργανικού όλου γίνεται το κύριο περιεχόμενο της έρευνας.

Κατά το προηγούμενο στάδιο η γνωστική διαδικασία κατευθύνεται προς την ουσία και πραγματοποιείται μια διείσδυση στους ουσιώδεις δεσμούς, ωστόσο, υπερτερεί η διάγνωση του εξωτερικού κλπ... Ο ουσιώδης δεσμός εντοπίζεται και παρουσιάζεται κατ’ εξοχήν ως απλή παραλληλία των πλευρών του αντικειμένου είτε ως ακολουθία κατά την οποία το ένα στοιχείο (πλευρά)  έπεται του άλλου, δηλ. κατά κύριο λόγο ως εξωτερική συνάφεια των πλευρών.

Κατά το στάδιο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο υπερτερεί η  αναπαράσταση του εσωτερικού δεσμού, της εσωτερικής ενότητας των πλευρών, δηλ. μιας τέτοιας ενότητας κατά την οποία η κάθε πλευρά γίνεται προσδιορισμένη ως προς την ουσία της ακριβώς ως επακόλουθο του δεσμού της με τις άλλες πλευρές του οργανικού όλου.

Το συγκεκριμένο ως αποτέλεσμα, ως τελικό σημείο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο συνιστά την ενότητα (και μάλιστα κατά κύριο λόγο την εσωτερική ενότητα) των διαφορετικών ποικιλόμορφων [πολύμορφων, πολλαπλών] προσδιορισμών του αντικειμένου.

Κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο υπερτερεί η σύνθεση. Ωστόσο, όπως και κατά το προηγούμενο στάδιο, παρά το γεγονός ότι υπερτερούσε η ανάλυση, αυτή πραγματοποιούνταν σε ενότητα με την σύνθεση, έτσι και κατά το στάδιο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, παρά το γεγονός ότι υπερτερεί η σύνθεση, αυτή πραγματοποιείται σε ενότητα με την ανάλυση. Κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο εντοπισμός της διαφοράς μεμονωμένων πλευρών (δηλ. η ανάλυση) είναι ανέφικτος χωρίς τη μεν ή την δε μεταξύ τους ομοιότητα, έτσι και ο εντοπισμός της ενότητας, της συνάφειας, του δεσμού των πλευρών (δηλ. η σύνθεση) είναι ανέφικτος  χωρίς τον εντοπισμό της μεταξύ τους διαφοράς. Είναι εφικτό ωστόσο, [σε διάφορες φάσεις] να υπερτερεί η ανάλυση είτε  η σύνθεση. Ο «προβολέας» της συνείδησής μας μπορεί να φωτίζει κατά περίπτωση το μεν είτε το δε μέρος. Άλλοτε μεν στο φωτισμένο μέρος εμπίπτει η διαφορά των πλευρών, ενώ η συνάφειά τους βρίσκεται υπό σκιάν, άλλοτε δε, αντιθέτως, φωτίζεται η ενότητα των πλευρών, ενώ η διαφορά τους βρίσκεται υπό σκιάν.

Συνεπώς, ούτως ή άλλως η νόηση του ανθρώπου και κατά το πρώτο και κατά το δεύτερο στάδιο πραγματοποιεί την κίνησή της εντός της ενότητας αυτών των αντιθέτων: της ανάλυσης και της σύνθεσης. Επιπλέον και αυτά τα ίδια τα στάδια προβάλλουν ως αντίθετα προς άλληλα: στο πρώτο υπερτερεί η ανάλυση, ενώ στο δεύτερο η σύνθεση. Συνολικά, εάν πάρουμε τη βασική γραμμή κίνησης της γνωστικής διαδικασίας, [διαπιστώνουμε ότι] η αναπαράσταση του οργανικού όλου πραγματοποιείται ελικοειδώς: αρχικά, ανακύπτει μια εικασία περί του αντικειμένου, το αντικείμενο προβάλλει κατ’ εξοχήν ως μη διαμελισμένο «όλο» (αν και οι μεν είτε οι δε διαφορές των πλευρών εντοπίζονται ήδη εδώ), στη συνέχεια, διαμελίζονται οι πλευρές του αντικειμένου και μελετώνται ξεχωριστά. Τελικά, γίνεται τρόπον τινά κάποια επάνοδος στην πρωταρχική «ολική» παράσταση του αντικειμένου, η οποία ωστόσο, τίθεται πλέον στη βάση της γνώσης των ξεχωριστών του πλευρών και ως εντοπισμός της ενότητας των εσωτερικών συναφειών των πλευρών του αντικειμένου.

Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποτελεί το κύριο στάδιο της αναπαράστασης του οργανικού όλου, διότι ακριβώς σε αυτό το στάδιο γίνεται κύριος αντικειμενικός σκοπός η αποκάλυψη των εσωτερικών δεσμών, της εσωτερικής ενότητας των πλευρών του οργανικού όλου, μ’ άλλα λόγια, του συνόλου των νόμων και των νομοτελειών, της ουσίας του οργανικού όλου.

Οι πλέον τυπικές πλάνες που παρουσιάστηκαν στην ιστορία της γνωστικής διαδικασίας της ανθρωπότητας βάσει των σταδίων της γνωστικής διαδικασίας που περιγράψαμε παραπάνω ήταν δύο. Η πραγματική γνωστική διαδικασία είναι πολύ περίπλοκη και δύσκολη, και αυτές οι πλάνες, υπό ορισμένους όρους, μπορεί να εκδηλωθούν - έστω και σε μη ανεπτυγμένη μορφή - και στην ατομική γνωστική διαδικασία. Η γνώση της ιστορίας και της ουσίας των πλανών αποτελεί ένα αρκούντως αποτελεσματικό φάρμακο καταπολέμησής τους.

Πρώτη τυπική πλάνη. Ο άνθρωπος που επιδίδεται στη γνωστική διαδικασία εκλαμβάνει την κίνηση από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο ως αποκομμένη από την ανάβαση  από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, την ανάλυση ως αποκομμένη από τη σύνθεση και απολυτοποιεί την κίνηση από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο, απολυτοποιεί την ανάλυση. Είδαμε ωστόσο, ότι αυτό το στάδιο προϋπάρχει του δευτέρου και εμπεριέχει το δεύτερο ως υπηγμένη, εισέτι μη ανεπτυγμένη στιγμή. Η πλάνη αυτή, εάν ακολουθείται με συνέπεια, οδηγεί σε άτακτη, σε χαώδη συσσώρευση γνώσεων, σε ολίσθηση επί της επιφάνειας των αντικειμένων και των διαδικασιών, σε άρνηση της ουσίας, σε απόρριψη των μη ορατών στην επιφάνεια εσωτερικών δεσμών αντικειμένων και διαδικασιών. Στην πλέον  ανάγλυφη μορφή της η στάση αυτή στον τομέα της πολιτικής οικονομίας χαρακτηρίζει τους χυδαίους οικονομολόγους, ενώ στον τομέα της φιλοσοφίας - τον θετικισμό.

Δεύτερη τυπική πλάνη. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποκόβεται από την αντίθετη κίνηση της γνωστικής διαδικασίας, η σύνθεση αποκόβεται από την ανάλυση και απολυτοποιείται η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, απολυτοποιείται  η σύνθεση. Η πλάνη αυτή παρουσιάζεται  στην πλέον ανεπτυγμένη και συνεπή μορφή της στη λογική του Χέγκελ.

Ο Χέγκελ διατύπωσε πολλές ιδιοφυείς εικασίες όσον αφορά τη θέση και το ρόλο του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στη συνείδηση, το μηχανισμό του κλπ... Ωστόσο, ο Χέγκελ αντελήφθη την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο ως το μοναδικό τρόπο σχηματισμού γνώσεων και θεώρησε ότι η αντίθετη κίνηση της γνωστικής διαδικασίας είναι άνευ πραγματικής γνωστικής σημασίας.

Τι σημαίνει αυτό και που οδήγησε;

Η κίνηση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο είναι η κίνηση από τη ζωντανή εποπτεία στη σκέψη, στην έννοια, είναι η κίνηση της αντιπαραβολής των σκέψεων με τα αισθητηριακά δεδομένα, με τον τρόπο που το πραγματικό αντικείμενο είναι δεδομένο στη ζωντανή εποπτεία, είναι η αντιπαραβολή των σκέψεων, των εννοιών με τα γεγονότα.

Εάν κάποιος θεωρεί άνευ πραγματικής γνωστικής σημασίας την κίνηση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο και διατείνεται ότι μόνον η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο συνιστά πραγματική γνώση, σημαίνει ότι αποκόβει την πορεία της σκέψης από την αντιπαραβολή της με τα αισθητηριακά δεδομένα, με τα δεδομένα της ζωντανής εποπτείας, με τα γεγονότα, σημαίνει παραδοχή του γεγονότος ότι η ανάπτυξη της σκέψης δεν εξαρτάται από την πραγματική κατάσταση της υπό εξέτασιν υπόθεσης. Σε γενικότερη μορφή αυτό σημαίνει ότι η νόηση αποσπάται από την υπαρκτή πραγματικότητα και απεικονίζεται ως διαδικασία αυτογένεσης. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από ιδεαλισμός.

Η συνεπής διαλεκτική-υλιστική αντίληψη του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο εμπεριέχει απαραιτήτως τα εξής.

Πρώτον, η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο δεν αποτελεί καθαρή αυτογένεση της σκέψης, αλλά αναπαράσταση του πραγματικού οργανικού όλου, του πραγματικού συγκεκριμένου.

Όσο πιο ανεπτυγμένο είναι το πραγματικό συγκεκριμένο, φυσικά, τόσο πιο ανεπτυγμένος μπορεί να είναι ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Κατά την ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αναπαρίσταται κατά κύριο λόγο η ουσία, οι εσωτερικοί δεσμοί του οργανικού όλου, και μάλιστα η αναπαράσταση αυτή πραγματοποιείται με την κίνηση της γνωστικής διαδικασίας απ’ την απλούστατη σχέση του οργανικού όλου προς τις όλο και πιο περίπλοκες σχέσεις αυτού του όλου.

Για να καταστεί η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο κυρίαρχος τρόπος αναπαράστασης του οργανικού όλου, χρειάζεται αυτό το όλο να έχει ωριμάσει, να έχουν μορφοποιηθεί οι πλευρές και οι σχέσεις του. Η απλούστατη σχέση γίνεται πράγματι απλούστατη σχέση του δεδομένου οργανικού όλου μόνον όταν μορφοποιούνται οι υπόλοιπες, οι πλέον περίπλοκες σχέσεις αυτού του όλου.

Δεύτερον, η ορθή χρήση του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο προϋποθέτει απαραιτήτως να έχει αποπερατωθεί προκαταρτικά το στάδιο κίνησης της γνωστικής διαδικασίας από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο. Αυτό αφορά και την εν λόγω επιστήμη συνολικά και το μεμονωμένο άτομο. Η επιστήμη, αντικείμενο της οποίας αποτελεί το δεδομένο οργανικό όλο, οφείλει να διανύσει την πορεία κατά την οποία υπερτερεί η κίνηση της γνωστικής διαδικασίας από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Το επιδιδόμενο στη γνωστική διαδικασία άτομο οφείλει να είναι αρκούντως ανεπτυγμένο, ώστε στη δική του γνωστική διαδικασία που αφορά το δεδομένο οργανικό όλο να μπορέσει να καταστεί κυρίαρχος ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Γι’ αυτό πρέπει και ο ίδιος κατά την ανάπτυξή του να έχει διανύσει το στάδιο κατά το οποίο υπερτερεί η κίνηση της γνωστικής διαδικασίας από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο.

Τρίτον, και οι δύο κατευθύνσεις κίνησης της γνωστικής διαδικασίας –από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο και από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο– οφείλουν μονίμως να εκλαμβάνονται εντός της ενότητάς τους, αλλά θα πρέπει να διακρίνεται το εάν και πότε θα υπερτερεί η μεν είτε η δε [κατεύθυνση] σε διαφορετικές βαθμίδες της γνωστικής διαδικασίας.2

Κλείνοντας την ειδική αναφορά στον τρόπο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, θα ήταν σκόπιμο μετά τη γενική παρουσίασή του να αναφερθούμε για άλλη μια φορά στο «μηχανισμό» αυτής της πορείας της γνωστικής διαδικασίας, τώρα πλέον υπό το πρίσμα μιας πιο αυστηρά κατηγοριακής θεώρησης. Χωρίς μια τέτοια παρουσίαση είναι αδύνατο να διατυπωθεί με αρκετή ακρίβεια και πληρότητα το ζήτημα της συσχέτισης ιστορικού και λογικού.

Ο «μηχανισμός» της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο αποκαλύπτεται λεπτομερέστερα και αυστηρότερα στα πλαίσια της αμοιβαίας συσχέτισης των κατηγοριών «επιφάνεια» (είτε αμεσότητα), «ουσία», «φαινόμενο» και «πραγματικότητα».

Η αναπαράσταση αρχίζει από την αναπαράσταση  της πλευράς εκείνης, η οποία συλλαμβάνεται αμέσως, δηλ. προβάλλει στην επιφάνεια. Έτσι,  ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» αρχίζει την εξέταση του εμπορεύματος από την αξία χρήσης, δηλ. από το πώς το εμπόρευμα προπαντός υποπίπτει στην αντίληψή μας. Η πλευρά αυτή παρουσιάζεται κυρίως αφ’ εαυτής, ανεξαρτήτως της άλλης πλευράς με την οποία αλληλεπιδρά.

Στη συνέχεια αποκαλύπτεται η εξωτερική συνάφεια αυτής της πρώτης, της επιφανειακής, της εξωτερικής πλευράς με την άλλη πλευρά. Για παράδειγμα, στο «Κεφάλαιο» ο Κ. Μαρξ δείχνει ότι η αξία χρήσης υπό ορισμένους όρους είναι φορέας αξίας.

Από τον εντοπισμό του εξωτερικού δεσμού της πρώτης πλευράς με τη δεύτερη, η σκέψη κινείται προς την παρουσίαση της δεύτερης, της εσωτερικής πλευράς αφ’ εαυτής. Η δεύτερη πλευρά λαμβάνεται ανεξαρτήτως της πρώτης. Ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» μετά την εξέταση της αξίας χρήσης του εμπορεύματος αφ’ εαυτής και τον εντοπισμό του εξωτερικού δεσμού της με την αξία, περνά στον προσδιορισμό της αξίας αφ’ εαυτής, ανεξαρτήτως της αξίας χρήσης. Η δεύτερη, η εσωτερική πλευρά της αλληλεπίδρασης αποδεικνύεται ότι είναι η καθαυτό ουσία της αλληλεπίδρασης, είτε η ουσία με τη στενή έννοια. Μόνο σ’ αυτό το επίπεδο αρχίζει η διάγνωση της καθαυτό αυτοκίνησης. Όταν φτάνει κανείς μέχρι τη διάγνωση της καθαυτό ουσίας του αντικειμένου σημαίνει ότι φτάνει μέχρι την αντανάκλαση των εσωτερικών του αντιφάσεων.

Αναφέραμε  ότι η δεύτερη πλευρά, η ουσία του αντικειμένου εξετάζεται αφ’ εαυτής, ανεξαρτήτως της πρώτης πλευράς. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι λησμονείται απολύτως ό,τι κατέστη γνωστό περί της πρώτης πλευράς. Όταν η κίνηση της σκέψης είναι διαλεκτική, η προγενέστερη πορεία της γνωστικής διαδικασίας δεν εξαφανίζεται πλήρως, αλλά διατηρείται σε ανηρημένη, μετασχηματισμένη μορφή. Η πρώτη πλευρά αίρεται εντός της δεύτερης, η πρώτη πλευρά γίνεται στιγμή της δεύτερης. Η ουσία του αντικειμένου αυτή καθεαυτή  είναι αντιφατική: στην ουσία το αντικείμενο συσχετίζεται με τον ίδιο τον εαυτό του ως ετερότητα, ως εξωτερικό προς αυτό αντικείμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εξέταση από τον Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» της  αξίας αφ’ εαυτής, προϋποθέτει απαραιτήτως την προκαταρτική εξέταση της αξίας χρήσης αφ’ εαυτής και η εξέταση της αξίας χρήσης αφ’ εαυτής, διατηρείται σε ανηρημένη μορφή κατά την εξέταση της αξίας αφ’ εαυτής, δηλαδή  η αξία αφ’ εαυτής εντός του εαυτού της σχετίζεται με το άλλο [με την ετερότητά της], με την αξία χρήσης.

Μετά τον προσδιορισμό της ουσίας αφ’ εαυτής η νόηση κατευθύνεται στην αντίθετη πορεία: από την ουσία προς την επιφάνεια. Τώρα όμως η επιφάνεια προβάλλει διαφορετικά, με άλλες πλευρές της, με άλλες πτυχές της απ’ ότι προ του προσδιορισμού της ουσίας. Στην επιφάνεια αποδεικνύονται πλέον ενδιαφέρουσες μόνον εκείνες οι πτυχές,  μέσω των οποίων «διαυγάζεται», εμφανίζεται [εκφαίνεται] η ουσία. Αυτό είναι το φαινόμενο της ουσίας του αντικειμένου. Κατά την ανάλυση του εμπορεύματος ο Κ. Μαρξ, αφού εξέτασε αρχικά την αξία χρήσης αφ’ εαυτής, κατόπιν την εξωτερική συνάφεια της αξίας χρήσης με την αξία και την αξία αφ’ εαυτής, διατυπώνει τις θεωρητικές του θέσεις περί των μορφών εμφάνισης της αξίας, διότι η αξία εμφανίζεται στις σχέσεις των αξιών χρήσης των εμπορευμάτων.

Τελικά, εντοπίζεται ειδικά η ενότητα φαινομένου και ουσίας, καθώς και οι μορφές αυτής της ενότητας. Η ενότητα φαινομένου και ουσίας, οι μορφές της ενότητας φαινομένου και ουσίας είναι η πραγματικότητα. Μπορούμε να επισημάνουμε ότι εδώ ο όρος «πραγματικότητα» δεν χρησιμοποιείται με τις έννοιες «υπαρκτό», «ύλη», «υλοποιηθείσα δυνατότητα» κλπ... Έχει σημασία να μη συγχέονται αυτές οι έννοιες.

Η νόηση κινήθηκε από τον τρόπο με τον οποίο το αντικείμενο προβάλλει στην επιφάνεια3  προς βαθύτερες πλευρές και στη συνέχεια η κίνηση πήρε αντίθετη τροπή. Κατά την αντανάκλαση της πραγματικότητας του αντικειμένου η νόηση επανήλθε στην επιφάνεια, αλλά τώρα πλέον σε μια επιφάνεια, η οποία έχει εννοηθεί βάσει της ουσίας, συνεπώς, επανήλθε σ’ άλλες πτυχές, σ’ άλλες στιγμές της επιφάνειας.

Μόνο στην πορεία της εξέτασης της ουσίας αφ’ εαυτής και στην πορεία της κίνησης από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα βασικό αντικείμενο ειδικής εξέτασης γίνονται οι εσωτερικοί δεσμοί και οι εσωτερικές σχέσεις. Στην πορεία από την επιφάνεια προς την ουσία τίθεται στο προσκήνιο η ανάλυση των εξωτερικών δεσμών και σχέσεων. Η καθεαυτή ουσία, το φαινόμενο και η πραγματικότητα αποτελούν την ουσία με την ευρεία έννοια.

Ωστόσο, θα ήταν ανεπαρκής η αναφορά μας εάν την περιορίζαμε σε αυτό. Η νόηση κινείται διαρκώς σ’ αντίθετες κατευθύνσεις, πραγματοποιείται ως ενότητα αντιθέτων. Ήδη καθ’ οδόν από την επιφάνεια προς την ουσία, η αντίθετη κίνηση της σκέψης, δεν δεσπόζει μεν, είναι όμως παρούσα ως υπηγμένη στιγμή. Έτσι, ο Κ. Μαρξ κατά τον προσδιορισμό της αξίας χρήσης αφ’ εαυτής διακρίνει μόνον εκείνο που είναι σημαντικό για την ανταλλαγή εμπορευμάτων. Το μόνο που ενδιαφέρει τον κάθε εμπορευματοκάτοχο, ούτως ώστε να μπορέσει να ανταλλάξει το εμπόρευμά του και ν’ αποκτήσει ένα άλλο, είναι η ικανότητα του εμπορεύματος να ικανοποιεί  μιαν ανάγκη. Του είναι αδιάφορο το πως ανακαλύφθηκε και δημιουργήθηκε η αξία χρήσης του εμπορεύματος του άλλου εμπορευματοκατόχου κλπ... Ο Κ. Μαρξ κατά τον προσδιορισμό της αξίας χρήσης αφ’ εαυτής κάνει αφαίρεση από την προέλευση της ανάγκης, από το πώς το δεδομένο αντικείμενο ικανοποιεί μιαν ανθρώπινη ανάγκη. Δεν διευκρινίζει γιατί διακρίνει το μεν, ενώ αγνοεί το δε. Μόνο στη συνέχεια, όταν προχωρεί στην ειδική παρουσίαση της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει σε ποια βάση γίνεται αυτή η διάκριση.

Επομένως, εδώ η σκέψη κινείται από την επιφάνεια στην ουσία και από την ουσία στην επιφάνεια, αν και κυριαρχεί η πρώτη πορεία της. Στην πορεία από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα η κατάσταση γίνεται ευθέως αντίθετη: κυριαρχεί η κίνηση από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα, ενώ η κίνηση από την επιφάνεια προς την ουσία διατηρείται ως υπηγμένη στιγμή.

Η προσοικείωση της θεωρητικής αναπαράστασης του οργανικού όλου οφείλει επίσης να είναι ταυτοχρόνως και κίνηση προς τα εμπρός και κατά κάποιο τρόπο επάνοδος σε ήδη προσοικειωθέν υλικό.

Ο τρόπος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι κατάλληλος προς χρήση στο βαθμό που τα μεν είτε τα δε γνωρίσματα της [υπό εξέταση] αναπτυξιακής διαδικασίας έχουν ωριμάσει. Στην δε κλασική και στην πλέον πλήρη μορφή του ο τρόπος της ανάβασης [από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο] είναι η νοητική αναπαράσταση του ώριμου σταδίου μιας αναπτυξιακής διαδικασίας που συνιστά οργανικό όλο.

Η κατ’ αυτόν τον τρόπο διατύπωση του προβλήματος της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο συνιστά τελικά το πρόβλημα [της συσχέτισης] ιστορικού και λογικού: της πραγματικής διαδικασίας της ανάπτυξης και της αναπαράστασής της στη νόηση.4

Το πραγματικό οργανικό όλο αναπτύσσεται.

Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα: ποια είναι τα στάδια* της ανάπτυξης του πραγματικού οργανικού όλου και ποια είναι τα στάδια της γνωστικής διαδικασίας τα οποία κατ’ ανάγκη καθορίζονται από αυτά;    

Η οργανική ολότητα δεν σχηματίζεται ακαριαία. Κατ’ αρχήν ανακύπτουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, είτε μ’ άλλα λόγια η αρχή[*] του αντικειμένου. Τότε ακόμα δεν υφίσταται το ίδιο το αντικείμενο. Έτσι, πριν από την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας, ανακύπτουν οι προκεφαλαιοκρατικές εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις.  

 Κατά το επόμενο στάδιο ή βαθμίδα μορφοποιείται για πρώτη φορά το ίδιο το αντικείμενο. Αυτό συνιστά την πρωταρχική εμφάνιση του δεδομένου οργανικού όλου. Φέρ’ ειπείν, η πρωταρχική εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας συνίσταται προπαντός στην [ιστορική] ανάδειξη του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη». Πρωταρχική εμφάνιση σημαίνει ότι ανέκυψε πλέον κυριολεκτικά το δεδομένο οργανικό όλο, το δεδομένο αντικείμενο αφ’ εαυτού.

Στη συνέχεια αρχίζει ο μετασχηματισμός από το νέο οργανικό όλο που ανέκυψε εκείνου του κληροδοτηθέντος συστήματος εκ του οποίου και στο έδαφος του οποίου αυτό ανέκυψε. Αυτό συνιστά τη διαδικασία διαμόρφωσης του νέου οργανικού όλου.

Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της κληροδοτηθείσης βάσης από το μορφοποιούμενο νέο οργανικό όλο, συνιστά την ωριμότητα του. Σε αυτή τη βαθμίδα εκδηλώνονται σαφώς στην επιφάνεια οι αντιφάσεις που οδηγούν στο μετασχηματισμό του εν λόγω αντικειμένου σε άλλο αντικείμενο.

Αυτά είναι τα κύρια στάδια, οι βαθμίδες της προοδευτικής ανάπτυξης του αντικειμένου ως οργανικού όλου.

Κατά το στάδιο των προϋποθέσεων, της αρχής δεν υφίσταται ακόμα η ουσία του νέου οργανικού όλου, οι εσωτερικές του αντιφάσεις. Ο σχηματισμός των προϋποθέσεων του νέου οργανικού όλου πραγματοποιείται στα πλαίσια κάποιας άλλης αναπτυξιακής διαδικασίας και ως άρνηση του ίδιου του εαυτού της από αυτήν την αναπτυξιακή διαδικασία. Η αναγκαιότητα και η προσδιοριστία** των προϋποθέσεων, της αρχής του νέου οργανικού όλου καθορίζονται από την αναγκαιότητα και την προσδιοριστία της άρνησης της προγενέστερης ανάπτυξης. Ωστόσο, εν σχέσει προς το νέο οργανικό όλο, η προηγούμενη ανάπτυξη, οι αντιφάσεις της, η ουσία της είναι εξωτερικές αντιφάσεις, άλλη ουσία. Συνεπώς, αφ’ ενός μεν το νέο οργανικό όλο εμφανίζεται κατ’ ανάγκην, εφ’ όσον είναι αναγκαία η άρνηση από την προηγούμενη ανάπτυξη του ίδιου του εαυτού της, και εφ’ όσον η άρνηση αυτή διαθέτει προσδιοριστία, διότι υφίσταται την άρνηση [μόνο] κάτι το προσδιορισμένο, κάποια ειδική προγενέστερη ανάπτυξη. Αφ’ ετέρου, το νέο οργανικό όλο συνιστά κάτι το εξωτερικό, το τυχαίο εν σχέσει προς την προγενέστερη ανάπτυξη. Το νέο οργανικό όλο έχει άλλες εσωτερικές αντιφάσεις, άλλη ουσία, τη δική του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από την άποψη της προγενέστερης ανάπτυξης το νέο οργανικό όλο αποτελεί προϊόν της προγενέστερης ανάπτυξης, γι’ αυτό και είναι αναγκαίο, από την άποψη όμως του ίδιου του νέου οργανικού όλου αυτό είναι ως προς την ουσία του διαφορετικό από την προγενέστερη ανάπτυξη και γι’ αυτό αποτελεί κάτι το τυχαίο, το εξωτερικό σε σχέση με αυτό. Το νέο οργανικό όλο, εφ’ όσον αποτελεί την άρνηση της προγενέστερης ανάπτυξης είναι αναγκαίως οροθετημένο, είναι καθορισμένο από την προσδιοριστία, από τον χαρακτήρα της προγενέστερης ανάπτυξης. Το νέο οργανικό όλο, εφ’ όσον ως προς την ουσία του είναι διάφορο της προγενέστερης ανάπτυξης, υφίσταται και αναπτύσσεται ως διάφορο της προγενέστερης ανάπτυξης, ως εξωτερικό, ως τυχαίο εν σχέσει προς την προγενέστερη ανάπτυξη. Το νέο ως άρνηση του παλαιού συνιστά προϊόν του παλαιού, άρνηση* του παλαιού, αποτελεί ακριβώς το μη–παλαιό, γι’ αυτό και διαθέτει μεν την προσδιοριστία του παλαιού πλην όμως, θα λέγαμε, με αρνητικό πρόσημο. Αλλά το νέο, το οποίο αναπτύσσεται επί της δικής του βάσης, το νέο κατ’ ουσία διάφορο του παλαιού, διαθέτει τη δική του προσδιοριστία, μη αναγώγιμη απλώς στην αρνητική προσδιοριστία του παλαιού και εφ’ όσον – δεν μπορεί να υπάρξει πρόβλεψη περί του νέου βάσει της γνώσης του παλαιού, τέτοιες πλευρές του νέου πρέπει να αναπτύσσονται πραγματικά, ούτως ώστε να μπορούν να διαγνωστούν.

Εν τω μεταξύ η άρνηση της ουσίας του παλαιού συνιστά το σχηματισμό της ουσίας του νέου, αν και η ουσία του νέου δεν ανάγεται στην άρνηση της ουσίας του παλαιού. Συνεπώς, η νέα ουσία που ανέκυψε παρέχει τη δυνατότητα κατ’ αρχήν βαθύτερης (διαφορετικής κατ’ ουσία) πρόβλεψης της ωριμότητας του ανακύψαντος νέου, διάκρισης της ουσίας του νέου σε αντιδιαστολή με την ουσία του παλαιού.

Έτσι λοιπόν, η εμφάνιση της ουσίας του νέου συνιστά και άρνηση του παλαιού (γεγονός που σημαίνει ότι η προσδιοριστία αυτής της νέας ουσίας, αν και αρνητικά, καθορίζεται από την ουσία του παλαιού), και εμφάνιση κάποιου τινός κατά το ποιόν και κατ’ ουσία διάφορου από το ποιόν, από την ουσία του παλαιού και από την αρνητική προσδιοριστία του παλαιού. Η εμφάνιση της νέας ουσίας συνιστά αφ’ ενός μεν αναγκαιότητα, αφ’ ετέρου δε τυχαιότητα.

Στην ανάπτυξη υπάρχει μεν αναγκαιότητα αλλά δεν υπάρχει μοιρολατρικό πεπρωμένο. Το νέο σχηματίζεται κατ’ αναγκαιότητα από το παλαιό, καθορίζεται κατ’ ανάγκη από το παλαιό, αλλά το νέο δεν ανάγεται στο παλαιό. Το νέο είναι ταυτοχρόνως κάτι διαφορετικό από το παλαιό (ως προς το ποιόν και την ουσία) καθώς και από την αρνητική προσδιοριστία του παλαιού (και μέσω του παλαιού).

Η εμφάνιση της ουσίας του νέου συνιστά μιαν ενότητα αναγκαίου και τυχαίου. Το τυχαίο [η τυχαιότητα] (τα τυχαία) κατά τη διάρκεια της εμφάνισης της ουσίας του νέου, μπορεί να επιδράσει (και επιδρά) στο ποια θα είναι η ουσία του νέου. Φυσικά τα τυχαία [οι τυχαιότητες] δρουν σε μιαν ενότητα με την αναγκαιότητα άρνησης του παλαιού. Όσον αφορά την ιστορία της κοινωνίας αυτό σημαίνει, ότι τυχαίοι όροι (όπως [φέρ’ ειπείν] οι φυσικοί όροι) μπορούν να επιδράσουν ουσιαστικά στο χαρακτήρα του υπό διαμόρφωση σταδίου κατά τη διάρκεια της μετάβασης από το ένα στάδιο της ανάπτυξης της κοινωνίας στο άλλο.

Το νέο, εφ’ όσον είναι το αποτέλεσμα της προγενέστερης ανάπτυξης, είναι αναγκαίο και συνεπώς, εσωτερικά ενιαίο με το παλαιό. Αλλά το νέο, εφ’ όσον ως προς το ποιόν και την ουσία του διαφέρει από το παλαιό, συνδέεται εξωτερικά, τυχαία με το παλαιό, δεν προσδιορίζεται από το παλαιό. Συνεπώς, εάν εξετάζουμε τις ιστορικές προϋποθέσεις, την αρχή του νέου, μόνο από την άποψη του νέου ως διάφορου του παλαιού, αυτές [οι προϋποθέσεις] προβάλλουν σαν να έχουν ανακύψει καθαρά τυχαία. Εάν όμως εκλαμβάνουμε τις ιστορικές προϋποθέσεις, την αρχή του νέου σταδίου μόνον από την άποψη του προηγούμενου σταδίου, προβάλλουν σαν να έχουν ανακύψει καθαρά αναγκαία. Εάν εξετάζουμε τις ιστορικές προϋποθέσεις, την αρχή του νέου σταδίου, μόνον από την άποψη της ωριμότητάς του (δηλ. από την άποψη της ωριμότητας του νέου σταδίου σε αντιδιαστολή με την προγενέστερη ανάπτυξή του), τότε όλη η προγενέστερη ανάπτυξη αυτού του σταδίου και οι ιστορικές του προϋποθέσεις, η αρχή του, προβάλλουν ως αναγκαία προγενέστερη ανάπτυξη, δηλ. σ’ αυτή την περίπτωση εκπίπτουν της προσοχής οι στιγμές της ανωριμότητας. Εάν όμως το νέο στάδιο εξετάζεται κατά κύριο λόγο από την άποψη των ιστορικών του προϋποθέσεων, της αρχής και των ανώριμων βαθμίδων αυτού του σταδίου, τότε κατά την ανάπτυξη αυτού του σταδίου προβάλλει η εισέτι μη διαμελισμένη, η άμεση ενότητα αναγκαίου και τυχαίου.

Το νέο πάντοτε μορφοποιείται ως ενότητα αναγκαιότητας και τυχαιότητας, εξωτερικού και εσωτερικού, δυνατότητας και πραγματικότητας κλπ..., παρ’ όλα αυτά όμως ο ρόλος του μεν είτε του δε πόλου από τα προαναφερθέντα αντιθετικά δίπολα είναι διαφορετικός στα διάφορα στάδια ανάπτυξης του νέου.

Όταν η ανάπτυξη βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας της διαμόρφωσης των ιστορικών προϋποθέσεων του νέου, το κύριο είναι η πρόβλεψη της ίδιας της δυνατότητας έλευσης του νέου και όχι [η πρόβλεψη] του πως ακριβώς θα είναι αυτό το νέο. Και αυτή η δυνατότητα, εάν η προγενέστερη ανάπτυξη ωρίμασε για τη διαμόρφωση του νέου, εντοπίζεται κατά κύριο λόγο από την άποψη ότι το νέο θα έλθει κατ’ ανάγκη.

Έρχεται η ώρα της ίδιας της στιγμής της μετάβασης στο νέο. Η έλευση αυτής της στιγμής, σ’ αυτόν ακριβώς τον χρόνο και τον τόπο, εξαρτάται πρωτίστως από τυχαιότητες. Η επίδραση των τυχαιοτήτων στο πως ακριβώς θα είναι το νέο, ασκείται στο μέγιστο βαθμό ακριβώς κατά τη «στιγμή» που κάνει την εμφάνισή του το νέο. Η εμφάνιση του νέου συνιστά την εμφάνιση μιας νέας ουσίας, μιας νέας νομοτέλειας, μιας νέας αναγκαιότητας. Στο βαθμό που το οργανικό όλο ωριμάζει, η επιδεκτικότητά του σε επιδράσεις τυχαιοτήτων στην ανάπτυξή του μειώνεται, όλο και πιο πολύ αναπτύσσεται χάρη στις δικές του ιδιότυπες εσωτερικές αντιφάσεις.

Ποιες είναι όμως οι πηγές της ανάπτυξης του νέου οργανικού όλου;

Κατά το στάδιο της διαμόρφωσης των ιστορικών προϋποθέσεων είτε της αρχής του νέου οργανικού όλου η πηγή της ανάπτυξής τους βρίσκεται στις εσωτερικές αντιφάσεις της προγενέστερης του νέου οργανικού όλου αναπτυξιακής διαδικασίας. Κατά τη διάρκεια της πρωταρχικής εμφάνισης του νέου οργανικού όλου, ως πηγή της πρωταρχικής εμφάνισης του νέου οργανικού όλου λειτουργεί η ενότητα των εσωτερικών αντιφάσεων της προγενέστερης ανάπτυξης οι οποίες [εσωτερικές αντιφάσεις] οδηγούν κατ’ ανάγκη στην διαμόρφωση του νέου όλου, και εξωτερικών τυχαίων (έναντι των προαναφερθεισών εσωτερικών σχέσεων) συνθηκών.

Με την πρωταρχική εμφάνιση της ουσίας του νέου οργανικού όλου ανακύπτει και η νέα πηγή της κίνησης, η πηγή της αυτό–κίνησης ακριβώς αυτού του νέου οργανικού όλου, οι νέες ιδιότυπες για αυτό το όλο εσωτερικές αντιφάσεις. Αρχικά αυτή η πηγή της κίνησης είναι μεν άγουσα, πλην όμως όχι κυρίαρχη κατά την ανάπτυξη του νέου οργανικού όλου. Η προγενέστερη ολότητα με τις εσωτερικές της αντιφάσεις δεν εξαφανίζεται αμέσως με την εμφάνιση του νέου οργανικού όλου. Το νέο οργανικό όλο, ως αποτέλεσμα της αυτοκίνησής του και στην διαδικασία αλληλεπίδρασής του με τους όρους της εμφάνισής του, με την προγενέστερη διαδικασία, αναπτύσσεται, μετασχηματίζει κατ’ αντίστοιχο του εαυτού του τρόπο την προγενέστερη ανάπτυξη. Στην πορεία αυτού του μετασχηματισμού επέρχεται το στάδιο εκείνο κατά το οποίο η πηγή της αυτοκίνησης του νέου οργανικού όλου από άγουσα μετατρέπεται σε κυρίαρχη, ενώ η προηγούμενη πηγή της ανάπτυξης υποβαθμίζεται όλο και περισσότερο στο ρόλο της ανηρημένης, της υπηγμένης και μετασχηματισμένης στιγμής της πηγής της κίνησης αυτού του σταδίου. Αλλά η πηγή της αυτοκίνησης, εφ’ όσον καταστεί κυρίαρχη, οδηγεί με την πραγμάτωσή της στην ωρίμανση των δυνατοτήτων και της αναγκαιότητας υπέρβασης αυτού του σταδίου. Το απόγειο κάθε προσδιορισμένης αναπτυξιακής διαδικασίας είναι το ύψιστο επίπεδο της προοδευτικής της ανάπτυξης, το οποίο συνιστά ταυτοχρόνως και την αρχή της δύσης της.

Αντίστοιχα των κυρίων σταδίων, των βαθμίδων της προοδευτικής ανάπτυξης του αντικειμένου ως οργανικού όλου, είναι και κάποια καθ’ όλα προσδιορισμένα στάδια της γνωστικής διαδικασίας.

Τα στάδια της ανάπτυξης του ανώριμου οργανικού όλου αναπαράγονται κατ’ εξοχήν μέσω της κίνησης από την χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, ενώ η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο διαδραματίζει έναν υπηγμένο [λανθάνοντα] ρόλο. Η κατάσταση γίνεται ευθέως αντίστροφη κατά τη διαδικασία απεικόνισης του ώριμου οργανικού όλου: εδώ δεσπόζει η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενώ η κίνηση από την χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο γίνεται υπηγμένη στιγμή.

Η ωριμότητα του οργανικού όλου αποτελεί ένα ιδιαίτερο στάδιο της ανάπτυξής του. Το παρελθόν δεν διατηρείται πλήρως στο παρόν, αλλά και δεν εξαφανίζεται πλήρως. Διατηρείται εντός του παρόντος σε μετασχηματισμένη μορφή. Το παρόν μεταβάλλεται, αναπτύσσεται, γεγονός που σημαίνει ότι εμπεριέχει ούτως ή άλλως το έμβρυο του μέλλοντος, μετατρέπεται στο μέλλον.

Γι’ αυτό, στη μαρξιστική αντίληψη, η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο οφείλει να είναι μια τέτοια αναπαράσταση του υφιστάμενου σταδίου, μια τέτοια αναπαράσταση του παρόντος, κατά τρόπο ώστε [η αναπαράσταση αυτή] να είναι και αναπαράσταση του παρελθόντος και αναπαράσταση του μέλλοντος εντός του παρόντος.

Το ώριμο στάδιο της ανάπτυξης του οργανικού όλου ανασυντίθεται νοητά μέσω της κίνησης της νόησης από την επιφάνεια προς την ουσία, αλλά κατά κύριο λόγο μέσω της κίνησης της νόησης από την ουσία προς στο φαινόμενο και την πραγματικότητα του οργανικού όλου. Αυτή η κίνηση της σκέψης δεν αποτελεί αναπαραγωγή μόνο του υφιστάμενου οργανικού όλου, αλλά συνάμα, σε ανηρημένη μορφή, και της ιστορίας του γίγνεσθαί του.

Κατά την κίνηση της νόησης από την επιφάνεια προς την ουσία αναπαρίσταται σε ανηρημένη μορφή η ιστορική διαδικασία της διαμόρφωσης των αναγκαίων ιστορικών προϋποθέσεων και της πρωταρχικής εμφάνισης του δεδομένου οργανικού όλου, ενώ κατά την κίνηση από την ουσία στο φαινόμενο και την πραγματικότητα εξετάζεται σε μετασχηματισμένη μορφή η διαδικασία μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από το ανακύψαν νέο οργανικό όλο. Φέρ’ ειπείν, στο «Κεφάλαιο», ο Κ. Μαρξ περιγράφει κατ’ αρχήν το εμπόρευμα, το χρήμα και τη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο. Λογικά αυτή είναι η πορεία από την επιφάνεια του κεφαλαίου προς την ουσία του, αλλά εδώ παρουσιάζεται επίσης σε ανηρημένη μορφή η ιστορική ανάπτυξη των αναγκαίων προϋποθέσεων του κεφαλαίου και της εμφάνισής του.

Το παρελθόν δεν μετασχηματίζεται μόνον, αλλά διατηρείται στο παρόν σε μετασχηματισμένη μορφή. Το παρόν δεν σχετίζεται με το παρελθόν κατά τρόπον ώστε το παρελθόν να στερείται ανεξαρτησίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιλαμβανόταν τη σχέση παρελθόντος και παρόντος ο Χέγκελ. Όσον αφορά την ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας, αυτό σήμαινε ότι αφαιρούταν από το παρελθόν κάθε αυτοτελής σημασία. Σε αυτή την περίπτωση όμως, το παρόν καταλήγει να φέρεται ως ο σκοπός της ιστορίας. Στη μαρξιστική αντίληψη το παρελθόν ποτέ δεν εξαφανίζεται πλήρως και απολύτως στο παρόν, όπως άλλωστε και το μέλλον δεν ανάγεται πλήρως στο παρόν.

Γι’ αυτό και κατά τη νοητή αναπαράσταση του ώριμου οργανικού όλου οφείλουν να [συν-]υπάρχουν τρεις σχετικά αυτοτελείς σπείρες της ελικοειδούς κίνησης της σκέψης, στις οποίες, εκτός από το παρόν, αντανακλάται το παρελθόν και το μέλλον, όπως αυτά υφίστανται ως σχετικά αυτοτελή [στοιχεία] εντός του παρόντος. Στη λογική του «Κεφαλαίου» αναπαρίσταται η επιφάνεια του κεφαλαίου (οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις), η ουσία του κεφαλαίου (η παραγωγή της υπεραξίας), το φαινόμενο του κεφαλαίου (η κυκλοφορία του κεφαλαίου) και η πραγματικότητα του κεφαλαίου (οι μορφές της ενότητας των διαδικασιών παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου). Εκεί εντάσσεται και η εξέταση της επιφάνειας, της ουσίας, του φαινομένου και της πραγματικότητας του εμπορεύματος, καθώς επίσης και μια αναφορά στις προϋποθέσεις της εμφάνισης του νέου τρόπου παραγωγής: στην ποιότητα, την ποσότητα και το μέτρο της άρνησης του κεφαλαίου (εδώ δεν υπάρχει ουσία κλπ... διότι η ουσία του νέου, του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής δεν γεννιέται ακόμα).

Η ορθή επίλυση των προαναφερθέντων προβλημάτων, θα λέγαμε, επιτρέπει την θεμελιώδη αντίληψη [κατανόηση] του οργανικού όλου. Η αντίληψη αυτή δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Είναι απαραίτητη για το συνειδητό, θεμελιώδη και πρακτικό μετασχηματισμό του υπό μελέτη αντικειμένου, για τη διεύθυνση της ανάπτυξης του οργανικού όλου.

Στο επόμενο μέρος του παρόντος βιβλίου θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε τις δυνατότητες χρησιμοποίησης της μεθοδολογίας που εν συντομία εξετάσαμε παραπάνω στη μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας. Εάν η κοινωνία συνιστά οργανικό όλο, και εάν αυτό το όλο έχει φθάσει στη βαθμίδα της ωριμότητάς του, τότε πρέπει να εξετασθεί κατ’ εξοχήν δια της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να εκκινούμε από την απλούστατη σχέση και να προχωρούμε προς τις πλέον περίπλοκες σχέσεις, να εκκινούμε από την επιφάνεια και να κινούμαστε προς την ουσία κλπ...

Μόνον η μελέτη της κοινωνίας με τη βοήθεια του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και εντός της ενότητας λογικής και ιστορικής εξέτασης επιτρέπει την αποκάλυψη των εσωτερικών συναφειών των διαφόρων πλευρών, των διαφόρων σφαιρών της ζωής της κοινωνίας με αρκετή συνέπεια και βάθος. Αυτό έχει τεράστια πρακτική σημασία, διότι λειτουργεί ως αναγκαία θεωρητική προϋπόθεση διεύθυνσης της κοινωνικής ζωής συνολικά. Η επενέργεια στην ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας κατά κύριο λόγο δια της οδού της δοκιμής και του σφάλματος δεν είναι αντίστοιχη της φύσης αυτής της κοινωνίας. Όσο  αυξάνει και αναπτύσσεται η ολότητά της, σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό γίνεται αναγκαία και η ολική θεωρητική αναπαράστασή της.



* ελληνικά στο κείμενο – σ.τ.μ.

* βλ. και 273, Α΄. σ. 66. – σ.τ.μ.

1 Εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο Κ. Μαρξ διέκρινε τους κλασικούς της αστικής πολιτικής οικονομίας, οι οποίοι επεδίωκαν τη νηφάλια και ακριβή έρευνα του αστικού πλούτου, από τους χυδαίους αστούς οικονομολόγους, από τους ανενδοίαστους απολογητές της αστικής κοινωνίας.

2 Και οι τρεις αυτοί όροι ουσιαστικά δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν στη δημοφιλή αντίληψη του ταλαντούχου σοβιετικού φιλοσόφου Ε. Β. Ιλιένκοφ, γεγονός που επιδρά ουσιαστικά στην ερμηνεία του τρόπου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και στην κατανόηση των δυνατοτήτων χρησιμοποίησής του.

3 Εδώ είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε  τον όρο «επιφάνεια». Δεν τον εισάγουμε εδώ από ιδιοτροπία, αλλά διότι οι όροι που ήδη χρησιμοποιούνται για την επισήμανση των κατηγοριών είναι ακατάλληλοι για την αντίληψη που αναπτύξαμε παραπάνω. Ο όρος «φαινόμενο» είναι ακατάλληλος, διότι η αντανάκλαση του εξωτερικού ενός αντικειμένου χωρίς να «διαυγάζεται» από τη γνώση της ουσίας, διαφέρει σημαντικά στο λογικό και κατηγοριακό πεδίο από την αντανάκλαση του εξωτερικού του εν λόγω αντικειμένου «διαυγασμένου» από την κατανόηση της ουσίας. Η απόδοση και του ενός και του άλλου με τον ίδιο όρο «φαινόμενο» - σημαίνει σύγχυση διαφορετικών κατηγοριών.

                Ο όρος «εξωτερικό» είναι επίσης ακατάλληλος εδώ, δεδομένου ότι το νοηματικό του περιεχόμενο έγκειται στην ενότητα και αντίθεσή του μόνο με το «εσωτερικό», ενώ το ζητούμενο είναι να επισημάνουμε μια κατηγορία διαφορετική όχι μόνον από την κατηγορία «εσωτερικό» αλλά και από την κατηγορία «ουσία», «φαινόμενο» και «πραγματικότητα». Ο κατάλληλος στο μέγιστο βαθμό όρος θα ήταν εδώ το «είναι» (υπάρχειν, εστί), διότι από την άποψη του κατηγοριακού, του νοητικού περιεχομένου στη χαώδη περί του όλου αντίληψη επισημαίνεται ότι κάτι τι υπάρχει (υπάρχουν διάχυτες εντυπώσεις και σε σημαντικό βαθμό ακόμα παραμένει ασαφές τι ακριβώς υπάρχει, αλλά είναι αδιαμφισβήτητα σαφές  ότι κάτι τι υπάρχει).

 

4 Αυτό συνιστά μόνο μία πλην όμως κύρια (στην περίπτωση που γίνεται λόγος περί αναπαράστασης στη νόηση του αντικειμένου ως οργανικού όλου) πτυχή του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού.

* Είναι ευνόητο ότι μερίδα του αναγνωστικού κοινού, έχει την τάση να απορρίπτει εκ προοιμίου, σε επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών, οποιαδήποτε αναφορά στον όρο «στάδιο». Η τάση αυτή έχει τις ρίζες της, εν πολλοίς, στην υγιή αντίδραση σε απολογητικά ιδεολογήματα μαρξιστικής αναφοράς, στα πλαίσια των οποίων ο καιροσκοπισμός ορισμένων πολιτικών ηγεσιών συνοδευόταν από περισπούδαστες «σταδιολογίες», είτε (και) στον υπερβατικό δεοντολογισμό ορισμένων τάσεων της διανόησης, ο οποίος χάριν ενός μαξιμαλισμού του «εδώ και τώρα», αγνοεί την νομοτελή κλιμάκωση της αντικειμενικής πορείας της ανάπτυξης. Η προτεινόμενη εδώ προσέγγιση  που αποσκοπεί στη θεωρητική και μεθοδολογική διάγνωση της αναπτυξιακής διαδικασίας, δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτές τις περιπτώσεις. – σ.τ.μ.

[*] Υπό τον όρο «προϋπόθεση» υπογραμμίζεται η διαφορά της από εκείνο, προϋπόθεση του οποίου αυτή συνιστά. Υπό τον όρο «αρχή» διακρίνεται προπαντός η ενότητα με εκείνο την αρχή του οποίου αυτή αποτελεί. Εφ’ όσον επιδιώκουμε κατά κύριο λόγο να αποκαλύψουμε τους εσωτερικούς δεσμούς, την εσωτερική ενότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας, κρίνουμε σκόπιμο, σ’ αυτό το συγκείμενο, να χρησιμοποιούμε τον όρο «αρχή» και όχι τον όρο «αναγκαία ιστορική προϋπόθεση».

** Εισάγουμε τον όρο «προσδιοριστία» ως το αντίθετο της απροσδιοριστίας, υπό την έννοια του βαθμού πληρότητας προσδιορισμών κάποιου τινός. – σ.τ.μ.

* Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εδώ την (προερχόμενη από τη λέξη negatio) λατινογενή ρωσική λέξη «негация» - σ.τ.μ.