Περικλής Παυλίδης

 

Ζητήματα ηθικής αγωγής στη σοσιαλιστική παιδεία.

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης,

1ο μέρος, τεύχος 80, Δεκέμβριος 2006 –Φεβρουάριος 2007, σσ.49-57.

 2ο μέρος, τεύχος 82, Ιούνιος-Αύγουστος 2007, σσ.59-66

 

 

 

 

Εισαγωγή

 

        Η ηθική αποτελεί  μορφή της κοινωνικής συνείδησης, η οποία χαρακτηρίζεται από το ειδικό βάρος των  πράξεων, της έμπρακτης στάσης προς τους άλλους, ως στάσης συνειδητής, ως ενσάρκωσης στις ανθρώπινες πράξεις του  περιεχομένου  της κοινωνικής  συνείδησης[1]. Από ηθικής σκοπιάς η  έμπρακτη στάση προς τους άλλους αφορά σε ιστορικά και κοινωνικά συγκεκριμένες μορφές αλληλεγγύης ή αντιπαλότητας μεταξύ ατόμων, κοινωνικών ομάδων, τάξεων κ.λ.π.  Οι πράξεις αλληλεγγύης, στις διάφορες ιστορικές μορφές τους, ως πράξεις ωφέλιμες για τη διατήρηση και ανάπτυξη μιας κοινωνικής ομάδας και, στην πλέον αυθεντική μορφή τους, ως ωφέλιμες για την κοινωνία συνολικά, ορίζονται με την ηθική έννοια του καλού. Αντιθέτως, οι πράξεις αντιπαλότητας-έχθρας, ως πράξεις επιβλαβείς για τη διατήρηση και ανάπτυξη μιας κοινωνικής ομάδας, ή, στην πλέον αυθεντική μορφή τους, ως επιβλαβείς για την κοινωνία συνολικά, ορίζονται από   την ηθική έννοια του κακού[2].

        Το ζήτημα της ηθικής αγωγής στα πλαίσια της συνολικής διαδικασίας διαπαιδαγώγησης του ατόμου αποκτά  ιδιαίτερη σημασία, όταν εξετάζουμε τη δυνατότητα αποφασιστικής συμβολής της παιδαγωγίας στα εγχειρήματα κοινωνικής  χειραφέτησης και προόδου.  Διότι στην περίπτωση της ηθικής αγωγής η διαμόρφωση ή αναμόρφωση της συνείδησης των ανθρώπων με προσανατολισμό τη συμμετοχή τους στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση και  πρόοδο αποκτά έμπρακτη διάσταση,  προβάλλει ως δυνατότητα  ανάπτυξης  νέας –χειραφετικής πρακτικής σχέσης προς τους άλλους ανθρώπους.   Προβάλλει  από τη σκοπιά του βαθμού στον οποίο οι άνθρωποι ως φορείς νέας συνείδησης, νέων ιδεών, κοσμοθεωρίας,  ιδανικών, είναι σε θέση να εκφράζουν το περιεχόμενο  της συνείδησής τους στο σύνολο των ενεργειών τους κατά την αλληλεπίδρασή τους με τους άλλους ανθρώπους. Προβάλλει, δηλαδή, από τη σκοπιά του βαθμού στον οποίο το νέο περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης μπορεί να έχει πρακτική διάσταση, και, συνεπώς, να συνιστά μια πραγματική-  αληθή και όχι απλώς δεοντολογική -ψευδή συνείδηση.

        Δεδομένων των προαναφερθέντων, φρονούμε ότι στις πτυχές  της ηθικής αγωγής που διακρίνουν   τη  διαδικασία διαπαιδαγώγησης της προσωπικότητας εκδηλώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια (χωρίς όμως να ανάγεται  αποκλειστικά σε αυτές)  η δυνατότητα  της παιδαγωγίας να συμβάλλει στους αγώνες για την    αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων. Πιστεύουμε, επίσης, ότι για τη μελέτη αυτής της δυνατότητας  το σοσιαλιστικό εγχείρημα  που εγκαινίασε η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτελεί  πολύτιμο σημείο αναφοράς. Χωρίς την ευχέρεια  να προβούμε, στο παρόν κείμενο,  σε εξαντλητική πραγμάτευση του θέματος, θα περιοριστούμε  στην αναφορά σε  ορισμένες ενδιαφέρουσες παιδαγωγικές προσπάθειες στα πλαίσια του  εν λόγω εγχειρήματος.

 

Επανάσταση και ηθική

 

        Η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτέλεσε την απαρχή μιας πρωτόγνωρης διαδικασίας κοινωνικής αλλαγής και χειραφέτησης, η οποία δεν μπορούσε να μην αγγίξει και το χώρο της παιδαγωγίας, το πεδίο δηλαδή της σκόπιμης και συστηματικής διαμόρφωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας.  

        Στην προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας παιδείας, προσαρμοσμένης στις ανάγκες και τους στόχους  της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ανέκυψε, κατ’ ανάγκην, και το ζήτημα της ηθικής αγωγής των νέων,  καθώς και το ευρύτερο  ερώτημα αναφορικά με  τη σημασία και το ρόλο της ηθικής  στην ανάπτυξη της νέας  κοινωνίας. Μάλιστα, το ζήτημα αυτό βρέθηκε σύντομα στο επίκεντρο έντονης ιδεολογικής κριτικής και  αντιπαράθεσης, προβληματισμού και αναζήτησης.

        Οι δυνάμεις της επανάστασης αντιμετωπίζοντας με ρηξικέλευθη   ματιά  ολόκληρο   το πολιτιστικό οικοδόμημα  της ταξικής κοινωνίας έθεσαν υπό αμφισβήτηση και τις κληρονομημένες από το παρελθόν ηθικές αντιλήψεις, που εδραζόταν, αφενός, στις μεταφυσικές αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, και αφετέρου, στις χρησιμοθηρικές και ωφελιμιστικές ιδέες του κοινού νου της αστικής κοινωνίας. 

       Η αμφισβήτηση όμως της παλιάς ηθικής και ηθικής αγωγής εξελίχθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε μια κατηγορηματική άρνηση της ηθικής, εν γένει, και του ρυθμιστικού της ρόλου στις σχέσεις μεταξύ των μελών της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η ηθική συνδέθηκε αποκλειστικά με το ιδεολογικό εποικοδόμημα των ταξικών κοινωνικών σχηματισμών και κρίθηκε παντελώς ακατάλληλη   για τον ριζικά νέο τύπο κοινωνικών σχέσεων που οικοδομούταν στη Σοβιετική Ρωσία. Μάλιστα, αυτή η μηδενιστική αντίληψη για την ηθική μορφή της συνείδησης αναπτύχθηκε στα πλαίσια μιας ευρύτερης απορριπτικής στάσης απέναντι σε όλα τα πολιτισμικά κεκτημένα του ιστορικού παρελθόντος, στο όνομα της δημιουργίας ενός απολύτως καινούριου   και ακραιφνώς προλεταριακού πολιτισμού.  Επρόκειτο για τη στάση που χαρακτήριζε το κίνημα της ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ[3].

       Ο Α.Μπογκντάνοφ ήταν ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες αυτού του κινήματος.  Μεταξύ των ιδεών  του περί προλεταριακού πολιτισμού ιδιαίτερη θέση κατέχει η άποψή του για τη σχέση προσωπικότητας και ηθικής στη σοσιαλιστική κοινωνία. Όπως ισχυρίζεται ο Α.Μπογκντάνοφ, ο άνθρωπος όταν ενεργεί ως προσωπικότητα «θεωρεί τον εαυτό του αυτόνομο, δηλαδή αυτοδιαχειριζόμενο, αυθύπαρκτο, τελείως μεμονωμένο ον, θεωρεί τον εαυτό του ανεξάρτητο κέντρο ενεργειών, συμφερόντων, επιδιώξεων, σκέψεων…»[4]. Στην παραπάνω στάση ο ίδιος αντιπαραθέτει τον «κολεκτιβισμό της καθημερινής ζωής», δηλαδή, το να θεωρεί  ο καθένας συντρόφους του όλα τα μέλη  της εργαζόμενης ανθρωπότητας, τόσο αυτής του παρελθόντος όσο και του μέλλοντος, καθώς και τον «κολεκτιβισμό της σκέψης», δηλαδή, το να θέτει ο καθένας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όχι τον εαυτό του αλλά τις συλλογικότητες της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Έτσι το άτομο θα πρέπει  «να αντιλαμβάνεται τα γεγονότα της ζωής  κατά τέτοιο τρόπο ώστε ως  υποκείμενο στη  σκέψη του να εμφανίζεται όχι το μεμονωμένο πρόσωπο, όχι το “εγώ”, “εσύ”, “αυτός”, αλλά το συλλογικό “εμείς”, “εσείς”, “αυτοί”.»[5].

        Κατά τον Α.Μπογκντάνοφ, η συνείδηση που απαλλάχτηκε από το φετιχισμό του ατομισμού «υπερβαίνει τη μεμονωμένη ανθρώπινη προσωπικότητα».   Για όλα δε τα ζητήματα  οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται όχι από μεμονωμένα πρόσωπα, ούτε από την πλειοψηφία ή τη μειοψηφία αυτών, «αλλά ομόψυχα και ομόφωνα»[6]. Η θέση αυτή απέκλειε πλήρως την πιθανότητα να υπάρξουν διαφωνίες μεταξύ των ανθρώπων. Η ομοφωνία για την οποία έκανε λόγο σήμαινε, στην πραγματικότητα, την ταύτιση του ατόμου με το σύνολο, την απολυτοποίηση και  φετιχοποίηση του συνόλου και της συλλογικότητας.

        Ειδοποιό γνώρισμα των απόψεων του Α.Μπογκντάνοφ είναι  το γεγονός ότι  θεωρούσε την οργανωτικότητα  θεμελιώδες γνώρισμα του προλεταριακού πολιτισμού. Πίστευε ότι ο σοσιαλισμός θα εξάλειφε πλήρως τον αυθόρμητο και τυχαίο χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων,  αναπτύσσοντας στη θέση του την καθολική οργάνωση της κοινωνικής ζωής.  Έτσι, η ηθική μορφή της συνείδησης θα έχανε παντελώς τη σημασία της και το ρυθμιστικό της ρόλο.

        Κατά τον Α.Μπογκντάνοφ η ηθική, όπως και το δίκαιο, αποτελούσε ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι «εξαναγκάζουν χωρίς να αιτιολογούν και χωρίς να εξετάζουν τις συνθήκες»[7]. Στη σοσιαλιστική κοινωνία οι αρχές της ηθικής θα έπρεπε να αντικατασταθούν από τις «αρχές της σκοπιμότητας», δηλαδή από ένα σύνολο τεχνικο-επιστημονικών  κανόνων οι οποίοι «κανέναν δεν εξαναγκάζουν, παρά μόνο υποδεικνύουν τους καλύτερους τρόπους για την επίτευξη του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου σκοπού.»[8]. Πίστευε, λοιπόν,  ότι αντί  των κανόνων της ηθικής, οι οποίοι έχουν φετιχιστικό χαρακτήρα, ο άνθρωπος της σοσιαλιστικής κοινωνία θα έχει ανάγκη μόνο από απλές και ξεκάθαρες, επιστημονικά τεκμηριωμένες  οδηγίες αναφορικά με το πώς θα υλοποιήσει τους σκοπούς του, με δεδομένο το δικαίωμα του ίδιου  να επιλέγει αυτούς τους σκοπούς.

        Δέον  να υπογραμμίσουμε ότι η μηδενιστική άποψη του Α.Μπογκντάνοφ για το ρόλο της ηθικής στη σοσιαλιστική κοινωνία συνδέεται με την αντίληψή του περί κολεκτιβισμού, ή ακριβέστερα περί της δυνατότητας απόλυτης ταύτισης του ατόμου με τη σοσιαλιστική κοινωνία, σε βαθμό που  το ατομικό συμφέρον να διαλύεται πλήρως μέσα στο συλλογικό. 

       Την ίδια αντίληψη συναντάμε και σε άλλους ηγέτες της ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ. Ο Β.Πλέτνιεφ, ο οποίος για ένα διάστημα  υπήρξε   πρόεδρος της Κ.Ε. της οργάνωσης, υποστήριζε ότι «Σε αντιδιαστολή προς την αστική κοινωνία η οποία αναγνωρίζει την προσωπικότητα,  εμείς την αρνούμαστε, αρνούμαστε το “Εγώ” και το αντικαθιστούμε με τη δημιουργική κολεκτίβα του “Εμείς”»[9]. 

        Την άποψη ότι η σοσιαλιστική κοινωνία δεν έχει ανάγκη από την ηθική διότι αυτή αποτελεί φετιχιστική μορφή της συνείδησης υποστήριζε και ο Ν.Μπουχάριν. Όπως ισχυριζόταν, η ηθική του προλεταριάτου «παύει κατ’ ουσίαν να είναι ηθική διότι ο φετιχισμός είναι η ουσία της ηθικής.»[10]. Ο ίδιος αρνούταν κατηγορηματικά την έννοια του καθήκοντος, από τη στιγμή που αυτό «επικρέμεται  πάνω από τους ανθρώπους ως κάποια εξωτερική εξαναγκαστική θεία δύναμη», κάτι στο οποίο εκδηλώνεται «ο αναπόφευκτος φετιχισμός της ηθικής»[11].

       Και στην περίπτωση του Ν.Μπουχάριν η μηδενιστική στάση απέναντι στην  ηθική συνδεόταν με την άποψη  περί απόλυτης συλλογικότητας, μιας και «στην κομμουνιστική, ανεπτυγμένη κοινωνία δε θα γίνεται λόγος για  ξεχωριστές προσωπικότητες.»[12].  

        Οι παραπάνω απόψεις δεν τύχαιναν, βέβαια, καθολικής αποδοχής.  Ο αντίλογος ήταν ισχυρός και μάλιστα από ανθρώπους όπως ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης, Β.Ι.Λένιν. 

         Ο Λένιν απέρριπτε τη μηδενιστική στάση του κινήματος της ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά του  παρελθόντος. Φρονούσε ότι, προκειμένου το προλεταριάτο να επιτύχει   πλήρη και τελειωτική νίκη,  θα πρέπει να αφομοιώσει «όλα όσα πολύτιμα υπάρχουν στον καπιταλισμό… όλη την επιστήμη και όλο τον πολιτισμό.»[13].   Στην ομιλία του με τίτλο Τα καθήκοντα των ενώσεων της νεολαίας  διατυπώνει με σαφήνεια την άποψη ότι ο προλεταριακός πολιτισμός μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί μόνο διαμέσου της αφομοίωσης όλων των πολιτιστικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας[14].

        Στο ζήτημα δε της ηθικής και  της ηθικής αγωγής ο Λένιν ήταν κατηγορηματικός: «Πρέπει όλο το έργο  της διαπαιδαγώγησης, της μόρφωσης και της διδασκαλίας  της σύγχρονης νεολαίας να είναι η  καλλιέργεια μέσα σ’ αυτή της κομμουνιστικής ηθικής.»[15]. Ο ηγέτης της επανάστασης, δίνοντας καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει κομμουνιστική ηθική, διευκρινίζει ότι οι κομμουνιστές αρνούνται μόνο την ηθική η οποία εδράζεται  στην έννοια του θεού και κατά συνέπεια παραγνωρίζει τις ταξικές σχέσεις[16]. Η κομμουνιστική ηθική, κατά τον Λένιν, υπηρετεί την υπόθεση της συσπείρωσης και της αλληλεγγύης  των εργαζομένων στον αγώνα για την  κοινωνική χειραφέτηση και τον κομμουνισμό. «Στη βάση της κομμουνιστικής ηθικότητας   βρίσκεται ο αγώνας για τη στερέωση   και την  ολοκλήρωση του κομμουνισμού. Να ποια είναι και η βάση   της κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης, μόρφωσης και διδασκαλίας.»[17].   

        Η άποψη αυτή είχε μεγάλη σημασία μιας και αναγνώριζε το ρόλο της συνείδησης, συμπεριλαμβανομένης και της ηθικής μορφής της,  στο γιγαντιαίο  εγχείρημα  της κοινωνικής χειραφέτησης των εργαζομένων. Ο Λένιν αντιλαμβανόταν ξεκάθαρα   την αναγκαιότητα διαπαιδαγώγησης των ανθρώπων στο πνεύμα της κομμουνιστικής ηθικής ως  προϋπόθεσης για τη συνειδητή συμμετοχή τους στην οικοδόμηση του κομμουνισμού.

         Η συνειδητή συμμετοχή των ανθρώπων στο γίγνεσθαι της νέας κοινωνίας συνδεόταν με ένα διττό στόχο, τον οποίο η επανάσταση καλούταν να υλοποιήσει δια μέσου της  παιδείας: αφενός, με την καλλιέργεια σοσιαλιστικής συνείδησης στους νέους ανθρώπους, αφετέρου,  με την αλλαγή της συνείδησης αυτών που είχαν ανατραφεί στις συνθήκες της ταξικής κοινωνίας.

         Σε ό,τι αφορά, μάλιστα, την ηθική  το πρόβλημα μετά τη νίκη της  επανάστασης ήταν πολύ μεγάλο, όχι μόνο γιατί η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν φορέας ηθικών αντιλήψεων που αντανακλούσαν τη μακραίωνη εμπειρία των ταξικών ανταγωνιστικών σχέσεων, αλλά και διότι η κατάρρευση του ιδεολογικού εποικοδομήματος της τσαρικής Ρωσίας άφησε ένα μεγάλο κενό, το οποίο δεν μπόρεσε αμέσως να καλύψει η νέα σοσιαλιστική ιδεολογία, (η οποία, άλλωστε, δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί σε όλες τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης), μ’ αποτέλεσμα, αντί της κατίσχυσης μιας νέας σοσιαλιστικής ηθικής, να επικρατήσει σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μια γενική χαλάρωση και παρακμή των ηθών.

          Αναφερόμενος στο εν λόγω πρόβλημα, ο κορυφαίος σοβιετικός θεωρητικός της ψυχολογίας Λ.Βυγκότσκι, διαπίστωνε (εν έτι  1926) την αντιφατικότητα που γενούν στα ήθη των ανθρώπων εποχές  κρίσης και ριζικών κοινωνικών    αλλαγών, όπως αυτή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο ίδιος προειδοποιούσε ότι «Καμία άλλη εποχή δε δημιουργεί τέτοιες υπέροχες δυνατότητες για ηθικό ηρωισμό, όπως  και καμία άλλη δε δημιουργεί τέτοιους κινδύνους   ηθικής παραμόρφωσης.»[18].  

        Το πρόβλημα αυτό είχε και μια ιδιαίτερα δραματική πλευρά. Τα χρόνια του πολέμου (του 1ου  παγκοσμίου και του εμφυλίου πολέμου) με το μεγάλο αριθμό των θυμάτων, τα τεράστια δεινά και κακουχίες που επέφεραν στον πληθυσμό, είχαν ως αποτέλεσμα  δεκάδες χιλιάδες παιδιά να μείνουν ορφανά, εγκαταλελειμμένα κι απροστάτευτα, και να γνωρίσουν   από μικρή ηλικία  την πιο απάνθρωπη πλευρά της ζωής[19]. Για την πλειονότητα αυτών των παιδιών μόνη στρατηγική επιβίωσης ήταν η  επαιτεία  και το έγκλημα.

         Η σοβιετική εξουσία ίδρυσε μεγάλο αριθμό παιδικών σταθμών, προκειμένου να φροντίσει και να διαπαιδαγωγήσει  τα ορφανά κι εγκαταλελειμμένα παιδιά. Η κατάσταση όμως ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Το σκληρό παρελθόν βάραινε πάνω τους και καθιστούσε τα εγχειρήματα αναμόρφωσής τους  σισύφειο έργο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’20 πολλοί σοβιετικοί παιδαγωγοί υιοθετούσαν τη θεωρία περί  «ηθικής ελαττωματικότητας», ερμηνεύοντας την άκρως αντικοινωνική συμπεριφορά αρκετών εξ αυτών των παιδιών ως φαινόμενο φυσικής προδιάθεσης, φυσικών καταβολών και, συνεπώς, ως πρόβλημα ανυπέρβλητο[20].

        Μέσα σ’ αυτές τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες καλούταν να γεννηθεί και να αναπτυχθεί η νέα, σοσιαλιστική παιδεία και παιδαγωγική,  με σημαίνουσα συνιστώσα  τη νέα, σοσιαλιστική ηθική.

      Αρκετοί  σοβιετικοί παιδαγωγοί (με κορυφαίους τους Ν.Κρούπσκαγια, Σ.Τ.Σάτσκι, Π.Π.Μπλόνσκι, Β.Ν.Σορόκα-Ροσίνσκι κ.α.)  καταπιάστηκαν συνειδητά με τον παραπάνω στόχο. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της  σοσιαλιστικής ηθικής αγωγής δύο από τις πλέον αξιοσημείωτες προτάσεις, οι οποίες μάλιστα ενσαρκώνουν και τις, εν μέρει, διαφορετικές εμφάσεις και προσεγγίσεις των εισηγητών τους, ανήκουν σε παιδαγωγούς – ορόσημα στην ιστορία της σοβιετικής παιδαγωγικής,   στον Α.Σ.Μακάρενκο (1888-1939), κορυφαίο σοβιετικό παιδαγωγό της προπολεμικής περιόδου, και στον Β.Α.Σουχομλίνσκι, (1918-1970),  έναν από τους πιο σημαντικούς σοβιετικούς παιδαγωγούς μετά τον πόλεμο.  Με την εξέταση των απόψεών τους θα καταπιαστούμε στη συνέχεια του κειμένου.

 

 

Η ηθική του καθήκοντος στο έργο του  Α.Σ.Μακάρενκο.

     

       Το έργο του Μακάρενκο ήταν αφιερωμένο στη δημιουργία ενός δοκιμασμένου παιδαγωγικού συστήματος, σκόπιμα προσαρμοσμένου στις ανάγκες, τις προοπτικές και τους στόχους-ιδεώδη της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

       Οι παιδαγωγικές απόψεις του Μακάρενκο είναι στενά συνυφασμένες με την παιδαγωγική του δραστηριότητα στους Παιδικούς  Εργασιακούς Σταθμούς «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ε.Ντζερζίνσκι», τρόφιμοι των οποίων ήταν μικροί παραβάτες του νόμου, παιδιά στην πλειοψηφία τους εγκαταλελειμμένα από τους γονείς τους ή χωρίς γονείς και κηδεμόνες.

        Ξεπερνώντας τεράστιες δυσκολίες, όχι μόνο επιστημονικής -παιδαγωγικής αλλά και οικονομικής καθώς και πολιτικής φύσης, ο Μακάρενκο κατάφερε μέσα στο παιδαγωγικό του έργο να διαμορφώσει και να παρουσιάσει θεωρητικά ένα σύστημα σοσιαλιστικής διαπαιδαγώγησης των νέων, το οποίο ξεπερνούσε, κατά πολύ, τα επιτεύγματα των συγχρόνων του, αλλά,  παρά το γεγονός ότι αργότερα  θεωρήθηκε θεμελιώδες για τη σοσιαλιστική παιδεία,  ποτέ δεν γνώρισε ευρεία εφαρμογή στην ΕΣΣΔ.

       Συνεπής προς το σοσιαλιστικό  ιδεώδες και το στόχο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα του   ο Μακάρενκο  καταπιάστηκε με το ζητούμενο της αλλαγής της ανθρώπινης προσωπικότητας, της διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου της νέας κοινωνίας, ενός ανθρώπου αφοσιωμένου στα συλλογικά συμφέροντα  της ανθρωπότητας και  συνειδητού οικοδόμου των νέων σχέσεων χειραφέτησης, συνεργασίας και αλληλεγγύης.

       Κομβική θέση σ’ αυτό το εγχείρημα κατείχε η καλλιέργεια στους νέους  σοσιαλιστικού φρονήματος και ήθους. Στην καλλιέργεια σοσιαλιστικού ήθους ο Μακάρενκο  έβλεπε ένα ισχυρό μέσο στράτευσης  των ανθρώπων στην  προσπάθεια  (την αφάνταστα  σκληρή και δραματική στις συνθήκες των δεκαετιών του ’20 και ’30) οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

 

 

          Ο μέγιστος σεβασμός προς τον άνθρωπο –οι μέγιστες απαιτήσεις από αυτόν.

 

        Στη θεωρία  ηθικής αγωγής του  Μακάρενκο δεσπόζει η ιδέα του μέγιστου σεβασμού προς τον άνθρωπο σε συνάρτηση με  τις  μέγιστες απαιτήσεις από αυτόν. «Η κοινωνία μας -αναφέρει ο παιδαγωγός- διαφέρει από την αστική  στο γεγονός ότι εμείς απαιτούμε από τον άνθρωπο πολύ περισσότερα απ’ ότι η αστική κοινωνία… αλλά, από την άλλη πλευρά περιβάλουμε την προσωπικότητα με πολύ μεγαλύτερο και θεμελιωδώς διαφορετικό  σεβασμό… οι απαιτήσεις μας από κάθε προσωπικότητα εκφράζουν το σεβασμό μας προς τις δυνάμεις και δυνατότητές της, ενώ στο σεβασμό μας εγγράφονται, ταυτόχρονα, οι  απαιτήσεις μας από την κάθε προσωπικότητα.»[21]. Όπως μάλιστα διευκρινίζει ο ίδιος «Οι απαιτήσεις δεν μπορεί να είναι επαμφοτερίζουσες. Θα πρέπει … να οδηγούνται μέχρι το δυνατό όριό τους.»[22].

         Ο σεβασμός  προς τα μέλη της σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί να έχει αποφατικό-απαγορευτικό περιεχόμενο, να καθορίζεται δηλαδή μόνο από αυτό που δεν πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι στις σχέσεις τους με τους άλλους. Ο σεβασμός προς τους ανθρώπους αποκτά  αυθεντικό περιεχόμενο όταν αποσκοπεί στην ανάπτυξή τους, όταν διαμέσου των απαιτήσεων της κοινωνίας  διαγράφεται για τα άτομα μια προοπτική προσπαθειών και υπερβάσεων, μια προοπτική  ανύψωσής τους  στο υψηλότερο  επίπεδο των δυνατοτήτων τους.

        Σε συνάρτηση με την καλλιέργεια ενός τέτοιου  σεβασμού προς τους συνανθρώπους ο Μακάρενκο  θεωρούσε σημαντική τη διαπαιδαγώγηση των νέων στο πνεύμα βασικών ηθικών εννοιών, όπως είναι η τιμή, η αξιοπρέπεια, το καθήκον, η υπευθυνότητα κ.α.

     Εδώ χρειάζεται να σημειώσουμε ότι ο σοβιετικός παιδαγωγός  ασκούσε δριμεία κριτική στις απόψεις των εκπροσώπων της ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ, οι οποίοι απέρριπταν οποιαδήποτε σχέση μεταξύ της  ηθικής της νέας κοινωνίας και εννοιών όπως «καθήκον» και «τιμή».

        Ο Μακάρενκο,  απαντώντας σε αυτούς που θεωρούσαν το καθήκον «στοιχείο της αστικής κοσμοαντίληψης»  και την τιμή ειδοποιό γνώρισμα του «ηθικού κώδικα των αξιωματικών», προσπαθούσε να προσδώσει στις  έννοιες αυτές νέο περιεχόμενο.  Στο έργο του Οι παιδαγωγικές μου αντιλήψεις αναφέρει ότι «η δική μας τιμιότητα απαιτεί τη θετική ενότητα μεταξύ των εργαζομένων, το σεβασμό προς κάθε εργαζόμενο, το σεβασμό προς κάθε μικρή κολεκτίβα και   προς την κολεκτίβα ολόκληρης της σοβιετικής κοινωνίας, το σεβασμό προς τους εργαζόμενους όλων των χωρών.»[23].

      Όπως προκύπτει από τα  κείμενα του Μακάρενκο, ο ίδιος για τις απόψεις του αυτές δεχόταν αυστηρή κριτική.  Σε μια επιστολή του προς τον ενθουσιώδη υποστηρικτή του έργου του, Μ.Γκόρκι, αναφέρει τα εξής: «Μας φέρνουν ένα παραμελημένο παιδί…το οποίο πρέπει να κάνουμε Άνθρωπο. Προσπαθώ να ενισχύσω την αυτοπεποίθησή του, του καλλιεργώ το αίσθημα του καθήκοντος απέναντι στον εαυτό του, απέναντι στην εργατική τάξη, απέναντι στην ανθρωπότητα. Του μιλάω για την τιμή του ανθρώπου και του εργαζομένου. Απ’ ό,τι όμως φαίνεται, τελικά όλα αυτά είναι “αίρεση”»[24].

       Η έννοια του καθήκοντος συνδέεται, στις απόψεις του Μακάρενκο,  με την ευθύνη που αναλαμβάνει ο καθένας απέναντι στη σοσιαλιστική κοινωνία να προσπαθήσει να καταστεί προσωπικότητα σοσιαλιστικού τύπου.  Στο σημείο αυτό ο σοβιετικός παιδαγωγός  ανεβάζει πολύ ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων: η διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου της σοσιαλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη συνύπαρξη στην κάθε προσωπικότητα  θετικών και αρνητικών στοιχείων, αρετών και ελαττωμάτων. Η παιδαγωγική προσπάθεια που εντάσσεται στην οικοδόμηση μιας ανώτερης –χειραφετημένης κοινωνίας θα πρέπει να αποσκοπεί στη διαμόρφωση ισχυρής προσωπικότητας, χωρίς ελαττώματα και αδυναμίες.

      Στο έργο του Κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση και συμπεριφορά ο Μακάρενκο  σχολιάζει: «Πόσο ‘άνετη’ γίνεται η ζωή όταν κάποιος συνειδητοποιεί:  έχω προτερήματα,  έχω όμως και αδυναμίες. Και κατόπιν ακολουθεί η αυτο-παρηγόρηση: αν δεν είχα αδυναμίες τότε θα επρόκειτο περί σχήματος και όχι περί ανθρώπου. Οι αδυναμίες θα πρέπει να υπάρχουν χάριν  γραφικότητας.»[25]. Αυτή όμως η στάση είναι κομφορμιστική. Ο παιδαγωγός, κατά τον Μακάρενκο, θα πρέπει να πασχίζει για την εξάλειψη των ελαττωμάτων, για τη διαρκή  ανάπτυξη των παιδαγωγούμενων.

      Με αυτή ακριβώς την αγωνιστική στάση έναντι των ελαττωμάτων και αδυναμιών, ατομικών και συλλογικών, με τη διαρκή προσπάθεια βελτίωσης όλων των ανθρώπων  συνέδεε ο Μακάρενκο  το αίσθημα της ευτυχίας.  Πίστευε ότι οι άνθρωποι  πρέπει να επιδιώκουν την ευτυχία, ότι έχουν κάθε δικαίωμα να βιώνουν το συναίσθημα της ευτυχίας.

      Βέβαια, με τη λέξη αυτή εννοεί τη συλλογική ευτυχία των ανθρώπων, σε συνάρτηση με την οποία η ατομική ευτυχία αποτελεί τη συναισθηματική έκφραση της ικανοποίησης από την αφοσίωση του ατόμου στις συλλογικές υποθέσεις, στο συλλογικό καλό. Σε κάθε ενέργεια του ατόμου θα πρέπει να εκφράζεται η σκέψη και η φροντίδα για το σύνολο, για την κοινή επιτυχία και ευτυχία.

       Η ευτυχία  (η αυθεντική ευτυχία) θα πρέπει να αποτελεί για τον άνθρωπο ηθική υποχρέωση. Η σοσιαλιστική ηθική, επισημαίνει ο Μακάρενκο, «απαιτεί από μας … να είμαστε ευτυχισμένοι άνθρωποι. Ευτυχισμένος, όμως, άνθρωπος δεν γίνεσαι κατά τύχη…θα πρέπει να γνωρίζεις πώς να γίνεις   ευτυχισμένος.»[26]. Πραγματικά ευτυχισμένος γίνεται ο άνθρωπος όταν αγωνίζεται για το συλλογικό συμφέρον, για καλό όλων των ανθρώπων, για την χειραφέτηση και την πρόοδο της ανθρωπότητας. Ηθικό  χρέος του ανθρώπου της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι η επιδίωξη μιας τέτοιας ευτυχίας.

         Η ηθική, λοιπόν, που διδάσκει ο Μακάρενκο  είναι αυτή του αγώνα για τη συλλογική ευτυχία,  για μια ευτυχία που δεν γνωρίζει περιττούς ανθρώπους και δεν κάνει εξαιρέσεις. Το πραγματικό ηθικό ανάστημα της προσωπικότητας καλλιεργείται και δοκιμάζεται με βάση τη στάση απέναντι σ’ αυτή την ευτυχία. Ως εκ τούτου, αυθεντική προσωπικότητα είναι αυτή του βιώνει την ατομική ευτυχία μέσα στον αγώνα για μια ευτυχία πανανθρώπινη-καθολική.

 

 

         Η καλλιέργεια της συλλογικότητας στην παιδική κολεκτίβα.

 

        Ο Μακάρενκο  δε διαχώριζε την ηθική αγωγή του παιδιού  από τη συνολική διαδικασία διαπαιδαγώγησης – διαμόρφωσης της προσωπικότητάς του. Φρονούσε, μάλιστα, ότι η  διαπαιδαγώγηση του παιδιού είναι αποτελεσματική όταν δεν περιορίζεται στην προετοιμασία του για κάποια μελλοντική ζωή, αλλά αποτελεί η ίδια κατάλληλα οργανωμένο τρόπο ζωής και δράσης.

        Ειρήσθω εν παρόδω, ότι στις απόψεις του αυτές εκφράζεται η ισχυρή επίδραση που άσκησαν στους σοβιετικούς παιδαγωγούς εκείνης της εποχής οι ιδέες του J.Dewey και άλλων εκπροσώπων του κινήματος της προοδευτικής εκπαίδευσης.  Βέβαια, στο έργο  του Μακάρενκο  οι ιδέες αυτές αφομοιώνονται δημιουργικά, εντασσόμενες  σε ένα νέο θεωρητικό και ιδεολογικό πλαίσιο.    

       Το παραδοσιακό σχολείο ήταν, κατά τον Μακάρενκο,  εξαιρετικά ανεπαρκές για τη διαμόρφωση μιας προσωπικότητας σοσιαλιστικού τύπου. Στην επίτευξη αυτού του στόχου καθοριστικό  ρόλο θα έπρεπε να παίξει  η κολεκτίβα, η κοινότητα – πυρήνας της νέας κοινωνίας (πολιτικού, εργασιακού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού χαρακτήρα)   στην οποία κατά συλλογικό, συνεργατικό και αυτό-διευθυντικό τρόπο θα οργανωνόταν  η ζωή των  μελών της.

       Γι’ αυτό και ο Μακάρενκο  οργάνωσε του παιδικούς Σταθμούς «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ε.Ντζερζίνσκι» ως κολεκτίβες, ως κοινότητες δομημένες από ένα  σύνολο σχέσεων συνεργασίας και αυτοδιεύθυνσης.

        Οι εν λόγω κοινότητες δεν ήταν απλώς  εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά  κοινωνικοί θεσμοί δια μέσου των οποίων αναπαραγόταν  και εκτυλισσόταν όλη η ζωή και δραστηριότητα των τροφίμων. Επρόκειτο για ιδρύματα τα οποία εκτός από εκπαιδευτικό είχαν, πρωτίστως, εργασιακό χαρακτήρα, με την έννοια της πραγματικής παραγωγικής δραστηριότητας των παιδιών στα πλαίσια αυθεντικών παραγωγικών δεσμών με άλλες επιχειρήσεις και εργασιακές κολεκτίβες της περιοχής τους. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος των εργασιακών και άλλων δραστηριοτήτων  ρυθμιζόταν  από ένα ευρύ φάσμα οργάνων συλλογικής αυτοδιεύθυνσης των παιδιών.

         Αυτό, λοιπόν, που δημιούργησε ο Μακάρενκο  στους παιδικούς Σταθμούς «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ε.Ντζερζίνσκι» ήταν κάτι που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του σχολείου. Επρόκειτο για κοινωνικούς θεσμούς όπου η μόρφωση-εκπαίδευση, η συλλογική εργασία και αυτοδιεύθυνση συγκροτούσαν ένα ενιαίο πλέγμα σοσιαλιστικών σχέσεων.

         Έτσι το μεμονωμένο άτομο έπαυε να αποτελεί στόχο ξεχωριστής παιδαγωγικής δραστηριότητας. Μάλιστα, το άτομο δε θα έπρεπε καθόλου να αισθάνεται τον εαυτό του αντικείμενο   διαπαιδαγώγησης. Αυτό που ενδιέφερε τον Μακάρενκο  ήταν η διαπαιδαγώγηση της παιδικής κοινότητας συνολικά και διαμέσου αυτής και του ξεχωριστού ατόμου.

        Ο Μακάρενκο, όμως,  αντιλαμβάνεται τον  κίνδυνο  να εγκλωβιστεί η διαπαιδαγώγηση του ατόμου στα όρια της ξεχωριστής κοινότητας με αποτέλεσμα την καλλιέργεια ενός συλλογικού εγωισμού. Κατά την άποψή του, η δραστηριότητα του παιδιού σε μια μόνο κοινότητα δεν αρκεί για  να αναπτυχθεί αυθεντική σοσιαλιστική συνείδηση. Στα πλαίσια της ξεχωριστής κοινότητας, της μεμονωμένης ομάδας,  μπορεί να διαμορφωθούν συμφέροντα και επιδιώξεις που όχι μόνο θα διαφέρουν από τα συμφέροντα και τους στόχους της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά θα έρχονται σε αντίθεση με αυτούς.

«Μια τέτοια πρωτοβάθμια κολεκτίβα …πάντα εγκυμονεί την τάση ν’ απομακρυνθεί απ’ τα συμφέροντα της κολεκτίβας του συνόλου, ν’ απομονωθεί στα δικά της συμφέροντα …Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η πρωτοβάθμια κολεκτίβα χάνει την αξία της ως κολεκτίβα …ενώ η μετάβαση στα συμφέροντα της κολεκτίβας του συνόλου καθίσταται δυσχερής.»[27].

         Έτσι ο Μακάρενκο  εισηγείται τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού διαμέσου της ταυτόχρονης συμμετοχής σε κοινότητες  διαφορετικών βαθμίδων. Οι διαφορετικές βαθμίδες δομούνται τόσο στα πλαίσια του Παιδικού Εργασιακού Σταθμού όσο και στα πλαίσια εμπλοκής του Σταθμού σε μια σειρά σχέσεων με εργοστασιακές, καλλιτεχνικές και άλλες κολεκτίβες  της σοβιετικής κοινωνίας.  Επιδίωξη του Μακάρενκο  ήταν οι τρόφιμοι των παιδικών Σταθμών «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ε.Ντζερζίνσκι» να ανέρχονται από το επίπεδο των αναγκών, συμφερόντων και στόχων της επιμέρους ομάδας, του επιμέρους εργασιακού τμήματος, της επιμέρους κοινότητας στο ύψος των αναγκών, συμφερόντων και στόχων  της σοβιετικής κοινωνίας και όλης της εργαζόμενης ανθρωπότητας.

        Αυτό που καθιστά μια ομάδα ανθρώπων αυθεντική κοινότητα συνίσταται στο ότι «Η κολεκτίβα αποτελεί τμήμα της σοβιετικής κοινωνίας, που συνδέεται οργανικά με όλες τις άλλες κολεκτίβες …Η σοβιετική κολεκτίβα  υπερασπίζεται ως ζήτημα αρχής την υπόθεση της παγκόσμιας ενότητας της εργαζόμενης ανθρωπότητας. Δεν πρόκειται απλά για μια βιοτική συνένωση ανθρώπων, αλλά για τμήμα του μετώπου μάχης της ανθρωπότητας στην εποχή της παγκόσμιας επανάστασης»[28].

        Η διαπαιδαγώγηση του ατόμου μέσα στην Παιδική Εργασιακή Κολεκτίβα και διαμέσου αυτής συνιστούσε ταυτόχρονα και ηθική αγωγή, καλλιεργούσε τη συλλογικότητα, την συντροφικότητα, την αλληλέγγυα στάση προς τους άλλους ανθρώπους.  Η συντροφικότητα θεωρούταν συνώνυμη της ηθικής σχέσης.

        Η καλλιέργεια της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης προς όλη την  εργαζόμενη ανθρωπότητα διαμόρφωνε  μια  σοσιαλιστική ηθική στάση που είχε ταυτόχρονα ταξικό και πανανθρώπινο περιεχόμενο. Ταξικό,  από τη στιγμή που η ανθρωπότητα εκλαμβανόταν ως ενότητα των εργαζομένων από την οποία αποκλείονταν οι  φορείς της ταξικής εκμετάλλευσης. Πανανθρώπινο, από τη στιγμή που η κατάργηση των τάξεων και της κοινωνικής ανισότητας γινόταν αντιληπτή ως  θεμελιώδης όρος της αυθεντικής πανανθρώπινης αδελφοσύνης.

       Στις απόψεις του Μακάρενκο  η  κομμουνιστική ηθική δεν συνιστά  ένα  ταξικά ιδιοτελές ιδεώδες,  αντίθετο  προς το πανανθρώπινο καλό. Η ταξική διάσταση  του κομμουνιστικού ιδεώδους προβάλλει ως  η  συγκεκριμένη μορφή του πανανθρώπινου καλού σε μια κοινωνία ταξικά διαιρημένη, ως η συγκεκριμένη μορφή   της πανανθρώπινης χειραφέτησης, της πανανθρώπινης ενότητας και αλληλεγγύης. 

       Αναφορικά με  την πανανθρώπινη διάσταση της κομμουνιστικής ηθικής είναι χαρακτηριστική  η δήλωση του ίδιου του   Λένιν,   ότι «…από τη σκοπιά των βασικών ιδεών του μαρξισμού, το συμφέρον της  ανάπτυξης της κοινωνίας είναι υπεράνω των συμφερόντων του προλεταριάτου.»[29]. 

       Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε και μια σημαντική διαφορά μεταξύ των  απόψεων του Μακάρενκο  και του Dewey αναφορικά με την παιδαγωγική διάσταση της εμπλοκής του σχολείου σε υποθέσεις και  δραστηριότητες του κοινωνικού περίγυρου. Ο Dewey,  ως γνωστόν, έδινε μεγάλη έμφαση στη συμβολή που μπορεί να έχει η εκπαίδευση στη διαρκή  κοινωνική πρόοδο και ως εκ τούτου, στην ανάπτυξη στενών σχέσεων μεταξύ του εκπαιδευτικού θεσμού και της κοινότητας (community). Η διαπαιδαγώγηση  των νέων θα έπρεπε, κατά τον ίδιο, να συνδέεται με την καλλιέργεια   ζωηρού ενδιαφέροντος για τις ανάγκες και τους στόχους του κοινωνικού περιβάλλοντος, για συνεργατικές προσπάθειες  προς όφελος του κοινού συμφέροντος[30].

        Όμως για τον Dewey η κοινωνική πρόοδος δε συνδέεται με τη ριζική  αντιμετώπιση και υπέρβαση των κοινωνικών αντιθέσεων. Άλλωστε,  ο Dewey, καταφάσκοντας τη σπουδαιότητα της διαρκούς κοινωνικής  εξέλιξης, δεν έκανε ποτέ αναφορά στην επίτευξη  συγκεκριμένων κοινωνικών στόχων και ιδανικών.    Η συμβολή της παιδείας στην κοινωνική πρόοδο εκλαμβανόταν από τον ίδιο ως συμμετοχή στη διόρθωση- βελτίωση- ανάπτυξη του υπάρχοντος καθεστώτος  και όχι ως συστατικό μέρος του επαναστατικού αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση της  ανθρωπότητας.

       Όταν, λοιπόν, ο  Dewey αναφέρεται στην καλλιέργεια της κοινωνικής ευθύνης, του συνεργατικού και ομαδικού πνεύματος μέσα στο σχολείο και διαμέσου  της αλληλεπίδρασης  σχολείου-κοινότητας δεν υποψιάζεται καθόλου την αντιφατικότητα των κοινοτικών σχέσεων και των συλλογικοτήτων που αναπτύσσονται ως οργανικά μέρη  της   κυρίαρχης, ανταγωνιστικής αστικής κοινωνίας. Ο Dewey αναφέρεται σε συλλογικότητες οι οποίες δεν είναι άλλες από  αυτές της γειτονιάς, του άμεσου περίγυρου, της τοπικής κοινότητας στην οποία εντάσσεται το  εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η σχέση του σχολείου με τα προβλήματα, τις αντιθέσεις, τους στόχους και τα ιδεώδη ευρύτερων κοινωνικών συνόλων και της ανθρωπότητας, εν γένει, δε διακρίνεται καθόλου στον ορίζοντα της προβληματικής του.

        Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται ο αμερικανός παιδαγωγός και αντιλαμβάνεται σαφέστατα ο Μακάρενκο  είναι ότι μια οποιαδήποτε ομάδα ή κοινότητα δε συνιστά, κατ’ ανάγκη, αυθεντική μορφή συλλογικότητας, διότι   μπορεί, απλώς, να εκφράζει στάσεις συλλογικού εγωισμού. Η αλληλεγγύη και συνεργασία στο εσωτερικό ομάδων, συλλόγων, κοινοτήτων κ.λπ. μπορεί κάλλιστα να εγγράφεται  σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων, να συνιστά τρόπο κομφορμιστικής προσαρμογής στις σχέσεις αυτές και, συνεπώς, τρόπο αναπαραγωγής τους.   

       Αναφερόμενος στο σχολείο που δεν  προετοιμάζει για τη ζωή αλλά  συνιστά πραγματική κοινωνική ζωή ο Μακάρενκο  κάνει ένα τεράστιο βήμα πέρα απ’ τις ιδέες Dewey, συνδέοντας τις όποιες μορφές κοινοτικής οργάνωσης και συλλογικής δραστηριότητας των παιδιών με την αφοσίωση  στα συμφέροντα και τους στόχους της πιο μεγάλης ανθρώπινης «κοινότητας», της εργαζόμενης ανθρωπότητας «στην περίοδο της παγκόσμιας επανάστασης.». 

        Ο Μακάρενκο, σε αντίθεση με τον Dewey,  δε θεωρεί αυταξία την ηθικο-παιδαγωγική επίδραση στους νέους μιας οποιασδήποτε ομάδας,  μιας οποιασδήποτε σχολικής ή  εργασιακής κοινότητας,   αλλά συναρτά την ηθική διάσταση των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας παιδικής κοινότητας από τη στάση που καλλιεργείται απέναντι σε ευρύτερα και τελικά πανανθρώπινα προβλήματα, ανάγκες,  ιδανικά.

        Στα πλαίσια του συστήματος ηθικής αγωγής του Μακάρενκο   ιδιαίτερη σημασία κατείχε  η συλλογική εργασιακή δραστηριότητα μέσα στην   κοινότητα[31]. Η εργασία των παιδιών λειτουργούσε ως πεδίο ηθικής αγωγής, ως πεδίο καλλιέργειας της έμπρακτης αλληλεγγύης  προς τους άλλους, της αλληλοβοήθειας, της υπευθυνότητας αλλά και της αυταπάρνησης. Ύψιστη τιμή στην κοινότητα θεωρούταν η ανάληψη και εκπλήρωση των πλέον κοπιαστικών εργασιακών καθηκόντων.   

       Εκτιμώντας ιδιαίτερα τη σημασία της συλλογικής εργασίας στην ηθική αγωγή του παιδιού ο Μακάρενκο  επισημαίνει ότι «… η εργασία στην κολεκτίβα, η εργασιακή αλληλοβοήθεια των ανθρώπων και η διαρκής αμοιβαία εργασιακή τους εξάρτηση μπορούν να διαμορφώσουν μια ορθή σχέση μεταξύ τους …Μόνο η συμμετοχή στη συλλογική εργασία επιτρέπει στον άνθρωπο ν’ αναπτύξει ορθή, ηθική στάση προς τους άλλους ανθρώπους - συγγενική αγάπη και φιλία προς τον κάθε εργαζόμενο, οργή και καταδίκη για τον ακαμάτη…»[32].

        Σ’ ένα άλλο σημείο ο Μακάρενκο  αναφέρει ότι «Η εργασιακή φροντίδα δεν είναι απλά ένας  δρόμος που οδηγεί στα μέσα διαβίωσης, αλλά είναι, επίσης,  η ηθική, η φιλοσοφία του νέου κόσμου, η σκέψη για την ενότητα των εργαζομένων και την νέα ευτυχισμένη ανθρωπότητα.»[33].

       Η εργασιακή δραστηριότητα βρίσκεται, λοιπόν,  στο επίκεντρο των θεωρητικών απόψεων και της παιδαγωγικής πρακτικής του Μακάρενκο. Έχει, όμως, σημασία να υπογραμμίσουμε ότι  επρόκειτο, κυρίως,  για την ηθική αγωγή των παιδιών και όχι, απλώς, για την καλλιέργεια  κάποιων  εργασιακών δεξιοτήτων. Η εργασία αποκτούσε ηθική διάσταση, υπολαμβανόταν ως φροντίδα για τους άλλους, ως προσφορά στη σοσιαλιστική κοινωνία, ως συμμετοχή στη συνολική προσπάθεια οικοδόμησης ενός καλύτερου μέλλοντος για όλους τους ανθρώπους. Διαμέσου της συμμετοχής των παιδιών στην εργασιακή δραστηριότητα καλλιεργούταν ο σεβασμός προς όλους τους  ανθρώπους του μόχθου, η αλληλεγγύη προς όλη την εργαζόμενη ανθρωπότητα. Και βέβαια, στους παιδικούς Σταθμούς του  Μακάρενκο, δεν ήταν η αμεσότητα των εργασιακών ενεργειών αυτή που διαπαιδαγωγούσε ηθικά τα παιδιά,  αλλά, κυρίως, ο συμμετοχικός – συλλογικός – συνεργατικός  χαρακτήρας των διευθετήσεων αναφορικά με τους στόχους,   την οργάνωση και διεκπεραίωση των διαφόρων εργασιών.

 

 

                Ελευθερία και συλλογικότητα. Το ζήτημα της πειθαρχίας.

 

      Η υπεύθυνη συμμετοχή στις δραστηριότητες της κοινότητας, στην παραγωγική  διαδικασία και στα όργανα αυτοδιαχείρισης,    η υπηρέτηση και υπεράσπιση του συλλογικού συμφέροντος αποτελούσαν το αναγκαίο πλαίσιο για την   ελεύθερη ανάπτυξη κάθε ξεχωριστής προσωπικότητας. Η ελευθερία, κατά τον Μακάρενκο,  δεν μπορεί να υπάρξει ως απομάκρυνση από τους άλλους, ως απομάκρυνση από τις υποθέσεις της κοινότητας και της κοινωνίας. Η ελευθερία του κάθε ατόμου είναι εφικτή μόνο μέσα στην κοινωνία,  υπό τον όρο ότι  αυτή η κοινωνία συνιστά κοινότητα - κολεκτίβα, εδράζεται, δηλαδή, σε σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης.

       «Η σοσιαλιστική κοινωνία είναι θεμελιωμένη στην αρχή του κολεκτιβισμού. Σ’ αυτήν   δεν πρέπει να έχει θέση  η μοναχική προσωπικότητα, άλλοτε φανταχτερή σαν το εξάνθημα  κι άλλοτε κονιορτοποιημένη σαν τη σκόνη του δρόμου, αλλά το μέλος της σοσιαλιστικής κολεκτίβας.»[34].

       Οι παραπάνω απόψεις του Μακάρενκο βρίσκονται σε αντίθεση με μια ισχυρή θεωρητική παράδοση η οποία  αρνείται κατηγορηματικά   τη συνάφεια μεταξύ  ελευθερίας και κοινωνικής ζωής, θεωρώντας την πρώτη ως αφετηριακό-μη κοινωνικό  δεδομένο της ανθρώπινης φύσης.

        Είναι γνωστή η  αντίληψη του Ρουσώ που εξιδανικεύει τον πρωτόγονο, προ-κοινωνικό άνθρωπο, δηλώνοντας   από την αρχή του Κοινωνικού Συμβολαίου ότι «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος.»[35].

        Παρόμοια είναι η άποψη του Φρόυδ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «Η ατομική ελευθερία  δεν είναι   πολιτισμικό αγαθό. Ήταν πολύ μεγάλη πριν από τον πολιτισμό…η τάση προς την ελευθερία απευθύνεται ενάντια σε ορισμένες μορφές και απαιτήσεις του πολιτισμού ή ενάντια στον πολιτισμό γενικά.»[36]. Για το Φρόυδ και τη θεωρία της ψυχανάλυσης η  κοινωνία με τους ηθικούς της κανόνες έρχεται να βάλλει φραγμούς στην αρχέγονη ελευθερία των ανθρώπινων ορμών κι έτσι λειτουργεί ως ένας εξωτερικός προς τη φύση του ατόμου  καταπιεστικός μηχανισμός.

        Την αμφισβήτηση του κοινωνικού περιεχομένου της ελευθερίας συναντάμε στις ιδέες  των εκπροσώπων του υπαρξισμού. Σύμφωνα με την περιβόητη  δήλωση του   Σαρτρ «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος»[37], ανεξαρτήτως του πλαισίου των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες εμπλέκεται. Για τη   Σιμόν ντε Μπωβουάρ  «Είναι αντιφατικό να θέτουμε την ελευθερία σαν κατάκτηση αφού είναι δοσμένη απ’ την αρχή»[38].

       Η άρνηση της σχέσης μεταξύ ελευθερίας και κοινωνικής ζωής και η αντιμετώπιση της ηθικής ως καταναγκαστικού μηχανισμού οδηγεί στην ιδέα ότι η κατάφαση της ανθρώπινης ελευθερίας συνεπάγεται την απαλλαγή από τις δεσμεύσεις της ηθικής. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Νίτσε ότι η ελευθερία βρίσκεται πέραν της ηθικής, ότι  «κυρίαρχο άτομο» είναι αυτό «που έχει απελευθερωθεί από την ηθικότητα των ηθών, αυτόνομο και υπερηθικό (γιατί το ‘αυτόνομο’ και το ‘ηθικό’ αλληλοαποκλείονται)..»[39].

       Οι ιδέες του Μακάρενκο περί ελευθερίας απηχούν την ευρύτερη μαρξιστική αντίληψη  ότι η ανθρώπινη ελευθερία δεν εγγράφεται σε μιαν αφετηριακή  φύση, δεν είναι κάτι δοσμένο εξυπαρχής, το οποίο  απλώς αποκαλύπτεται στη διαδικασία  ψυχικής-πνευματικής ανάπτυξης του παιδιού. Η ελευθερία θεωρείται ειδοποιό γνώρισμα του ανθρώπου ως προσωπικότητας, ως ατόμου που έχει αφομοιώσει τα επιτεύγματα και τις δυνατότητες της κοινωνίας,  του πολιτισμού. Η ελευθερία, συνεπώς, δεν προϋπάρχει της παιδαγωγίας αλλά αποκτάται διαμέσου αυτής, από τη στιγμή που η παιδαγωγία καθιστά τον άνθρωπο ικανό όχι μόνο να αφομοιώνει τον πολιτισμό αλλά και να τον δημιουργεί, όχι μόνο να προσαρμόζεται στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά να τις  αλλάζει και   να τις αναπτύσσει. Σε τελευταία, ανάλυση, ο ρόλος της παιδαγωγίας στην ανάπτυξη της ανθρώπινης ελευθερίας (όπως και η περίπτωση χειραγώγησης των ανθρώπων διαμέσου αυτής) εξαρτάται από το χαρακτήρα των κυρίαρχων κοινωνιών σχέσεων, από το κατά πόσο οι σχέσεις αυτές συνάδουν ή απάδουν  προς την ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε ανθρώπου.

       Σε μια κλασική ρήση τους οι Μαρξ και Ένγκελς δηλώνουν ότι «Μονάχα σε μια  κοινότητα έχει  κάθε  άτομο  τα μέσα  να καλλιεργήσει τις ικανότητές του προς όλες τις κατευθύνσεις. Μόνο μέσα στην κοινότητα, επομένως, είναι δυνατή η προσωπική ελευθερία. Στα προηγούμενα υποκατάστατα της κοινότητας, στο κράτος, κλπ, προσωπική ελευθερία υπήρχε μονάχα για τα άτομα που αναπτύσσονταν μέσα στις σχέσεις της κυρίαρχης τάξης, και μονάχα στο βαθμό που ήταν άτομα αυτής της τάξης … Στην πραγματική κοινότητα τα άτομα αποκτούν  την ελευθερία τους στην ένωσή τους και διαμέσου της ένωσής τους.»[40].

      Για τον Μακάρενκο η  διασφάλιση  της ελεύθερης ανάπτυξης του καθενός μέσα στην κοινότητα συνδέεται άμεσα με την καλλιέργεια της πειθαρχίας. Ο σοβιετικός παιδαγωγός διευκρινίζει  ότι η πειθαρχία δεν θα πρέπει να έχει απλώς ανασχετικό χαρακτήρα, να αποτρέπει δηλαδή από συγκεκριμένες πράξεις, αλλά, αντιθέτως,  θα πρέπει να συνιστά  παρώθηση, να είναι «πειθαρχία της νίκης, πειθαρχία των υπερβάσεων.»[41]. Πίστευε ότι η πειθαρχία αποτελεί   το μέσο και, ταυτόχρονα,   το ζητούμενο - το αποτέλεσμα της διαπαιδαγώγησης των νέων.

        Η αναγκαιότητα της πειθαρχίας αφορά στη   ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των μελών της κοινότητας, και, κατ’ επέκταση, μεταξύ των μελών της κοινωνίας, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να εκπληρώνει υπεύθυνα και αποτελεσματικά τα καθήκοντά  του απέναντι στους άλλους. Η πειθαρχία καλούταν να αποσοβήσει    τον κίνδυνο που εγκυμονούσε για την κοινότητα η πιθανότητα ανάπτυξης της ιδιοτέλειας και αυθαιρεσίας του ξεχωριστού ατόμου. Η πιθανότητα αυτή ήταν πάντα παρούσα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου τα καθήκοντα του ατόμου απέναντι στην  κοινότητα σχετίζονταν με τη διεκπεραίωση    δυσάρεστου, κοπιαστικού, μονότονου έργου. Ο Μακάρενκο  επισημαίνει ότι  «Όταν ο άνθρωπος χρειάζεται να κάνει κάτι ευχάριστο για τον ίδιο, το κάνει πάντα και χωρίς πειθαρχία. Πειθαρχία έχουμε τότε όταν ο άνθρωπος πράττει με ευχαρίστηση  κάτι που είναι για τον ίδιο δυσάρεστο.»[42].

        Ας σημειώσουμε εδώ ότι στους παιδικούς Σταθμούς «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ε.Ντζερζίνσκι» οι εργασιακές δραστηριότητες δεν ήταν πάντα ευχάριστες και δημιουργικές. Τουναντίον, οι τρόφιμοι καλούνταν συχνά (περισσότερο συχνά στο Σταθμό «Μ.Γκόρκι» που λειτούργησε στα πολύ δύσκολα χρόνια των αρχών του ’20)  να φέρουν σε πέρας ιδιαίτερα κοπιαστικές εργασίες, οι οποίες  ήταν, όμως, αναγκαίες για την επιβίωση, ανάπτυξη και πρόοδο της κοινότητας. 

       Η πειθαρχημένη στάση απέναντι στην εκπλήρωση δύσκολων, κοπιαστικών, δυσάρεστων καθηκόντων θεωρούταν ζήτημα ηθικής τάξεως, έμπρακτη αλληλεγγύη προς όλα τα μέλη της κοινότητας στον αγώνα για το συλλογικό καλό. Αντιθέτως, η αποφυγή διεκπεραίωσης εκλαμβανόταν ως  εκδήλωση ιδιοτέλειας και παρασιτισμού,  ως υπονόμευση του συλλογικού συμφέροντος στο όνομα του ατομικού, κάτι το οποίο έπρεπε να αποτραπεί. 

        Η πειθαρχία ήταν, επίσης,  αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η λειτουργικότητα του συστήματος αυτοδιεύθυνσης της Παιδικής Εργασιακής Κολεκτίβας. Αυτοδιεύθυνση σήμαινε ότι το κάθε μέλος της κοινότητας έπρεπε να σέβεται τις συλλογικές αποφάσεις, να εκτελεί πρόθυμα τις εντολές των διοικητικών οργάνων, αλλά και όταν εκλέγεται σε κάποια διοικητική θέση να ενεργεί σύμφωνα με  τα κοινά συμφέροντα και κανόνες. Από τη στιγμή που η αυτοδιεύθυνση της κοινότητας περιελάμβανε την εκ περιτροπής ανάληψη διοικητικών και εκτελεστικών υποχρεώσεων, η συλλογική αυτενέργεια της κοινότητας προϋπόθετε ότι το κάθε  μέλος της είναι σε θέση να διατάζει τον σύντροφό του αλλά και να υπακούει σ’ αυτόν.

        Στους παιδικούς Σταθμούς «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ντζερζίνσκι» πολλές φορές παιδιά μικρότερης ηλικίας, στα πλαίσια συγκεκριμένων καθηκόντων τους έδιναν εντολές σε παιδιά μεγαλύτερά τους. Ο Μακάρενκο  φρόντιζε ιδιαίτερα, αφενός, για την πειθαρχημένη εκπλήρωση από τα  παιδιά των ανειλημμένων διοικητικών υποχρεώσεων, και αφετέρου για την πειθαρχημένη εκτέλεση των εντολών που προέρχονταν από τα διοικητικά όργανα της κοινότητας.  Είναι σημαντικό –έλεγε- να υπακούς στο σύντροφό σου «…όχι γιατί είναι πιο δυνατός από φυσικής πλευράς,  ούτε γιατί είναι εξυπνότερος, αλλά γιατί είναι εξουσιοδοτημένος απ’ την κολεκτίβα  και ως εκ τούτου  είναι υπεύθυνος για ότι αφορά την κολεκτίβα. Αυτό αποτελεί φαινόμενο σοβιετικού τύπου.»[43].

       Η πειθαρχία, λοιπόν,  αποσκοπούσε στη  διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινότητας, στην αποτελεσματική υλοποίηση των στόχων της,  αλλά και στην  προστασία του συνόλου από την αυθαιρεσία του ξεχωριστού ατόμου.  Επιβάλλοντας την πειθαρχία η κοινότητα προστάτευε όχι μόνο τον εαυτό της, συνολικά, αλλά και το κάθε μέλος της, ξεχωριστά, του διασφάλιζε τη δυνατότητα ελεύθερης ανάπτυξης. 

        Κατά τον Μακάρενκο  η πειθαρχία είναι ιδιαίτερα σημαντική προκειμένου να υπάρχει ελευθερία, «η πειθαρχία καθορίζει την ελευθερία»[44]. Και, μάλιστα, είναι τόσο σημαντική, ώστε η παραβίασή της να επιφέρει την τιμωρία. Στους παιδικούς Σταθμούς «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ντζερζίνσκι», η Γενική Συνέλευση των παιδιών αλλά και ορισμένα διοικητικά  όργανα της κοινότητας μπορούσαν να επιβάλλουν τιμωρίες στους τροφίμους για τα παραπτώματά τους. Η πιο αυστηρή τιμωρία προέβλεπε την οριστική αποπομπή του παραβάτη από την κοινότητα. 

        Ειρήσθω εν παρόδω, ότι  η λειτουργία στο σταθμό «Φ.Ντζερζίνσκι» των αποκαλούμενων συντροφικών δικαστηρίων (τα  οποία αποτελούταν από   τέσσερις τροφίμους, εκλεγμένους για τρεις μήνες και ένα παιδαγωγό, και λειτουργούσαν με ανοικτές συνεδριάσεις) καθώς  και η γενική τακτική των τιμωριών στους Σταθμούς του Μακάρενκο  προκάλεσαν  την έντονη  αντίδραση  της Ν.Κ.Κρούπσκαγια[45].

 

 

            Η ηθική του καθήκοντος και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.

 

      Σε ό,τι αφορά  τη συνάφεια πειθαρχίας και ελευθερίας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι σχετικές απόψεις του Μακάρενκο  μας θυμίζουν   ιδέες που  είχε διατυπώσει ο  Ι.Καντ. Τον  Γερμανό φιλόσοφο απασχόλησε   αρκετά  η παιδαγωγική διάσταση της σχέσης μεταξύ πειθαρχίας και ελευθερίας. Θεωρούσε ότι  «Πειθαρχία και ελευθερία αποτελούν…τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.»[46]. Η πειθαρχία  αποσκοπεί στην ανάπτυξη της ικανότητας του ανθρώπου να αυτονομείται από την επήρεια των φυσικών του κλίσεων και την αυθαιρεσία του αυτεξούσιού του, ώστε να ενεργεί με βάση την αγαθή του βούληση  τηρώντας τον ηθικό νόμο. Η πειθαρχία και ο εξαναγκασμός καλλιεργούν την ελευθερία του ανθρώπου, ως ηθική ελευθερία, ως ικανότητα του ατόμου να πράττει αυτόβουλα το καλό[47].  Για τον Καντ ελευθερία σημαίνει   εφαρμογή του ηθικού νόμου από την αυτόνομη βούληση του ατόμου.

       Πρόκειται για μια αντίληψη περί ελευθερίας που έχει ως αφετηρία, αλλά και όριό της, το ξεχωριστό άτομο, τη συνείδηση και βούλησή του.  Η ελευθερία, κατά τον Ι.Καντ,  καθώς και η αυθεντική ηθικότητα δεν μπορούν να πηγάσουν  από  την αντικειμενική πραγματικότητα, από τις υλικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.  Πηγή  ελευθερίας και  ηθικότητας αποτελεί η συνείδηση του ξεχωριστού ατόμου και, μάλιστα, του ατόμου που αυτονομείται από κάθε τι αντικειμενικό, από κάθε αντικειμενική σχέση –εξάρτηση από  τους συνανθρώπους  και τα πράγματα.

        Αφετηρία αυτής της ελευθερίας είναι το αποξενωμένο άτομο της αστικής κοινωνίας, το οποίο είναι ελεύθερο επειδή είναι αυτόβουλα καλό, και είναι καλό επειδή ενεργεί υπακούοντας στο καθήκον, στην κατηγορική προσταγή να θεωρεί όλους τους ανθρώπους αυτοσκοπό, παραγνωρίζοντας παντελώς  το χαρακτήρα των αντικειμενικών ανθρώπινων σχέσεων, των κοινωνικών δεσμών αλλά και αντιθέσεων, των αντιφάσεων της ιστορικής εξέλιξης. 

        Πυρήνας του  ηθικού  ιδεώδους του Ι.Καντ  είναι η  ιδέα περί ανθρώπινης ισότητας. Η  ισότητα όμως αυτή   πραγματώνεται όχι ως συνέπεια κάποιων αντικειμενικών κοινωνικών αλλαγών αλλά ως απόρροια της βούλησης του ανθρώπου να πράττει το ηθικό καθήκον, να ενεργεί, δηλαδή, με γνώμονα την ιδέα της ισότητας  με τους άλλους, τον ηθικό νόμο του κοινού -ίσου μέτρου, το αξίωμα της αρμονίας μεταξύ  των προσωπικών του επιλογών και μιας ενδεχόμενης καθολικής νομοθεσίας.

        Η ηθική φιλοσοφία του Ι.Καντ είναι, κατεξοχήν, η φιλοσοφία του καθήκοντος. Σύμφωνα με τη δήλωσή του «η αναγκαιότητα να πράττω από σεβασμό για τον πρακτικό [ηθικό] νόμο είναι εκείνο που αποτελεί το καθήκον, στο οποίο πρέπει να υποχωρεί κάθε άλλο κίνητρο· γιατί το καθήκον είναι η αναγκαία συνθήκη για τη δυνατότητα μιας καθ’ εαυτήν καλής θέλησης, και μια τέτοια θέληση αξίζει περισσότερο από όλα.»[48].

        Το ζήτημα της ηθικής αγωγής που καλλιεργεί την αφοσίωση στο καθήκον  κατέχει κομβική θέση και στο έργο του Μακάρενκο.

        Κάνοντας λόγο περί καθήκοντος θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι  πρόκειται περί ηθικής έννοιας η οποία εκφράζει την «αξίωση για πράττειν κατ’ αντιστοιχία  προς το καλό, εφ’ όσον αυτό το καλό  δεν  συμπίπτει άμεσα με το στενά ατομικό όφελος.»[49]. Συνεπώς, «το καθήκον είναι μια εξωτερική αξίωση του πράττειν κατ’ αντιστοιχία με  το καλό.»[50].

        Στην περίπτωση του καθήκοντος η ηθική πράξη προβάλλει ως υποχρέωση του ατόμου έναντι της  κοινωνίας, της ομάδας αναφοράς και του ίδιου του εαυτού του. Η πράξη βάσει  του καθήκοντος προκύπτει ως «προσωπική συνειδητοποίηση της απαίτησης της κοινωνίας από τον άνθρωπο»[51], ως  αποδοχή εκ μέρους του ατόμου των προτύπων συμπεριφοράς που το κοινωνικό περιβάλλον, η κοινωνική τάξη, η ομάδα αναφοράς  προβάλλει ενώπιόν του. Ως εκ τούτου,  το καθήκον προϋποθέτει τον ενεργητικό και καθοριστικό ρόλο της κοινής γνώμης.

       Η  ηθικο-κοινωνική σημασία του καθήκοντος αποκτά την πλέον χαρακτηριστική  και, ενίοτε,  δραματική διάστασή της στις περιπτώσεις όπου η αγαθή συμπεριφορά του ανθρώπου προς τους άλλους όχι μόνο δεν συμπίπτει με το ατομικό όφελος αλλά αποβαίνει  επώδυνη και επιβλαβής  για τον ίδιο. 

        Στις απόψεις των Ι.Καντ και Μακάρενκο  περί  καθήκοντος, εκτός από σημαντική ομοιότητα μεταξύ τους (μιας και οι δύο δίνουν έμφαση  στην ηθική πράξη ως αποτέλεσμα υπακοής σε  ηθικές απαιτήσεις - προσταγές και όχι ως αποτέλεσμα εσωτερικής ανάγκης),  υπάρχει και  θεμελιώδης διαφορά. Ο Γερμανός φιλόσοφος αποσπά πλήρως το καθήκον από κάθε κοινωνικο-ιστορικό  εγχείρημα, σκοπό, ιδεώδες,  με αποτέλεσμα η δυνατότητα του  καθήκοντος να επαφίεται στην αποκλειστικά ατομική ικανότητα  της  υπαγωγής των εκάστοτε επιλογών στο αξίωμα του καθολικού-ίσου μέτρου.  Η καντιανή αντίληψη του καθήκοντος είναι δηλωτική μιας επιφυλακτικής  στάσης απέναντι στη σύγχρονη  πρωσική  κοινωνία, η οποία απείχε πολύ από την έμπρακτη  διεκδίκηση της καθολικής ισότητας, όπως έπραξε η επαναστατημένη Γαλλία. Γι’ αυτό το λόγο το πρόταγμα της ισότητας μεταξύ όλων των ανθρώπων εκφράστηκε   στην καντιανή σκέψη  ως ζήτημα αγαθής θέλησης.

        Αντιθέτως, ο Μακάρενκο  εντάσσει  την ηθική αγωγή του καθήκοντος   στο μεγαλειώδες απελευθερωτικό εγχείρημα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Για το  σοβιετικό παιδαγωγό το περιεχόμενο του καθήκοντος είναι συγκεκριμένο και κοινωνικο-ταξικά προσδιορισμένο, συντίθεται από τις απαιτήσεις που εγείρει ενώπιον του κάθε ατόμου η επαναστατημένη κοινωνία.

        Γιατί όμως οι ενέργειες και συμπεριφορές  που  συνιστούν για την αναδυόμενη σοσιαλιστική κοινωνία το  ηθικώς καλό προβάλουν στο έργο του Μακάρενκο  ως καθήκον, ως εξωτερική απαίτηση από το άτομο;     Η απάντηση στο ερώτημα αφορά στο γεγονός ότι η  ηθική του νέου χειραφετημένου κόσμου, όπως και οι νέες κοινωνικές σχέσεις, αποτελούσαν για την εποχή του το ζητούμενο, τον τελικό  στόχο που θα έπρεπε να επιτευχθεί. Η πλειονότητα  των μελών της κοινωνίας ήταν ακόμη φορέας της παλιάς ιδεολογίας και ηθικής, των παλιών κοινωνικών σχέσεων. Η έμφαση του Μακάρενκο  στην έννοια του καθήκοντος σε ό,τι αφορά την ηθική αγωγή των παιδιών ανταποκρίνεται, ακριβώς, στην αναγκαιότητα  να αποδεχτεί και να  υποστηρίξει  η νέα γενιά τις νέες κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες δεν είχαν ακόμη καταστεί κυρίαρχη πραγματικότητα και εσωτερική ανάγκη των ανθρώπων.

        Η σημασία του  καθήκοντος στη σύγχρονη του Μακάρενκο  σοβιετική κοινωνία απορρέει από τις ιδιομορφίες του συγκεκριμένου επιπέδου  των κοινωνικών αλλαγών.   Η Οκτωβριανή Επανάσταση κατάργησε σταδιακά τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις και τα κατάλοιπα των φεουδαρχικών, εξαλείφοντας, ταυτόχρονα, τις αντίστοιχες εκμεταλλευτικές τάξεις. Παρ’ όλ’ αυτά,    όμως, η σοβιετική κοινωνία της δεκαετίας του ’30 (όπως, βέβαια, και των μετέπειτα δεκαετιών) απείχε παρασάγγες από τον τελικό σκοπό της χειραφετημένης αταξικής ανθρωπότητας. 

       Η εξάλειψη της  αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας  έφερε στο προσκήνιο  διαφορετικού τύπου αντιθέσεις, οι οποίες εδράζονταν στο εσωτερικό  της ίδιας της κοινωνικής εργασίας, στην εσωτερική φύση της εργασιακής διαδικασίας, στον υποδουλωτικό καταμερισμό της εργασίας[52]. Με τον όρο «υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας»  εννοούμε τον καταμερισμό των εργαζομένων σε διαφορετικούς τομείς και θέσεις  της συνολικής εργασιακής δραστηριότητας της κοινωνίας, κατά τρόπο που, σε γενικά πλαίσια, καθιστά ανέφικτη τη μετάβαση του εργαζόμενου  από τη μια θέση στην άλλη και την άσκηση σφαιρικού ελέγχου πάνω στην παραγωγική διαδικασία, και, συνεπώς, αναπαράγει τη υπαγωγή του εργαζομένου στην  κοινωνική εργασία ως σε εξωτερική ανάγκη. Χαρακτηριστικές και καθοριστικές μορφές του υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας είναι  η διάκριση-αντίθεση  μεταξύ φυσικής και πνευματικής, εκτελεστικής και διοικητικής εργασίας. Συνυφασμένη με τον υποδουλωτικό καταμερισμό εργασίας είναι και η διατήρηση στη σοσιαλιστική κοινωνία  των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων.

        Ο Μακάρενκο  αντιλαμβανόταν ότι η κοινωνία στην οποία θα ζούσαν οι τρόφιμοι των  σταθμών «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ντζερζίνσκι» δε θα είχε ακόμη απαλλαγεί από το άχθος της εκτελεστικής, φυσικής, κοπιαστικής και  μονότονης εργασίας.  Ενός είδους   εργασίας η οποία δε θα  μπορούσε  να αποτελέσει εσωτερική ανάγκη και αυτοσκοπό του ανθρώπου[53].    

        Προκειμένου όμως να αναπτυχθεί  η σοσιαλιστική κοινωνία χιλιάδες εργαζόμενοι και για μεγάλο χρονικό διάστημα έπρεπε να καταπιαστούν με αυτό ακριβώς το είδος  εργασίας. Αλλά από τη στιγμή που η φυσική, κοπιαστική, μονότονη εργασία  δεν ήταν δυνατό  να αποτελέσει εσωτερική ανάγκη των ανθρώπων,  για την εκτέλεσή της, και μάλιστα για την υπεύθυνη και αποτελεσματική εκτέλεσή της,   εξωτερικά κίνητρα και μηχανισμοί,  όπως οι υλικές - χρηματικές απολαβές και τα διοικητικά μέτρα πειθαναγκασμού, διατηρούσαν ένα αναγκαίο και σημαντικό ιστορικό ρόλο.

        Υπήρχε όμως και ένας άλλος τρόπος, με την ανάδειξη του οποίου ασχολήθηκε ο Μακάρενκο.  Ήταν η διεκπεραίωση εκτελεστικής, φυσικής, κοπιαστικής  εργασίας  ως συνειδητή εκπλήρωση του καθήκοντος απέναντι στη σοσιαλιστική κοινωνία.  Η ηθική αγωγή που εισηγούταν ο Μακάρενκο,  η οποία  εστίαζε στην καλλιέργεια της αφοσίωσης στο καθήκον, αποσκοπούσε στη διαπαιδαγώγηση ανθρώπων ικανών να υλοποιήσουν αυτόβουλα,  πειθαρχημένα κι αποτελεσματικά σκληρή, κοπιαστική κι ενίοτε επικίνδυνη εργασία,  όχι για ιδιοτελείς σκοπούς αλλά για τη συλλογική πρόοδο κι ευημερία.

        Το πρότυπο, λοιπόν, της σοσιαλιστικής παιδείας που κατά τον Μακάρενκο  ανταποκρινόταν  στις ανάγκες της εποχής του, ήταν  αυτό του σοβιετικού εργαζομένου, ο οποίος θα διέθετε καλές τεχνικο-επαγγελματικές γνώσεις, βαθιά  πολιτική κατάρτιση και ισχυρό ηθικό φρόνημα, με προεξάρχουσα την ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να εκπληρώνει υπεύθυνα το καθήκον του απέναντι στη σοσιαλιστική κοινωνία.

        Στο καθήκον όμως η ηθική πράξη δεν παύει να υφίσταται  ως εξωτερική απαίτηση ενεργειών που συνάδουν προς το καλό, ως αποδοχή εκ μέρους του ατόμου των απαιτήσεων  που εγείρει η κοινωνική ομάδα, η τάξη, η κοινωνία συνολικά. Αποδοχή του καθήκοντος σημαίνει, εν πολλοίς, αποδοχή της κοινής γνώμης.

        Βέβαια, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της κοινής γνώμης που διαμορφώνεται στα πλαίσια μιας αυτοδιευθυνόμενης σοσιαλιστικής εργασιακής κοινότητας και αυτής που διαμορφώνεται μέσα σε μια κοινότητα ιδιωτών-ιδιοκτητών και αποξενωμένων  εμπορευματοπαραγωγών. Η κοινή γνώμη  της  κοινότητας για την οποία κάνει λόγο ο Μακάρενκο  διαφέρει τα μέγιστα από  την κοινή γνώμη επιδερμικών, χρησιμοθηρικών  και αλλοτριωτικών κοινωνικών  συσσωματώσεων που γεννούν τον χαϊντεγκεριανό «Man», τον μέσο, τυποποιημένο  κομφορμιστή  άνθρωπο, το έρμαιο  της καθημερινότητας[54].

        Ο Μακάρενκο αναφέρεται στην κοινή γνώμη που υπερασπίζεται σχέσεις συλλογικότητας και αλληλεγγύης, που διασφαλίζει την ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός, ως προϋπόθεση για την  ελεύθερη ανάπτυξη όλων.

        Σε κάθε, όμως, περίπτωση, το καθήκον αφορά σε ηθική πράξη η οποία προβάλλει ως εξωτερική απαίτηση, ως, τρόπον τινά, εξαναγκασμός του ατόμου, έστω κι αν  το άτομο συνειδητά- αυτόβουλα  εξαναγκάζει τον εαυτό του σε ηθικές πράξεις. Μια τέτοια στάση μέσα στη σοσιαλιστική κοινωνία  ενέχει πάντα την  πιθανότητα της καλλιέργειας του κομφορμισμού, της ανάπτυξης της συνήθειας να υπακούει το άτομο, αυτόβουλα, σε οτιδήποτε προέρχεται από την κοινή γνώμη, από την κοινωνία, θεωρώντας αφηρημένα κάθε προσταγή της σοσιαλιστικής  κοινωνίας αυταξία.

        Η ένδοξη αλλά και δραματική εμπειρία της  οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ καταμαρτυρεί το γεγονός ότι η ηθική του σοσιαλιστικού καθήκοντος μπορεί, αφενός, να κινητοποιήσει χιλιάδες ανθρώπους σε πράξεις  αυταπάρνησης και ηρωισμού για τη συλλογική πρόοδο και ευτυχία, όπως μπορεί, αφετέρου, να γεννήσει μια κομφορμιστική στάση απέναντι στην ίδια τη σοσιαλιστική κοινωνία, η οποία στα πλαίσια της ηθικής του  καθήκοντος  εκλαμβάνεται ως αυταξία, τουτέστιν ως δεδομένη. Έτσι, όμως, περιορίζεται η δυνατότητα  συνειδητοποίησης των εγγενών αντιφάσεων της σοσιαλιστικής κοινωνίας και η προσπάθεια επίλυσής τους στην κατεύθυνση   της ανάπτυξης-ωρίμανσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.  

 

 

Ο Β.Α.Σουχομλίνσκι και η αγωγή  του ηθικού συναισθήματος.

 

       Ο Σουχομλίνσκι υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς σοβιετικούς παιδαγωγούς της μεταπολεμικής περιόδου. Ως διευθυντής του αγροτικού σχολείου Srednaja pavlyshkaja shkola προσπάθησε (εν πολλοίς στο πνεύμα των ιδεών  του Μακάρενκο) να συνδέσει σε μια ενιαία παιδαγωγική διαδικασία  την παραδοσιακή διδασκαλία γνώσεων με τη συστηματική φροντίδα για τη σωματική υγεία και ανάπτυξη των παιδιών,   την πολύμορφη  δημιουργική  εργασιακή δραστηριότητα,   και  την οργανωμένη και συστηματική μόρφωση των γονέων πάνω σε παιδαγωγικά ζητήματα. Στο παιδαγωγικό  έργο του Σουχομλίνσκι, στο σχολείο του ουκρανικού χωριού Παβλίς,  υπήρξαν πολλά πρωτοποριακά εγχειρήματα στα οποία δεν μπορούμε να αναφερθούμε στο παρόν κείμενο. Αυτό που μας ενδιαφέρει  είναι οι απόψεις του Σουχομλίνσκι περί ηθικής και ηθικής αγωγής.

        Το ηθικό ανάστημα της προσωπικότητας είναι ένα ζήτημα που διαρκώς απασχολούσε τον Σουχομλίνσκι. Όπως δήλωνε ο ίδιος «Δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε πιο περίπλοκο και πιο πλούσιο από την ανθρώπινη προσωπικότητα. Η πολύπλευρη ανάπτυξή της, η ηθική της τελειότητα συνιστούν το σκοπό της κομμουνιστικής παιδείας.»[55].

       Ο σοβιετικός παιδαγωγός φρονούσε ότι η ηθική αγωγή ως στοιχείο της σοσιαλιστικής παιδείας θα πρέπει να ξεκινά από πολύ νωρίς και να έχει έμπρακτο χαρακτήρα, να διαμορφώνει εμπειρία ηθικής συμπεριφοράς. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της μόρφωσης των παιδιών αναφορικά με το τι εστί καλό και κακό, της γνωριμίας τους με το προσωπικό παράδειγμα ανθρώπων  που διακρίθηκαν για το   υψηλό ηθικό τους φρόνημα (όπως ήταν οι εξέχουσες μορφές του αγώνα των λαών για κοινωνική χειραφέτηση),    ο Σουχομλίνσκι απορρίπτει κατηγορηματικά την ηθικολογία. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να αποκτήσει ο μαθητής ηθική κουλτούρα, ένα σύνολο συνηθειών ηθικής συμπεριφοράς, ήθος.

       Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία παίζει η αγωγή των συναισθημάτων. «Τα συναισθήματα είναι το αίμα, το σώμα, η καρδιά των ηθικών πεποιθήσεων…χωρίς συναισθήματα η  ηθικότητα μετατρέπεται σε σύνολο ξερών, άχρωμων λέξεων ικανών να διαπαιδαγωγήσουν υποκριτές.»[56]. Σκοπός αυτής της αγωγής είναι να μάθει  στους νέους   να πράττουν   το καλό όχι για να κερδίσουν επαίνους και επιβραβεύσεις (οι έπαινοι δεν αποτελούν, κατά τον Σουχομλίνσκι, ασφαλές μέσο ηθικής αγωγής),  αλλά γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο   θα αισθανθούν πραγματική χαρά και ευτυχία.

       Η αγωγή των συναισθημάτων δημιουργεί την εσωτερική επιθυμία και ετοιμότητα των ανθρώπων να πράττουν το καλό, αλλά και να ελέγχουν άμεσα τις πράξεις τους από τη σκοπιά της ηθικής. Όπως επισημαίνει ο Σουχομλίνσκι «Το επανειλημμένα   βιωμένο συναίσθημα της χαράς που συνοδεύει τις αγαθές πράξεις στην παιδική ηλικία μετατρέπεται με τον καιρό σε φωνή της συνείδησης…»[57]. 

       Ο σοβιετικός παιδαγωγός θεωρεί ότι το έλλειμμα αγωγής των συναισθημάτων αποτελεί την πηγή του παιδικού εγωισμού, ενώ καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την ηθική αγωγή, εν γένει,  και, κυρίως,  τη διαμόρφωση ηθικών πεποιθήσεων και ιδανικών στην εφηβεία. Γι’ αυτό το λόγο η καλλιέργεια του ηθικού συναισθήματος  θα πρέπει να αρχίσει από μικρή ηλικία.

       Το γεγονός ότι τα  μικρά παιδιά δεν είναι  σε θέση να κατανοούν σε βάθος τα ηθικά ζητήματα δεν αποτελεί εμπόδιο. Αυτό που έχει σημασία είναι να τους δοθεί η δυνατότητα να αισθανθούν - να βιώσουν την ομορφιά και τη χαρά της καλοσύνης και της αλληλεγγύης προς το συνάνθρωπο.  Όταν ο άνθρωπος βιώνει τη χαρά από τις πράξεις καλοσύνης και αλληλεγγύης και αποκτά εμπειρία και ετοιμότητα για τέτοιες πράξεις τότε τίθενται τα θεμέλια της ηθικότητας. 

       Για το σκοπό αυτό θα πρέπει η σχολική ζωή να μην περιορίζεται σε διδασκαλία γνώσεων παρά να εκτυλίσσεται ως πολύμορφη συλλογική δημιουργική  δραστηριότητα, πρωτίστως εργασιακή[58] Διαμέσου της  εργασιακής δραστηριότητας τα παιδιά μάθαιναν να φροντίζουν το χώρο που τους περιβάλλει, να διαμορφώνουν, να συντηρούν, να προστατεύουν και να  βελτιώνουν τόσο το τεχνητό (κτήρια, εργαλεία, εξοπλισμός) όσο και το φυσικό περιβάλλον (έδαφος, φυτά και ζώα)  του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Η φροντίδα για τα πράγματα και το περιβάλλον αποκτούσε ηθική διάσταση από τη στιγμή που θεωρούταν φροντίδα για το χώρο στον οποίο υλοποιείται η εργασιακή δραστηριότητα  των συντρόφων   και στον οποίο ικανοποιούνται οι  ανάγκες των  παιδιών.

       Ο Σουχομλίνσκι θεωρούσε ότι η κοινωνική και ηθική πρόοδος της ανθρωπότητας εξαρτάται από τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την κοινωνική εργασία. Κατά την άποψή του «Η κομμουνιστική αρχή της εργασίας συνίσταται, σε τελευταία ανάλυση, όχι στην τεχνική, αλλά στον άνθρωπο, στα ιδεώδη και τις επιδιώξεις του, στους στόχους που υλοποιεί με την ανιδιοτελή εθελοντική εργασία του.»[59]. Γι’ αυτό και   φρόντιζε ώστε οι  μαθητές του Παβλίς  να μάθουν να αγαπούν την εργασία, να νιώθουν χαρά για την εργασία που αφιερώνουν εθελοντικά στο κοινωνικό σύνολο. 

       Ο Σουχομλίνσκι πίστευε ότι μόνο όταν τα παιδιά μάθουν να σέβονται την ανθρώπινη εργασία και τα δημιουργήματά της, θα μάθουν να σέβονται τον άνθρωπο ως εργαζόμενο και δημιουργό και, τοιουτοτρόπως, να σέβονται τον άνθρωπο εν γένει.

       Η ηθική διάσταση της εργασιακής αγωγής στο σχολείο του Παβλίς είχε πολλές μορφές.  Εκδηλωνόταν σε μακροπρόθεσμα  εγχειρήματα, όπως ήταν, φερ’ ειπείν, η μετατροπή (με την εργασία των παιδιών βάσει μεθόδου που εκπόνησαν από κοινού μαθητές και εκπαιδευτικοί) μιας μεγάλης χέρσας έκτασης του τοπικού αγροτικού συνεταιρισμού (κολχόζ) σε εύφορη, κάτι που θεωρούταν έμπρακτη  συμβολή των παιδιών στην ανάπτυξη της συλλογικής-σοσιαλιστικής περιουσίας των κατοίκων του χωριού. Εκδηλωνόταν, επίσης,  σε δραστηριότητες  φροντίδας για  κάθε ζωντανό πλάσμα, όπως ήταν η δημιουργία και λειτουργία από τους μαθητές θεραπευτηρίου για πουλιά που πάγωναν το Χειμώνα και χώρου για τη στέγαση και περίθαλψη  τραυματισμένων ζώων.

       Κομβικό όμως ζήτημα αποτελούσε  η καλλιέργεια της καθημερινής αλληλεγγύης προς  τους  ανθρώπους, της καθημερινής φροντίδας για τους άλλους. Αποδέκτες αυτής της φροντίδας μπορούσαν να γίνουν  όλοι οι άνθρωποι του κοινωνικού περίγυρου, αλλά, πρωτίστως,  όσοι είχαν αυξημένη ανάγκη από ανθρώπινη στοργή και  αλληλεγγύη, όπως τα παιδιά που αντιμετώπιζαν οικογενειακά προβλήματα ή προβλήματα υγείας, οι άνθρωποι που ζούσαν μόνοι τους  γιατί είχαν χάσει τους δικούς τους, οι ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους.  Οι μαθητές του Παβλίς επισκέπτονταν αυτά τα άτομα και πάσχιζαν με κάθε τρόπο να τα βοηθήσουν.

       Ο Σουχομλίνσκι έκρινε αναγκαίο να αναπτύξει ο κάθε μαθητής το συναίσθημα  προσωπικής ευθύνης και ενδιαφέροντος για τους ανθρώπους που υποφέρουν και δυστυχούν, την ετοιμότητα να μοιραστεί τα προβλήματά τους.  «Προσπαθούμε –έλεγε– να αφυπνίσουμε,  ήδη στα πιο μικρά παιδιά, το συναίσθημα του ανησυχίας  για την τύχη του συντρόφου, να τα μάθουμε να εκλαμβάνουν  την κακοτυχία του ως κακοτυχία όλης της κοινότητας. Η καλλιέργεια του κολεκτιβιστικού συναισθήματος της αλληλεγγύης και της ετοιμότητας για αλληλοβοήθεια αποτελεί την πλέον σημαντική προϋπόθεση  αποτροπής του εγωισμού.»[60].

       Στο σχολείο του Παβλίς κανένας μαθητής δεν έπρεπε να αισθάνεται ότι είναι μόνος και αβοήθητος μπροστά στις οποιεσδήποτε δυσκολίες.  «Αν εσύ  μπορείς και ο σύντροφός σου δεν μπορεί, τότε  δίδαξε  το σύντροφό σου.»[61] - αυτό το ηθικό αξίωμα διέπνεε όλες τις δραστηριότητες μέσα στο σχολείο. Σε όλους τους χώρους εργασίας, σε όλα  ερευνητικά και παραγωγικά εργαστήρια  υπήρχαν  ειδικοί χώροι για παροχή συμβουλών και γενικά για    αλληλοβοήθεια μεταξύ των μαθητών.

        Ο  Σουχομλίνσκι, όπως και ο Μακάρενκο,  δε συμπαθούσε την ιδέα περί ανέμελης  παιδικής ηλικίας. Επιθυμούσε τα παιδιά να γνωρίζουν τις δυσκολίες της ζωής και να αναπτύσσουν  ενεργητική-αγωνιστική στάση  απέναντί τους. Όπως δήλωνε με καυστικό τρόπο,  «Συμβαίνει, ενίοτε,  η μητέρα να προσπαθεί να απομακρύνει την προσοχή του παιδιού από κάθε τι δυσάρεστο και θλιβερό, φροντίζοντας να μη χυθεί ούτε μια σταγόνα από τη γεμάτη κούπα της ευτυχίας του. Αυτό συνιστά, καταφανώς, σχολείο  εγωισμού.  Μην  απομακρύνετε τα παιδιά από τις δυσάρεστες πλευρές της ανθρώπινης ζωής. Ας γνωρίζουν ότι στη ζωή μας υπάρχει όχι μόνο η χαρά αλλά και η θλίψη.  Ας αγγίξει η θλίψη των άλλων  ανθρώπων την καρδιά του παιδιού.»[62].

         Τα παραπάνω μας θυμίζουν την ένσταση  του υπαρξισμού κατά   της μόρφωσης η οποία αγνοεί τις αντιφάσεις και αντιξοότητες της ζωής  και υποτιμά  τη σημασία τους για την αυτοεπιβεβαίωση του ατόμου,  την  απόκτηση αυτογνωσίας και  ηθικής ωριμότητας. Η ένσταση αυτή καταλήγει στον κατηγορηματικό ισχυρισμό ότι «Η “μόρφωση για την ευτυχία” αποτελεί μια επικίνδυνη θεωρία»[63].

        Στην περίπτωση, όμως, του  Σουχομλίνσκι, η προετοιμασία των παιδιών για την αντιμετώπιση των αντιφάσεων της ζωής εγγράφεται σε μιαν αντίληψη για τον άνθρωπο και τις σχέσεις του με τους άλλους θεμελιωδώς διαφορετική από αυτή του υπαρξισμού. Αν οι υπαρξιστές  εκκινούν  από την απαισιόδοξη άποψη ότι  οι άλλοι αποτελούν  το όριο της ελευθερίας και αυθεντικότητας του ατόμου[64]   και ότι η αυτοεπιβεβαίωσή του συνίσταται στη μοναχική αντιμετώπιση των κρισιακών – οριακών καταστάσεων,  ο  σοβιετικός  παιδαγωγός διακατέχεται από την αισιόδοξη πεποίθηση ότι είναι εφικτή σε μια σοσιαλιστική κοινωνία η ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας, συντροφικότητας και αλληλεγγύης, και ως εκτούτου, η πραγμάτωση της αυθεντικής ελευθερίας του ανθρώπου.

        Η απόρριψη από τον Σουχομλίνσκι της ιδέας περί ανέμελης παιδικής ηλικίας ουδόλως σήμαινε ότι εμφορούταν από μιαν ηθική του ασκητισμού, από την εξιδανίκευση της δοκιμασίας, των στερήσεων και της αυτοταπείνωσης της προσωπικότητας. Αντιθέτως, εργαζόταν, όπως και ο Μακάρενκο,  για την καλλιέργεια στους νέους μιας ηθικής της ευτυχίας. Πίστευε ότι οι  νέοι θα πρέπει να διδαχτούν πώς να δημιουργούν και να  απολαμβάνουν  τη χαρά και ευτυχία της ζωής.

        Η αυθεντική  χαρά και ευτυχία ερμηνευόταν από τον Σουχομλίνσκι στο πνεύμα του ιδεώδους της χειραφετημένης κομμουνιστικής  κοινωνίας.   Σε μια σπουδαία διατύπωσή του αναφέρει ότι «Ο κομμουνισμός είναι πρώτα απ’ όλα η ευτυχία, η χαρά όλων των ανθρώπων. Αγωνιζόμαστε ώστε κανένας να μην προσπαθεί να εγκλωβίσει την ευτυχία στη δικιά του γωνιά, να μην την περιφράσσει με ψηλό φράχτη…αλλά να τη δημιουργεί από κοινού με τους άλλους ανθρώπους, να την αναζητεί στις σχέσεις με τους συντρόφους του, να την ανακαλύπτει στη συλλογική εργασία.»[65].   

       Καθοριστικό ρόλο στην ηθική αγωγή των νέων, όπως και στη διαπαιδαγώγησή τους, εν γένει, παίζει η μορφή του εκπαιδευτικού. Ο εκπαιδευτικός ως προσωπικότητα θα πρέπει να αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα, να χαίρει υψηλού κύρους και σεβασμού μεταξύ των παιδιών και να ασκεί καταλυτική επιρροή επάνω τους.

       Ο Σουχομλίνσκι έχει υπ’ όψη  ένα πρότυπο εκπαιδευτικού – παιδαγωγού ο οποίος διαθέτει  εξαιρετικές γνώσεις, ικανότητες και ψυχικά χαρίσματα. Ο ίδιος, ως διευθυντής του σχολείου του Παβλίς έδινε μεγάλη έμφαση στην πολύπλευρη ανάπτυξη των μελών του εκπαιδευτικού προσωπικού, τα οποία ως επιστήμονες και παιδαγωγοί ξεπερνούσαν κατά πολύ το μέσο όρο των εκπαιδευτικών της τότε ΕΣΣΔ.

       Η έμφαση στο ρόλο του εκπαιδευτικού εκκινούσε από την άποψη του Σουχομλίνσκι ότι ο συγκροτημένος λόγος ενός ανθρώπου υψηλού κύρους έχει τεράστια παιδαγωγική ισχύ. Ο λόγος του καταξιωμένου δασκάλου όταν είναι σαφής, τεκμηριωμένος και διακρίνεται από ποικίλες  συναισθηματικές αποχρώσεις επενεργεί άμεσα στην παιδική ψυχή, ριζώνει στη συνείδηση  και κινητοποιεί όλες τις εσωτερικές δυνάμεις που εμπλέκονται στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη του παιδιού.

        Ιδιαίτερη σημασία για τον Σουχομλίνσκι έχει η συναισθηματική πλευρά της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι σε θέση να αισθάνεται, να διαισθάνεται και να κατανοεί βαθιά τη συναισθηματική κατάσταση των παιδιών. Θα πρέπει να μπορεί να μοιράζεται τα συναισθήματα των παιδιών και να ανταποκρίνεται σ’ αυτά με τον κατάλληλο τρόπο. Γι’ αυτό  το λόγο ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι άνθρωπος  με καλλιεργημένο και πλούσιο συναισθηματικό κόσμο. «Ο αυθεντικός παιδαγωγός -υπογραμμίζει ο Σουχομλίνσκι-  είναι άνθρωπος μεγάλου φάσματος συναισθημάτων.»[66].

       Η αμεσότητα της συναισθηματικής επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης μεταξύ δασκάλου και μαθητών θεωρούταν από τον σοβιετικό παιδαγωγό συνώνυμο της ειλικρίνειας και της αλήθειας. Οι μαθητές όπως και ο δάσκαλος έπρεπε να εκφράζουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους έχοντας τη βεβαιότητα ότι αυτά θα γίνουν αντιληπτά και κατανοητά. Πάνω σ’ αυτή την ειλικρίνεια των συναισθημάτων οικοδομούταν η αμοιβαία  εμπιστοσύνη, η οποία με τη σειρά της διασφάλιζε αγαθές –ηθικές σχέσεις μεταξύ δασκάλου και μαθητών.

       Ειρήσθω εν παρόδω, ότι για τη συναισθηματική επικοινωνία, αλλά και την αγωγή των συναισθημάτων εν γένει, πολύ συχνά χρησιμοποιούταν οι εικόνες της φύσης. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι πάρα πολλές φορές η συγγραφή εκθέσεων καθώς και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες  συνδυάζονταν με   εκδρομές στην ύπαιθρο, με τη θέαση και τη συγκινησιακή βίωση του πλούτου των χρωματισμών και καταστάσεων του φυσικού μικρόκοσμου (της αποκαλούμενης απ’ τον Σουχομλίνσκι  «μικρής πατρίδας») στον οποίο ζούσαν οι μαθητές,: του ηλιόλουστου πρωινού, του συννεφιασμένου τοπίου, της φθινοπωρινής βροχής, του ανοιξιάτικου λιβαδιού, του καλοκαιρινού δειλινού κ.λ.π.

       Ο Σουχομλίνσκι δικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί παιδαγωγός των συναισθημάτων. Καλλιεργώντας τα συναισθήματα και την ευσυγκινησία των παιδιών επιθυμούσε να διαπαιδαγωγήσει ανθρώπους ευαίσθητους, ικανούς να αγαπούν και να φροντίζουν οτιδήποτε συνθέτει τον κόσμο τους και, πρωτίστως, να αγαπούν  τους ίδιους τους ανθρώπους.

 

 

Μερικά συμπεράσματα.

 

        Μπορούμε  να διαπιστώσουμε ότι, ενώ στις απόψεις του Μακάρενκο περί ηθικής και ηθικής αγωγής κεντρική θέση κατέχει  το καθήκον, στις αντίστοιχες  του Σουχομλίνσκι κυριαρχεί η ηθικότητα βάσει του ηθικού συναισθήματος, δηλαδή το ηθικώς πράττειν όχι ως εξωτερική απαίτηση αλλά ως εσωτερική-συναισθηματική  ανάγκη του ανθρώπου.

      Η σημαντική αυτή διαφορά εξηγείται αν λάβουμε υπόψη τις διαφορετικές ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες στις οποίες έζησαν κι εργάστηκαν οι δύο παιδαγωγοί, καθώς και τους διαφορετικούς αποδέκτες του παιδαγωγικού τους έργου.  Το εγχείρημα του  Μακάρενκο  στους παιδικούς σταθμούς «Μ.Γκόρκι» και «Φ.Ε.Ντζερζίνσκι» συνέπεσε με τις εξαιρετικά δύσκολες δεκαετίες του ’20 και ’30 και αφορούσε παιδιά που είχαν ήδη γνωρίσει τις πιο σκληρές πλευρές της ζωής, διαμορφώνοντας, κατά συνέπεια, εχθρικά  συναισθήματα  για τους ανθρώπους. Για  τα παιδιά αυτά (όπως και για την πλειοψηφία των ανθρώπων εκείνης της εποχής)  η σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση είχε το χαρακτήρα της αναμόρφωσης, στα πλαίσια της οποίας η νέα  ηθική πρόβαλλε ως καθήκον, ως εξωτερική απαίτηση της νέας κοινωνίας από το κάθε ξεχωριστό άτομο.  

         Οι σοβιετικοί θεωρητικοί που αμφισβητούσαν τη σημασία και το ρόλο του καθήκοντος στη σοβιετική κοινωνία και παιδεία, είχαν υπόψη, όπως είδαμε, το ειδοποιό του καθήκοντος στοιχείο της εξωτερικής απαίτησης και του εξαναγκασμού. Αυτή, όμως, η αρνητική στάση απέναντι στην  έννοια του  καθήκοντος εδραζόταν σε μιαν απλουστευτική άποψη περί απόλυτης ταύτισης συμφερόντων μεταξύ των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ως συνέπεια της οποίας έπρεπε η ηθική να χάσει το ρυθμιστικό της ρόλο και η ηθική αγωγή να αντικατασταθεί από τη διδασκαλία τεχνικών κανόνων  επιτυχούς δραστηριότητας. 

       Άποψή μας είναι ότι από τη στιγμή  που «τα υλικά συμφέροντα των ατόμων ως ατόμων, ακόμη και στην περίπτωση που  είναι όμοια για όλα τα άτομα, ποτέ δεν μπορούν να αναχθούν πλήρως στα υλικά συμφέροντα της κοινωνίας ως ολότητας»[67] και, συνεπώς,  θα υπάρχει πάντα, ακόμη και στην περίπτωση μιας πιθανής σοσιαλιστικής  κοινωνίας του μέλλοντος, η δυνατότητα και πιθανότητα κακόβουλων πράξεων, (έστω κι αν αυτή η δυνατότητα θα είναι διαφορετικής κλίμακας και φύσης από την αντίστοιχη της ταξικής κοινωνίας), η ηθική αγωγή του  καθήκοντος ως καλλιέργεια της ετοιμότητας και ικανότητας  του ατόμου  να ενεργεί βάσει και εξωτερικών ηθικών   απαιτήσεων, βάσει της  απαίτησης της κοινωνίας από το άτομο ενεργειών που συνάδουν προς το γενικό καλό, θα αποτελεί οργανικό μέρος κάθε παιδείας  που υπηρετεί την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Από αυτή τη σκοπιά, οι ιδέες του Μακάρενκο  περί  ηθικής αγωγής του καθήκοντος έχουν μια διαχρονική σημασία.

      Σε ό,τι αφορά την αντιφατικότητα της ηθικής του καθήκοντος αυτή αποτελεί πρόβλημα   που ξεπερνά τα όρια της ηθικής μορφής της συνείδησης και της συνείδησης, εν γένει. Ο κίνδυνος του κομφορμισμού που ενέχει η ηθική του καθήκοντος, παραπέμπει τελικά στον τρόπο που συγκροτείται ιστορικά η σχέση ατόμου  και κοινωνίας, ατομικού και συλλογικού συμφέροντος. Αφορά, με άλλα λόγια,    στο περιεχόμενο των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, στο κατά πόσο αυτές αποτελούν σχέσεις χειραγώγησης των ανθρώπων ή, αντιθέτως, ευνοούν τη διαμόρφωση χειραφετημένων προσωπικοτήτων.  

       Προκειμένου, τώρα, να κατανοήσουμε τις απόψεις του  Σουχομλίνσκι, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι  αυτές διαμορφώθηκαν στα πλαίσια του παιδαγωγικού του έργου  στο σχολείο του Παβλίς, κατά  τη μεταπολεμική περίοδο 1947-1970. Στο ουκρανικό χωριό οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ήταν πολύ στενές. Τα  παιδιά από μικρή ηλικία βίωναν, στην πλειοψηφία τους, τη στοργή και την φροντίδα των ενηλίκων, γνώριζαν την αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια μεταξύ των ανθρώπων. Τα βιώματα αυτά της καθημερινότητας  διευκόλυναν σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη του ηθικού συναισθήματος μέσα στο σχολείο. Στις συγκεκριμένες συνθήκες της μικρής κοινωνίας   του Παβλίς η καλλιέργεια μέσα στο  σχολείο της καλοσύνης, ως εσωτερικής-συναισθηματικής  ανάγκης, ήταν εφικτή χωρίς να έρχεται   σε αντίθεση με τις κοινωνικές σχέσεις του άμεσου περιβάλλοντος.

       Η έμφαση που δίνει ο Σουχομλίνσκι στην καλλιέργεια του ηθικού συναισθήματος αγγίζει τη βαθύτερη πλευρά της ηθικής αγωγής, τη διαπαιδαγώγηση δηλαδή ανθρώπων έτοιμων πάντα για πράξεις καλοσύνης προς τους άλλους, ως συνέπεια της άμεσης παρώθησης των συναισθημάτων τους. Οι άνθρωποι που διαπαιδαγωγήθηκαν να αισθάνονται ευχαρίστηση πράττοντας το καλό διακατέχονται πλέον από μια μόνιμη εσωτερική ανάγκη για  εκδήλωση αλληλεγγύης και φροντίδας προς τους συνανθρώπους, από μια μόνιμη προδιάθεση για πράξεις καλοσύνης.  Ο Σουχομλίνσκι είχε την άποψη ότι στη βάση της καλλιέργειας αυτής της σταθερής συναισθηματικής ανάγκης για πράξεις καλοσύνης, είναι  κατόπιν  δυνατό να διαμορφωθούν στη συνείδηση του ανθρώπου ακλόνητες ηθικές πεποιθήσεις και ιδεώδη. 

        Στην περίπτωση που ο άνθρωπος πράττει το καλό υπακούοντας στο καθήκον η ηθική συμπεριφορά προκύπτει  περισσότερο ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης επιλογής και όχι ως εκδήλωση μόνιμης εσωτερικής προδιάθεσης. Οι πράξεις βάσει του καθήκοντος ενέχουν την αντιμετώπιση διλημματικών καταστάσεων, υπονοούν μια περισσότερο αντιφατική και, συνεπώς, λιγότερο αυτονόητη και μονοσήμαντη σχέση με τους άλλους, κάτι που προϋποθέτει ένα σημαντικότερο ρόλο της νόησης, των σκέψεων, αντί των συναισθημάτων και συγκινήσεων.

       Βέβαια, στη συμπεριφορά του ανθρώπου ποτέ δεν έχουμε απόλυτο διαχωρισμό των συναισθημάτων  από τις σκέψεις και κατά συνέπεια η ηθική μορφή της συνείδησης, εκφραζόμενη κυρίως στις πράξεις, συμπεριλαμβάνει, επίσης, ηθικά συναισθήματα και σκέψεις.    

       Λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά μεταξύ πράξεων καλοσύνης που απορρέουν από την αφοσίωση στο καθήκον, στις  εξωτερικές  ηθικές απαιτήσεις, και πράξεων καλοσύνης  που συνιστούν   εκδήλωση εσωτερικής, συναισθηματικής  ανάγκης, φρονούμε ότι η συμπεριφορά βάσει του  καθήκοντος  αφορά, περισσότερο, σε κοινωνικές σχέσεις στις οποίες διατηρείται η ισχυρή διάσταση μεταξύ ατομικού και συλλογικού συμφέροντος, ενώ η συμπεριφορά που απορρέει από το ηθικό συναίσθημα αφορά περισσότερο σε κοινωνικές σχέσεις στις οποίες κυριαρχεί η αρμονία μεταξύ ατομικού και συλλογικού συμφέροντος.    

        Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, έχουμε την άποψη ότι η ηθική αγωγή που εισηγούταν  ο Σουχομλίνσκι, η οποία έδινε έμφαση στην καλλιέργεια του ηθικού συναισθήματος, μπορεί, μεν, να ήταν εφικτή στα πλαίσια της μικρής κοινωνίας του Παβλίς, πλην, όμως, ήταν αδύνατο να καταστεί κυρίαρχη στην κλίμακα  της Σοβιετικής Ένωση συνολικά.

       Στη χώρα της Οκτωβριανής Επανάστασης, παρά τις συντελεσθείσες  κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες κατέφασκαν  την ανθρώπινη συντροφικότητα και αλληλεγγύη, η αλλοτρίωση στις ανθρώπινες σχέσεις διατηρούταν ακόμα σε σημαντικό βαθμό, χωρίς βέβαια να έχει πλέον κεφαλαιοκρατική μορφή. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 οι η κοινωνική αλλοτρίωση και στρωμάτωση άρχισε να διευρύνεται (σε συνάρτηση με τη διεύρυνση των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων) αντί να περιορίζεται, μέχρι που κατέληξε στην παρακμή και ανατροπή εκ των έσω των σοσιαλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

        Η διατήρηση σε σημαντικό βαθμό της διαφοράς μεταξύ συλλογικών και ατομικών συμφερόντων στην κοινωνία της ΕΣΣΔ καθιστούσε  ανέφικτη την κατίσχυση σε καθολική κλίμακα   μιας συμπεριφοράς βάσει του ηθικού συναισθήματος, βάσει  της ηθικότητας ως εσωτερικής ανάγκης όλων των ανθρώπων. Η σοβιετική κοινωνία απείχε πολύ από εκείνη την πραγματικότητα στην οποία η ηθική ως «πραγματική ανθρώπινη ηθική πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις και πάνω από τις ταξικές επιβιώσεις στη μνήμη των ανθρώπων»[68]   θα ρυθμίζει αποφασιστικά τις κοινωνικές σχέσεις.

       Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση της σοβιετικής κοινωνίας των δεκαετιών του ’60 και ’70 από τον τελικό της στόχο  έδωσε ένα ιδιαίτερο στίγμα στο έργο του Σουχομλίνσκι που το διαφοροποιεί αισθητά από αυτό του Μακάρενκο. Στα κείμενα του  πρώτου λανθάνει η αντίληψη ότι το κομμουνιστικό ιδεώδες συνιστά ένα σκοπό του μακρινού μέλλοντος, ενώ στο έργο του δευτέρου το εν λόγω ιδεώδες προβάλλει ως υπόθεση της καθημερινής ζωής και δράσης.

        Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι ο Σουχομλίνσκι  δίνει έμφαση στη διαπαιδαγώγηση πολιτών που θα είναι αφοσιωμένοι στη «σοβιετική  πατρίδα»[69], σε αντιδιαστολή προς   τον Μακάρενκο  που προέτασσε  τη διαπαιδαγώγηση του συνειδητού μέλους της κολεκτίβας των εργαζομένων, ως τμήματος «του μετώπου μάχης της ανθρωπότητας στην εποχή της παγκόσμιας επανάστασης». 

       Επίσης, χρήζει επισήμανσης  η εμφανής απουσία της μαθητικής αυτοδιοίκησης στο σχολείο του Παβλίς, όπου κεντρικό ρόλο, σε τελευταία ανάλυση, παίζει ο δάσκαλος.  Η έμφαση του Σουχομλίνσκι στην ιδιαίτερα ανεπτυγμένη-πολυσχιδή προσωπικότητα του δασκάλου βρίσκεται σε αντίθεση με την έμφαση  του Μακάρενκο  στη δημιουργία αυτενεργού παιδικής κοινότητας, πρωτότυπου παιδαγωγικού-κοινωνικού θεσμού της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

        Τα παιδαγωγικά εγχειρήματα  και οι θεωρητικές απόψεις των Μακάρενκο  και Σουχομλίνσκι εμπεριείχαν πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές και κατέκτησαν ευρεία  αναγνώριση, δεν βρήκαν όμως στην πράξη πολλούς μιμητές.

         Το εκπαιδευτικό σύστημα  της Σοβιετικής Ένωσης, παρά τις σημαντικές αλλαγές που συντελέστηκαν, δεν υπερέβη συνολικά το παραδοσιακό  μοντέλο της διδασκαλίας  έτοιμων γνώσεων. Σε ό,τι αφορά την ηθικότητα και την ηθική αγωγή, οι σοβιετικοί εκπαιδευτικοί θεσμοί, αν και επηρέασαν σημαντικά τη συνείδηση και  συμπεριφορά των σοβιετικών πολιτών,   δεν αποτέλεσαν ποτέ  καθοριστικό παράγοντα  αναμόρφωσης των ανθρώπων. Η διάσταση μεταξύ, αφενός, της επίσημης ιδεολογίας και ηθικής που πρόβαλλε το εκπαιδευτικό σύστημα  και,  αφετέρου,  της ιδεολογίας και ηθικής που γεννούσε αυθόρμητα και σε μαζική κλίμακα η σοβιετική καθημερινότητα ήταν μεγάλη. 

       Αυτό όμως δεν οφείλεται σε κάποιους υποκειμενικούς παράγοντες, στις ανεπάρκειες των διευθυντών και λειτουργών του σοβιετικού εκπαιδευτικού συστήματος.    Αν  η παιδαγωγία απεδείχθη  αδύναμη  να αναμορφώσει τις κοινωνικές σχέσεις αυτό οφείλεται, πρωτίστως, στο γεγονός  ότι οι ίδιες  οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, με τις αντιθέσεις που τις χαρακτήριζαν,   δεν επέτρεπαν  την κατίσχυση των  παιδαγωγικών τρόπων και μέσων επενέργειας στους ανθρώπους,   δεν  επέτρεπαν τον αποφασιστικό ρόλο της παιδαγωγίας στη διαμόρφωση – αναμόρφωση της κοινωνίας. Αντί της παιδαγωγίας, το δίκαιο και οι πολιτικοί θεσμοί-μηχανισμοί διεύθυνσης ανθρώπων από ανθρώπους    αποτελούσαν τους καθοριστικούς μοχλούς σκόπιμης προσπάθειας ρύθμισης, διαχείρισης, αλλαγής των  υλικών – κοινωνικών  σχέσεων.

       Το έργο του Α.Σ.Μακάρενκο, του Β.Α.Σουχομλίνσκι καθώς και άλλων πρωτοπόρων παιδαγωγών της ΕΣΣΔ εγγράφεται  στο πρώτο, ιστορικά,  εγχείρημα  ανάπτυξης, μιας παιδείας που θα συνάδει προς τη  χειραφετημένη – αταξική κοινωνία. Στο βαθμό που ο στόχος της κοινωνικής χειραφέτησης στην κατεύθυνση της αταξικής κοινωνίας διατηρεί τη σημασία του ως έκφραση  πιθανής προοπτικής της ανθρωπότητας, το έργο αυτών των παιδαγωγών θα αποτελεί πολύτιμη εμπειρία και  παρακαταθήκη για τα παιδαγωγικά εγχειρήματα του μέλλοντος.

 

 

 

 

 



 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] Βλ. Β.Α.Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, μτφρ.Δ.Πατέλης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σσ. 250-252.

[2] Βλ. στο ίδιο., σελ.253.                                                                     

[3] Η λέξη ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ  προέρχεται από τη σύντμηση των ρώσικων λέξεων Proletarskaja Kultura (Προλεταριακή Κουλτούρα). Με το όνομα αυτό αποκαλούταν ένα  μεγάλο δίκτυο  πολιτιστικών οργανώσεων με ποικίλες μορφές καλλιτεχνικής και διαφωτιστικής δραστηριότητας.   Στις τάξεις  των συμμετεχόντων στο κίνημα της  ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ (1917-1932) ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι στο καθεστώς της δικτατορίας του προλεταριάτου που εγκαθιδρύθηκε στη Σοβιετική Ρωσία προσιδιάζει ένας νέος, αμιγώς προλεταριακός πολιτισμός, εντελώς διαφορετικός από όλους τους άλλους. Οι οργανώσεις της ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ  επεδίωκαν  να λειτουργήσουν ως εργαστήρια-κοιτίδες  αυτού του νέου πολιτισμού.

[4] Α.Α.Μπογκντάνοφ, Στοιχεία του προλεταριακού πολιτισμού στην ανάπτυξη της εργατικής τάξης, Μόσχα 1920, σσ.59-60.

[5] Στο ίδιο, σσ., 49-50.

[6] Στο ίδιο, σελ. 77.

[7] Α.Α.Μπογκντάνοφ, Για την προλεταριακή κουλτούρα.1904-1924, Μόσχα 1924, σελ.56.

[8] Στο ίδιο.

[9] Β.Β.Γκορμπουνόφ, Ο Β.Ι.Λένιν και η ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ, Μόσχα 1974, σελ. 202.

[10] Ν.Μπουχάριν, Η θεωρία του ιστορικού υλισμού, Μόσχα – Λένινγκραντ 1928, σελ. 269.

[11] Στο ίδιο.

[12] Ν.Μπουχάριν, Η κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, Μόσχα – Λένινγκραντ 1925, σελ.94.

[13] Β.Ι.Λένιν, «Επιτυχίες και δυσκολίες της σοβιετικής εξουσίας.», στο: Β.Ι.Λένιν, Άπαντα, τ.38, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1982, σελ.59.

[14] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Τα καθήκοντα των ενώσεων της νεολαίας», στο: Β.Ι.Λένιν, Άπαντα, τ.41, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σσ.303-305.

[15] Στο ίδιο, σσ. 308-309.

[16] Στο ίδιο, σελ. 309.

[17] Στο ίδιο, σελ.313.

[18] Λ.Βυγκότσκι, Παιδαγωγική ψυχολογία, εκδ.Πενταγκόγκικα, Μόσχα 1991, σελ. 253.

[19] Το 1921 στη Σοβιετική Ρωσία 4,5 εκατομμύρια  παιδιά ζούσαν στους δρόμους. Βλ. Γ.Βασιλκόβα, Τ.Βασιλκόβα, Κοινωνική παιδαγωγική, εκδ.Ακαντέμια, Μόσχα 2001, σελ. 209.

[20] Ο Π.Μπλόνσκι,    σοβιετικός θεωρητικός της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας, άσκησε αυστηρή κριτική    στην εν λόγω θεωρία, στο κείμενό του Περί της ούτως αποκαλούμενης ηθικής ελαττωματικότητας, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  Να πουτιάχ κ νόβοϊ σκόλε, τεύχος 9, 1923.

[21] Α.Σ.Μακάρενκο, «Προβλήματα της σχολικής, σοβιετικής αγωγής»,  στο: Α.Σ.Μακάρενκο, Έργα, τ.5, εκδ.Ιζντάτελστβο Ακαντέμιϊ Πενταγκογκίτσεσκιχ Ναούκ, Μόσχα 1958, σσ.148-149.

[22] Ό.π., σελ.149.

[23] Α.Σ.Μακάρενκο, «Οι παιδαγωγικές μου αντιλήψεις», στο: Α.Σ.Μακάρενκο, Εκλεκτά παιδαγωγικά έργα,  τ.1, εκδ.Πενταγκόγκικα, Μόσχα 1977,  σελ.135.

[24] Α.Σ.Μακάρενκο, Παιδαγωγικά έργα,  τ.1, Μόσχα 1983, σελ. 244. Σε άλλο σημείο ο Α.Σ.Μακάρενκο αναφέρει τις βασικές ενστάσεις των αντιπάλων του, από τη μεριά των θεωρητικών της πεδολογίας , σχετικά  με  τις απόψεις του περί ηθικής αγωγής: «Ο σύντροφος Μακάρενκο επιθυμεί να δομήσει την παιδαγωγική διαδικασία πάνω στην ιδέα του καθήκοντος. Είναι αλήθεια ότι προσθέτει και τη λέξη ‘του προλεταριακού’. Αλλά αυτό δεν δύναται, σύντροφοι, να αποκρύψει την ουσία της ιδέας αυτής.    Συμβουλεύουμε τον σύντροφο Μακάρενκο να μελετήσει προσεκτικά την ιστορική γένεση της ιδέας του καθήκοντος.  Είναι μια ιδέα των αστικών σχέσεων, μια ιδέα  αποκλειστικά μερκαντιλιστικής φύσης. Η σοβιετική παιδαγωγική επιδιώκει να καλλιεργήσει στην κάθε προσωπικότητα την ελεύθερη  εκδήλωση των δημιουργικών της δυνάμεων και κλίσεων, την πρωτοβουλία,  επουδενί λόγω, όμως,  δεν σκοπεύει να καλλιεργήσει την αστική έννοια  του καθήκοντος.». Α.Σ.Μακάρενκο, Παιδαγωγικά έργα,  τ.7, Μόσχα 1986, σελ. 29.

[25] Α.Σ.Μακάρενκο, «Κομμουνιστική αγωγή και συμπεριφορά» στο: Α.Σ.Μακάρενκο, Έργα, τ.5, εκδ.Ιζντάτελστβο Ακαντέμιϊ Πενταγκογκίτσεσκιχ Ναούκ, Μόσχα 1958, σσ. 446-447.

[26] Ό.π. σελ. 454.

[27] Α.Σ.Μακάρενκο, «Προβλήματα της σχολικής, σοβιετικής αγωγής», στο: Α.Σ.Μακάρενκο Έργα, τ.5, ό.π., σελ.165.

[28] Α.Σ.Μακάρενκο,  «Ο σκοπός της αγωγής»,  στο: Α.Σ.Μακάρενκο Έργα, τ.5, ό.π., σελ.355.

[29] Β.Ι.Λένιν, «Σχέδιο προγράμματος του κόμματός μας», στο: Β.Ι.Λένιν,  Άπαντα, τ.4, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 226.

[30] Βλ. J.Dewey, E.Dewey, Schools of Tomorrow, E.P.Dutton & Company, N.Y. 1919, σσ.205-228.

[31] Στο σταθμό «Μ.Γκόρκι» οι τρόφιμοι ασχολούταν κυρίως με χειροτεχνικές και αγροτικές εργασίες. Στο σταθμό «Φ.Ντζερζίνσκι» λειτουργούσε εργοστάσιο παραγωγής κρουστικών δραπάνων και εργοστάσιο φωτογραφικών μηχανών.

[32] Α.Σ.Μακάρενκο, «Διαλέξεις για την διαπαιδαγώγηση των παιδιών», στο: Α.Σ.Μακάρενκο Βιβλίο για τους γονείς, εκδ. Ιζντάτελστβο «Πράβντα», Μόσχα 1985, σελ.415-416.

[33] Α.Σ.Μακάρενκο, Έργα, τ.4, εκδ.Ιζντάτελστβο Ακαντέμιϊ Πενταγκογκίτσεσκιχ Ναούκ, Μόσχα 1957, σελ.520.

[34] Α.Σ.Μακάρενκο, «Ο σκοπός της αγωγής», στο: Α.Σ.Μακάρενκο Έργα, τ.5, ό.π., σσ. 353-354.

[35] Ζ.Ζ.Ρουσσώ, Το κοινωνικό συμβόλαιο, μτφρ.Β.Γρηγοροπούλου, Α.Σταϊνχάουερ, εκδ.Πόλις, Αθήνα, 2004, σελ.48.

[36] Φρόυντ Σ., Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, μτφρ.Γ.Βαμβαλής,  εκδ. Επίκουρος, σελ. 54.

[37] Ζ.-Π. Σαρτρ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, μτφρ.Κ.Σταματίου, εκδ.Αρσενίδης, σελ.36.

[38] Σιμόν ντε Μπωβουάρ, Για μια ηθική της αμφισβήτησης, μτφρ.Κ.Λάμψα, εκδ.Γλάρος, Αθήνα 1984, σελ.22.

[39] Φ.Νίτσε, Η γενεαλογία της ηθικής, μτφρ.Ζ.Σαρίκας, Λ.Τρουλινού, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, σελ.110.

[40]  Κ.Μαρξ, Φ.Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τ.1, μτφρ, Κ.Φιλίνης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1989, σελ.115-116. 

[41] Α.Σ.Μακάρενκο, «Διάλεξη στην παιδαγωγική σχολή», στο: Α.Σ.Μακάρενκο, Έργα, τ.5, ό.π., σελ. 414.

[42] Α.Σ.Μακάρενκο, «Προβλήματα της σχολικής, σοβιετικής αγωγής», στο: Α.Σ.Μακάρενκο Έργα, τ.5, ό.π., σελ. 147.

[43] Α.Σ.Μακάρενκο, «Διάλεξη στην παιδαγωγική σχολή», στο: Α.Σ.Μακάρενκο, Έργα, τ.5, ό.π., σελ. 419.

[44] Α.Σ.Μακάρενκο, «Για την προσωπικότητα και την κοινωνία», στο: Α.Σ.Μακάρενκο, Έργα, τ.7, εκδ.Ιζντάτελστβο Ακαντέμιϊ Πενταγκογκίτσεσκιχ Ναούκ, Μόσχα 1958, σελ. 15.

[45] Α.Ι.Πισκουνόφ (επ.), Η ιστορία της παιδαγωγικής. Από τον 17ο αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου. Μέρος 2ο, εκδ.Τβόρτσεσκιϊ τσεντρ «Σφέρα», Μόσχα 1998, σελ. 290.

[46] Κ.Δεληκωσταντή, Η παιδαγωγική του Kant, εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001, σελ.83.

[47] Βλ. Λ.Βινσεντί, Αγωγή και ελευθερία. Καντ και Φίχτε, μτφρ.Γ.Πρελορέντζος, εκδ.Πατάκη, Αθήνα 1999, σσ. 30, 35-36.

[48] Ι.Καντ, Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών, μτφρ.Γ.Τζαβάρας, εκδ.Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1984, σελ. 47.

[49] Β.Α.Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, μτφρ.Δ.Πατέλης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 254.

[50] Στο ίδιο.

[51] Ο.Γκ.Ντρομπνίτσκι, Προβλήματα της ηθικότητας, εκδ.Ναούκα, Μόσχα 1977, σσ. 178-179.

[52] Η άποψή μου για το χαρακτήρα των αντιθέσεων της σοβιετικής κοινωνίας αναπτύσσεται στο βιβλίο: Π.Παυλίδης, Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ, εκδ.Προσκήνιο, Αθήνα 2001.

[53] Είναι, όμως, αξιοσημείωτο ότι σε ό,τι αφορά την εργασία στη σοσιαλιστική κοινωνία ο Μακάρενκο έχει, συνολικά, μιαν απλουστευτική  αντίληψη. Χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ διαφορετικών ειδών εργασίας ο σοβιετικός παιδαγωγός  τείνει να θεωρεί αυταξία οποιαδήποτε εργασία  συντελείται μέσα  στα πλαίσια των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο ίδιος εμφορείται από την υπερ-αισιόδοξη αλλά θεωρητικά εσφαλμένη αντίληψη ότι κάθε μορφής εργασία στο σοσιαλισμό (ακόμη και η κοπιαστική, χειρωνακτική ή η μονότονη εκμηχανισμένη εργασία) μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στην ευτυχία. Βλ.: Π.Παυλίδης, «Η συνάφεια εργασίας και διαπαιδαγώγησης της προσωπικότητας στο έργο του Α.Σ.Μακάρενκο», Αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τεύχος 55, Σεπτέμβριος –Νοέμβριος 1999, σσ. 74-75. Επρόκειτο, όμως, για μιαν αντίληψη περί εργασίας που χαρακτήριζε ολόκληρη τη σοβιετική ιδεολογία και παιδαγωγική επιστήμη εκείνης της περιόδου, κάτι που είχε αρνητικές συνέπειες όχι μόνο στο εκπαιδευτικό έργο αλλά και στον σχεδιασμό της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ. Βλ.: Α.Βακαλιός, Περεστρόικα και εκπαίδευση, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1989, σσ.19-22.

[54] Για τον Χάιντεγκερ η κοινή γνώμη, οι άλλοι, οι πολλοί συνιστούν   πάντα το τέλος της αυτονομίας και αυθεντικότητας.   «Το αφίστασθαι, ο μέσος όρος, η ισοπέδωση συγκροτούν ως τρόποι του Είναι των πολλών αυτό που ονομάζεται ‘κοινή γνώμη’». «Καθένας είναι ο Άλλος και κανένας δεν είναι αυτός τούτος. Οι πολλοί [Das Man], με τους οποίους απαντάται το ερώτημα για το ποιος είναι το καθημερινό εδωνά-Είναι, είναι ο κανένας [das Niemand], στον οποίο έχει εκάστοτε ήδη παραδοθεί κάθε εδωνά-Είναι όντας μεταξύ άλλων.». Μ.Χάιντεγκερ, Είναι και χρόνος, τ.1, μτφρ.Γ.Τζαβάρας, εκδ.Δωδώνη, Αθήνα 1978, σσ..214, 215.

[55] Β.Α.Σουχομλίνσκι, Περί αγωγής, εκδ.Ιζντάτελστβο πολιτίτσεσκοϊ λιτερατούρι, Μόσχα 1985, σελ. 13.

[56] Β.Α.Σουχομλίνσκι, «Το σχολείο του Παβλίς»,  στο: Β.Α.Σουχομλίνσκι, Ανάλεκτα παιδαγωγικά έργα, τ.2, εκδ.Πενταγκόγκικα, Μόσχα 1980, σελ. 170.

[57] Β.Α.Σουχομλίνσκι, ό.π.

[58] Στο σχολείο του Παβλίς οι δραστηριότητες των παιδιών αναπτύσσονταν σε πολλές κατευθύνσεις. Αρκετές από αυτές συνιστούσαν αυθεντική παραγωγική διαδικασία. Τα παιδιά εργάζονταν μέχρι τρεις  ώρες περίπου ημερησίως.  Οι χώροι της δραστηριότητάς τους περιελάμβαναν από αίθουσα ραδιοτεχνολογίας με ραδιοφωνικό σταθμό, αίθουσα  αυτοματικής και  ραδιοηλεκτρονικής, ξυλουργείο, μηχανουργείο, ηλεκτροτεχνικό εργαστήριο, μέχρι δύο εκτάρια με οπωροφόρα  δέντρα, αμπελώνα, κτηνοτροφική μονάδα, μελισσοκομείο, εργαστήριο παραγωγής λιπασμάτων, φυτοκομείο κ.α.. Βλ. Β.Α.Σουχομλίνσκι, «Το σχολείο του Παβλίς.»,  στο: ό.π., σσ. 112-126.

[59] Στο ίδιο, σελ. 8.

[60] Στο ίδιο, σελ.102.

[61] Στο ίδιο.

[62] Β.Α.Σουχομλίνσκι, Αφιερώνω την καρδιά μου στα παιδιά, Κίεβο 1969, σελ.77.

[63] G.F.Kneller, Existentialism and Education, N.Y. 1958, σελ. 84. Βλέπε επίσης: O.F.Bollnow, Φιλοσοφική παιδαγωγική, μτφρ.Μ.Βαϊνά, Κ.Βαϊνάς,  εκδ.Γρηγόρη, Αθήνα 1986, σσ. 62-63.

[64] Ο  Α.Γκεντέ επισημαίνει ότι για τον υπαρξισμό «Ο ‘Άλλος’ είναι η αποξένωση του Εγώ, ενώ η σύγκρουση ανάμεσά τους είναι νοητή σαν αρχέγονη και αιώνια τραγικότητα της ‘ύπαρξης’». Α.Γκεντέ, Η φιλοσοφία της κρίσης, μτφρ.Α.Οικονόμου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994, σελ.81.

[65] Β.Α.Σουχομλίνσκι, «Το σχολείο του Παβλίς.»,  στο:  ό.π., σελ.180.

[66] Β.Α.Σουχομλίνσκι, Περί αγωγής, εκδ.Ιζντάτελστβο πολιτίτσεσκοϊ λιτερατούρι, Μόσχα 1985, σελ.25.

[67] Β.Α.Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, ό.π., σελ.255. 

[68] Φ.Ένγκελς, Αντι-Ντίριγκ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2001, σελ. 121.

[69] Ο Β.Α.Σουχομλίνσκι θεωρεί πως η  πατρίδα είναι  «το κοινό, το κορυφαίο, το ιερό, το πιο ακριβό κι ασύγκριτο με οτιδήποτε άλλο»  που υπάρχει στη ζωή των σοβιετικών πολιτών. Β.Α.Σουχομλίνσκι, Πώς να διαπαιδαγωγήσουμε τον αυθεντικό άνθρωπο, εκδ.Πενταγκόγκικα, Μόσχα 1990, σελ. 243.