ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΤΕΛΗΣ

 

ΕΘΝΟΣ: ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

 

           Τα προβλήματα που συνδέονται με το εθνικό ζήτημα αναδεικνύονται στην εποχή μας πολύμορφα σε όλα τα επίπεδα και με ιδιαίτερη οξύτητα.

Η επαναστατική θεωρία, παρ’ όλες τις αδυναμίες της, έχει να παρουσιάσει σημαντικά έργα για το εθνικό ζήτημα -  που δεν μπορεί να είναι συλλήβδην απορριπτέα, αλλά ούτε και να μετατρέπονται σε μουσειακό έκθεμα - και έντονες πολεμικές, η γνώση των οποίων είναι απαραίτητος όρος για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Η τελευταία επ’ ουδενί λόγω δεν επιτυγχάνεται με αστικές συνταγές της μόδας περί «κοινωνικής κατασκευής», πανταχού παρόντος του «φαντασιακού», με ολίγες δόσεις ταξικής προσέγγισης…Η κατάσταση επιτείνεται από το «μεταμοντέρνο» και την ανορθολογική αποδόμηση της θεωρίας. Και η αριστερά παραπαίει μεταξύ εθνικού και ταξικού…

Συχνά δημιουργείται η εντύπωση ότι τελικά το εθνικό ζήτημα, όχι απλώς δεν υφίσταται ως πραγματικό αντικειμενικό φαινόμενο, ενταγμένο στην ιστορική νομοτέλεια (βλ. π.χ. B. Anderson. Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism. London,1983), αλλά και ότι οποιαδήποτε παρόμοια αναφορά, δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από δόλια «οντολογικοποίηση» μυθευμάτων και «πολιτικών εφευρημάτων» της ταξικής εξουσίας, μίας «ιδεολογικής και ιστορικής κατασκευής …της αστικής τάξης» (βλ. π.χ. Μ. Λεγάκη: Ο μύθος του έθνους. ΠΡΙΝ 18/8/2002).

Ωστόσο καμία άρχουσα τάξη, όσο ισχυρούς ιδεολογικούς – χειραγωγικούς μηχανισμούς και εάν διαθέτει, δεν μπορεί να κατασκευάσει τίποτε (πολλώ μάλλον δε έθνη) εκ του μη όντος. Καμία ιδέα (αντιδραστική, συντηρητική, συναινετική, επαναστατική κ.ο.κ.) δεν μπορεί να γίνει  «υλική δύναμη» εάν δεν γίνει «κτήμα των μαζών»(Κ. Μαρξ). Και «κτήμα των μαζών» μπορούν να γίνουν μόνον οι ιδέες εκείνες, οι οποίες (με ποικίλους τρόπους, στρεβλά ή πιστά, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία) ανταποκρίνονται στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής τους, γενιούνται από αυτούς. Κάθε αντίθετος ισχυρισμός είναι ιδεαλιστική μυστικοποίηση.

              Η ιστορία - σε πείσμα των αποδομούντων κάθε λόγο κατά το δοκούν – δεν είναι συνονθύλευμα θραυσμάτων, προσφερόμενων για κολάζ κατασκευαστικών αυθαιρεσιών, αλλά συνιστά αντικειμενική διαδικασία που έχει τους νόμους και τη λογική της. Η ανάδειξη της λογικής της ιστορίας επιτρέπει την θεώρηση της ιστορικής διαδικασίας  ως αντιφατικής πορείας βαθμιαίου μετασχηματισμού των κατ’ εξοχήν φυσικών (γεωγραφικών, οικολογικών, κλιματολογικών, βιολογικών κ.λ.π.) δεσμών σε καθ’ εαυτώ κοινωνικούς, κατά την οποία οι πρώτοι «αίρονται» από τους δεύτερους (βλ. σχετικά Β. Α. Βαζιούλιν: Η διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας. Σ.Ε. 1988 και http://www.geocities.com/ilhsgr/). Στην πορεία αυτή συγκροτούνται, ανασυγκροτούνται, μετασχηματίζονται, αλληλεπιδρούν, είτε ακόμα και εξαλείφονται ποικίλα μορφώματα και κατηγοριοποιήσεις του πληθυσμού (ιδιαίτερα στους προκεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς) όπου υπερτερούν αρχικά οι φυσικής προέλευσης σχέσεις: δεσμοί αίματος, σχέσεις προς τη μετασχηματιζόμενη από την κλιμακούμενη άνοδο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας κοινότητα (φυλών - γενών, εδαφική και γεωργική).

 

 

ΕΘΝΗ, ΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η ανάδειξη της γενικής κατεύθυνσης της εθνογένεσης υπό το πρίσμα των νόμοτελειών και της λογικής της ιστορίας είναι άκρως απαραίτητη.

           Με την εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και των ανταγωνιστικών τάξεων αρχίζει ο μετασχηματισμός των φυσικής προέλευσης δεσμών (φυλών, γενών κ.λ.π.). Όσο οι τελευταίοι δεν έχουν μετασχηματισθεί πλήρως, δεν συνυπάρχουν απλώς μηχανικά, παράλληλα με τις κοινωνικές τάξεις (που συγκροτούνται βάσει της εκάστοτε κυρίαρχης μορφής ιδιωτικής ιδιοκτησίας), αλλά είναι συνυφασμένοι με αυτές και (στο βαθμό που διαφοροποιούνται από αυτές) αλληλεπιδρούν οργανικά. Οι κατεστημένες και κληρονομικά διαβιβαζόμενες ιεραρχικές σχέσεις (δουλοκτησία, φεουδαρχία) συγκροτούνται βάσει των (διατηρούμενων στην ταξική κοινωνία σε ανηρμένη - μετασχηματισμένη μορφή) φυσικής προέλευσης σχέσεων.

           Οι ταξικοί σχηματισμοί συνιστούν διαβαθμίσεις αλληλεπίδρασης - μετασχηματισμού της κοινότητας από την ιδιωτική ιδιοκτησία, μέχρι την ουσιαστική «άρση» της πρώτης, όταν η δεύτερη αποκτά αντίστοιχη του εαυτού της βάση (κεφαλαιοκρατία), οπότε και οι τάξεις αποκτούν την πλέον ανεπτυγμένη μορφή τους. Σε αυτούς τους  σχηματισμούς μορφοποιητικό διαρθρωτικό ρόλο διαδραματίζουν εναλλασσόμενες στον ιστορικό χώρο και χρόνο πληθυσμιακές ομάδες - ιστορικές κοινότητες: αγέλες - γένη - φυλές - λαοί - εθνοτικές (ethnic) ομάδες – έθνη.

Το έθνος δεν «κατασκευάζεται», αλλά σχηματίζεται ως αντιφατικό μόρφωμα επί κεφαλαιοκρατίας (με την υπέρβαση του φεουδαρχικού κατακερματισμού) με τη συγκρότηση ενιαίων οικονομικών δεσμών (αγοράς), γεωγραφικής επικράτειας και γλώσσας («άμεσης πραγματικότητας της νόησης», «πρακτικής συνείδησης» - Κ. Μαρξ). Σε αυτήν την αντικειμενική ιστορική βάση εδράζονται τα όποια κοινά στοιχεία της πνευματικής ζωής, του πνευματικού πολιτισμού, της συνείδησης, της ιδεολογίας κ.ο.κ., αλλά και η συνδεόμενη με την πάλη των τάξεων αντιφατικότητα του κάθε εθνικού πολιτισμού (σε κάθε «εθνικό» πολιτισμό υπάρχουν δύο πολιτισμοί - Β.Ι. Λένιν). Οι όποιες αναδιατάξεις αυτής της αντικειμενικής βάσης αναδιαμορφώνουν και το αντιφατικό μόρφωμα του έθνους. Από την ίδια αντικειμενική βάση αντλούν ερείσματα και τα εκάστοτε ιδεολογήματα που προτάσσει η άρχουσα τάξη.

           Οι φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές και γενικότερα πολιτισμικές διαφοροποιήσεις και αντιπαλότητες δεν συνδέονται γραμμικά με τις ταξικές, ούτε και ανάγονται σε αυτές. Η πορεία τους δρομολογείται από τις προταξικές βαθμίδες της ιστορίας και από τα κοινοτικά εκείνα κατάλοιπα, τα οποία η κεφαλαιοκρατική «παγκοσμιοποίηση» όχι μόνο δεν εξάλειψε, αλλά τα αναπαράγει μετασχηματισμένα ως οργανικά - οριοθετικά στοιχεία της σύμφυτης με την κεφαλαιοκρατία αύξουσας ανισομέρειας, ως ιδιότυπες εκφάνσεις του παγκοσμιοποιούμενου και πλανητικού πλέον πεδίου των ταξικών συγκρούσεων. Ακριβώς λόγω αυτών των αντικειμενικών ιστορικών καταβολών τους, αυτές οι διαφοροποιήσεις αποδεικνύονται ιδιαίτερα βιώσιμες. Θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι εξαλείφονται ως δια μαγείας την επαύριον της σοσιαλιστικής επανάστασης (η οποία δεν μπορεί να είναι στενά αντικαπιταλιστική, μιας και συνιστά υπέρβαση – διαλεκτική «άρση» όλης της προγενέστερης ιστορίας, ταξικών και προταξικών βαθμίδων της, και μετάβαση σε άλλου τύπου ανάπτυξη της ανθρωπότητας). Ιδιαίτερη μελέτη απαιτεί από την άποψη  του εθνικού ζητήματος η αντιφατική ιστορική εμπειρία των νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι. αλλά και της ήττας τους  (βλ. σχετικά και: Π. Παυλίδη: Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ. Προσκήνιο, 2001).

Η απουσία άμεσα ορατής και συνεγείρουσας προοπτικής (στην κατεύθυνση της επαναστατικής απελευθέρωσης - χειραφέτησης της ανθρωπότητας) ωθεί στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης σε προσφυγή σε (αυθεντικά ή επίπλαστα) αρχέγονα, παραδοσιακά και κατά το δυνατόν άμεσα αντιληπτά και δεδομένα ερείσματα - κριτήρια ομαδοποιήσεων, αντιπαλοτήτων, εντάξεων και αποκλεισμών. Αυτή η εν πολλοίς ασυνείδητη προσφυγή στο (συχνά απρόβλεπτο και λόγω του υπερβάλλοντος ζήλου των κονδυλοφόρων) παρελθόν, συνιστά και υπαρξιακή ανάγκη επιβίωσης μέσω «συλλογικών εγωισμών» (ψευδοσυλλογικότητες) σε συνθήκες εκ πρώτης όψεως ανυπέρβλητης κυριαρχίας του αδυσώπητου ανταγωνισμού, σε μια κατακερματισμένη και σπαρασσόμενη από αντιφάσεις ανθρωπότητα (βλ. ιδεολογήματα περί εθνικών δικαίων και ζωτικών συμφερόντων, περί «συγκρούσεως πολιτισμών» τύπου Σ. Χάντικτον).

           Σε πληθυσμούς με μακροχρόνια παράδοση «αγροτικών κοινοτήτων» (ιδιαίτερα σε συνθήκες αντεπανάστασης και κρίσης του επαναστατικού κινήματος) αναβιώνουν  αντιδραστικά και σκοταδιστικά ιδεολογήματα, διάκονοι των οποίων αναγορεύονται συχνά ανανήψαντες εκ του μαρξιστικού παρελθόντος τους «διανοούμενοι»...(βλ. Β. Α. Βαζιούλιν: Το «μεγάλο σχέδιο» του Ι.Α. Ζιουγκάνοφ και ο μαρξισμός. ΟΥΤΟΠΙΑ Νο 32, 11-12/1998, σελ.164-174).

 Η διερεύνηση της θέσης και του συγκεκριμένου ιστορικού ρόλου του εθνικού ζητήματος στο πλανητικό πεδίο των ταξικών συγκρούσεων της εποχής μας, και η θεμελίωση του επαναστατικού διεθνισμού της εποχής μας, απαιτεί συντονισμένες διεπιστημονικές προσπάθειες υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας, της κοινωνικής θεωρίας, της πολιτικής οικονομίας, της ιστορικής επιστήμης, της εθνογραφίας, της θρησκειολογίας κ.ο.κ., αλλά επ` ουδενί λόγω της μυθοπλασίας…

 

Χανιά 19/8/2002

 

1