Επισημάνσεις για το χαρακτήρα της εν εξελίξει κρίσης και της εποχής.

Γράφει ο Δ. Πατέλης.

[Περιοδικό ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 29, Δεκέμβριος 2008-Ιανουάριος 2009, σ.17-23.]

Ακόμα και ένας πρόχειρος απολογισμός του 2008 καταδεικνύει ότι πρόκειται για έτος καμπή στις διεθνείς και στις εσωτερικές εξελίξεις. Η υπεσχημένη δήθεν νέα εποχή «αιώνιας ειρήνης», μετά το λεγόμενο «τέλος του κομμουνισμού και των ιδεολογιών», έχει ακυρωθεί δραματικά με τις αλλεπάλληλες συρράξεις. Μαζί της ακυρώθηκαν και τα ιδεολογήματα των νικητών του ψυχρού πολέμου περί δήθεν «τέλους της ιστορίας» και περί «νέας τάξης πραγμάτων». Ο ανέφελος πλανητικός θρίαμβος της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας της «ελεύθερης αγοράς» με επικεφαλής την εναπομείνασα υπερδύναμη στο πνεύμα του νεοφιλελεύθερου «τουρμποκαπιταλισμού» έχει τρωθεί από την εν εξελίξει παγκόσμια οικονομική κρίση. Η τελευταία κλόνισε σοβαρά τη μονοκρατορία των ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού, του «τέλους της ιστορίας» και τις μεταμοντέρνες «θεωρητικές» κατασκευές περί «αυτοκρατορίας» και «επίπεδου κόσμου».

Ήλθε και το ορμητικό ξέσπασμα της νεολαίας τον Δεκέμβριο, για να κλονίσει και τις περί τέλους των κοινωνικών αγώνων αυταπάτες.

Όλα τα στοιχεία σηματοδοτούν πλέον μια σημαντική καμπή στην ιστορική εποχή που διανύει η κοινωνία.

Με την έλευση του πρώτου σταδίου του Ιμπεριαλισμού, ο Λένιν είχε επισημάνει την έναρξη μιας εποχής ιμπεριαλιστικών πολέμων και προλεταριακών επαναστάσεων. Η πρόβλεψη αυτή απέβη αρκετά ακριβής, δεδομένου ότι κατά τον 20ο αι. ξέσπασαν δύο καταστροφικοί παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και μια σειρά πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, η ανοδική και πτωτική πορεία των οποίων συνέβαλλε αποφασιστικά στην αναδιαμόρφωση του παγκόσμιου συστήματος.  

Όπως έχω δείξει και σε προηγούμενα κείμενα, το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα -όσο κι αν αδυνατούν κάποιοι να το αντιληφθούν λόγω δογματικών αγκυλώσεων- έχει αλλάξει άρδην ως προς τα ποιοτικά και ουσιώδη γνωρίσματά του από τις αρχές του 20ου αι., σε βαθμό που να διανύει ένα νέο στάδιο.

Η κεφαλαιοκρατία φτάνει στο εξωτερικό όριο της εκτατικής της ανάπτυξης, με το σχηματισμό του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Το  μονοπώλιο είναι το όριο της επέκτασης (δια της συγκέντρωσης – συγκεντροποίησης) της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας ως οικονομικού μορφώματος, το εσωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξής της, η επίτευξη του οποίου σηματοδοτεί και την κυριαρχία της εντατικής ανάπτυξης.

Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού (πολλώ μάλλον δε, του παγκόσμιου συστήματος εκδοχών του πρώιμου σοσιαλισμού, και των ενισχυόμενων και προσανατολιζόμενων ποικιλοτρόπως από αυτό αντιαποικιοκρατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων), το όριο εκτατικής ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας συρρικνώνεται ουσιαστικά. Είναι μια αλλαγή που συνεπιφέρει ποιοτικές και ουσιαστικές επιπτώσεις και στους δύο πόλους αυτής της νέας έκφρασης της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας, και στα δύο αλληλεπιδρώντα και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, αλλά και στον ενδιάμεσο διαφιλονικούμενο χώρο.

Βασική δομική μονάδα και εσωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου στο σύγχρονο στάδιο της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι οι πολυεθνικές ή διεθνικές εταιρίες είναι οι μεγαλύτεροι πολυκλαδικοί μονοπωλιακοί όμιλοι – συγκροτήματα, που διαθέτουν ευρύ διεθνές (περιφερειακό και παγκόσμιο) δίκτυο παραρτημάτων, τμημάτων και εταιρικών ενώσεων (μέσω εξαγορών, στρατηγικών ενώσεων, συγχωνεύσεων κλπ.) και κυριαρχούν σε κάποιον είτε σε κάποιους τομείς της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής οικονομίας (με αμοιβαίες εξαγορές και συγχωνεύσεις).

Από την άποψη της τεχνολογικής συνιστώσας των παραγωγικών δυνάμεων που λειτουργεί ως βάση της εκάστοτε άγουσας εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού, παρατηρείται ορισμένη νομοτελής αντιφατική κλιμάκωση. Στην εποχή του Λένιν, ως βάση της εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού  λειτουργούσαν οι απαρχές, το πρώτο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (αρχές αυτοματοποίησης σε επίπεδο γραμμών παραγωγής, τμημάτων, εργαστηρίων, ενιαία ενεργειακά-παραγωγικά συγκροτήματα, εν σειρά και εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση, φορντισμός, τεϋλορισμός, κ.ο.κ.). Σε αυτό το τεχνολογικό επίπεδο πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η εξαγωγή κεφαλαίων έναντι της εξαγωγής εμπορευμάτων, γεγονός που αρχίζει να διαμορφώνει βάσει του χρηματιστικού κεφαλαίου το παγκόσμιο σύστημα των σχέσεων παραγωγής, με προνομιακό πεδίο το πεδίο της κυκλοφορίας. Οι κρίσεις και οι πόλεμοι εδραίωσαν την πολιτική της κρατικής μονοπωλιακής ρύθμισης σε διάφορες παραλλαγές της. Το δεύτερο στάδιο της (που συμπίπτει με την ραγδαία άνοδο των πολυεθνικών) άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στην δεκαετία του 80, οπότε παρατηρείται η μετάβαση σε άλλο επίπεδο της κατ’ εξοχήν εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος (ενιαία αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη αυτοματοποίησης κλάδων, διαστημική, έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης σε παγκόσμιο ιστό). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αναδιαρθρώσεις σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων και σχέσεων παραγωγής, που προωθούνται με την κινούμενη στον αντίποδα της «γραφειοκρατικής ακαμψίας» της παραδοσιακής κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης στρατηγική του νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού.

Οι πολυεθνικοί όμιλοι και οι χώρες που κατ’ εξοχήν ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις κατακτήσεις της επιστημονικοτεχνικής προόδου, κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη θέση στον κόσμο.  Η παγκόσμια δικτύωσή τους, αναπτύσσεται πρωτίστως στο χρηματοπιστωτικό και χρηματιστηριακό πεδίο και στο διεθνές εμπόριο (εξ’ ου και τα αντίστοιχα «θεσμικά» όργανα: Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ο.Ο.Σ.Α., G7-8, Τριμερής, Λέσχη των Παρισίων, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κλπ.), ενώ έπεται η δικτύωση-συνεργασία-ανταγωνισμός στο πεδίο της παραγωγής και της εμβάθυνσης του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Τα παραπάνω σηματοδοτούν τη μετάβαση από τον Κρατικό-μονοπωλιακό καπιταλισμό στον Διακρατικό-μονοπωλιακό καπιταλισμό. Το χρηματιστικό  κεφάλαιο, ως άγουσα δομή παγκόσμιας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και αύξουσας κοινωνικοποίησης της παραγωγής, έχει αλλάξει άρδην.

Κυρίαρχη τάση είναι η συγχώνευση του πολυεθνικού-βιομηχανικού με το πολυεθνικό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και υπό την ανεξέλεγκτη κυριαρχία του τελευταίου, η κερδοσκοπία της παγκόσμιας χρηματιστικής ολιγαρχίας στο χρηματοπιστωτικό πεδίο της κεφαλαιαγοράς. Ενδεικτικά αναφέρω ότι οι ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν μόλις το 1-1,5% των παγκόσμιων συναλλαγών, η  αξία των παραγώγων στα τέλη του 2007 ήταν 600 τρισ. δολ, ποσό 11 φορές μεγαλύτερο του παγκοσμίου ΑΕΠ, ενώ μόλις 6 εμπορικές τράπεζες ελέγχουν το 90% των προσανατολισμένων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές συναλλαγών. Η θέση και ο ρόλος της εν λόγω ολιγαρχίας εξαρτάται μόνο σε τελευταία ανάλυση από τον βαθμό εκμετάλλευσης του συνολικού εργάτη από τον συνολικό κεφαλαιοκράτη (σε παγκόσμια κλίμακα), δηλ. από την ανισομερή ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας, του βιομηχανικού κεφαλαίου. Η εξάρτηση αυτή περιπλέκεται και διαμεσολαβείται πολλαπλά από τους διεθνείς μηχανισμούς κερδοσκοπίας και χρηματιστηριακών χειραγωγήσεων, μέσω της αναδιανομής της παραγόμενης υπεραξίας.

Ήταν αρκετό να ξεσπάσει οικονομική κρίση -η πρώτη πραγματικά παγκόσμια συστημική κρίση της κεφαλαιοκρατίας- για να φανεί η καταστροφικά ανεξέλεγκτη φύση της τερατώδους ανισομέρειας και του καταστροφικού παρασιτισμού αυτού του σάπιου συστήματος, που για την αδηφάγο χλιδή μιας παγκόσμιας ελίτ και των υποτακτικών-υπηρετών της, καταδικάζει απροκάλυπτα σε εξαθλίωση και γενοκτονία δισεκατομμύρια ανθρώπων και οδηγεί σε περαιτέρω κλιμάκωση τον παγκόσμιο πόλεμο. Αυτός ο ακραίος κερδοσκοπικός χαρακτήρας του πολυεθνικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου δεν είναι αποτέλεσμα νοσηρής ψυχολογίας (της ακόρεστης βουλιμίας κάποιων ανήθικων κερδοσκόπων) είτε κάποιων λανθασμένων πολιτικών επιλογών οπαδών του νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού, αλλά νομοτελώς εγγενές στοιχείο του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, του επιπέδου και του τρόπου ανάπτυξης της βασικής αντίφασης του συστήματος πρωτίστως στη σφαίρα της παραγωγής, στο πεδίο παραγωγής και απόσπασης υπεραξίας. Επί περίπου 3 δεκαετίες απετέλεσε τον αποτελεσματικότερο μηχανισμό που μπορούσε να ενεργοποιήσει το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα για την ταχεία μονοπωλιακή αξιοποίηση των κεκτημένων της δεύτερης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και για τη δικτύωση της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα.  

Είναι προφανές ότι όποτε ανακύπτουν τέτοιας κλίμακας κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά κρισιακά φαινόμενα, ιδιαίτερα εάν αυτά αιφνιδιάζουν τον κοινό νου και αλλάζουν άρδην την επί περίπου τρεις δεκαετίες ρουτίνα της λειτουργίας και ανάπτυξης του συστήματος, εγείρονται στο προσκήνιο συνειρμικά απόπειρες αντιπαραβολής του φαινομένου, με παρόμοια φαινόμενα της ιστορίας. Οι περισσότεροι αναλυτές σπεύδουν να εντοπίσουν ομοιότητες και διαφορές της σημερινής κρίσης με την κρίση του 1929.

Ωστόσο, η κατ’ αναλογία κρίση είναι εξαιρετικά επισφαλής μέθοδος (ιδιαίτερα όταν υιοθετείται για την ερμηνεία περίπλοκων κοινωνικοοικονομικών φαινομένων με ιστορική μοναδικότητα), δεδομένου ότι αρκούμενη σε επιφανειακές ομοιότητες, επιτείνει την εμπλοκή στον έρποντα εμπειρισμό.

Η κρίση αυτή δεν είναι «μια από τα ίδια». Δεν αρκεί η δογματική επίκληση της γενικής και αφηρημένης τάσης για κρίσεις του καπιταλισμού για να διαγνώσουμε την ιστορικά συγκεκριμένη ιδιαιτερότητά της, τις επιπτώσεις της στη σχέση κεφαλαίου εργασίας, στην αναδιάταξη των δυνάμεων και στις προοπτικές του κινήματος. Η κρίση αυτή, μεταξύ άλλων αναδεικνύει τη θεωρητική και μεθοδολογική ανεπάρκεια –εξαιρουμένης της συνεισφοράς μερικών λαμπρών ερευνητών– της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας, την ανεπάρκεια διερεύνησης του σύγχρονου σταδίου του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού. Η ανεπάρκεια αυτή  είναι έκδηλη τόσο στα ιδεολογικά (και όχι επιστημονικά) επιτελεία των αριστερών μορφωμάτων, όσο και στην εν πολλοίς λοβοτομημένη από την επί δεκαετίες κυριαρχία του «νεοκλασικού» εκχυδαϊσμού καθηγητική «επιστήμη».

Η συστηματική διερεύνηση της εν εξελίξει οικονομικής κρίσης απαιτεί συστηματική μελέτη, η οποία πρέπει να διεξαχθεί αναπτύσσοντας τα κεκτημένα της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας (του Μαρξ, του Λένιν, της Λογικής της Ιστορίας, κ.ο.κ.), αναδεικνύοντας το όλο πλέγμα των σχέσεων παραγωγής της σύγχρονης παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας: την αμεσότητα, την ουσία (παραγωγή), το φαινόμενο (κυκλοφορία) και την πραγματικότητα (ενότητα αμεσότητας, ουσίας και φαινομένου). Εδώ θα περιοριστώ σε μερικές πρώτες επισημάνσεις, για να καταδείξω την ανάγκη περαιτέρω συστηματικών ερευνών.

Μόνο η συγκεκριμένη επιστημονική ανάλυση της συγκεκριμένης συγκυρίας, της βασικής αντίφασης του συστήματος και των παραγώγων της, του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (του επιπέδου ανάπτυξης της κοινωνικοποίησης της παραγωγής), των σχέσεων παραγωγής και της μεταξύ τους διαπλοκής, του χαρακτήρα της εποχής, της δυναμικής όλου του πλέγματος των αντιφάσεων σε παγκόσμιο, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, της ιστορικής ιδιοτυπίας, των συσπειρώσεων, των πολώσεων και των προοπτικών τάσεων, μπορεί να παράσχει αντικειμενική διάγνωση της κατάστασης με δυνατότητες πρόβλεψης.

Η κρίση του 2008, είναι μια κρίση βαθιά, διαρθρωτική, κρίση που προμηνύεται μακρά, η διάρκεια, το βάθος και οι επιμέρους επιπτώσεις της οποίας, παραμένουν εν πολλοίς ανεξιχνίαστα ζητήματα, δεν είναι απλό αποτέλεσμα επιμέρους βουλητικών χειρισμών παραγόντων του συστήματος, αλλά δομικό στοιχείο του, οι απαρχές του οποίου εκδηλώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1970-1980 με την απότομη πτώση του ποσοστού κέρδους, με υφέσεις και εξάρσεις (ύφεση της δεκαετίας 1990-2000 σε ΗΠΑ,  «χρηματιστηριακό κραχ» 1987, χρεοκοπία ασιατικών τίγρεων, Αργεντινής και Ρωσίας 1997-1998, σκάσιμο της φούσκας των νέων τεχνολογιών 2000, κ.ο.κ.).

Το σύστημα είχε τη δυνατότητα να ξεπερνά, να μεταθέτει στο χρόνο και στο χώρο την κρίση και τις επιπτώσεις της, μέχρι να φτάσει στη σημερινή γενικευμένη μορφή της. Σημαντικές δυνατότητες περιορισμού και μετάθεσης κρισιακών φαινομένων προσέφερε η επικράτηση της ανοικτής αστικής αντεπανάστασης και διαδικασιών παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας στις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ου αι., γεγονός που προσέφερε δυνατότητες ραγδαίου επαναπροσδιορισμού των ορίων εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας, προσδίδοντάς της αχαλίνωτη ορμητικότητα. Ωστόσο, το ξέσπασμα αυτής της κρίσης στη γενικευμένη μορφή της ήταν θέμα χρόνου, δεδομένης μάλιστα της ανεξέλεγκτης ανισομέρειας και της συνακόλουθης ανάδειξης νέων κέντρων και πόλων του παγκόσμιου συστήματος.

Καμία άλλη κρίση της κεφαλαιοκρατίας δεν έχει αποκτήσει τέτοια έκταση και βάθος, τέτοιο ακαριαίο παγκόσμιο αντίκτυπο, ως αποτέλεσμα μιας ιδιότυπης διάρθρωσης πληθώρας παραγωγικών διαδικασιών σε παγκόσμια κλίμακα.      

Η βασική αντίφαση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, η αντίφαση κεφαλαίου-εργασίας, πολλαπλά διαμεσολαβημένη από τις σύγχρονες μορφές του κεφαλαίου σε όλα τα επίπεδα (παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κατανάλωση), είναι σε τελευταία ανάλυση η πηγή αυτής της πραγματικά πλανητικής συστημικής κρίσης. Ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης (που διεξάγεται μεταξύ των πόλων της εργασίας και του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και της πάλης μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων, μεταξύ ιμπεριαλιστικών πόλων, μεταξύ μονοπωλιακών και μη μονοπωλιακών κεφαλαίων, κ.ο.κ.) και των συνακόλουθων αλλαγών της παγκόσμιας συγκυρίας, το κεφάλαιο, έχει την τάση να προσφεύγει στις εξής «λύσεις», η σε συνδυασμό αυτών: 1. Μεταφορά της παραγωγής (spatial fix), της επιχείρησης, σε χώρες και περιοχές με το βέλτιστο συνδυασμό εκμετάλλευσης εργασίας, ενέργειας, φυσικών πόρων, μεταφορών, ελαστικότητας αντιρρυπαντικής νομοθεσίας, κ.ο.κ. 2. Τεχνολογική αναδιάρθρωση της παραγωγής, (technological fix). 3. Μεταπήδηση σε πιο κερδοφόρους, λιγότερο κορεσμένους, κ.ο.κ. κλάδους παραγωγής (product fix). 4. Φυγή στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (financial fix), δια της εκποίησης  μονάδων παραγωγής, και της στροφής σε χρηματιστηριακές ή άλλες βραχύβιες επενδύσεις (βλ. και: Μια αιρετική…).

Η σύγχρονη κυρίαρχη μορφή του κεφαλαίου αποσπάται από την άμεση παραγωγική διαδικασία και αντεπιδρά σε αυτήν επιτείνοντας πολλαπλασιαστικά την διαρθρωτική ανισομέρεια. Ήδη το βιομηχανικό μονοπώλιο υπονόμευε την αρχή «ίση κερδοφορία για ίσο κεφάλαιο», χωρίς ωστόσο να την ξεπερνά. Το σύγχρονο χρηματιστικό κεφάλαιο στο χρηματοπιστωτικό πεδίο της κεφαλαιαγοράς δεν υπερβαίνει απλώς αυτή την αρχή, αλλά καθιερώνει την αντίθετή της: «άνιση κερδοφορία για ίσο κεφάλαιο», δεδομένου ότι η χρηματιστηριακή ολιγαρχία χειραγωγεί κατά κύριο λόγο ξένα κεφάλαια, μέσω της διαχείρισης πακέτων ελέγχου μετοχών, χαρτοφυλακίων, χρεογράφων, παραγώγων, κ.ο.κ. Τα ίδια κεφάλαια της χρηματιστικής ολιγαρχίας, παρουσιάζουν κατ' αυτό τον τρόπο πολλαπλάσια ποσοστά κερδοφορίας (για επικερδέστερη διέξοδο των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων) έναντι του μέσου ποσοστού κέρδους και γίνονται μέσο άγριας χειραγώγησης της όλης μάζας των άλλων κεφαλαίων.

Το βιομηχανικό κεφάλαιο παραμένει η μόνη μορφή κεφαλαίου που παράγει υπεραξία, η πρωταρχική αναδιανομή της οποίας λαμβάνει χώρα στο πεδίο του ανταγωνισμού. Αυτό αναγκάζονται πλέον λόγω της κρίσης να το ομολογούν με έμμεσο τρόπο και οι φορείς του κεφαλαίου, οι οποίοι αίφνης θυμήθηκαν την «πραγματική» οικονομία, χωρίς να μπαίνουν βέβαια στον κόπο να την αντιδιαστείλουν σοβαρά σε ότι επί τόσες δεκαετίες απετέλεσε και αποτελεί το κατ’ εξοχήν πεδίο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας. Στο πεδίο δράσης του σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου που έχει κατισχύσει ολοσχερώς και διαδραματίζει τον άγοντα ρόλο στην οικονομία, λαμβάνουν χώρα αλλεπάλληλες εντελώς ανεξέλεγκτες και παρασιτικές (άνευ όρων και κανόνων) αναδιανομές υπεραξίας, βάσει ακαριαίων χειραγωγικών επενδυτικών ροών χρηματικού κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα (μέσω δικτύωσης και ψηφιοποίησης των συναλλαγών), με δραματικές επιπτώσεις στην παγκόσμια ανισομέρεια της παραγωγής και με αναπροσανατολισμό της πίστης σε καταναλωτικές δραστηριότητες.

Στην κυρίαρχη οικονομική ορολογία είθισται να αποκαλούνται τα επίπεδα των κυρίαρχων σήμερα σχέσεων παραγωγής «εικονική», «χρηματιστηριακή» και «πραγματική» οικονομία. Οι σχέσεις μεταξύ εικονικής (παραγώγων), χρηματιστηριακής (τίτλων) και πραγματικής  οικονομίας (παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών) είναι πολλαπλά διαμεσολαβημένες, περιπεπλεγμένες και απόμακρες. Η αποδέσμευση της δραστηριότητας της εικονικής οικονομίας από κάθε τύπου θεσμικούς ελέγχους και εποπτεία, ήταν το πρόταγμα του νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού έναντι της «γραφειοκρατίας» της κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης και του πρώιμου σοσιαλισμού. Η δυσανάλογη υπερδιόγκωση της εικονικής οικονομίας εις βάρος των δύο άλλων έχει υπαγάγει ολοσχερώς τις τελευταίες στην τροχιά της πρώτης. Η σύνδεση της διογκούμενης εικονικής οικονομίας ως πολιορκητικού κριού των παγκοσμιοποιούμενων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής με την ταχεία διεθνή αξιοποίηση τεχνολογικής καινοτομίας, έδωσε το συγκριτικό πλεονέκτημα ταχύτερης μετάβασης στην ευρεία χρήση των άμεσα αγοραία αξιοποιήσιμων κεκτημένων της δεύτερης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, εν συγκρίσει προς την αντίστοιχη διαδικασία της κατ’ εξοχήν προσανατολισμένης στην εκτατική ανάπτυξη σχεδιοποίησης, που επικρατούσε στον πρώιμο σοσιαλισμό, και οδήγησε τελικά στην ήττα του. Επήλθε ως αποτελεσματικό σύστημα σήμανσης και επιβολής αγοραίων παραγωγικών αναγκών με σχετικά αυτόνομές κολοσσιαίες χειραγωγικές και  κερδοσκοπικές δυνατότητες. Ωστόσο, η αχαλίνωτη υπερδιόγκωση των σχέσεων παραγωγής της εικονικής οικονομίας ενέχει εξ υπαρχής τον κίνδυνο μετατροπής τους από σύστημα σήμανσης σε αυτόνομο σύστημα διαστρέβλωσης, εμπλοκής, και καταστροφής της ανατροφοδοτούμενης σχέσης μεταξύ αναγκών της κοινωνίας και της παραγωγής και κυρίαρχης οικονομικής δραστηριότητας. Η κεφαλαιοκρατία είναι καταδικασμένη να ταλανίζεται ανάμεσα σε ακραίες επιλογές βάσει της μεθόδου της δοκιμής και του σφάλματος.        

Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν εδώ τα αμοιβαία κεφάλαια αναχαίτισης κινδύνων (κεφάλαια κάλυψης ή περιχαρακωμένα κεφάλαια -hedge funds), η ποικιλία νέων τεχνικών μετάθεσης-κεφαλαιοποίησης των πιστωτικών κινδύνων, τα δομημένα επενδυτικά οχήματα (SIV), οι Off Balance Sheet Activities, τα “Alt-A”, οι εγγυημένες υποχρεώσεις χρέους (CDO διαφόρων εκθετικών τάξεων τιτλοποίησης), συνθετικά χρεόγραφα τύπου Credit Default Swap (CDS) και ποικιλία συνθετικών επενδυτικών παραγώγων και μηχανισμών μόχλευσης (πρόκλησης ποσοστιαίας μεταβολής κερδών, πωλήσεων, κόστους, μερισμάτων, κ.ο.κ.), προσαυξανόμενων με ρυθμούς χιονοστιβάδας.

Εντυπωσιακή είναι η δυνατότητα μόχλευσης των συνθετικών επενδυτικών παραγώγων των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) με υποκείμενα προϊόντα: χρηματιστηριακούς δείκτες, τιμές εμπορευμάτων (commodities), συναλλαγματικές ισοτιμίες, επιτόκια (συνήθεις τιμές, κρατικά ομόλογα, έμμεση μόχλευση των options (elasticity), κ.ο.κ. Αυτά τα «εργαλεία» μπορούν να προσφέρουν ταχεία ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, με αντίστοιχες αναδιαρθρώσεις παραγωγικών διαδικασιών για την πλέον ευέλικτη, μέγιστη και ταχύτατη αξιοποίηση (πραγματικών ή/και πλασματικών) συγκριτικών τεχνολογικών πλεονεκτημάτων που επιτρέπουν την άντληση μονοπωλιακού υπερκέρδους, ικανού να λειτουργεί για ορισμένα κεφάλαια και για ορισμένο διάστημα (συγκυριακά) αντισταθμιστικά στο νόμο-τάση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους (με υψηλά επιτόκια μερισματικής απόδοσης, ταχεία προσέλκυση και ευέλικτη χειραγώγηση περισσότερων ξένων  κεφαλαίων). Αυτό έγινε εμφανές με τη «φούσκα» των υψηλών τεχνολογιών που έσκασε το 2000 στις ΗΠΑ (κρίση dotcom στις μετοχές πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών). Ωστόσο, ενέχουν αύξουσα επισφάλεια και διακινδύνευση, δεδομένου ότι σε περιβάλλον υψηλής μεταβλητότητας της πίστης είτε της αγοράς και στην περίπτωση διακυμάνσεων των κερδών, η μόχλευση αυτή γίνεται δίκοπο μαχαίρι, που μπορεί να οδηγήσει ταχύτατα σε ρευστοποιήσεις, πτωχεύσεις, κ.ο.κ. Όπερ και εγένετο: «ως αποτέλεσμα της πλημμυρίδας ρευστού που είχε κατακλύσει την αγορά και της πολιτικής της άνευ όρων δανειοδότησης που ακολουθούσαν οι τράπεζες, στο βαθμό που εξασφάλιζαν ρευστό δίνοντας για εγγύηση τα επισφαλή δάνεια που μόλις είχαν πουλήσει, κι αυτά μάλιστα με τη καλύτερη δυνατή εγγύηση από τις εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Έτσι δημιουργούταν ένας φαύλος κύκλος που στο όνομα της ατομικής διασφάλισης επέφερε τη συλλογική ανασφάλεια και επικαλούμενος τη διαχείριση του κινδύνου τον διέχεε σε όλη την έκταση του τραπεζικού συστήματος, με αποτέλεσμα σήμερα κανείς να μην ξέρει που βρίσκονται τα τοξικά ομόλογα κι ακόμη να μην μπορεί να υπολογίσει την αξία τους» (Βατικιώτης, Σοσιαλισμός…).

Αυτό συμβαίνει διότι οι ταχύτατες ροές ασύλληπτων κεφαλαίων με αντίστοιχες επιπτώσεις στην παραγωγή, δεν λαμβάνουν χώρα πρωτίστως βάσει του ορθολογικού εντοπισμού και της προώθησης των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας (παραγωγικών και καταναλωτικών), αλλά βάσει της ακαριαίας ανταπόκρισης στις συγκυριακά αγοραίες δυνατότητες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας των επενδεδυμένων στην εικονική οικονομία κεφαλαίων. Το κατά τα λοιπά μέσο σήμανσης, αυτονομούμενο πολλαπλά από την πραγματική οικονομία και υπερδιογκούμενο, μετατρέπεται σε αυτοσκοπό, και οδηγεί στην κρίση (εμπλοκή ρευστότητας και αυτοαναίρεσή του), προκαλώντας εμφράγματα και νεοπλασίες στο σώμα της χρηματιστηριακής και κυρίως της πραγματικής οικονομίας.   

Ως εκ τούτου, η δράση αυτών των μορφών του σύγχρονου χρηματιστηριακού κεφαλαίου είναι άκρως αντιφατική. Αφ’ ενός μεν συνιστούν (εύθραυστες, επισφαλείς, κ.ο.κ.) μορφές παγκόσμιας εμβέλειας σχέσεων παραγωγής, που λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ισχύος, μοχλοί, και ινία ακαριαίας ευελιξίας παρεμβάσεων σε αναδιατάξεις-αναδιαρθρώσεις πραγματικών παραγωγικών δυνάμεων και διαδικασιών. Υπό αυτή την έννοια, λειτουργούν και ως μέσα διεύρυνσης και εμβάθυνσης της κοινωνικοποίησης της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα, ως εργαλεία σχεδιοποιημένων παρεμβάσεων στην παραγωγή. Αφ’ ετέρου δε, οι τελευταίες, μέσω των σύγχρονων μορφών του κεφαλαίου, δεν ασκούνται βάσει των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας και της ορθολογικής συνειδητοποίησης της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση, αλλά με γνώμονα την μέγιστη δυνατή κερδοφορία εδώ και τώρα.

Οι πολλαπλές και πολυεπίπεδες, εμφανείς και αφανείς διαμεσολαβήσεις μεταξύ παραγωγικών διαδικασιών και πραγματικών αναγκών της κοινωνίας ως οργανισμού, λόγω της κυριαρχίας αυτού του τύπου των παγκόσμιων σχέσεων παραγωγής, δεν λειτουργούν τόσο ως μηχανισμός άμεσης ανταπόκρισης σε αυτές τις πραγματικές ανάγκες, αλλά ως πολλαπλασιαστές και επιταχυντές ανισορροπιών και ανισομέρειας, που προκαλούν καρκινώματα και εμφράγματα.

Η παγκόσμια παραγωγική διαδικασία, ο κοινωνικά και τεχνολογικά διαμεσολαβημένος μεταβολισμός της ανθρωπότητας, όλο και πιο πολύ συγκροτείται σε πλανητική κλίμακα ως οργανικό όλο, με πρωτοφανείς διασυνδέσεις ιστών, οργάνων, συστημάτων, υποσυστημάτων και λειτουργιών, που διατρέχουν σχεδόν όλα τα μήκη και πλάτη (σε ξηρά, έδαφος, υπέδαφος, ύδατα, αέρα, εγγύς διάστημα), χωρίς να διαθέτει κεντρικό νευρικό σύστημα και εγκέφαλο, δηλ. χωρίς κεντρική πρόβλεψη, σχεδιοποίηση, οργάνωση και έλεγχο. Το ευρισκόμενο στο τελικό στάδιο της διαμόρφωσής του οργανικό όλο της ανθρωπότητας στο σύγχρονο στάδιο του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού, είναι σα να μεταβολίζει σε επιμέρους χώρες, περιοχές, κοινωνικές ομάδες, κ.ο.κ. βάσει της συνισταμένη πολλών και αντικρουόμενων σημάτων από και προς πολλαπλά συνεργαζόμενα και ανταγωνιστικά κέντρα και περιφέρειες, που οδηγούν τελικά σε σπασμούς με καταστροφικές επιπτώσεις.

Η ευρύτατη χρήση της ψηφιοποιημένης εκδοχής του χρήματος και η ευρεία χρήση εφαρμογών τηλεματικής για τις ακαριαίες ροές κεφαλαίων σε real-time, αφ’ ενός μεν, καταδεικνύουν όλο και πιο ανάγλυφα το αναγκαίο και εφικτό μιας σχεδιοποίησης εντελώς διαφορετικού επιπέδου, εύρους, βάθους και αποτελεσματικότητας από αυτή που επικράτησε (για λόγους που έχουμε εξετάσει σε άλλα κείμενα) στις κοινωνίες του πρώιμου σοσιαλισμού. Υπό αυτή την έννοια, λειτουργεί ως τρόπον τινά «άρση του κεφαλαίου στα πλαίσια του κεφαλαίου» (κατά τη γνωστή ρήση του Μαρξ αναφορικά με τις μετοχικές εταιρείες του 19ου αι.). Αφ’ ετέρου δε, ως αποφασιστική συνιστώσα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής (της κυρίαρχης μορφής διεθνικού-διακρατικού χρηματιστηριακού κεφαλαίου), λειτουργεί και ως μηχανισμός επίτασης των ανισορροπιών, της ανισομέρειας και της ανορθολογικής λειτουργίας των κυρίαρχων εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας. Έτσι, στα πλαίσια των παγκόσμιων σύγχρονων χρηματοπιστωτικών σχέσεων, λόγω αυτού του μηχανισμού και της συνακόλουθης πολλαπλής απόσπασης (σε όλο και πιο διαμεσολαβημένη και συμβατική σχέση) από την ποικιλία και τις διακυμάνσεις του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, το χρήμα λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως συνιστώσα των παραγωγικών δυνάμεων (ροών πληροφορίας με άμεσο τεχνικό αντίκτυπο στη διάρθρωση-αναδιάρθρωση, κ.ο.κ., της παραγωγής) και ως συνιστώσα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής.    

Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη αυτών των δραστηριοτήτων παίρνει τη μορφή πυραμίδας ή φούσκας, η εμπλοκή της ρευστότητας της οποίας, αρχικά σε αμερικανικούς χρηματοπιστωτικούς κολοσσούς, δρομολόγησε και την τελευταία κρίση. Όπως επισημαίνει ο Βατικιώτης, «στις ΗΠΑ, το συνολικό χρέος της κοινωνίας (νοικοκυριών, επιχειρήσεων και δημοσίου) που από το 1940 μέχρι το 1980 κυμαινόταν περίπου στο 150% του ΑΕΠ, τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια αυξάνεται σταθερά κι έχει φθάσει να ξεπερνάει ακόμη και το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν κατά την κρίση του ’30 (300% του ΑΕΠ) αγγίζοντας πλέον το 350%! Το χρέος των νοικοκυριών ειδικότερα, που έχει ξεχωριστή σημασία μια και προδιαγράφει την πορεία της καταναλωτικής ζήτησης, άρα των παραγγελιών και της παραγωγής, αυξήθηκε από 50% του ΑΕΠ το 1980 σε 100% το 2006. Δεν υπάρχει αμφιβολία συνεπώς ότι και η πιο μικρή διαταραχή στην εξέλιξη αυτού του μεγέθους θα ρίξει λάδι στη φωτιά της κρίσης» (Η ύφεση…). Η κατάρρευση του συστήματος των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης των ΗΠΑ δεν ήταν η αιτία, αλλά  η θρυαλλίδα που έπληξε το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο νευραλγικό του σημείο: στην εύθραυστη διαπλοκή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Η χρηματοπιστωτική φούσκα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου δεν περιορίζεται σε χρεοκοπίες και δυσλειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος (χρεοστάσια, εμπλοκές στη διατραπεζική πίστη, κ.ο.κ.), αλλά διαχέεται σε όλα τα επίπεδα της πραγματικής οικονομίας (της μοναδικής που συνδέεται άμεσα με την παραγωγή αξίας και υπεραξίας),  και της ζωής των εργαζομένων. Θίγει πλέον ολόκληρους κλάδους παραγωγής και πυλώνες της οικονομικής δραστηριότητας (αυτοκινητοβιομηχανία, ναυπηγική, κατασκευές, ναυτιλία, τουρισμό, κ.ο.κ.). Θίγει άμεσα τα δημοσιονομικά όλων των χωρών, με ομολογούμενους πλέον κινδύνους στάσης πληρωμών και διεθνούς επιτήρησης από τους ίδιους οργανισμούς οι οποίοι επί δεκαετίες λειτουργούσαν ως εγγυητές αξιοπιστίας της χρηματοπιστωτικής αισχροκέρδειας. Η δεσπόζουσα θέση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στο πλέγμα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, οδηγεί μεν σε  αδιανόητα επίπεδα και μορφές απομύζησης υπεραξίας από την παγκόσμια εργασία, αλλά σε βαθμό πάντα ανεπαρκή για την αξιοποίηση της πληθώρας του «εικονικού» κεφαλαίου που κυκλοφορεί στις αγορές (Ερμηνεία …).

Μετατοπίζεται σε υπερχρέωση μικρομεσαίων και μισθωτών (με επανενεργοποίηση ακόμα και μηχανισμών άντλησης απόλυτης υπεραξίας, ευκαιρίας δοθείσης με την επανένταξη στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα των οικονομιών των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού και την υποχώρηση του εργατικού κινήματος, κ.ο.κ.), με τη μετάθεση της απαξίωσης του μισθού και αντίστοιχη χρονική μετάθεση της πτώσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Έτσι δημιουργείται ένα μοναδικό φαινόμενο “σύγκλισης συμφερόντων” εργαζομένων, πραγματικής οικονομίας και χρηματοπιστωτικού τομέα, με δανειοδοτούμενη κατανάλωση μισθωτών (και τη συνακόλουθη ψευδαίσθηση πρόσκαιρης ευημερίας σε συνθήκες σκληρής λιτότητας) που συνεπιφέρει περαιτέρω εξατομικευμένη υποδούλωση σε βάθος χρόνου και δέσμευση καταναγκαστικής ατομικής υποταγής (για την πληρωμή της δόσης), παραίτηση από κάθε συλλογική διεκδίκηση, φετιχοποίηση της δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας... (βλ. και Μηνακάκη). 

Οι κυβερνήσεις, τα διακρατικά όργανα του κεφαλαίου  και οι κεντρικές τράπεζες «αντιμετωπίζουν την κρίση σα να επρόκειτο για πρόβλημα ρευστότητας που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί τροφοδοτώντας με ρευστό το κύκλωμα για να αναχαιτιστεί η πτώση των αξιών, να αναθερμανθεί η εμπιστοσύνη και στη συνέχεια να ξαναπουληθούν οι τίτλοι σε μια σταθεροποιημένη πλέον αγορά. Το πρόβλημα όμως εδώ είναι όλο και περισσότερο πρόβλημα αφερεγγυότητας αυτού του «σκιώδους τραπεζικού συστήματος» που είναι φτιαγμένο από παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, παιδί της ελεύθερης αγοράς και των κερδοσκοπικών υπερτιμήσεων τις τελευταίες δεκαετίες» (Ερμηνεία…). Λειτουργούν χωρίς να αντιλαμβάνονται το βάθος της κρίσης «ενός ολόκληρου μοντέλου ντοπαρισμένης ανάπτυξης με χρέη σαν να ήταν δυνατόν να ξαναρχίσουν, μετά τη θύελλα, την ίδια πορεία ήρεμα κι ωραία» (ό.π.). Αυτό το παρασιτικό σύστημα επιχειρεί και πάλι να λύσει την ίδια του την κρίση με κοινωνικό πόλεμο, να τη φορτώσει στο μόνο παραγωγό του πλούτου της ανθρωπότητας, στον κόσμο της εργασίας, με περαιτέρω ανεργία, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ιδιωτικοποίηση των υπερκερδών και «κοινωνικοποίηση» (φόρτωμα στις πλάτες των φορολογουμένων) των ζημιών του. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση αυτή δεν σημαίνει ακόμα και το τέλος του νεοφιλελευθερισμού, πολλώ μάλλον δε, της ίδιας της κεφαλαιοκρατίας. Η τελευταία διαθέτει πλέον πολύ ισχυρότερα μέσα διορθωτικών-ρυθμιστικών παρεμβάσεων σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο.

Η κρίση αυτή είναι διαρθρωτική, δεδομένου ότι πλήττει τον πυρήνα του παγκόσμιου συστήματος και συμπαρασύρει, με απρόβλεπτες συνέπειες την ίδια τη δομή του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, του κύκλου αναπαραγωγής της αξίας και άντλησης υπεραξίας, όπως αυτός διαμορφώθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ως εκ τούτου, θα λειτουργήσει και ως ένα ποιοτικό άλμα για τη ριζική αναδιαμόρφωση της μέχρι τούδε ισορροπίας δυνάμεων, σηματοδοτώντας σαφέστερα το τέλος της εποχής της μονοκρατορίας των ΗΠΑ μετά την παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας στις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού και την έναρξη μιας νέας εποχής. Μείζον ερώτημα είναι το κατά πόσο και με ποιο τρόπο θα ανακτήσει δυνάμεις η κεφαλαιοκρατία σε παγκόσμια κλίμακα, σε μία νέα ισορροπία της διαμεσολάβησης χρηματοπιστωτικού συστήματος-παραγωγής.  

Η κλιμακούμενη οικονομική κρίση περιπλέκεται όλο και πιο στενά με τον εν εξελίξει παγκόσμιο πόλεμο. Η ραγδαία αναδιάρθρωση, μέσω μιας ενδεχόμενης καταστροφής του εικονικού κεφαλαίου και των εγγενών εμπλοκών του, διασφαλιζόταν κατά το παρελθόν με παγκόσμιους πολέμους, με καταστροφή ζωντανής και νεκρής εργασίας (ό.π.). Υπό τις παρούσες συνθήκες ένας γενικευμένος παγκόσμιος πόλεμος δεν φαίνεται να συνιστά «λύση», τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Ο εν εξελίξει θερμός παγκόσμιος πόλεμος, κατά τα φαινόμενα θα παίρνει τη μορφή χρονίζουσας σειράς ελεγχόμενων περιφερειακών συρράξεων κυμαινόμενης έντασης για την επιζητούμενη μετατόπιση ισχύος και σε πολεμικό επίπεδο.

Στο κοινωνικό μέτωπο, με εξαίρεση τη Λατινική Αμερική, δεν διαφαίνεται μεσοπρόθεσμα εκδήλωση επαναστατικών καταστάσεων, γεγονός που δεν αποκλείει την εκδήλωση ευρείας κλίμακας κινητοποιήσεων και αγώνων (όπως το Δεκεμβριανό ξέσπασμα της νεολαίας στην Ελλάδα, το οποίο δεν συνιστά εξέγερση, δεδομένου ότι δεν έθεσε άμεσα θέμα εξουσίας, ούτε θα μπορούσε να θέσει). Οι κινητοποιήσεις αυτές, μικρός προσεισμός, προανάκρουσμα των γαιοτεκτονικών ανακατατάξεων που έρχονται, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία ως εμπειρία ενός κινήματος, στο οποίο εντάσσονται όλο και πιο πολύ μορφωμένα τμήματα της νεολαίας που απαρτίζουν το υπό διαμόρφωση νέο υποκείμενο της εργασίας. Επιπλέον, επιτρέπουν την αποκάλυψη του τι πραγματικά και πρακτικά πρεσβεύουν οι συνιστώσες των μορφωμάτων της αριστεράς που συνιστούν κατάλοιπα αγώνων του παρελθόντος.

Εκ των πραγμάτων η κρίση οξύνει και αναδεικνύει τις αντιφάσεις του συστήματος, φέρνει πιο κοντά την προοπτική της επανάστασης. Μείζον πρακτικό και θεωρητικό ζητούμενο είναι η διερεύνηση του χαρακτήρα και των προοπτικών που διανοίγονται με την κρίση και τον πόλεμο της εποχής μας, για την διακρίβωση των νέων δυνατοτήτων και για τη συνειδητή προετοιμασία του νομοτελώς επερχόμενου επαναστατικού κινήματος.     

 

 

America’s bail-out plan. The doctors' bill. Sep 25th 2008. From The Economist print edition.http://www.economist.com/finance/displayStory.cfm?source=hptextfeature&story_id=1230574.

Schulz H. J. Παγκοσμιοποίηση. Αλήθειες και ψέματα. Πρωτοποριακή βιβλιοθήκη. Αθήνα, 1999.

Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2004.

Βατικιώτη Λ. Επέβαλαν το Σχέδιο Πόλσον πραξικοπηματικά. Πριν,14.11.08. http://crisisreloaded.blogspot.com/2008/10/forces-of-labor.html.

Βατικιώτη Λ. Η ύφεση είναι εδώ. http://politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=5889

Βατικιώτη Λ. Σοσιαλισμός για τους κερδοσκόπους. http://crisisreloaded.blogspot.com/2008/10/blog-post_6590.html.

Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm.

Ερμηνεία για την κρίση από την Ιταλία. http://crisisreloaded.blogspot.com/2008/10/blog-post_4215.html.

Ζιγκλέρ Ζ. Η ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες. Σύγχρονοι Ορίζοντες. Αθήνα, 2004.

Λένιν Β. Ι. Ιμπεριαλισμός. Στο: Άπαντα, τ.27.

Μαρξ Κ. Το κεφάλαιο. Τ. 1-3. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1978.

Μηνακάκη Β. Ιδεολογική διαπάλη για την κρίση. Πριν, 2.11.2008.

Μια αιρετική ταξική ερμηνεία της χρηματοπιστωτικής κρίσης (μέσω της παρουσίασης του βιβλίου Forces of Labor).

Πατέλη Δ. Ιμπεριαλιστική «παγκοσμιοποίηση» και προοπτική χειραφέτησης της ανθρωπότητας. Διάπλους, τεύχος 9, 2005, σ. 28-32.

Σταμάτη Γ. Περί Νεοφιλελευθερισμού. Εκδόσεις ΚΨΜ. Αθήνα 2008.