ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

 

του Δημήτρη Πατέλη


Ολο και πιο έντονα ακούγονται στις μέρες μας βαθυστόχαστα αλλά και ρηχότατα λόγια περί αξιών. Αναφέρονται ιδιαίτερα στη λεγόμενη «κρίση αξιών», στην «απουσία αξιών», στην κυριαρχία «κακών» είτε «αρνητικών» αξιών, και στην ανάγκη προβολής «νέων» είτε «θετικών» αξιών. Οι περί αξιών προβληματισμοί χαρακτηρίζουν νομοτελειακά την ιδεολογική ατμόσφαιρα των περιόδων κοινωνικής κρίσης σε όλες τις εκφάνσεις της (πολιτική, ιδεολογία, τέχνες κ.λπ.). Και η πρωτόγνωρη κρίση που συνδέεται με τη δρομολόγηση της παγκόσμιας εμβέλειας ανντεπανάστασης στις τέως σοσιαλιστικές χώρες έχει αναδείξει με ιδιαίτερη ένταση αυτή τη νομοτέλεια. Τι είναι όμως οι αξίες; Πρόκειται για έννοια της καθημερινής συνείδησης, της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών με τη βοήθεια της οποίας υποδηλώνεται η κοινωνική και ιστορική σημασία, το νόημα διαφόρων πραγμάτων (αντικειμένων) του ανθρώπινου πολιτισμού, σχέσεων και δραστηριοτήτων. Αρκετά διαδεδομένη είναι η άποψη ότι οι αξίες και οι αξιολογικές κρίσεις αφορούν κυρίως το πεδίο του πνευματικού πολιτισμού, της πνευματικής «παραγωγής», της συνείδησης και ιδιαίτερα την ηθική, την πολιτική, την αισθητική, την τέχνη και τη θρησκεία. Σε όλες τις γλώσσες, η ίδια η σχετική ορολογία («αξία», «αξιολόγηση», «τιμή», «εκτίμηση», «αποτίμηση» κ.λπ.) ανέκυψε από τον κόσμο των αξιακών σχέσεων και της τιμής, ως μορφής έκφρασης της αξίας, από ένα κόσμο στον οποίο άμεσα προβάλλει στο προσκήνιο η ποσοτική πλευρά των ανταλλακτικών αξιών των εμπορευμάτων. Φυσικά κάθε συνείδηση κκαι αυτοσυνείδηση προϋποθέτει ορισμένη σύγκριση μεταξύ των ανθρώπων. Ο κάθε άνθρωπος συγγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους ανθρώπους, αντιπαραβάλει τους ανθρώπους, τις ιδιότητες, τις ικανότητες και τη διαγωγή τους. Μ' άλλα λόγια προβαίνει σε μία εξίσωση μεταξύ των ανθρώπων επιχειρώντας τη διάκριση «σταθερών» και «μεταβλητών» στοιχείων τους.(Ι) Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι αυτή η συγκριτική-εξισωτική συσχέτιση των ανθρώπων έγινε κυρίαρχη στην κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η ανταλλαγή προϊόντων της εργασίας, της παραγωγής. Χαρακτηριστικό της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας είναι η εξίσωση διαφορετικών πραγμάτων ως οργανικό στοιχείο της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, της αγοράς. Εδώ όμως το πιο σημαντικό και ουσιώδες εμπόρευμα (πράγμα που έχει αξία και τιμή) είναι η ικανότητα του εργάτη για εργασία, είναι η εργασιακή δύναμη. Κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, και της συνείδησης που τους αντιστοιχεί είναι η εξίσωση των εργασιακών δυνάμεων διαφόρων ανθρώπων που πραγματοποιείται στη λεγόμενη «αγορά εργασσίας», είναι η εξισωτική τυποποίηση της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που πραγματοποιείται μέσω της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, της παραγωγής με μηχανές. Κοινός παρανομαστής αυτής της εξίσωσης είναι η αφηρημένη εργασία, η εργασία ως ποσοτικό μέγεθος (εργατώρες, ημέρες εργασίας κ.λπ.) άσχετα με το συγκεκριμένο περιεχόμενο της (άσχετα με τις αξίες χρήσης που παράγει). Γι' αυτό και προβάλλει εδώ σε πρώτο πλάνο και στην κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων η ιδέα της ισότητας, δηλαδή η ιδέα της ομοιότητας των απομονωμένων, των αποξενωμένων ατόμων της κεφαλαιοκραττικής «κοινωνίας των ιδιωτών» (και όχι η ιδέα της διαφοράς ενωμένων ανθρώπων). Δεν είναι μόνο η αξία των πραγμάτων-εμπορευμάτων που κυριαρχεί με το φετιχισμό του εμπορεύματος και ιδιαίτερα με το φετιχισμό του καθολικού ισοδυνάμου της αξίας των εμπορευμάτωων - του χρήματος.

Κυρίαρχη γίνεται (μέσω αυτού του φετιχισμού, όπως κλασικά απέδδειξε ο Κ. Μαρξ) μια καθολική αντιστροφή-φενάκη στη συνείδηση αλλά και στην πρακτική των ανθρώπων: τα πράγματα ανθρωποποιούνται και οι άνθρωποι, οι ανθρώπινες σχέσεις πραγματοποιούνται. (2) Κορυφαία εκδήλωση αυτής της γενικευμένης αλλοτρίωσης των ανθρώπινων σχέσεων στην κεφαλαιοκρατία είναι το γεγονός ότι το σύνολο των ανθρώπινοι δυνάμεων, των δημιουργικώών δυνατοτήτων και των κοινωνικών σχέσεων προβάλλει ως αξιακή κλίμακα. Το ιδεολόγημα της «αξιοκρατίας» (που γίνεται πάλι «μόδας» στις μέρες μας μαζί με τους περί εκσυγχρονισμού πομφόλυγες) εκφράζει παραστατικά το μηχανισμό ιδεολογικής αφομοίωσης των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης: ο καθ' ένας πρέπει να συμμορφώνεται με τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία γιατί κατέχει αυτό που αξίζει. Τα περί «γνήσιας», «άδολης», «μη πελατειακής» κ.λπ. αξιοκρατίας δεν θίγουν την ουσία του προβλήματος. Απλώς μεταθέτουν παρελκυστικά το όλο πρόβλημμα στην πιο «αντικειμενική» αποτίμηση, στην «καλύτερη» αξιολόγηση, στον «σωστό» καθορισμό της «τιμής» που πρεσβεύει το κάθε άτομο, η κάθε κοινωνική ομάδα και τάξη στο παζάρι των αξιών, στην αγορά «αξίων» και «αναξίων»...   Αντίθετα, σε μια κοινωνία όπου δεσπόζει η ενότητα υλικών συμφερόντων, στην αταξική κοινωνία, το κύριο δεν είναι πλέον η ομοιότητα διαφόρων απομονωμένων και αλλοτριωμένων ατόμων της κατακερματισμένης κοινωνίας των ιδιωτών, αλλά η ενότητα, η συνάφεια, η αλληλεγγύη των ανθρώπων μέσω της αμοιβαίας διάκρισης τους. Εδώ οι άνθρωποι ως προσωπικότηττες δεν συνδέονται μεταξύ τους κατά κύριο λόγο επειδή παρουσιάζουν ομοιότητα με τους άλλους (ως προς κάποιο γνώρισμα (π.χ. ως προς το αν είναι ή όχι κάτοχοι μέσων παραγωγής, πλούτου κ.λπ.), αλλά διότι ο καθ' ένας τους παρουσιάζει ενδιαφέρον για τους άλλους λόγω της ιδιομορφίας και της μοναδικότητας της προσωπικότητας του. Συνεπώς η επιλογή π.χ. μιας ηθικής πράξης δεν πραγματοποιείται εδώ κατά κύριο λόγο με τη σύγκριση διαφόρων αξιών, σύμφωνα με ορισμένη «κλίμακα αξιών» (δηλαδή σύμφωνα με κάτι το ξένο, το αλλότριο, έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένο στο άτομο - βλ. κυρίαρχες σχχέσεις, κυρίαρχη ιδεολογία), αλλά ως κάτι που συμβάλλει σστην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του συγκεκριμένου ατόμου και το οποίο θα έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη των άλλων ανθρώπων, ως διαφορετικών από το εν λόγω άτομο ως ιδιότυπων προσωπικοτήτων. Εδώ η επιλογή της ηθικής πράξης πραγματοποιείται ως εσωτερική αναγκαιότητα κοινωφελούς δραστηριότητας για τους άλλους ανθρώπους, διότι μόνο μέσω τέτοιου είδους δραστηριότητας επιτυγχάνεται η κύρια και θεμελιώδης ανάπτυξη του δρώντος υποκειμένου. Είναι εκ πρώτης όψεο3ς παράλογο αυτό που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των ανθρώπων σε μια κοινωνία κατακερματισμένη, ανταγωνιστική και αλλοτριωμένη: αυτό που συνδέει τους αμοιβαία αποκομμένους λόγω των υλικών συμφερόντων τους ανθρώπους, η όποια συνάφεια και συνοχή μεταξύ τους πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο μέσω κάποιας ομοιότητας των αποσπασμένων στην «ιδιωτική» ατομικότητα τους ανθρώπων. Αυτό έχει ως επακόλουθο στην κοινοτική συνείδηση ααυτών των ανθρώπων να υπερτερεί η επιδίωξη των ανθρώπων είτε να είναι ολόιδιοι, (επιφανειακά) πανομοιότυποι με τους «άλλους», είτε να διακρίνονται μέσο} της εξωτερικής (επιφανειακής) ανομοιότητας τους, όντας εσωτερικά πανομοιότυπποι (στην «ομογενοποιημένη» κενότητα τους...). Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι είναι φερόμενα και αγόμενα άτομα που οι ουσιώδεις σχέσεις, η συνάφεια και η συνοχή τους λειτουργεί ως αλλοτριωμένο προς αυτά σύστημα αναφοράς, με την πλέον διαδεδομένη κλίμακα αξιών, τύπων, ρόλων, κλισέ, στερεοτύπων κ.λπ. του «κονφορμιστή») και του αντίποδα του, που κάνει την επιφανειακή και εκκεντρική διαφοροποίηση του αυτοσκοπό (του «αντικονφορμιστή») ορίζουν τα επιτρεπτά γι' αυτό το σύστημα πλαίσια διαφοροποίησης, σε όλα τα πεδία: από το άμεσο επίπεδο τουυ ενισχυόμενου από τη διαφήμιση καταναλωτισμού (όπου τα εμπορεύματα προβάλλονται είτε επειδή είναι «για όλους» είτε επειδή είναι «γι' αυτούς που ξεχωρίζουν»), μέχρι την κατανάλωση καλλιτεχνικών προϊόντων (μαζική τέχνη - τέχνη για τους λίγους). Σε μια κοινωνία όμως που δεν είναι ανταγωνιστική και στην οποία υπερτερεί η ενότητα υλικών συμφερόντωνν των ανθρώπων σε μία ολότητα, η συνάφεια και η συνοχή τους πραγματοποιείται κατ' εξοχήν μέσω της διάκρισης τους τόσο από την ολότητα όσο και μεταξύ τους. Εδώ οι άνθρωποι δεν παίζουν ρόλους, δεν υποδύονται, δεν ποζάρουν. Δεν υπάρχει η αντίθεση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, μεταξύ «είναι» και «φαίνεσθαι», μεταξύ «είναι « και «δέοντος». Γι' αυτό και στην κοινωνική συνείδηση υπερτερεί η επιδίωξη των ανθρώπων να είναι ο ίδιος ο εαυτός τους επειδή ακριβώς έχουν ταυτότητα ως ολόπλευρα ανεπτυγμένες προσωπικότητες. Η διαφορά τους από τους άλλλους και η ιδιοτυπία τους δεν οφείλεται σε κάτι το εξωτερικό ααλλά είναι οργανικό στοιχείο της βαθιάς ανάπτυξης των ίδιων και των άλλων ανθρώπων. Όπως είπαμε η συνείδηση αλλά και η γνώση των ανθρώπων προϋποθέτει τη σύγκριση, την εξίσωση (εξομοίωση, αντιπαραβολή κ.λπ.). Αν όμως η συνείδηση και η γνώση μας για τους ανθρώπους ανάγονται αποκλειστικά σε αυτή τη σύγκριση, στην εξίσωση, οι άνθρωποι προβάλλουν ως αποκλειστικά αποκομμένοι, αποσπασματικοί Και απομονωμένοι. Εσωτερική ενότητα είναι η ενότητα του διαφορετικού, η ενότητα μέσω της διαφοράς. Άρα και η συνείδηση, που είναι αναπτυγμένη ως αντανάκλαση αυτής της εσωτερικής ενότητας τωνν ανθρώπων, είναι η συνείδηση των ανθρώπων-ως ενιαίων στη διαφορά τους. Σε αυτή την περίπτωση, η κοινωνική σημασία και το νόημα των ανθρώπινων πράξεων (αισθημάτων, ιδεών, σκέψεων κ.λπ.) δεν εξετάζονται από την άποψη του πώς τα εκτιμούν, πώς τα αξιολογούν οι άλλοι άνθρωποι είτε η κοινωνία (για το αν είναι προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, για το αν και κατά πόσο «αξίζουν» κ.λπ.), δεν εξετάζονται δηλαδή με κάποια εξωτερικά μέέτρα και σταθμά, με κάποια εξωτερικά κριτήρια (πρότυπα, γνώμονες κ.λπ.), αλλά από την άποψη του κατά πόσο εντάσσονται στον ίδιο τον πυρήνα της προσωπικότητας, δεδομένου ότι η ηθικότητα της προσωπικότητας συμπίπτει με την ανάπτυξη του ατόμου ως προσωπικότητας. Όσο οι διάφορες εκδηλώσεις του πολιτισμού (ιδεώδη, αρχές, επιδιώξεις κ.λπ.) παραμένουν κατ' εξοχήν αξίες, βιώνονται και συνειδητοποιούνται ως αξίες, δηλαδή ως κάτι το εξωτερικό για το άτομο, ως κάτι το οποίο υπάρχει πέρα από το άτομο και με το οποίο το άτομο συγκρίνει (εξισώνει, αντιπαραβάλλει, αξιολογεί) τον εαυτό του και τους άλλους, η ηθικότητα της συμπεριφοράς της δεν συμπίπτει με κάτι άλλο που είναι ουσιώδες για την ανάπτυξη του ατόμου ως προσωπικότητας. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η ύπαρξη των αξιών είναι εκδήλωση της φθοροποιού και συχνά καταστροφικής αντιφατικότητας της προσωπικότητας στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής «προϊστορίας» της ανθρωπότητας. Οι αξίες ως υπερατομικήής και υπερυποκειμενικής ισχύος κανονιστικές ιδεατές σχέσεις που διασφαλίζουν τη διυποκειμενική συναίνεση κατά την επιλογή στάσεων ζωής, στοχοθεσιών και συμπεριφορών υποδηλώνουν ακριβώς την αντίφαση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων, παρωθήσεων, επιδιώξεων, κριτηρίων, προτύπων κ.λπ. της ππροσωπικότητας η οποία συνιστά κατά κάποιο τρόπο την «εσωτερίκευση» και «εξατομίκευση» της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη βαθμίδα ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Ως αξίες προβάλλουν λοιπόν σημαντικές πτυχές της κοινωνικής συνείδησης και του εποικοδομήματος, διάφορα ιδεώδη, «οράματα», θεσμοί, σύμβολα, συνδηλωτικά στοιχεία γοήτρου κ.λπ. στις κοινωνίες με διαφορετικά συμφέροντα, είτε όταν αυτά (τα ιδεώδη κ.λπ.) υπερυψώνονται στο υπέρ-φυσικό, υπέρ-κοινωνικό και άρα υπέρ-ιστορικό (βλέπε αντιϊστορικό) πεδίο της «καθαρής» δεοντολογίας, είτε όταν σύρονται στο αγοραίο πεδίο της αγοραπωλησίας ως εμπορεύσιμα και διατιμώμενα αγαθά (όσο κι αν «η τιμή τιμή δεν έχει» όλο και κάποια τιμή βρίσκεται). Ακόμα και η αναγκαιότητα επαναστατικού μετασχηματισμού της εν λόγω κοινωνίας, αρχικά τουλάχιστον αρθρώνει το λόγο ης ως αντίπαλο σύστημα, ως αντίπαλη κλίμακα αξιών, ως «αντί-αξίες» που αντιπαρατίθενται στο κυρίαρχο (κατεστημένο και συντηρητικό) σύστημα αξιών που συγκροτεί η κυρίαρχη ιδεολογία και η θεσμικότητά της. Η τάση αυτή είναι ως ορισμένο βαθμό νομοτελειακή, όσο νομοτελειακό είναι και το ανέφικτο τηης μετατροπής της εργατικής τάξης από «τάξη στον εαυτό της» σε «τάξη για τον εαυτό της», σε επαναστατικό υποκείμενο, χωρίς την παρέμβαση της επαναστατικής θεωρίας και της οργανωμένης πρακτικής. Ο κοινός νους και η καθημερινή συνείδηση από μόνοι τους δεν είναι ικανοί να εξηγήσουν θεωρητικά τη θέση, το ρόλο και τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα των αξιών στην κοινωνία, δεν μπορούν να απαλλαγούν από τον υπερατομικό, υπερυποκειμενικό κ.λπ. τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου των αξιών. Γι' αυτό και κάνουν λόγο περί «αιώνιων», «άφθαρτων» κ.λπ. αξιών. Γι' αυτό καν χρησιμοποιούν τους όρους «αξίες», «ιδανικά», «ιδεώδη», «οράματα» κ.λπ. ως συνώνυμα. Μια ολόκληρη ποικιλόμορφη παράδοση της αστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας, η «αξιολογία» αναλώνεται σε διαφόρων ειδών ερμηνείες και θεωρητικοποιήσεις αυτής της τρέχουσας και κυρίαρχης στην κεφαλαιοκρατία αντίληψης περί αξιών, με κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της την αντιιστορική -και άρα απολογητική για το καθεστώς-θεώρηση των προβλημάτων που αναφέραμε σσυνοπτικά παραπάνω. (3) Υπήρξαν και απόπειρες μαρξιστικής αναφοράς διανοουμένων και ρευμάτων να συγκροτήσουν συστήματα «μαρξιστικής αξιολογίας» και «ανθρωπολογίας». Οι τάσεις αυτές επανέρχονται σήμερα στο προσκήνιο αντανακλώντας νοοτροπίες και διαθέσεις της κοινωνικής ψυχολογίας της εποχής μας.(4) Η έπαρση των ιδεολόγων της αστικής τάξης και της αντεπανάστασης περί του δήθεν τέλους της ιστορίας και νίκης των «αιώνιων» κκαι «πανανθρώπινων» αξιών της κεφαλαιοκρατικής βαρβαρότητας, έχει ως αντίποδα την προβολή άλλων αξιών και απόπειρες «θεμελίωσης σοσιαλιστικών αξιών». Συχνά η προσήλωση σε επαναστατικές αρχές και παραδόσεις (ιδιαίτερα όταν είναι κατεξοχήν αμυντικού χαρακτήρα) αυτοπροβάλλεται (και εν πολλοίς είναι) ως προσήλωση σε άλλες αξίες, στις αξίες π.χ. της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας, της εργασίας κ.λπ. Είναι άραγε όλα αυτά αξίες; Τι είδους συλλογικότητα θα ήταν π.χ. μια συλλογικότητα ως αξία (ως έξωθεν και άάνωθεν επιβεβλημένη); Πώς εναρμονίζεται αυτή η θεώρηση με την ολόπλευρη ανάπτυξη (βλ. αυτοανάπτυξη) της προσωπικότητας και με την κομμουνιστική προοπτική. Τι είδους αξία μπορεί να είναι η εργασία; Ποια εργασία, η εργασία τίνος, σε ποιο επίπεδο ανάπτυξης του καταμερισμού εργασίας, των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής; Ακόμα και αν αγνοήσουμε τη σύγχυση και θεωρήσουμε την αξία ως ιδεώδες: μπορεί π.χ. να συνιστά κομμουνιστικό ιδεώδες η μονότονη, επίπονη, εξαντλητική κ.λπ. εργασία, η εργασία που μόνο ως «κατάρα» (Μαρξ) και κατάντια βιώνεται από τον μισθωτό εργάτη; Ένα από τα χαρακτηριστικά της «αξιολογικής» συνείδησης είναι ότι ανάγει τη γνώση σε σχέση προς ήδη υπάρχουσες αξίες (στάσεις, θεωρίες, ιδέες κ.λπ.) γεγονός που αποδεικνύει το δογματικό τελικά χαρακτήρα της και την εγγενή αδυναμία της να προωθήσει επαναστατικά τη θεωρία. Και χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική πράξη (Λένιν). Η επαναστατική θεωρία οφείλει να εξηγεί τις αξίες ως συγκεκριμένα ιστορικά φαινόμενα, και να θεμελιώνει την πρακτική παρέμβαση σε αυτά. Η παρέμβαση όμως αυτή δεν μπορεί να ανάγεται σε απλή καταγραφή «θετικών» και «αρνητικών» αξιών τονίζοντας απλώς τις «θετικές». Αυτό θα ήταν μια αναγωγή της επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής σε ένα πλήρες ετεροπροσδιορισμό από τον αντίπαλο. Τα εγχειρήματα αυτά παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τη μικροαστική μέθοδο του Προυντόν που τόσο εύστοχα επέκρινε ο Μαρξ στην εποχή του (βλ. «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας»). Μια τέτοια αθλιότητα χρειάζεται σήμερα το επαναστατικό κίνημα για να βγει από το τέλμα της ηττοπάθειας; Η σύγχρονη επαναστατική θεωρία οφείλει να καταδεικνύει τις νομοτέλειες της ανάπτυξης της κοινωνίας, τις νομοτέλειες «άρσης», «υπέρβασης» της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και των αξιακών σχέσεων προοπτικά στην ώριμη, στην αταξική κοινωνία. Η επαναστατική θεωρία δεν θεμελιώνει την επαναστατική πρακτική σε κάποιες (έστω και αντί-) αξίες, αλλά βγαίνει έξω από την περιοριστική και τελικά αντί-ιστορική λογική που διέπει κάθε αξιολογία. Το κομμουνιστικό ιδεώδες ο:»ς πραγματική νομοτελειακή προοπτική της ανθρωπότητας χρειάζεται περαιτέρω επιστημονική και όχι αξιολογική θεμελίωση. Οποιαδήποτε αναγωγή της επαναστατικής θεωρίας σε ολοκληρωμένο «σύστημα φιλοσοφικών, ηθικών, πολιτικών αξιών» συνιστά θεμελιώδη αναθεώρηση και διαστρέβλωση του χαρακτήρα της που συρρικνώνει και ευνουχίζει ανεπανόρθωτα την ιστορική προοπτική της αταξικής κοινωνίας.

Σημειώσεις

Ι.Βλ. Β.Α.Βαζιούλιν, «Η Λογικής της Ιστορίας», Μόσχα 1988. Η όλη προβληματική και μεθοδολογία αυτού του σημειώματος βασίζεται σ' αυτό το έργο.

2.Βλ. Κ.Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμοι 1-3, Σύγχρονη Εποχή και του ίδιου GRUNDRISSE, τόμοι Α,Β,Γ εκδ. Στοχαστής.

3.Βλ. σχετικά: Ε.Παπανούτσου, Ηθική, Αθήνα, 1949/Θ.Βορέα, Ηθική, Ακαδημειακά, τόμ. 4, ΟΕΔΒ, 1957 κ.ά.

4.Βλ. π.χ. Κ.Ψυχοπαίδη, Υπάρχει θεμελίωση σοσιαλιστικών αξιών; ΟΥΤΟΠΙΑ, Νο13£ Σκαμνάκης θ., Πολιτισμός και εργατική τάξξη, στο: Εργατική τάξη και πολιτισμός. Σύγχρονη Εποχή 1987 και Μ.Μαϊλης,

Τ.Μαμάτσης, Ε.Μπέλλου, «Κομμουνιστικές αξίες και σοσιαλισμόςς, Σύγχρονη Εποχή 1994, όπου οι αξίες χαρακτηρίζονται εν πολλοίς έμφυτες ιδιότητες του ανθρώπου...) κ.ά.

1