ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Σ. ΠΑΤΕΛΗΣ,

Επίκουρος Καθηγητής Γενικού Τμήματος Πολυτεχνείου Κρήτης.

«Η κρισιακή γνωσιακή συγκυρία ως φάσμα δυνατοτήτων: φιλοσοφική και μεθοδολογική προσέγγιση».

[Δημοσιεύθηκε στο: Δ. Σφενδόνη-Μέντζου, επιμ. Φιλοσοφία των επιστημών, εκδ. Α.Π.Θ., Θεσ/κη, 2008, σελ.73-82].

Βάσει της «Λογικής της Ιστορίας» (Βαζιούλιν 2004), της θεωρητικής και μεθοδολογικής προσέγγισης που πρεσβεύω, η επιστήμη δεν μπορεί να θεωρείται ως ένα μόρφωμα αποκομμένο από την διάρθρωση της κοινωνίας και από το κοινωνικό γίγνεσθαι (βλ. και Bernal). Δεν μπορεί επίσης να εξετάζεται υπό το πρίσμα μονομερειών, οι οποίες έχουν κατά καιρούς επικρατήσει κατά την διάρκεια του 20ου αι., όπως λ.χ. αυτές που ανάγουν την επιστήμη σε φορμαλισμούς της τυπικής λογικής (όπως στον λογικό θετικισμό, βλ. σχετικά: Carnap, Κράφτ, Πάνου), σε «συμβολικές κατασκευές», είτε σε κοινωνικο-ψυχολογικές συμβάσεις (βλ. π.χ. Kuhn).

Η επιστήμη συνιστά ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο μόρφωμα, μια λειτουργία του κοινωνικού συνειδέναι, και ως εκ τούτου, κινείται σε ένα πλέγμα αλληλεπιδράσεων. Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος περί περιπλοκότητας. Ωστόσο, η επίκληση της περιπλοκότητας δεν μπορεί να λειτουργεί ως αφορμή για φυγή σε μια χαώδη απροσδιοριστία, σε μιαν αέναη αναζήτηση πολλών παραγόντων και τελικά, σε μια σχετικοποίηση των πάντων. Τα παραπάνω συνιστούν τελικά υπεκφυγή από την βασική λειτουργία της επιστημονικής έρευνας: από την διάγνωση της νομοτελούς συγκρότησης και κίνησης της πραγματικότητας μέσω της ανάδειξης των προσδιορισμών του αντικειμένου και της βαθμιαίας άρσης της απροσδιοριστίας του. Το νομοτελές δεν ανάγεται ούτε στην μεταφυσική τελεολογία, ούτε και στον λαπλασιανού τύπου μηχανιστικό ντετερμινισμό.

Η επιστήμη συνιστά ένα μόρφωμα της κοινωνικής συνείδησης (Πατέλης 1998). Η τελευταία συγκροτείται μέσω μιας διττής αποβλεπτικότητας. Αφ’ ενός μεν είναι σχέση νοητικής προσοικείωσης αντικειμένων (συν-ειδέναι), η οποία γενετικά και λειτουργικά έλκει την καταγωγή της από την σκοποθεσία της εργασιακής δραστηριότητας, από τον μετασχηματισμό του φυσικού περιβάλλοντος προς ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου, αναγκαίος όρος του οποίου είναι η διάγνωση των ιδιοτήτων και των νόμων που διέπουν τα αντικείμενα, τα μέσα, τα υλικά και τους τρόπους της εργασιακής επενέργειας, αλλά και του ίδιου του ανθρώπου, ως υποκειμένου αυτής της επενέργειας. Αφ’ ετέρου δε, συνιστά συνειδητοποίηση αυτού του υποκειμένου ως υποκειμένου και της σχέσης του με άλλα υποκείμενα (συν-ειδέναι), μια λειτουργία που προορίζεται για την ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων ως υποκειμένων.

Προϊούσης της διαδικασίας του καταμερισμού εργασίας εντός του ιστορικού γίγνεσθαι, αυτονομείται σχετικά η συνδεόμενη με την σκοποθεσία νοητική προσοικείωση της πραγματικότητας, το ειδέναι, συστηματική έκφανση του οποίου σε κοινωνίες με ανεπτυγμένο και δη, ανταγωνιστικού χαρακτήρα καταμερισμό της εργασίας, είναι η επιστήμη. Ως εκ τούτου, η επιστήμη προβάλλει ως συστηματική παραγωγή αντικειμενικής, τεκμηριωμένης και αληθούς γνώσης περί του μέρους εκείνου του επιστητού που αποτελεί το γνωστικό της αντικείμενο. Παρά τις περί του αντιθέτου αντιλήψεις ενός αφελούς αντικειμενισμού και των αντίστοιχων εκδοχών γνωσιολογικής ροβινσωνιάδας, η επιστήμη δεν ανάγεται στην αδιαμεσολάβητη και εξωκοινωνκά εννοούμενη σχέση του υποκειμένου προς το γνωστικό αντικείμενο. Η επιστήμη είναι μεν γνωστική σχέση του υποκειμένου προς το αντικείμενο (ειδέναι), η οποία όμως διαμεσολαβείται πάντοτε από κοινωνικά-πολιτισμικά επεξεργασμένα νοητικά είτε και τεχνικά μέσα και τρόπους προσοικείωσης του αντικειμένου, αλλά και από συνειδητοποίηση της σχέσης μεταξύ υποκειμένων (ως υποκειμένων της δραστηριότητας που αναπτύσσουν και των σχέσεων που συνάπτουν) και ως εκ τούτου, είναι και μορφή κοινωνικής συνείδησης, η οποία συνδέεται με τις λοιπές μορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι. Οι τελευταίες διακρίνονται βάσει του πρίσματος μέσω του οποίου διαθλάται το περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης, οι αντικειμενικοί όροι της ύπαρξης του ανθρώπου, δηλαδή, μέσω του πράττειν (ηθική μορφή), του αισθάνεσθαι (αισθητική μορφή) και του σκέπτεσθαι, του νοείν (φιλοσοφία). Η σύνδεση αυτή της επιστήμης με τις μορφές του κοινωνικού συν-ειδέναι, είτε ανακύπτει αυθόρμητα, οπότε η συνειδητοποίηση της κοινωνικής θέσης και του ρόλου της επιστήμης και του επιστήμονα λαμβάνει χώρα με τους όρους της αγοραίας καθημερινής συνείδησης και του κοινού νου (και τις συνακόλουθες μονομέρειες, προκαταλήψεις, κ.ο.κ.), είτε αποκαθίσταται συνειδητά, κυρίως μέσω του μεθοδολογικού και φιλοσοφικού αναστοχασμού.  Στο βαθμό που η επιστήμη καθίσταται άμεση παραγωγική δύναμη, παρατηρείται διεύρυνση και εμβάθυνση αυτής της διαμεσολάβησης.

Σε συνθήκες καταμερισμού εργασίας εντός της επιστήμης, η επιστήμη χωρίζεται σε επιστήμη, γνωστικό αντικείμενο της οποίας είναι η φύση, και σε επιστήμη, γνωστικό αντικείμενο της οποίας είναι η κοινωνία. Στην πρώτη περίπτωση, η επιστήμη είναι κατά κύριο λόγο γνωστική διαδικασία, γνώση, ειδέναι. Στην δεύτερη περίπτωση, η επιστήμη είναι κατά κύριο λόγο συνείδηση, συν-ειδέναι. Στο βαθμό που διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας παρατηρείται και η διαίρεση (η οποία συχνά παίρνει την μορφή του ανταγωνισμού) των επιστημών σε επιστήμες περί φύσεως και επιστήμες περί κοινωνίας. Η διαίρεση αυτή, παρά τις οντολογικές διαφορές των γνωστικών αντικειμένων και τις αντίστοιχες διαφοροποιήσεις των μεθοδολογικών προσεγγίσεων, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απόλυτη, όπως δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απόλυτη η διαφορά φύσης και κοινωνίας, αλλά και ειδέναι και συν-ειδέναι. Οι όποιες διαφορές και αντιθέσεις μεταξύ φυσικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, ενισχύονται, ιδεολογικοποιούνται και απολυτοποιούνται υπό συγκεκριμένους κοινωνικοοικονομικούς όρους (η ανάλυση των οποίων δεν εμπίπτει στο θέμα του παρόντος κειμένου). Ωστόσο, οι τάσεις διεπιστημονικής σύγκλισης, συνανάπτυξης και ολοκλήρωσης των ερευνητικών δραστηριοτήτων, είναι ήδη έκδηλες και σηματοδοτούν την προοπτική της συνθετικής και εσωτερικά ενιαίας επιστήμης της ώριμης ανθρώπινης κοινωνίας, εσωτερικά ενιαίες μεν, πλην όμως διαφορετικές στιγμές της οποίας θα είναι η γνώση, διάγνωση της φύσης και συνειδητοποίηση της κοινωνίας (Βαζιούλιν, 2004, σ.242).

Η επιστήμη, αφ’ ενός μεν συνιστά ερευνητική δραστηριότητα, που έχει να κάνει πρωτίστως με την παραγωγή πρωτότυπης γνώσης, αλλά και με την αναπαραγωγή και διάδοση αυτής της γνώσης. Η ερευνητική δραστηριότητα διεξάγεται πάντοτε σε συγκεκριμένες συνθήκες, με την χρήση συγκεκριμένων μέσων και τρόπων (νοητικών ή και εμπράγματων μέσων, εργαλείων, οργάνων, διατάξεων, εξοπλισμού, κ.ο.κ.), η διάγνωση και ανάπτυξη των οποίων συνιστά αντικείμενο της έρευνας της λογικής και της μεθοδολογίας της επιστήμης, ενός κλάδου, που συνιστά μέρος του φιλοσοφικού στοχασμού και αναστοχασμού της επιστήμης. Η επιστήμη προβάλλει και ως αποτελέσματα, ως κεκτημένα της επιστήμης, ως γνώσεις διαφόρων επιπέδων και μορφών συγκρότησης, εμπειρικού και θεωρητικού επιπέδου. Συνιστά επίσης η επιστήμη και κοινωνικό θεσμό, οργάνωση, ιεραρχία, σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και ομάδων, εντός της επιστημονικής δραστηριότητας, αλλά και πέριξ αυτής, εξ’ αφορμής του ευρύτερου κοινωνικού αντίκτυπου και των χρήσεων των εκάστοτε αποτελεσμάτων, των κεκτημένων της επιστήμης. Εδώ αναφερόμαστε τόσο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που απαρτίζουν την «επιστημονική κοινότητα» με την στενή και την ευρεία έννοια, στις τυπικές (επίσημες) και στις άτυπες (ανεπίσημες) μορφές της, όσο και στις σχέσεις μεταξύ των θεσμών της επιστήμης και των υπολοίπων κοινωνικών θεσμών, στη θέση και στον ρόλο της επιστήμης και των ανθρώπων της επιστήμης στο κοινωνικό όλο. Αρχής γενομένης από την βιομηχανική επανάσταση, από την στιγμή που η εφαρμοσμένη φυσιογνωσία καθίσταται εκ των ων ουκ άνευ όρος των τεχνολογικών διατάξεων της παραγωγής, η επιστήμη μετατρέπεται και σε άμεση παραγωγική δύναμη, σε μια διαδικασία, η οποία κλιμακώνεται μαζί με την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, βαθαίνοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής, γεγονός που αναβαθμίζει διαρκώς την θέση και τον ρόλο της επιστήμης στη δομή και στο γίγνεσθαι της κοινωνίας. Έτσι, η επιστήμη συνδέεται με αυτό που ο Μαρξ (σ.135) αποκαλούσε καθολική εργασία, δηλαδή με εκείνο το είδος της ανθρώπινης δημιουργικής δραστηριότητας, που δεν χαρακτηρίζεται τόσο από την άμεση εμπλοκή του ανθρώπου ως φυσικής παρουσίας και εκτελεστικού οργάνου της εργασίας, ούτε και από την ανταποδοτικότητα του αντιπραγματισμού και των ανταλλαγών εμπορευματοκατόχων, όσο από την εκτύλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ένα πεδίο ανταλλαγής, αμοιβαίου εμπλουτισμού δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων, ανάμεσα στα υποκείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Με δεδομένα τα παραπάνω, εξυπακούεται ότι η εξέταση της ιστορίας της επιστήμης δεν μπορεί να υπαχθεί σε φορμαλισμούς τύπου λογικού θετικισμού, ούτε και σε ιστορικές αναφορές στο πνεύμα του αφηρημένου ανθρωπισμού. Η επιστήμη είναι ένα ιδιαζόντως περίπλοκο και πολυεπίπεδο πολιτισμικό μόρφωμα, η διάγνωση της νομοτελούς συγκρότησης και ανάπτυξης του οποίου (καθ’ υπέρβαση της μονομερούς εμπλοκής και αγκύλωσης σε κάποια απ’ τις ποικίλες πτυχές, πλευρές και εκφάνσεις του) είναι ανέφικτη χωρίς την ανεπτυγμένη διαλεκτική λογική και μεθοδολογία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, έχοντας μελετήσει συστηματικά την ευρετική σημασία της ως άνω μεθοδολογίας στο γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης και της κοινωνικής θεωρίας, εξετάζω την συγκρότηση και την ιστορική ανάπτυξη της επιστήμης ως νομοτελή διαδικασία, ως μια «φυσικοϊστορική» διαδικασία (Πατέλης 1991, 2004, 1994-1995, κ.ά.). Η ανάπτυξη της επιστήμης στην ιστορία δεν είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο (όπως διατείνεται μια αρκούντως μηχανιστική εκδοχή του δομισμού, βλ. σχετικά: Αλτουσέρ), αλλά εκτυλίσσεται μέσω της δραστηριότητας των ανθρώπων της επιστήμης, των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων της επιστήμης και (μέσω της διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας) της κοινωνίας. Πρόκειται για μια διαδικασία, η ιστορικότητα της οποίας μπορεί να διακριβωθεί αρκούντως μέσω αυτού του πλέγματος των διαλεκτικά αλληλένδετων κριτηρίων που η μεθοδολογία που πρεσβεύω αποκαλεί «γνωσιακή συγκυρία» (βλ. Βαζιούλιν 1964, 1968, 1987).

Η γνωσιακή συγκυρία προσδιορίζεται βάσει των εξής κριτηρίων εξέτασης της ανάπτυξης ορισμένης γνωστικής διαδικασίας, τα οποία συνδέονται με: 1. την υφή, τον χαρακτήρα, την ιδιοτυπία των νόμων που διέπουν το μέρος εκείνο του επιστητού, το οποίο συνιστά το γνωστικό αντικείμενο της εν λόγω επιστήμης. Εδώ εγείρονται ποικίλα ερωτήματα: Τι είδους αντικείμενο είναι αυτό; από τι είδους αλληλεπιδράσεις χαρακτηρίζεται; Τι τύπου ανάπτυξη το χαρακτηρίζει (εάν αυτό αναπτύσσεται); Συνιστά άραγε αυτό το αντικείμενο οργανικό όλο (ένα σύστημα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η εσωτερική αμοιβαία συνάφεια των μερών του); Επομένως, πρωταρχικό κριτήριο για την διάγνωση της γνωσιακής συγκυρίας, είναι ένας οντολογικός προσδιορισμός: το είδος και το στάδιο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου (προϋποθέσεις, πρωταρχική εμφάνιση, διαμόρφωση και ωριμότητα). 2. το επίπεδο ανάπτυξης της κεκτημένης γνώσης της εν λόγω έρευνας, της εν λόγω επιστήμης (από θεωρητικής και μεθοδολογικής σκοπιάς). Αυτό αφορά την «φυλογένεση» της έρευνας, το επίπεδο της μέχρι τούδε ανάπτυξης αυτής της επιστήμης, το μεθοδολογικό επίπεδο που έχει κατακτήσει. Το τελευταίο προσδιορίζεται λαμβάνοντας ως κριτήριο μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας την χρήση της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, εφ’ όσον έχει ολοκληρωθεί η ερευνητική λειτουργία της ανάβασης από το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο στο αφηρημένο, με την διάκριση της απλούστατης σχέσης του αντικειμένου. Ανώτερη λοιπόν μεθοδολογική προσέγγιση, προσήκουσα στο ώριμο οργανικό όλο και χαρακτηριστική για το νοείν κατά Λόγο (Vernunft), είναι η διαλεκτική μέθοδος της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο (Βαζιούλιν 1992). Λαμβάνοντας ως γνώμονα μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας την κλιμάκωση της σκέψης προς την μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, μπορούμε να αποτιμήσουμε το επίπεδο ανάπτυξης διαφόρων ερευνητικών διαδικασιών. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η πλειονότητα των φυσικών επιστημών κινείται επί του παρόντος κατ’ εξοχήν στο επίπεδο της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας (Verstand), δηλ. κινείται από την κατ’ αίσθηση χαώδη περί του όλου αντίληψη, προς διαφόρων βαθμών αφαιρέσεις και γενικεύσεις (ποσοτικού, μετρικού και τυπικού χαρακτήρα) του εμπειρικού υλικού, των δεδομένων των αισθήσεων. 3. το επίπεδο γνωστικής και μεθοδολογικής ανάπτυξης της «οντογένεσης» του συγκεκριμένου υποκειμένου της έρευνας (ατομικού ή και συλλογικού), το επίπεδο θεωρητικής και λογικής του συγκρότησης, δηλ. η ικανότητά του να διαγνώσει τόσο την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά προσδιορισμένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των περί του αντικειμένου κεκτημένων γνώσεων. Οι ιδιότητες αυτές του υποκειμένου συνδέονται με τον τύπο προσωπικότητάς του και με την στάση ζωής του, με την ικανότητά του να εξετάζει κριτικά τόσο το αντικείμενο, όσο και την κεκτημένη γνώση και μεθοδολογία, με την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις ερευνητικές ανάγκες, την εσωτερική λογική της ανάπτυξης της έρευνας και να διαθλά υπό το πρίσμα της τελευταίας τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας. 4. την περιρρέουσα ιστορική – πολιτισμική ατμόσφαιρα, η οποία επιδρά εμμέσως ή εμμέσως στην έρευνα (ως προς το τι, πώς, γιατί και σε ποια κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να διερευνηθεί). Δεδομένου ότι η επιστήμη ως κατ’ εξοχήν ειδέναι έλκει την καταγωγή της από την πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου, η πρακτική προβάλλει ως το αφετηριακό σημείο, το κριτήριο της αλήθειας και ο τελικός προορισμός της. Δεδομένου επίσης και του γεγονότος ότι η επιστήμη συνιστά καθολική δημιουργική (και ενίοτε καταστροφική) δύναμη της ανθρωπότητας, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τον τρόπο με τον οποίο οι εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες ενσωματώνονται στο corpus της επιστημονικής έρευνας, μέσω μιας ιδιότυπης «διήθησης» και αναψηλάφησης του εάν, τι, με τι τρόπο και κατά πόσο εμπίπτει στο πεδίο του γνωστικού αντικειμένου. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στις ανταγωνιστικές κοινωνίες οι (συνδεόμενες με τα κυρίαρχα συμφέροντα) εκάστοτε δεσπόζουσες μορφές κοινωνικής ζήτησης (π.χ. οι ανάγκες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου) ως κριτήριο επιλογής προοπτικής μέσα από το φάσμα δυνατοτήτων της γνωσιακής συγκυρίας, δεν ταυτίζονται με τις βαθύτερες πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας και με τις ανάγκες της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης της έρευνας.

Ο προσδιορισμός της γνωσιακής συγκυρίας ως συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής στο φάσμα δυνατοτήτων της νομοτελούς πορείας της επιστήμης, είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την συνειδητή εμπλοκή του υποκειμένου στην ερευνητική διαδικασία, για την χάραξη στρατηγικών και τακτικών της έρευνας.  Το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία περιλαμβάνει κινδύνους άγονης δογματικής αγκύλωσης, μονομερούς παραμόρφωσης, σκεπτικιστικής-σχετικοκρατικής διάλυσης, καταστροφής κ.λπ., αλλά και γόνιμες προοπτικές δημιουργικής ανάπτυξης της επιστήμης. Το δίπολο δημιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.

Σε διάφορες φάσεις ανάπτυξης της επιστήμης, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η κεκτημένη γνώση (το θεωρητικό κεκτημένο της επιστήμης) δεν μπορεί να επιτελεί πλέον λειτουργίες τις οποίες επιτελούσε μέχρι πρότινος με ορισμένη πληρότητα και επάρκεια. Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία αποκαλούμε εκείνη την συγκυρία, στα πλαίσια της οποίας η κεκτημένη γνώση αδυνατεί να μας παράσχει έγκυρη περιγραφή και κυρίως θεωρητική εξήγηση και επιστημονική πρόβλεψη – πρόγνωση της δομής και της ανάπτυξης του αντικειμένου. Νέες πτυχές, πλευρές, εμπειρικά γεγονότα κ.ο.κ. που αφορούν το γνωστικό αντικείμενο εγείρονται στο προσκήνιο της έρευνας, χωρίς να είναι η κεκτημένη γνώση εις θέση να τα περιγράψει, να τα εξηγήσει και να προβλέψει την προοπτική τους με πληρότητα, αντικειμενικότητα και επάρκεια. Αυτή η αναντιστοιχία της κεκτημένης γνώσης προς τις νέες ερευνητικές ανάγκες λειτουργεί ως κινητήριος αντίφαση, ως γονιμοποιό κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, για την περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης. Η τελευταία δεν είναι δεδομένη αυτομάτως και αυθορμήτως. Απαιτείται ενεργοποίηση του υποκειμένου για την διακρίβωση της γνωσιακής συγκυρίας από λογικής και μεθοδολογικής σκοπιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ερευνητική δραστηριότητα έχει πάντοτε διττή κατεύθυνση: 1) προς το αντικείμενο (για την νοητική αφομοίωση και τον μετασχηματισμό του), 2) προς την κεκτημένη γνώση (αρχικά προεκβαλλόμενη στο εισέτι μη εγνωσμένο πεδίο, ως μέθοδος προσπορισμού νέας γνώσης και –εφ’ όσον διαπιστώνεται η ανεπάρκειά της– ως αντικείμενο προς μετασχηματισμό μέσω κριτικού μεθοδολογικού αναστοχασμού). Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της έρευνας νοείται εξ’ αρχής ως ελλείπον στοιχείο του συστήματος γνώσεων που διαθέτει το επιστημονικό κεκτημένο. Και μάλιστα η αναπλήρωση αυτού του ελλείποντος στοιχείου συνδέεται οργανικά με τον μετασχηματισμό αυτού του κεκτημένου.

Η ανάπτυξη της γνώσης δεν επιτυγχάνεται μέσω της αδιέξοδης αντιπαράθεσης προσεγγίσεων που επικεντρώνουν και απολυτοποιούν την αναφορά τους σε «εσωτερικούς» (που αφορούν την ενδογενή λογική συγκρότηση και  ανάγονται τελικά σε τυπικο-λογικούς) είτε σε «εξωτερικούς» (εξωγενείς πολιτισμικούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς, κ.ο.κ.) παράγοντες της έρευνας, αλλά μέσω της διάγνωσης της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των προαναφερθεισών δυναμικών συνιστωσών της γνωσιακής συγκυρίας, διότι σε κάθε φάση της τελευταίας, ο αυθεντικός ερευνητής χαρακτηρίζεται από μια διττή αποβλεπτικότητα: αφ’ ενός μεν έχει μια κριτική στάση προς το γνωστικό αντικείμενο (ώστε αυτό να μη συνιστά ανυπέρβλητο και αμετάβλητο «είναι ως έχει» αλλά να καταστεί «είναι δι ημάς» μέσω της νοητικής προσοικείωσής του), αφ’ ετέρου δε, μια κριτική στάση προς την (επαρκή ή ανεπαρκή) κεκτημένη θεωρητική και μεθοδολογική γνώση. Και οι δύο πλευρές διαμεσολαβούνται από τις σχέσεις εκείνες που αναφέραμε εξετάζοντας την επιστήμη ως παραγωγική δύναμη, και ως θεσμό (με υλικά και ιδεατά μέσα, ιεραρχία και οργάνωση).

Υπάρχουν λοιπόν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που ποικίλουν ως προς το εύρος, το βάθος και την ένταση της αντιφατικότητας που τις χαρακτηρίζει. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα φαινόμενα, προϊόν εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Υπάρχουν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που οφείλονται σε χονδροειδείς εξωτερικές επεμβάσεις στο έργο της επιστήμης (μέσω θεσμικών παρεμβάσεων, απαγορεύσεων, εξαγορών, επιλεκτικών χρηματοδοτήσεων ή υποχρηματοδοτήσεων κ.ο.κ.), σε εκ των πραγμάτων εξάντληση του ερευνητικού δυναμικού ορισμένης κεκτημένης γνώσης, είτε (κατά κανόνα) σε συνδυασμό των παραπάνω.

Η βαθμιαία κλιμάκωση της αντικειμενικά ανακύπτουσας κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί αυτομάτως στο θρίαμβο της νέας γνώσης, της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης, εάν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως, από την συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας μέσω της επαναχάραξης στρατηγικής και τακτικής ενός ανώτερου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων. Αυτό επιτυγχάνεται αρχικά μέσου του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού της νέας θεωρητικής αντίληψης έναντι της παλαιάς (ανάδειξη των αδυναμιών, της ανεπάρκειας και συνολική κριτική αποτίμησης της προηγούμενης θεωρίας, ερμηνεία των αιτίων ανεπάρκειας αυτής, της θεωρίας) και βαθμιαία, μέσω της θετικής πλέον εδραίωσης-καταξίωσης της νέας (φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση, αναβάθμιση της έρευνας μέσω της διεύρυνσης και εμβάθυνσής της), μέσω της θετικής διευθέτησης των ερευνητικών ζητημάτων στα οποία προσέκρουε χωρίς προοπτική η προγενέστερη θεωρία και συνεπώς, μέσω του επαναπροσδιορισμού του πεδίου ισχύος και εφαρμοσιμότητας της τελευταίας, η οποία δεν απορρίπτεται συλλήβδην αλλά «αίρεται» διαλεκτικά από την νέα θεωρία.

Σε μικρής εμβέλειας και βάθους κρισιακές συγκυρίες, η λύση της αντίφασης επιτυγχάνεται με ανάπτυξη της γνώσης στα πλαίσια των αρχών της κεκτημένης γνώσης, με ενδεχόμενες αλλαγές στον εννοιολογικό και κατηγοριακό εξοπλισμό της θεωρίας. Όταν όμως οι κρισιακές συγκυρίες είναι μεγάλης εμβέλειας και βάθους, απαιτούν επιστημονικές επαναστάσεις, οι οποίες δεν αφορούν μόνο την κατ’ αρχήν ποιοτική και ουσιώδη αναβάθμιση της θεωρίας και της μεθοδολογίας, αλλά θίγουν και τα θεμέλια των επιστημών (την «επιστημονική εικόνα του κόσμου», τα ιδεώδη, τους κανόνες και τα πρότυπα επιστημονικότητας και την όλη λανθάνουσα ή συνειδητά επιλεγόμενη κοσμοθεωρητική και φιλοσοφική θεμελίωση της γνώσης). Υπάρχουν όμως και χρονίζουσες, «κακοφορμίζουσες» κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, οι οποίες προβάλλουν επί μακρόν και βιώνονται ως αδιέξοδα, που δεν θέτουν εν αμφιβόλω μόνο την αξιοπιστία της επιστήμης, αλλά και την ίδια την γνωσιολογική αισιοδοξία και τον ορθολογισμό (βλ. Φεγιεράμπεντ).

Η έγκαιρη διάγνωση των χαρακτηριστικών μιας κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας, μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμη υπέρβασή της μέσω της προώθησης συγκεκριμένου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων.

 

Βιβλιογραφία.

Bernal, J. D. Η επιστήμη στην ιστορία, τόμοι 1-4. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, χ.χ.

Carnap, Κ. Φιλοσοφία και λογική σύνταξη. Θεσ/κη: Εγνατία, χ.χ.

Kuhn, T.S. H δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων. Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα, 1981.

Αλτουσέρ, Λ. Θέσεις (β' εκδ.). Αθήνα: Θεμέλιο, 1983.

Βαζιούλιν, Β.Α. «Περί του ζητήματος του "μηχανισμού" ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης». Vestnic Moskofskovo Universiteta, Ser. 8, Νο 2 (1964): 48-59. [http://www.ilhs.tuc.gr/ru/stat2.htm] .

Βαζιούλιν, Β. Α. Η λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.

Βαζιούλιν, Β.Α. «Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ». ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ  ΣΚΕΨΗ  Νο 36 (1987): 75-82.[http://www.ilhs.tuc.gr/gr/LogikiHegel.htm] .

Βαζιούλιν, Β.Α. «Η Ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο», ΝΕΑ  ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ  Νο 85-86 (5/12/1992).[http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Anavasi.htm] .

Βαζιούλιν, Β.Α. Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2004.

Διεθνής σχολή: «Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ». Κείμενα: http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm.

Κραφτ, Βίκτορ. Ο κύκλος της Βιέννης και η γένεση του νεοθετικισμου. Αθήνα: Γνώση, 1986. 

Μαρξ, Κ. Το Κεφάλαιο. Τόμος  3ος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, χ.χ.

Πάνου, Σ. Mεταφυσική και λογικός θετικισμός, Αθήνα: Νέα Σύνορα, 1980.

Πατέλη, Δ. Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης. Μόσχα, 1991.

Πατέλη, Δ. Τα λήμματα: «Διάνοια και λόγος, διαλεκτική λογική, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ιστορικό και λογικό, εμπειρικό και θεωρητικό, επιστημονική εικόνα του κόσμου, λογικός θετικισμός, συνείδηση κοινωνική,  θεωρία της επιστήμης». Στο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ & ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, τόμοι 1-5. Αθήνα: Καπόπουλος, 1994-1995.

Πατέλη, Δ. «Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική Φιλοσοφία: Σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης;». Στο  Φιλοσοφία, Επιστήμες και Πολιτική, επιμ. έκδ. Παναγιώτης Νούτσος, 327 -350. Αθήνα: ΤΥΠΩΘΗΤΩ, 1998.

Πατέλη, Δ. «Αντί προλόγου: Οι δρόμοι της κοινωνικής θεωρίας». Στο Βαζιούλιν Β.  Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2004.  

Φεγιεράμπεντ, Κ. Πωλ. Αποχαιρετισμός στον Λόγο. Αθήνα: Εκκρεμές, 2002.