Δημήτρης Πατέλης

 

ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΙΚΗ «ΝΟΜΙΜΟΦΡΟΣΥΝΗ»

 

Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή τις κινητοποιήσεις στο χώρο της παιδείας, εγείρεται ποικιλοτρόπως και σε πολλά επίπεδα το ζήτημα της  «αποκλίνουσας συμπεριφοράς» (deviant behavior).  Στις  κοινωνικές και ιατρικές επιστήμες είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθούν μονοσήμαντα και επακριβώς οι έννοιες της ψυχικής υγείας, της κανονικής (normal) προσωπικότητας, συμπεριφοράς, κλπ. Το ίδιο ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό και για την έννοια της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Οποιαδήποτε απόπειρα συστηματοποίησης των προσεγγίσεων που έχουν διαπιστωθεί θα καταλήξει τελικά στον εντοπισμό δύο φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενων τάσεων:

1.    Αναγωγή των φαινομένων της αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε άκρως υποκειμενικούς, ψυχολογικούς, βιολογικούς, κληρονομικούς κ.λ.π. παράγόντες του ίδιου του ατόμου.

2.    Αναγωγή των εν λόγω φαινομένων στην αποκλειστική επίδραση «εξωτερικών» παραγόντων της  κοινωνίας (κανόνες, αξίες, νόμοι, δόλιοι υποκινητές, κλπ.)

            Έτσι ενώ όλοι σχεδόν συμφωνούν στον ορισμό της αποκλίνουσας συμπεριφοράς ως συνόλου ενεργειών, οι οποίες παραβιάζουν τους καθιερωμένους στην δεδομένη κοινωνία κανόνες (στερεότυπα, πρότυπα κλπ) συμπεριφοράς, δεν υπάρχει ενιαία άποψη για τα αίτια και τους τρόπους καταπολέμησής της. Ο χαρακτήρας αυτού του κειμένου δεν μας επιτρέπει μια διεξοδική εξέταση των υπαρχουσών απόψεων. Θα επισημάνουμε απλώς την μεθοδολογική μονομέρεια μερικών προσεγγίσεων, οι οποίες στο όνομα της αντικειμενικότητας, ακούσια είτε εκούσια προβαίνουν σε ισχυρισμούς αποπροσανατολιστικού και τελικά αντιδραστικού χαρακτήρα.

            Είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη κατά την οποία οι όποιες (ηλικιακές, επαγγελματικές, ταξικές κλπ) ομάδες υπάρχουν στην κοινωνία, διαθέτουν διαφορετικό δικό τους πολιτισμό (ως σύμπλεγμα εθίμων, πεποιθήσεων, κανόνων και αξιών που επικρατούν στη συλλογικότητά τους και παραδίδονται από γενιά σε γενιά) σαν να ήταν μια διαφορετική φυλή. [1]

            Εκπρόσωποι της σχολής του Σικάγου (Cohen, A. κ.α.) προχωρούν ακόμα περισσότερο, ισχυριζόμενοι ότι οι άνθρωποι διδάσκονται την αποκλίνουσα συμπεριφορά κατά τη διαδικασία αφομοίωσης του πνευματικού πολιτισμού τέτοιων ομάδων. Έτσι φορείς αποκλίνουσας συμπεριφοράς γίνονται τα άτομα, η κοινωνικοποίηση των οποίων πραγματοποιείται σε ένα κοινωνικό πολιτισμικό περιβάλλον, στο οποίο επικρατούν και θεωρούνται θεμιτές αξίες που προδιαθέτουν σε εκτροπή. Είναι προφανές ότι κατ’ αυτό τον τρόπο οι στοιχειώδεις διεκδικήσεις και διαμαρτυρίες μπορούν να θεωρούνται «αποκλίνουσα συμπεριφορά» (παραβατικότητα, ανομία, εξωθεσμικότητα, κλπ), ενώ μη αποκλίνουσα, θεμιτή κλπ. θεωρείται μόνο η κονφορμιστική υπακοή στο όλο πλέγμα της κυρίαρχης εκμεταλλευτικής θεσμικότητας. Είναι πολύ εύκολο κατ’ αυτό τον τρόπο προκαταλήψεις και φενάκες που ανακύπτουν από την αλλοτριωτική καθημερινότητα σε συνδυασμό με την κυρίαρχη ιδεολογία της «νομιμοφροσύνης», να αναπαράγονται με επιστημονικοφανή τρόπο.

            Σε κάθε περίπτωση η αποκλίνουσα συμπεριφορά είναι απόρροια των ανταγωνιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, απόρροια αντικειμενικών και υποκειμενικών αντιφάσεων της ανάπτυξής της. Η εκτίμηση οποιασδήποτε συμπεριφοράς ως αποκλίνουσας και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς ως θετικής ή αρνητικής εξαρτάται:

1.    από την εκτίμηση του αντίστοιχου κοινωνικού κανόνα (θεσμού κλπ.),

2.    από την στάση της κοινωνικής ομάδας, η οποία παράγει και επιβάλλει τους εν λόγω κανόνες (και αποκλίσεις),

3.    από τον συσχετισμό των κοινωνικών-ταξικών δυνάμεων και από τη δυναμική των εν ενεργεία κινημάτων της συγκυρίας.

 Οποιαδήποτε (αποκλίνουσα ή μη) κοινωνική συμπεριφορά πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα: α) των συμφερόντων των κυρίαρχων δυνάμεων της κοινωνίας, β) των συμφερόντων της κοινωνικής ομάδας στα πλαίσια της οποίας λαμβάνει χώρα, γ)της δεδομένης ιστορικής συγκυρίας και δ)των προοπτικών ανάπτυξης της κοινωνίας. Μια άκρως στατική και εξωϊστορική αντιμετώπιση της υφιστάμενης κοινωνίας ως δεδομένης άπαξ και δια παντός δεν μπορεί να ξεπεράσει την προσέγγιση αυτών των προβλημάτων υπό το πρίσμα του άγονου δίπολου: κονφορμισμός - αντικονφορμισμός.

            Κατά κανόνα η «αποκλίνουσα συμπεριφορά» εκδηλώνεται όταν από την σκοπιά του δεδομένου υποκειμένου δημιουργείται μια μη διευθετήσιμη κατ’ άλλο τρόπο αντίφαση μεταξύ της συγκεκριμένης κατάστασης της ζωής του και του κοινωνικού κανόνα που προκαθορίζει είτε απαγορεύει ορισμένη συμπεριφορά. Η κατάσταση αυτή (προβληματική κατάσταση) παίρνει τον χαρακτήρα της ρήξης, της σύγκρουσης. Οι  μορφές, τα επίπεδα και ο χαρακτήρας αυτής της σύγκρουσης (διεκδίκησης, διαμαρτυρίας)εξαρτώνται από το βάθος, το εύρος, και την ένταση της αντίφασης (ή του πλέγματος αντιφάσεων) που την προκάλεσαν.

            Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις της νεολαίας λόγω των μέτρων Αρσένη ανέδειξαν ιδιόμορφες συλλογικότητες, η διευκρίνιση του χαρακτήρα των οποίων απαιτεί ξεχωριστή μελέτη ,χωρίς επιφανειακούς εξωραϊσμούς ή μεμψιμοιρίες. Μια  μελέτη που θα εμπλουτίσει την αυτογνωσία των εκκολαπτόμενων κινημάτων του μέλλοντος.

            Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι η εν λόγω αυτογνωσία προϋποθέτει την υπέρβαση ορισμένων διαδεδομένων αντιδραστικών προκαταλήψεων, που εκφράζονται σε επίπεδο αγοραίας δημοσιογραφίας[2] αλλά και επιστημονικοφανούς «έρευνας»[3]. Οι  προκαταλήψεις αυτές εν πολλοίς ανάγουν την παραπάνω προβληματική σ’ ένα δαιμονολογικού χαρακτήρα μεταφυσικό δίπολο, όπου αντιδιαστέλλονται αξίες (δημοκρατική νομιμότητα, θεσμική ορθοδοξία, τάξη, εκσυγχρονισμός, χρηματιστήριο, ανταγωνισμός, αξιολόγηση, ...) και απαξίες ( ανομία, εξωθεσμικότητα, παραβατικότητα, αταξία, οπισθοδρόμηση, αναχρονισμός, συλλογικότητα, μπάχαλο...).



[1] Βλ. π.χ. Levis, Oscar: La Vida - A Puerto Rivas Family in the Culture of Poverty, Randon, N.Y. Secker, London, 1966.

[2] Βλ. πχ. Ι. Κ. Πρεντεντέρη. «Γαβρήλο ζεις ...» ΤΟ ΒΗΜΑ 31 Ιαν. 1999.

[3] Βλ. πχ Α.Ε. Γκότοβος. Καταλήψεις: Ανορθόδοξες Μορφές Μαθητικής Διαμαρτυρίας. Αθήνα 1996.

1