Περικλής Παυλίδης

 

Ανιχνεύοντας τη σοσιαλιστική προοπτική.

(Μερικές σκέψεις,  εξ αφορμής  του βιβλίου του  Θ.Βακαλιού, Η Αριστερά χθες, σήμερα, αύριο, εκδ.Βακαλιός, Αθήνα 2004).

 

(Θέσεις, τεύχος 94, Ιανουάριος-Μάρτιος 2006)

 

 

        Ζούμε σε  μια εποχή όπου το αναγγελθέν  τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και  χειραφετικών   ιδεωδών φαντάζει αυτονόητη  εγγύηση κατά του «ολοκληρωτισμού» των επαναστατικών σχεδίων του παρελθόντος, όπου η κυριαρχία της παγκοσμιοποιημένης κεφαλαιοκρατίας προβάλλει ως αναπόδραστη πραγματικότητα, εν είδει φυσικού φαινομένου ή, ίσως, και φυσικής καταστροφής.  

        Για την αριστερά, τον ηττημένο των μεγάλων κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων του 20ου αιώνα, το διακύβευμα δεν είναι πλέον η τάδε ή η δείνα τακτική της, αλλά η ίδια  η στρατηγική, ο ύψιστος σκοπός ύπαρξής της: η χειραφέτηση της εργασίας και, ως εκ τούτου, η υπέρβαση της κεφαλαιοκρατίας και η οικοδόμηση μιας αταξικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.

        Μετά όμως την αποτυχία των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και τη δραματική συρρίκνωση των αριστερών δυνάμεων στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες,  η αναγκαιότητα και δυνατότητα μιας σοσιαλιστικής προοπτικής κάθε άλλο παρά εμφανής και δεδομένη μπορεί να θεωρηθεί.

        Η αριστερά καλείται να επαναδιατυπώσει και επαναθεμελιώσει το στρατηγικό της πρόταγμα, απαντώντας έτσι και στο υπαρξιακό ερώτημα για την κοινωνική-πολιτική της ταυτότητα στις σύγχρονες συνθήκες.

        Συμβολή σε μια τέτοια προσπάθεια αποτελεί το βιβλίο του Θ.Βακαλιού Η Αριστερά χθες, σήμερα, αύριο. Ο συγγραφέας του προσπαθεί να ανιχνεύσει τους όρους συγκρότησης ενός νέου αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος ικανού να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας.

        Τα θέματα που αναδεικνύει   και οι ιδέες που διατυπώνει δημιουργούν ένα ευρύ πλαίσιο προβληματισμού και συζήτησης για τις προοπτικές της αριστεράς στο σύγχρονο κόσμο.

       Ο Θ.Βακαλιός αναφέρεται στην αριστερά όντας ο ίδιος στρατευμένος αγωνιστής της  και γνώστης, εξ ιδίας πείρας, της ένδοξης, θυελλώδους και τραγικής ιστορίας της. Εύκολα  διακρίνουμε  την  ανησυχία του  σχετικά με την ικανότητα των προοδευτικών –ριζοσπαστικών –αντικαπιταλιστικών δυνάμεων   να πείσουν τους λαούς για το εφικτό μιας σοσιαλιστικής προοπτικής και να δρομολογήσουν πολιτικο-κοινωνικές αλλαγές σε αυτή την κατεύθυνση.

        Η στράτευση όμως του συγγραφέα στην αριστερά δεν τον εμποδίζει να υποβάλλει στη βάσανο της κριτικής τα  προγράμματα, τους  στόχους  και τις  πρακτικές  του αριστερού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες, αλλά  και των κυβερνητικών κομμουνιστικών κομμάτων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

        Ο Θ.Βακαλιός αντιμετωπίζει κριτικά τόσο τη  δογματική προσέγγιση των  κεκτημένων της σοσιαλιστικής θεωρίας,  τη μετατροπή αυτών σε αφοριστικές  βεβαιότητες – ιδεοληψίες με, ενίοτε,  ισχυρές χειραγωγικές προεκτάσεις και  συνέπειες, όσο και   την εκποίηση  των θεμελιωδών αρχών και ιδεωδών της αριστεράς με αποτέλεσμα τη γνωστή σοσιαλδημοκρατική   παραίτηση από κάθε απόπειρα κοινωνικής χειραφέτησης.

      Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα των θεωρητικών επιτευγμάτων του κλασικού μαρξισμού και ιδιαίτερα    της μαρξικής διαλεκτικής μεθόδου για την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου,  την ανάδειξη της δυνατότητας αλλαγής του και τη θεμελίωση μιας στρατηγικής που θα οδηγεί στη σοσιαλιστική κοινωνία. Δεν παραβλέπει όμως και την αναγκαιότητα σοβαρής μελέτης του έργου κορυφαίων μαρξιστών στοχαστών του 20ου αιώνα.

       Ο Θ.Βακαλιός επιχειρεί την επανεξέταση των στρατηγικών στόχων της αριστεράς, θεωρώντας  θεμελιώδες  και αδιαπραγμάτευτο στοιχείο κάθε αυθεντικού  αριστερού κινήματος  το συνειδητό  αγώνα για την υπέρβαση του καπιταλισμού με στόχο το σοσιαλισμό.   

      Κομβικό  ζήτημα   του βιβλίου είναι  η πρόταση σοσιαλισμού που παρουσιάζει ο συγγραφέας, στα πλαίσια της αντίληψής του  για την αναγκαιότητα αποσύνδεσης της σοσιαλιστικής προοπτικής από το στόχο του κομμουνισμού. Ο κομμουνισμός αναγνωρίζεται ως όραμα, ως πιθανή –πολύ μακρινή προοπτική, η οποία όμως δεν έχει να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στη σοσιαλιστική αλλαγή  της κοινωνίας[1].

      Θεωρώ ότι πρόκειται περί ζητήματος  που έχει  τεράστια σημασία για το αριστερό κίνημα και γι’ αυτό θα προσπαθήσω να διατυπώσω εκτενέστερα την άποψή μου.

       Φρονώ, εν γένει,   ότι η  αναφορά στη σχέση σοσιαλισμού και κομμουνισμού είναι σήμερα δόκιμη και αναγκαία και ότι η επιλογή του Θ.Βακαλιού να θέσει αυτό το ζήτημα ανταποκρίνεται στις θεωρητικές αλλά και πολιτικές ανάγκες της σύγχρονης αριστεράς.

      Η επανεξέταση των ζητημάτων στρατηγικής στη βάση των νέων δεδομένων, λαμβάνοντας, δηλαδή,  υπόψη  την αποτυχία των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων στις χώρες της  Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στην παγκόσμια κεφαλαιοκρατία, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο ανασυγκρότησης  των δυνάμεων της αριστεράς.

      Η αναφορά σε ένα μοντέλο σοσιαλισμού, εκτός της κομμουνιστικής στοχοθεσίας, ίσως να φαντάζει σήμερα ως  εγγύηση της νηφάλιας και ρεαλιστικής επαναδιατύπωσης του χειραφετικού  ιδεώδους.   Ένας σοσιαλισμός, ως αυτόνομο κοινωνικό-οικονομικό σύστημα,  που θα εδράζεται σε μια ρυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς[2],  σίγουρα  βρίσκεται πιο κοντά στη  σημερινή πραγματικότητα, σίγουρα προβάλλει στη συνείδηση αρκετών ανθρώπων  ως περισσότερο  ρεαλιστική προοπτική συγκριτικά με αυτή της αταξικής –κομμουνιστικής κοινωνίας.

        Οπωσδήποτε, το ζήτημα του ρεαλισμού στη συγκρότηση των στόχων της αριστεράς  κάθε άλλο παρά αμελητέο μπορεί να θεωρηθεί. Άλλωστε, στα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα, η απουσία, σε αρκετές περιπτώσεις,  ρεαλιστικών προγραμμάτων είχε δυσμενείς έως καταστροφικές συνέπειες, ιδιαίτερα  όταν επιχειρήθηκε η άμεση υλοποίηση, στα πιο πρώιμα στάδια των κοινωνικών αλλαγών,  στόχων που σκιαγραφούσαν τα γενικά χαρακτηριστικά ανώτερων βαθμίδων  της κομμουνιστικής κοινωνίας. 

      Ωστόσο, κρίνω αναγκαίο να  δηλώσω εμφατικά ότι  μια πρόταση σοσιαλισμού, όταν αποσυνδέεται από την αντίληψη περί κομμουνιστικής προοπτικής,  κινδυνεύει να απολέσει   όχι μόνο τη  ριζοσπαστική  της διάσταση, αλλά και τη θεωρητική της εγκυρότητα, την εγκυρότητα δηλαδή της αντίληψης (της  προτρέχουσας σύλληψης) του ποια  μπορεί να είναι μια εφικτή, εναλλακτική-χειραφετημένη  κοινωνία του μέλλοντος.  

      Η ένστασή μου σχετικά με την ιδέα περί  ενός αυτόνομου σοσιαλιστικού – μη κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού εκκινεί από την άποψη (την οποία αναπτύσσει ο Β.Α.Βαζιούλιν, στο έργο του Η Λογική της Ιστορίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2004) ότι ο  σοσιαλισμός, ως υπέρβαση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, ως επικράτηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής  (για ν’ αναφερθώ σ’ ένα θεμελιώδες γνώρισμα του σοσιαλισμού), συνιστά ήδη  κομμουνισμό, ο οποίος, όμως,  δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει το μετασχηματισμό όλων των κληρονομημένων από το ιστορικό παρελθόν της ανθρωπότητας (από το ταξικό αλλά και προταξικό παρελθόν) κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή, συνιστά κομμουνισμό  μέσα  στην αντιφατική διαδικασία της διαμόρφωσής του.   

       Όταν αναφερόμαστε  στο σοσιαλισμό (σε ένα σοσιαλισμό που διαφέρει ποιοτικά από την κεφαλαιοκρατία) βρισκόμαστε ήδη στα πλαίσια της κομμουνιστικής προβληματικής, της προβληματικής που εξετάζει τους τρόπους, τις διαδικασίες, τις αντιφάσεις διαμέσου των οποίων η νέα κοινωνία υφίσταται, αναπαράγεται αναπτύσσεται, μετασχηματίζοντας κατ’ ανάγκη όλο τον προηγούμενο τύπο ιστορικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Ο σοσιαλισμός δηλαδή,  ως  τέτοιος, αποτελεί προοπτική της ανθρωπότητας όχι γιατί αναπαράγει, εν μέρει, σχέσεις του ιστορικού παρελθόντος, (εμπορευματική παραγωγή, υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας, κρατική διεύθυνση ανθρώπων κλπ) και, ως εκ τούτου, φαντάζει περισσότερο ‘ρεαλιστικός’, αλλά, πρωτίστως, διότι εγκαινιάζει ένα νέο τύπο, μια νέα δυναμική ιστορικής εξέλιξης, στα πλαίσια της οποίας μετασχηματίζονται οι όροι που καθιστούν εφικτή κάθε μορφή κοινωνικής εκμετάλλευσης, καταπίεσης, αλλοτρίωσης, ενώ ταυτόχρονα, αναπτύσσονται οι ποιοτικά νέες σχέσεις μεταξύ των ατόμων, οι ώριμες, κατεξοχήν  κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων ως συνεργατικά και δημιουργικά αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων.   

       Εκκινώντας από την πεποίθηση  ότι ο κομμουνισμός αποτελεί αναγκαία και εφικτή ιστορική προοπτική της ανθρωπότητας (όχι όμως και ένα εσχατολογικά  προκαθορισμένο μέλλον)  θεωρώ αυτονόητο ότι καμία εναλλακτική της κεφαλαιοκρατίας  κοινωνία  δεν μπορεί να ταυτιστεί από τις πρώτες βαθμίδες της   με τον τελικό σκοπό του κομμουνιστικού ιδεώδους. Νομίζω ότι καμία θεωρητική αναφορά (στο πνεύμα των μαρξιστικών ιδεών) στη δυνατότητα υπέρβασης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων δεν μπορεί να παραγνωρίσει  το ανέφικτο μιας  αυτόματης κατάργησης όλων των μορφών κοινωνικής αλλοτρίωσης-αντιπαλότητας - ανταγωνισμού (στα πλαίσια του διατηρούμενου υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας, των στοιχείων εμπορευματικής παραγωγής, των πολιτικών-διευθυντικών  σχέσεων κλπ.), οι οποίες έχουν τις καταβολές τους σε προκεφαλαιοκρατικές και, εν μέρει,  προταξικές ιστορικές βαθμίδες.  

     Φυσικά δεν μπορεί να γίνεται λόγος για το  σοσιαλισμό χωρίς τη ρητή κατάφαση της κατάργησης  των σχέσεων κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας. Αν όμως κρίνεται  νομοτελής η  διατήρηση, σε ορισμένο βαθμό, των  εμπορευματικών –χρηματικών σχέσεων μεταξύ των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας  και συνεπώς,  η διατήρηση της  εργασίας αντί μισθού, καθώς και η  διατήρηση, επίσης σε κάποιο  βαθμό, της αντίθεσης μεταξύ κοπιαστικής-μονότονης  και  δημιουργικής για το άτομο εργασίας, της διανοητικής    και χειρωνακτικής εργασίας, της διοικητικής και εκτελεστικής εργασίας, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πιθανότητα διατήρησης στο σοσιαλισμό (σε αντιφατική αλληλεπίδραση με τις αναπτυσσόμενες σχέσεις συντροφικότητας και αλληλεγγύης) ενός   ιδιότυπου ανταγωνισμού   μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων, προκειμένου  οι μεν να καταλάβουν καλύτερες θέσεις στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, ιδιοποιούμενοι μεγαλύτερο μέρος του παραγόμενου προϊόντος, σε βάρος των δε.

        Ας μη μας διαφεύγει, άλλωστε,  ότι η διατήρηση της  εργασίας αντί μισθού σε οποιοδήποτε  πιθανό σοσιαλιστικό εγχείρημα του μέλλοντος   θα  σημαίνει ότι στις νέες  κοινωνικές σχέσεις η εργασία για πολλούς ανθρώπους θα έχει σημασία, πρωτίστως, από τη σκοπιά της συμμετοχής στο μοίρασμα του αποτελέσματός της και όχι από τη σκοπιά της  εμπλοκής στην ίδια την εργασιακή  διαδικασία, ως σε διαδικασία ελεύθερης, δημιουργικής  δραστηριότητας και  πολύπλευρης αυτο-ανάπτυξης του ατόμου.

       Η εργασία αντί μισθού προϋποθέτει πάντα την άνιση κατανομή του τελικού προϊόντος. Πρόκειται για σχέση ανισότητας, η οποία σαφώς και γεννά συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ  των εργαζομένων για τον επανακαθορισμό  των όρων πρόσβασης στο  παραγόμενο  προϊόν.  Ο  Μαρξ, μάλιστα, στο έργο του Κριτική του προγράμματος της Γκότα  υπαινίχθηκε το πρόβλημα της άνισης κατανομής του παραγόμενου προϊόντος στην πρώτη φάση του κομμουνισμού, χωρίς όμως να μπορεί να αντιληφθεί τις συνέπειές του  για το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.

      Το εν λόγω πρόβλημα εκδηλώθηκε με μεγάλη σφοδρότητα  στις  χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στο γεγονός ότι   χιλιάδες πολίτες τους επεδίωκαν  την επιτυχή ένταξή τους σε προνομιακές –ευνοϊκές θέσεις του συστήματος της κοινωνικής εργασίας ως εκπλήρωση της ανομολόγητης επιθυμίας για μια καλύτερη ατομική προοπτική, σε συνθήκες όπου οι λιγότερο προνομιακές έως δυσμενείς  θέσεις   ήταν ένας αναπόδραστος ορίζοντας  για  την πλειονότητα των εργαζομένων.

      Παρεμπιπτόντως, το ζήτημα  των αντιθέσεων μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, (αντιθέσεων, φυσικά, μη καπιταλιστικού χαρακτήρα) που αγγίζει και το θέμα  των νομοτελών αντιθέσεων του σοσιαλισμού (της πρώτης φάσης του κομμουνισμού),  δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, προκαλέσει ακόμη τη δέουσα  προσοχή της αριστερής διανόησης. Ίσως, αυτό να οφείλεται σε μιαν αυθόρμητη, εν πολλοίς υποσυνείδητη και κατανοητή, από συναισθηματική σκοπιά,  διάθεση εξιδανίκευσης των χειραφετικών - αυτοδιαχειριστικών  δυνατοτήτων των εργαζομένων και των κοινωνικών σχέσεων του σοσιαλισμού.   Πιστεύω, όμως,  ότι χωρίς τη θεωρητική  πραγμάτευση –διερεύνηση αυτών των ενδεχόμενων   αντιθέσεων ενός σοσιαλιστικού εγχειρήματος είναι άστοχη η συζήτηση για το χαρακτήρα  της οικονομίας, της κοινωνικής συνείδησης, της πολιτικής εξουσίας, των διαπροσωπικών σχέσεων, του πολιτισμού κλπ. σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. 

        Πολλώ μάλλον, θεωρώ άστοχη την παρατηρούμενη συχνά (εν προκειμένω δεν αναφέρομαι στο βιβλίο του Θ.Βακαλιού) αναγωγή της σοσιαλιστικής θεωρητικής αναζήτησης  στην κατασκευή καθαρών μοντέλων  ιδεώδους κοινωνίας, απαλλαγμένων, κατά το δοκούν, από  προβλήματα, αντιφάσεις και  συγκρούσεις. Τέτοιου είδους  εγκεφαλικές   σοσιαλιστικές κατασκευές  μπορεί να φαντάζουν  γοητευτικές, μέσα  στην ‘τελειότητά’ τους,  βρίσκονται  όμως εκτός ιστορίας, εκτός  κοινωνικού γίγνεσθαι, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αποτελέσουν στρατηγικές επαναστατικής πολιτικής δράσης. 

       Φρονώ, λοιπόν, ότι το μέλλον πιθανών σοσιαλιστικών εγχειρημάτων θα κριθεί από την ικανότητα των αγωνιστών του σοσιαλισμού  να    διασφαλίσουν  το συνεχές της  διαδικασίας  μετασχηματισμού όλων των κληρονομημένων από το παρελθόν αλλοτριωτικών σχέσεων (των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, της εργασίας αντί μισθού,  του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας κ.λπ.) στην κατεύθυνση του ώριμου κομμουνισμού. Παραφράζοντας το Νίκο Πουλαντζά θα έλεγα ότι ο σοσιαλισμός ή θα ολοκληρωθεί σε ώριμο κομμουνισμό ή θα αποτύχει.

       Έτσι, είμαι της άποψης,  ότι η ήττα  του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ κάθε άλλο παρά οφείλεται  στην εμμονή της σοβιετικής ηγεσίας σε ένα κομμουνιστικό στόχο, όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Θ.Βακαλιού[3]. Τουναντίον, ο στόχος αυτός από ένα σημείο και μετά είχε χαθεί. Θεωρητικά και πρακτικά ήταν ανύπαρκτος. Η ήττα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της Αν. Ευρώπης προέκυψε  ακριβώς ως συνέπεια της  αδυναμίας σχεδιασμένης επίλυσης-υπέρβασης  των αντιθέσεων της σοσιαλιστικής κοινωνίας, στην κατεύθυνση του ώριμου κομμουνισμού.  

       Η στροφή των  χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στο «σοσιαλισμό της αγοράς» σήμαινε ότι  στα προγράμματα των ηγετικών πολιτικών δυνάμεων  απουσίαζε, παντελώς,  η στρατηγική του μετασχηματισμού των κληρονομημένων από το παρελθόν σχέσεων, οι οποίες  αναπαρήγαγαν την κοινωνική αλλοτρίωση «κάθε μέρα, κάθε ώρα, αυθόρμητα και σε μαζική κλίμακα». Σήμαινε ότι οι χώρες αυτές είχαν συμβιβαστεί με τις εν λόγω αλλοτριωτικές σχέσεις.

        Η καθολική δε  εξάπλωση των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων  (βλ μεταρρυθμίσεις Κοσύγκιν) συνεπαγόταν  τη μαζική «διαπαιδαγώγηση» των εργαζομένων στο πνεύμα του εγωισμού και της ιδιοτέλειας, παράλληλα με την ευρύτατη εξάπλωση της σκιώδους οικονομίας, τη συσσώρευση παράνομου πλούτου, τη δημιουργία, εν τέλει, ενός ισχυρότατου πόλου της αντεπανάστασης (με τη συμμετοχή του κόσμου της παραοικονομίας, ενός μέρους του διοικητικού μηχανισμού, μέρους της διανόησης, αλλά και πάρα πολλών εργαζομένων).   

       Χωρίς να αρνούμαι το αναπόφευκτο της διατήρησης των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων σε μια πιθανή σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος, θεωρώ ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί ποτέ να χαρακτηρίζεται ως «σοσιαλισμός της αγοράς», η αγορά, δηλαδή, δεν μπορεί ποτέ να αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα του σοσιαλισμού.

       Ως απάντηση  στην άποψη του Θ.Βακαλιού περί ενός σοσιαλισμού της αγοράς, (άποψη η οποία στη θεωρητική θεμελίωσή της φτάνει μέχρι και τις ιδέες του Μπερνστάιν![4]) κρίνω σκόπιμο να σημειώσω  ότι η αγορά, οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις, δε συνιστούν τεχνικό θέμα ή απλά ζήτημα αποτελεσματικής κυβερνητικής οικονομικής  πολιτικής. Πρόκειται, πρωτίστως,  για πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας, για αντικειμενικές, υλικές, κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες  κι όταν ακόμη δεν είναι κεφαλαιοκρατικές δεν παύουν να είναι αλλοτριωτικές –ανταγωνιστικές, και στην περίπτωση που δεν είναι εφικτός ο σταδιακός περιορισμός τους μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αποτυχία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος.   

        Ίσως τα θέματα αυτά  να φαντάζουν σήμερα (σε συνθήκες  παγκόσμιας υποχώρησης της επαναστατικής αριστεράς) ριζοσπαστικές εξάρσεις εκτός ημερήσιας διάταξης, περιττές, σχολαστικές εννοιολογήσεις και ουτοπικές εμμονές. Αποτελούν όμως, κατά την άποψή μου, ζητήματα υπαρξιακής σημασίας για την αριστερά, ζητήματα της ταυτότητας και της στρατηγικής της. Μιας στρατηγικής η οποία παραμένει αναγκαία  όσο διατηρείται η αντίθεση κεφαλαίου –εργασίας και, όσο, συνεπώς, η δυνατότητα αυθεντικής κοινωνικής προόδου εξαρτάται από την ανατροπή των αλλοτριωτικών κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην κατεύθυνση της αταξικής κοινωνίας.

       Εν κατακλείδι,  πέραν, των  ενστάσεων που διατύπωσα για συγκεκριμένες απόψεις του Θ.Βακαλιού οφείλω να αναγνωρίσω τη σημασία  της  προσπάθειάς του να πραγματευθεί εξόχως σημαντικά προβλήματα της αριστεράς. Ο Θ.Βακαλιός  πήρε το ρίσκο να αναφερθεί στο σοσιαλισμό ως σε μιαν αναγκαία και εφικτή προοπτική,  τη στιγμή που  αρκετές δυνάμεις  της αριστεράς αποφεύγουν να το πράξουν, προτιμώντας την ‘ασφάλεια’ των βραχυπρόθεσμων πολιτικών και ιδεολογικών διακυβευμάτων. Η σιωπή όμως αρκετών αριστερών δυνάμεων για τα ζητήματα του σοσιαλισμού όχι μόνο δεν μπορεί να κρύψει αλλά ακούσια αναδεικνύει το γεγονός ότι από πλευράς στρατηγικής και ιδεώδους ο βασιλιάς είναι γυμνός.

        Το βιβλίο του Θ.Βακαλιού  Η Αριστερά, χθες, σήμερα, αύριο μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για προβλήματα επίμαχα και δυσεπίλυτα, όπως  τα αίτια της αποτυχίας των πρώτων σοσιαλιστικών εγχειρημάτων, οι  όροι επαναθεμελίωσης της σοσιαλιστικής στρατηγικής,  το μέλλον του σοσιαλισμού.  Αν όμως ο αγώνας για την κοινωνική χειραφέτηση προϋποθέτει συνειδητή –σκόπιμη πολιτική δράση και στρατηγικό σχεδιασμό τότε τα παραπάνω θέματα είναι εξαιρετικά επίκαιρα και γι’  αυτό το λόγο το θεωρητικό πόνημα  του Θ.Βακαλιού αξίζει  σοβαρής προσοχής και μελέτης.

     

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Θ.Βακαλιός, Η Αριστερά χθες, σήμερα, αύριο, εκδ.Βακαλιός, Αθήνα 2004, σσ.114, 118, 152,153-154.

[2] Μάλιστα ο Ούγγρος οικονομολόγος Τίμπορ Λίσκα, στον οποίο αναφέρεται εμφατικά ο Θ.Βακαλιός,  κατέφασκε την «απρόσκοπτη λειτουργία των νόμων της αγοράς, ενταγμένης οργανικά σε ένα σύστημα κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας», την «απρόσκοπτη λειτουργία του κεφαλαίου και του κέρδους…». Ό.π.,σελ.171.

[3] Βλ. ό.π., σελ.155.

[4] Βλ.ό.π., σσ. 319-322.