Διάλεξη στο Κέντρο Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΤΕ)  στις 10/5/1999 με θέμα: «Ο μαρξισμός στη Ρωσία και στη Σοβιετική Ένωση»

Εισηγητής Δημήτρης Πατέλης

  Όποιος επιχειρεί στις μέρες μας να ασχοληθεί με θέματα όπως αυτό της σημερινής εισήγησης αισθάνεται σοβαρές δυσκολίες και συντρέχουν λόγοι για αυτό. Ο πρώτος είναι η συγκυρία, η περιρρέουσα πραγματικότητα που είναι κάθε άλλο παρά ευοίωνη και ευνοϊκή - τουλάχιστον άμεσα, εκ πρώτης όψεως - για θεωρητικές αναζητήσεις. Εμμέσως όμως έχει την δυνατότητα να μας παροτρύνει για στοχαστική στάση και αυτό αφορά ιδιαίτερα μία θεωρία όπως ο μαρξισμός, η οποία όντως αναπτύχθηκε σε κάθε άλλο παρά ευνοϊκές (εκ πρώτης όψεως) συγκυρίες σε όλη την ιστορία του, από στοχαστές οι οποίοι έβρισκαν το κουράγιο, είχαν το θάρρος, όχι απλώς να διατηρήσουν τις δυνάμεις και τη συγκρότησή τους, αλλά να ανταποκριθούν στα βαθύτερα κελεύσματα της εποχής τους χωρίς να παραδέρνουν σε επιφανειακές, συγκυριακές δοξασίες και λοιπές καταστάσεις του συρμού.

Ο δεύτερος λόγος αφορά τη δυσκολία που ανακύπτει από την ίδια τη διατύπωση του θέματος - και εδώ είναι και δική μου ευθύνη, που δεν προσπάθησα να επαναδιατυπωθεί το θέμα με μεγαλύτερη σαφήνεια και τελικά έμεινε στην άνακοίνωση: «ο ρωσικός μαρξισμός και ο σοβιετικός μαρξισμός». Εδώ ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι τουλάχιστον. Αφ’ ενός μεν ο κίνδυνος να εκληφθώ εγώ ως ο καθ’ ύλην αρμόδιος σοβιετολόγος και μάλιστα επί ζητημάτων του μαρξισμού, αφ’ ετέρου δε ο άλλος κίνδυνος, ο οποίος είναι μεθοδολογικός - και είναι σοβαρότερος από τον πρώτο - ο κίνδυνος δηλαδή να θεωρηθεί ο μαρξισμός ως προϊόν κάποιας εθνικής, γεωγραφικής εμβέλειας και μάλιστα προσδιοριστικό να είναι ακριβώς το εθνικό σε κάθε μία από  τις διαθέσιμες εκδοχές «μαρξισμών».

Αν ξεπεράσουμε αυτές τις δυσκολίες μπορούμε να περάσουμε σε μία έστω και επιγραμματική τοποθέτηση της προβληματικής, διότι υπάρχει ένας επιπλέον σκόπελος, - ο τρίτος λόγος των δυσκολιών που προανέφερα - ο σκόπελος της ιστοριογραφικής προσέγγισης στον πειρασμό της  οποίας εάν ενδώσουμε θα αναλωθούμε σε ονόματα, έργα, περιόδους, γεωγραφίες, συγκυρίες κλπ . Είναι σαφές ότι κάθε εγχείρημα συνολικής αναφοράς  και γενικευμένης αποτίμησης διαδικασιών και φάσεων της πνευματικής «παραγωγής», παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις ορισμένων ακαδημαϊκών κύκλων, δεν μπορεί να είναι ταξικά, πολιτικά και αξιολογικά ουδέτερo και αμερόληπτo. Το ζητούμενο είναι λοιπόν βάσει ποιών κριτηρίων γίνεται η προσέγγισή μας και κατά πόσο τα κριτήρια αυτά είναι σαφή και συνειδητά επιλεγμένα.

Εκείνο που θέλω να καταδείξω στα βασικά σημεία αυτής της επιγραμματικής παρέμβασής μου είναι κατά πρώτον ότι ο σοβιετικός μαρξισμός, η πνευματική παραγωγή της τέως Ε.Σ.Σ.Δ. στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας, δεν έχει συλλήβδην εκείνη την καταθλιπτική ομοιογένεια που συνήθως υπονοείται υπό τον όρο «σοβιετικός μαρξισμός» στη λεγόμενη δυτική παράδοση. Εδώ θέλω να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα περίπλοκο φαινόμενο του οποίου ελάχιστες εκφάνσεις είναι ορατές εκ πρώτης όψεως για τους ίδιους τους σοβιετικούς «καταναλωτές» της θεωρίας, χρήστες της θεωρίας, πόσο μάλλον για αυτούς της καθ’ ημάς επικράτειας, με όλους τους φραγμούς της γλώσσας και όχι μόνο.

Μεθοδολογική αναφορά στο μαρξισμό.

Πρέπει να ξεκινήσουμε από μία σύλληψη περί μαρξισμού, διότι για να οριοθετήσεις μιαν από τις συγκεκριμένες ιστορικές εκφάνσεις ενός τέτοιου ρεύματος, οφείλεις τουλάχιστον να έχεις μία  σύλληψη όσον αφορά τη δομή και τον προορισμό αυτού του ρεύματος. Ο μαρξισμός είναι ένα περίπλοκο πολυεπίπεδο σύστημα. Ένα περίπλοκο σύστημα ανοικτό και αναπτυσσόμενο- κατά την ταπεινή μου άποψη- φιλοσοφικών, οικονομικών και κοινωνικό-πολιτικών αντιλήψεων βασικό περιεχόμενο του οποίου είναι η θεωρητική θεμελίωση της μετάβασης της κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό. Εμφανίστηκε στο στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας, όταν ταυτόχρονα άρχισαν να δημιουργούνται οι όροι της  υπέρβασης, της  διαλεκτικής άρσης αυτής της κοινωνίας. Οι ιστορικοί όροι αυτής της υπέρβασης είναι η μηχανοποίηση της παραγωγής, η έναρξη της παραγωγής μηχανών  από μηχανές, είναι η δυνατότητα διασφάλισης της παραγωγής μιας αφθονίας υλικών αγαθών, είναι ο σε ορισμένο βαθμό αναπτυγμένος κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας και  από αυτή την άποψη – από την άποψη του υποκειμένου της ανατροπής, της υπέρβασης  της κεφαλαιοκρατίας -  ο μαρξισμός είναι η ιδεολογία της εργατικής τάξης. Είναι η επιστημονικών αξιώσεων ιδεολογία της εργατικής τάξης - όχι με την έννοια της φενακισμένης- ανεστραμμένης μορφής της συνείδησης, αλλά με την έννοια του οδηγού για δράση, των ιδεών που γίνονται υλική δύναμη - του υποκειμένου της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης από την  κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό. Ιστορικά ανέκυψε κάτω από ιδιόρρυθμες συνθήκες- δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία- ανέκυψε ιδιαίτερα με την κριτική αφομοίωση των κεκτημένων της γερμανικής κλασσικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της ιδεοκρατικής διαλεκτικής της φιλοσοφίας, της κλασσικής αστικής οικονομίας, των ουτοπιστών σοσιαλιστών. Αλλά εκείνο που θέλω ιδιαίτερα να επισημάνω είναι ότι ο μαρξισμός  - εάν εκλάβουμε το μαρξισμό ως επιστημονική θεωρία ( θα δούμε παρακάτω ότι δεν εκλαμβάνεται πάντα ως επιστημονική θεωρία) - είχε μερικά γνωστικά αντικείμενα ως αντικείμενο της έρευνας, εκ των οποίων εγώ θα διέκρινα τρία  τουλάχιστον ως  βασικά.

Είναι πρώτον το γνωστικό αντικείμενο που απαρτίζει η ανθρώπινη κοινωνία και η ιστορία της. Η δομή και η ανάπτυξη της κοινωνίας. Δεύτερον, οι σχέσεις παραγωγής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικό-οικονομικού σχηματισμού και τρίτο είναι οι προϋποθέσεις της νέας αταξικής, κομμουνιστικής- όπως έλεγε ο Μαρξ- κοινωνίας. Τρία λοιπόν γνωστικά αντικείμενα. Βάσει της διερεύνησης αυτών των τριών γνωστικών αντικειμένων- χωρίς να θεωρούμε ότι εξαντλείται εκεί το φάσμα των επιστημονικών ενδιαφερόντων των κλασσικών, των ιδρυτών του μαρξισμού, διότι ξέρουμε πολύ καλά ότι υπήρχε μία έντονη παράλληλη ενασχόληση με ζητήματα επιστημολογίας των φυσικών επιστημών, με τα μαθηματικά, με την ιστοριογραφία, ήταν τόσο εγκυκλοπαιδιστές στις ασχολίες τους αυτοί οι άνθρωποι που μιλάμε μάλλον για επικέντρωση της προσοχής σε κάποια γνωστικά αντικείμενα. Για να μη μακρηγορούμε, έχουμε τον ιστορικό υλισμό ή υλιστική αντίληψη της ιστορίας αφ’ ενός, έχουμε την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας αφ’ ετέρου, όπως αυτή ενσαρκώθηκε στο Κεφάλαιο, και τον επιστημονικό σοσιαλισμό ή κομμουνισμό, την αντίληψη δηλαδή, όπως λέει και η λενινιστική παράδοση, για το   πώς θα γίνει η μετάβαση και τι θα συνιστά αυτή η αταξική κοινωνία.

 

 Από μεθοδολογικής πλευράς αυτά τα τρία γνωστικά αντικείμενα δεν γνώρισαν ισομερή ανάπτυξη στα πλαίσια του μαρξισμού. Είναι κάτι που διαφεύγει της προσοχής, ιδιαίτερα των δογματικών προσεγγίσεων του μαρξισμού. Από μεθοδολογικής πλευράς στάθηκε ιδιαίτερα «τυχερή» η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο Κεφάλαιο του Μαρξ. Ιδιαίτερα τυχερή στάθηκε με την έννοια ότι σε αυτήν μπόρεσε ο Μαρξ να χρησιμοποιήσει, να αξιοποιήσει τα μέγιστα τη διαλεκτική μεθοδολογία, τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο  και βάση αυτής της μεθοδολογίας να αναπτύξει μίαν επιστήμη για ένα συγκεκριμένο, δεδομένο ως εμπειρικά αντιληπτό γνωστικό αντικείμενο. Αυτό συνέβη με την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας. Εκεί έχουμε την πλέον αναπτυγμένη - από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας - διερεύνηση στα πλαίσια των κεκτημένων του μαρξισμού.

Στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας έχουμε μεγαλύτερα  ελλείμματα από μεθοδολογικής πλευράς και - το ξανατονίζω -  παρά την παραδοσιακή αντίληψη που θέλει αυτά τα τρία συστατικά στοιχεία να συναπαρτίζουν μία τριάδα ομοούσιο, σε ένα καθ’ όλα αρκούντως ανεπτυγμένο επίπεδο, στα πλαίσια μίας χωρίς εσωτερικές διαφορές ενότητας δογμάτων...Τα ελλείμματα αυτά συνδέονται αφ’ ενός μεν με το επίπεδο ανάπτυξης του ίδιου  του αντικειμένου της έρευνας ( η κοινωνία βρίσκεται μόλις στο τελευταίο στάδιο της διαμόρφωσής της, δηλαδή δεν έχει ακόμα ωριμάσει), αφ’ εταίρου δε με το μεθοδολογικό επίπεδο της κοινωνικής θεωρίας που κληρονόμησε ο Μαρξ ( η προμαρξική κοινωνική θεωρία βρίσκεται σε κατώτερη βαθμίδα της διαμόρφωσής της δεδομένου ότι το ανώτερο που έχει επιχειρήσει - ο Χέγκελ – είναι η συστηματική εξέταση της κοινωνίας βάσει της ιδεοκρατικά υποστασιοποιημένης αφηρημένης πνευματικής δραστηριότητας και του κράτους ως ενσάρκωσης της « γενολογικής ουσίας του ανθρώπου »).   Στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας έχουμε πράγματι μεγάλα κεκτημένα: πρόκειται για το πρώτο εγχείρημα συστηματικής διερεύνησης των νομοτελειών που διέπουν το κοινωνικό γίγνεσθαι. Το κοινωνικό γίγνεσθαι εξετάζεται εδώ από την άποψη των νομοτελειών του, εξετάζεται και από την άποψη της εσωτερικής συνάφειάς του, πλην όμως η εν λόγω προσέγγιση έχει ορισμένες βασικές, ουσιώδεις - κατά τη γνώμη μου - ανεπάρκειες. Οι ανεπάρκειες αυτές έγκεινται βασικά  στο γεγονός ότι στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας υπάρχει μία σαφής σύλληψη για τη δομή της κοινωνίας, η οποία ανέκυψε στην πορεία της έρευνας των Μαρξ και Ένγκελς δια της υλιστικά διαμεσολαβημένης «αναγωγής» όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής στην οικονομική της βάση. Η δομή της κοινωνίας στα πλαίσια της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας - επιτρέψτε μου την σχηματοποίηση, αλλά θα μας διευκολύνει λιγάκι - έχει ως εξής: Ανάγκες- παραγωγικές δυνάμεις- σχέσεις παραγωγής- μορφές κοινωνικής συνείδησης (εκεί τοποθετείται το δίκαιο, η πολιτική, η θρησκεία, η ιδεολογία κλπ) - εποικοδόμημα. Βάσει αυτού του σχήματος περί της δομής της κοινωνίας, το οποίο με τη σειρά του πολώνεται σε βάση και εποικοδόμημα, εξετάζεται και η ιστορική διαδικασία.

 Η αντίληψη αυτή περί δομής της κοινωνίας αντανακλάται στην περιοδολόγηση της ιστορίας. Έτσι προκύπτουν δύο τύποι περιοδολογήσεων. Έχουμε την περιοδολόγηση που αφορά την κατά σχηματισμούς θεώρηση της κοινωνίας, το πρώτο μόρφωμα  στην ιστορία  αυτή είναι η πρωτόγονη κοινωνία, το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα ή «πρωτόγονος κομμουνισμός» όπως αποκαλείται σε κάποιο μέρος της βιβλιογραφίας. Έπονται οι ταξικοί κοινωνικό-οικονομικοί σχηματισμοί, (δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός) και τελικά η αταξική κοινωνία. Πρόκειται για το γνωστό πενταπλό σχήμα, στο οποίο δεν έχουμε παρά μίαν ανάπτυξη, επαλληλία θα έλεγα της δομής αυτής που προανέφερα, η οποία, πρέπει να τονίσω, φέρει ανεξίτηλο το στίγμα της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Διότι μόνο στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, όπως αποδεικνύει η περαιτέρω έρευνα, έχουμε σαφή διάκριση όλων των προαναφερθεισών πλευρών, πτυχών και σφαιρών της κοινωνικής ζωής και μάλιστα όχι απλώς σαφή διάκρισή τους αλλά  και αντιπαράθεση προς άλληλες αυτών των πλευρών. Έχουμε δηλαδή ένα κατακερματισμό της κοινωνίας, μία  κοινωνία της αλλοτρίωσης, πράγμα το οποίο εκδηλώνεται τόσο στη συσχέτιση των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, όσο και σε όλες τις υπόλοιπες συνιστώσες της δομής της κοινωνίας.

Υπάρχει μία δεύτερη περιοδολόγηση που συνυπάρχει με την προηγούμενη. Μία δεύτερη θεώρηση της ιστορίας στον ιστορικό υλισμό επικεντρώνει την προσοχή της στη λεγόμενη  τριάδα, με βασικό σύστημα αναφοράς στις ταξικές κοινωνίες. Εδώ όλη η ιστορία χωρίζεται σε: προ-ταξική, ταξική και μετά-ταξική, αταξική. Αυτές οι δύο περιοδολογήσεις συνυπάρχουν στον κλασσικό μαρξισμό και είναι περιττό να αναφέρουμε τι είδους σχηματοποιήσεις τους παρατηρούνται στους επιγόνους του κλασσικού μαρξισμού. Πιστεύω ότι  η έρευνα στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού, παρά τις ανεπάρκειες, επέτρεψε πολλά πράγματα στον παραδοσιακό μαρξισμό. Του επέτρεψε να δει λεπτομερέστερα  την αντιπαραβολή της κεφαλαιοκρατίας με προγενέστερους βασικά σχηματισμούς, είτε με την αναμενόμενη, την προσδοκώμενη μεταγενέστερη ανάπτυξη της κοινωνίας. Αποκάλυψε επίσης σαφέστερα την κατηγορία « σχέσεις παραγωγής » και τη λεπτή δομή της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής. Αποκάλυψε σε θεωρητικό επίπεδο την αναγκαιότητα άρσης της κεφαλαιοκρατίας αναδεικνύοντας τον ιστορικό παροδικό χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατίας και προσέφερε δυνατότητες περαιτέρω διερεύνησης των νομοτελειών μετάβασης από τον ένα σχηματισμό στον άλλο. Επέτρεψε ορισμένου επιπέδου θεωρητική θεμελίωση της περιοδολόγησης της ιστορίας ( βάσει της δομής που προανέφερα ). Αλλά έχει μερικούς εγγενείς περιορισμούς οι οποίοι συνδέονται με τη βαθμίδα ανάπτυξης της τότε κοινωνίας και την αντίστοιχη γνωσιακή συγκυρία, αλλά και με το βασικό πρόταγμα της εποχής: την ανάγκη επαναστατικής ανατροπής του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού.

 Εκεί που «ατύχησε» περισσότερο από όλες τις περιπτώσεις η θεωρία του μαρξισμού είναι η πρόγνωση της αταξικής κοινωνίας. Όχι γιατί στερούνταν ιδιοφυίας οι θεμελιωτές αυτού του συστήματος, αλλά διότι παρά την πρωτοφανή και ιδιοφυή - τεράστιας θεωρητικής και πρακτικής εμβέλειας - επιστημονική πρόβλεψη που επέτυχαν, η πρόγνωση του μέλλοντος ήταν γι αυτούς η κατάδειξη ακριβώς των δυναμικών εκείνων στοιχείων από την αντιφατικότητα του παρόντος της κεφαλαιοκρατίας και τη δυναμική της ιστορίας. Ακριβώς αυτά τα στοιχεία απετέλεσαν τον ακρογωνιαίο λίθο για την πρόγνωση- με την έννοια της υπόθεσης της εργασίας- αυτού του μέλλοντος. Μιλάμε για επιστημονική πρόγνωση ορισμένου βαθμού.

Στις περιπέτειες των επιγόνων θα πρέπει να συγκαταλέγουμε μία σειρά ατοπήματα, ανομήματα, δεν ξέρω πώς να τα χαρακτηρίσω, εν πάση περιπτώσει όμως στους επιγόνους πάντοτε οφείλουμε να αναγνωρίζουμε μια μεγάλη, πολύ μεγάλη συνεισφορά. Δηλαδή αυτά που υπάρχουν σε λανθάνουσα μορφή στους κλασσικούς, στο χείμαρρο εκείνο της σκέψης, σ’ ένα συγκροτημένο σύστημα, στους επιγόνους τα βλέπουμε συνήθως με την πιο τραγελαφική μορφή τους, τα βλέπουμε σε μορφή ιλαροτραγωδίας ίσως. Οδηγούνται δηλαδή μέχρι τις έσχατες επιπτώσεις τους, μέχρι τις λογικές εσχατιές τους εκείνες οι τάσεις οι οποίες είναι σε λανθάνουσα μορφή, μη ορατές εκ πρώτης όψεως στο κεκτημένο της επιστήμης, στα έργα ενός μεγάλου και δημιουργικού στοχαστή.

Πρόδρομοι του μαρξισμού στη Ρωσία.

Λόγω ανειλημμένων και εκπαιδευτικών υποχρεώσεων βρίσκομαι στην Κρήτη, κι έτσι δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τις υπόλοιπες εισηγήσεις των συναδέλφων, αλλά όπως είδα στο πρόγραμμα του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης,  έπεται η εισήγηση της συναδέλφου Γκασούκα για τον ρώσικο λαϊκισμό, τους  Ναρόντνικους, καθώς και για τους ρώσους επαναστάτες - δημοκράτες, άρα δεν θα επεκταθώ στη θεματική  της συναδέλφου, νομίζω ότι θα αναφερθεί εκείνη εκτενώς σε αυτά.

Εν πάσει περιπτώσει, όσον αφορά τις πηγές του λεγόμενου «σοβιετικού μαρξισμού», εδώ αξίζει να αναφέρω, ότι ήδη από τα μέσα - για να μη πω από τις αρχές- από το πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα, υπάρχει ένα ενδιαφέρον για τη διαλεκτική. Ένα έντονο ενδιαφέρον για τη συσχέτιση θεωρίας και πράξης, για τη θεωρητική θεμελίωση της στάσης ζωής της διανόησης. Θα ήθελα εδώ να υπενθυμίσω ότι ο όρος «ιντελιγκέντσια» είναι ρώσικος και από εκεί πέρασε στις υπόλοιπες γλώσσες. Υπό τον όρο αυτό στη ρωσική παράδοση υποδηλώνεται αφ’ ενός μεν η κοινωνική κατηγορία των μη απασχολούμενων στην υλική παραγωγή, αφ’ εταίρου δε – και κυρίως – ορισμένη συνειδητή και αναστοχαστικά θεμελιωμένη πρωτοπόρος  στάση ζωής. Η διανόηση της Ρωσίας - όχι βέβαια στο σύνολό της, αλλά η πρωτοπορία της -  από την εποχή των Δεκεμβριστών ακόμα, με ένα συνονθύλευμα θα έλεγα διαφωτισμού, ρομαντισμού και αριστοκρατίας του πνεύματος, ήταν επιρρεπής πάντοτε σε μίαν αφοσίωση στο κοινωνικό γίγνεσθαι, σε μια στράτευση μέχρι αυτοθυσίας. Αυτή η ηθική στάση ζωής είναι κάτι το οποίο μετεξελίχθηκε, μετασχηματίστηκε, αναθεμελιώθηκε, αλλά σαν κόκκινη γραμμή διαπερνά τις παραδόσεις της ρώσικης και κατ’ επέκταση της μετέπειτα σοβιετικής διανόησης. Αυτό είναι μια σημαντική παρακαταθήκη.

Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι η Ρωσία είναι η πρώτη χώρα στην οποία έχουμε αφενός μεν απόπειρα αναστοχαστικής αξιοποίησης των κεκτημένων της γερμανικής κλασσικής φιλοσοφίας και αφετέρου, ιδιαίτερη έμφαση (και το τονίζω αυτό), στην ανάδειξη της διαλεκτικής του ιστορικού γίγνεσθαι. Αυτό υπήρχε πολύ έντονα στον Γκέρτσεν, αλλά και στον Μπελίνσκι. Στον Γκέρτσεν οφείλουμε την περίφημη ρήση που υιοθέτηση στη συνέχεια  ο Πλεχάνοφ και μέσω αυτού και ο Λένιν ότι «η διαλεκτική είναι η άλγεβρα της επανάστασης». Και ο Γκέρτσεν καταλήγει σε αυτό  πολύ πριν γνωριστεί με τον Μαρξ και τον μαρξισμό, γεγονός που είναι πραγματικά χαρακτηριστικό για τις αναζητήσεις και τις ανησυχίες αυτής της διανόησης.

Αξίζει να αναφέρουμε - έστω και επιγραμματικά - την παράδοση του επαναστάτη δημοκράτη Τσερνισέφσκι, ο οποίος διατύπωσε τη δική του εκδοχή ουτοπικού σοσιαλισμού, τη δική του εκδοχή αγροτικής επανάστασης, με έναν ανθρωπολογικό υλισμό που υπερβαίνει εν πολλοίς τον ανθρωπολογισμό τύπου Φόιερμπαχ και με λογοτεχνική ενάργεια προβάλλει ένα μοναδικό πρότυπο στρατευμένου διανοούμενου-επαναστάτη, ένα πρότυπο που φέρει πλέον τη σφραγίδα της προσωπικής του θυσίας. Εν πάση περιπτώσει, για να μην επεκταθούμε ιδιαίτερα προς αυτή την κατεύθυνση, εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι υπάρχει μία άμεση σύνδεση ακριβώς των αναγκών της κοινωνίας με μίαν ηθική αποστολή της διανόησης, η οποία έβλεπε ως κεντρικό στόχο της ζωής της ακριβώς τη διάγνωση των αναγκών της ανθρωπότητας και την αφοσίωση σε αυτές τις ανάγκες, την εξυπηρέτηση αυτών των αναγκών. Έβλεπε εν πολλοίς τον εαυτό της ως εργαλείο μίας παγκόσμιας δυναμικής, είτε θεοκρατικά θεωρούμενης σ’ ένα πνεύμα με στοιχεία  μεσσιανισμού (όπως σε κάποιους απ’ τους Ναρόντνικους) - όπου επιφυλάσσεται ιδιαίτερη αποστολή στη διανόηση, ακόμα και στη Ρωσία εν γένει - είτε στην υλιστική εκδοχή, με την έννοια του χειραφετητικού προτάγματος θα λέγαμε σήμερα, του αιτήματος για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας.

Προκαταλήψεις και δόγματα.

Αυτά τα στοιχεία κληρονομήθηκαν αυτούσια και μετασχηματίσθηκαν γόνιμα στην παράδοση που οδήγησε στη ρώσικη σοσιαλδημοκρατία - σε όλες τις εκδοχές της - και μέσω αυτής στην λενινιστική – μπολσεβίκικη παράδοση και στα μετέπειτα ρεύματα. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι ότι υπάρχει μία προβληματική - αρκετά μονομερής θα έλεγα - ειδικά σε αυτό το ρεύμα που αποκαλούμε συνήθως «δυτικό μαρξισμό». Κατά παράδοση αυτό το ρεύμα τείνει να θεωρεί ότι υπάρχει ένα γεωγραφικά και εθνικά περιορισμένο μόρφωμα, μια εν πολλοίς ασιατική εκδοχή μαρξισμού η οποία θεωρητικοποιείται στον Λένιν και στους μπολσεβίκους και μετέπειτα παίρνει τις τερατώδεις μορφές του σταλινικού φαινομένου και των ιδεολογημάτων του. Αυτό και ισχύει και δεν ισχύει.

Ισχύει στο βαθμό που έχουμε να κάνουμε με ορισμένα φαινόμενα στα οποία παρακολουθούνται οι αποκλειστικές ιδιοτυπίες της ρώσικης ανάπτυξης (θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε αυτά έστω και επιγραμματικά). Δεν ισχύει, στο βαθμό που το ρωσικό επαναστατικό κίνημα λειτουργεί ως οργανικό μέρος και εμπροσθοφυλακή του παγκόσμιου, στο βαθμό που αφουγκράζεται και παρακολουθεί τις βαθύτερες ανάγκες της ανθρωπότητας. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε τριβή με την κληρονομιά του Λένιν θα μας πείσει γι’ αυτό. Ο Λένιν πάντοτε έβλεπε τη ρώσικη επανάσταση ως οργανικό κομμάτι - και μάλιστα αρχικά δευτερεύον - της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Ποτέ ο Λένιν δεν είδε τη ρώσικη επανάσταση, τη μπολσεβίκικη επανάσταση ως στενά εθνική υπόθεση της Ρωσίας ή της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή τη βαθιά διεθνιστική και επαναστατική τάση κράτησε με συνέπεια  το επαναστατικό κομμάτι αυτού που αποκαλείται σοβιετικός μαρξισμός.

Εδώ επιτρέψτε μου μερικές επισημάνεις. Όταν συζητώ με συναδέλφους που έχουν κάποια παιδεία από Δυτικοευρωπαϊκά ή Βορειοαμερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, διαπιστώνω ότι  συνήθως υπό τον όρο «σοβιετικός μαρξισμός» εννοούν μιαν αντίληψη, κατά κανόνα διαμορφωμένη από δεύτερο χέρι (πιθανόν από το γνωστό βιβλιαράκι περί σοβιετικού μαρξισμού του Μαρκούζε, ή και από τον απόηχό του, ίσως μάλιστα και εκ του αντιθέτου, σε αντιδιαστολή με ότι μπορεί να σημαίνει για τον καθ’ ένα ο πολύκροτος μετά το σχετικό βιβλίο του Π. Άντερσον όρος  «δυτικός μαρξισμός»). Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περί σοβιετικού μαρξισμού αντίληψη που συνδέεται με την αλτουσεριανή παράδοση, η οποία ανάγει τον τελευταίο σ’ ένα πλέγμα οικονομισμού, καταστροφολογικής αντίληψης για τον καπιταλισμό και μηχανιστικής αντίληψης για το κράτος και την πάλη των τάξεων.  Τα παραπάνω δείχνουν ότι υπάρχει ένα φοβερό έλλειμμα σφαιρικής θεώρησης του τι γινόταν εκεί στη θεωρητική παραγωγή. Ανακύπτει εδώ και ένα ζήτημα επιστημονικής δεοντολογίας. Κάθισα και διάβασα αυτά που σας προανέφερα, κάθισα και διάβασα και άλλους οι οποίοι αναφέρονται εξ απαλών ονύχων και με πολύ κατηγορηματικό τρόπο στο σοβιετικό μαρξισμό, με ύφος εκατό καρδιναλίων τουλάχιστον. Καταλαβαίνω ότι η πρόσβαση στις πηγές είναι δύσκολη. Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν φραγμοί, γλωσσικής και όχι μόνον υφής, που δεν επέτρεπαν την προσπέλαση σε κάποιες πηγές. Αλλά η επιστημονική δεοντολογία απαιτεί π.χ. αν κάποιος ασχολείται με την γερμανική κλασική φιλοσοφία  να γνωρίζει τα έργα των ίδιων των εκπροσώπων της. Αν αναφέρομαι στις σοβιετικές παραδόσεις στο χώρο του μαρξισμού οφείλω να ξέρω ποια είναι η σοβιετική παραγωγή σε όλη την πολυμορφία και την αντιφατικότητά της. Εάν δεν ξέρω, καλά θα κάνω - από άποψη επιστημονικής δεοντολογίας, είναι ένα θέμα ήθους επιστημονικού - τουλάχιστον να εκφέρω γνώμη με βάση αυτά που ξέρω, έχοντας επίγνωση των περιορισμών μου και όχι να προεκβάλλω αυτό το οποίο (νομίζω ότι)  ξέρω ως καθολική θεώρηση του πράγματος. Εδώ δηλαδή έχουμε πολλές προκαταλήψεις οι οποίες λειτουργούν ως φραγμοί.

Ομολογουμένως οι προαναφερθείσες μονομέρειες τροφοδοτούνταν εν πολλοίς από τα διαθέσιμα υλικά: τα επίσημα ιδεολογήματα, τα κομματικά ντοκουμέντα, τα διάφορα επίσημα έγγραφα (ομιλίες, αποφάσεις συνεδρίων, Κεντρικών Επιτροπών, Πολιτικών Γραφείων), τα άπαντα του Στάλιν, και στην καλύτερη περίπτωση μερικά «έγκριτα» έργα των αποδεκτών από την επίσημη εξουσία φιλοσόφων, οικονομολόγων κλπ που μεταφράζονταν στη Δύση. Όλα αυτά  που σε ποικίλους συνδυασμούς και δόσεις στοιχειοθετούν  το επίσημο ιδεολόγημα.

Εν πάσει περιπτώσει απορώ πώς άνθρωποι οι οποίοι εφέροντο ως επαναστατικά και κριτικά σκεπτόμενοι, εξελάμβαναν  τοις μετρητοίς τις δηλώσεις και την αυτοπροβολή μίας εξουσίας η οποία εν πολλοίς συν τω χρόνω γίνεται κατεστημένο. Θέλω να αποδείξω δηλαδή ότι δεοντολογικά αυτή η προσέγγιση δεν είναι καν στοιχειωδώς επιστημονική. Μάλλον, από τη σκοπιά μίας μαρξιστικής θεώρησης των πραγμάτων, είναι σαν να λέμε ότι αναγνωρίζουμε μίαν εποχή, εν προκειμένω την εποχή της σοβιετικής οικοδόμησης, όπως αυτή εκφράζεται στις διακηρύξεις του ιερατείου της εξουσίας, αγνοώντας συστηματικά είτε αδιαφορώντας πλήρως για την ποικιλομορφία και την αντιφατικότητα του ίδιου του φαινομένου. Ο νεαρός Μαρξ μας απέτρεπε από κάτι τέτοιο ως άκρως αντιεπιστημονικό, ως μίαν εντελώς ιδεοκρατική και υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων. Και όμως αυτή η ιδεοκρατική θεώρησης των πραγμάτων επεκράτησε σε πολλούς κύκλους ως η κυρίαρχη θεώρηση του μαρξισμού, ενώ σήμερα, που «δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται», παίρνει την μορφή της χλεύης και της επιδεικτικής άγνοιας… Πρέπει λοιπόν να τονίσουμε ότι όντως, για να εξετασθεί ο μαρξισμός στη σοβιετική ιστορία θα πρέπει να εξετασθεί με ιστορικούς όρους. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξετασθούν οι διαφορετικές  ιστορικές συγκυρίες στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης, οικοδόμησης ή αποδόμησης αυτού που οικοδομούταν ή αποδομούταν αντίστοιχα και στη συνέχεια θα πρέπει να εξεταστεί, εάν υπάρχει - και πιστεύω ότι υπάρχει - η εσωτερική λογική της ίδιας της κίνησης, της επιστημονικής νόησης στην ίδια την έρευνα. Διότι από τη μία υπάρχει η συγκεκριμένη ιστορία, και από την άλλη κάποιοι πού πιστεύουν ότι οι ίδιοι γράφουν ιστορία, άρα και ότι οι δικές τους δηλώσεις περί του τρόπου γραφής της ιστορίας είναι το άλφα και το ωμέγα  για την θεωρητική διάγνωση αυτής της ιστορίας. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, είναι πολύ πιο διαμεσολαβημένα και πολύ πιο περίπλοκα.

Συγκυρία και ζήτηση του μαρξισμού.

 Νομίζω ότι θα πρέπει να αναφερθούμε εδώ στην προβληματική της γνωσιακής συγκυρίας, σ’ ένα ζήτημα μεθοδολογικό, το οποίο απαιτεί μία σχετική, έστω επιγραμματική ανάλυση. Εννοούμε εκείνη τη διαπλοκή αντικειμενικών, ιστορικών και καθαρά  γνωστικών διαδικασιών κατά τρόπο ώστε οι πρώτες να διαθλώνται υπό το πρίσμα των δεύτερων, υπό το πρίσμα των εσωτερικών αναγκών  της επιστημονικής έρευνας, η οποία επιστημονική έρευνα -το ξανατονίζω- έχει τη δική της δυναμική (βλ. σχετικά: Δ. Πατέλης, Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; στο: Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τομέας Φιλοσοφίας, εκδ. Τυποθήτω, Αθήνα 1998). Οποιαδήποτε απόπειρα  αγνοεί την περίπλοκη αντιφατικότητα της γνωσιακής συγκυρίας οδηγείται σε έναν αναγωγισμό χυδαίου τύπου. Έχουμε δηλαδή μία διαμεσολαβημένη σχέση, στην οποία θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την έννοια της κοινωνικής ζήτησης. Η έννοια της κοινωνικής ζήτησης έχει πολλές εκφάνσεις. Ο μαρξισμός όπως προανέφερα από τις απαρχές του ήταν ένα πολυεπίπεδο και άνισο μόρφωμα. Στην μετέπειτα ανάπτυξή του και επί Σοβιετικής Ένωσης προς αυτό το πολυεπίπεδο μόρφωμα , προς αυτή την παράδοση επιστημονικής έρευνας - από τη σκοπιά τουλάχιστον που μας αφορά εδώ - σε κάθε συγκυρία απευθυνόταν μία συγκεκριμένη εμφατική ζήτηση ή απουσία ζήτησης.

Καταρχήν υπήρχε η ιδεολογική ζήτηση, με την έννοια της ιδεολογικής κάλυψης, της δικαίωσης των εκάστοτε ειλλημένων αποφάσεων κάποιας ηγεσίας. Το  επίπεδο αυτό είναι ένα γνώριμο και από την ελληνική εμπειρία επίπεδο ζήτησης, το οποίο δεν μπορεί να εκπίπτει πλήρως από τη θεώρησή μας, αλλά εάν είμαστε συνεπείς στην αναζήτηση της εσωτερικής λογικής αυτής  της ανάπτυξης μάλλον εκπίπτει από το προσκήνιο. Δυστυχώς βάσει αυτής της ζήτησης, ή μάλλον  βάσει των ανταποκρινόμενων σε τέτοιου είδους ζήτηση προϊόντων «έκριναν» στην καθ’ ημάς Δύση για το σύνολο της σοβιετικής φιλοσοφίας και κοινωνικής επιστήμης.

Υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο ζήτησης, είναι το επίπεδο ζήτησης της κοσμοθεωρητικής προσανατολιστικής ανησυχίας των μαζών σε ευρεία κλίμακα σε διάφορες κοινωνικές συγκυρίες. Υπάρχουν ιδεολογικές ανάγκες των μαζών. Οι ιδεολογικές ανάγκες των μαζών δεν διαμορφώνονται πλήρως με χειραγωγικό τρόπο, στην αντίθετη περίπτωση θα είχαμε πλήρη και αυτούσια προσοικείωση των ιδεολογημάτων του ιερατείου.

 Υπάρχει  τέλος και το επίπεδο του διαμεσολαβημένου αναστοχασμού των βαθύτερων αναγκών της κοινωνίας στα πλαίσια της λογικής της ανάπτυξης της επιστήμης και υπό το πρίσμα των κεκτημένων της τελευταίας.

Τάσεις και προβληματικές.

Ας περάσουμε τώρα σε μιαν ευσύνοπτη αναφορά στη σοβιετική φιλοσοφική παραγωγή  ως βασικό συστατικό στοιχείο του λεγόμενου «σοβιετικού μαρξισμού», έχοντας επίγνωση των περιορισμών και των κινδύνων σχηματοποίησης που ελλοχεύουν σε παρόμοια εγχειρήματα. Η αναφορά στην οικονομική επιστήμη της  ΕΣΣΔ απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση (βλέπε σχετικά: Δαφέρμος Μ.Σχεδιασμός και αγορά: εξέλιξη των απόψεων στη Σοβιετική Ένωση. ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΉ Νο 4, 1990). Εξυπακούεται ότι η αναφορά αυτή στη σοβιετική φιλοσοφία είναι κατ’ ανάγκη επιλεκτική και επ’ ουδενί λόγω δεν προβάλλει αξιώσεις πληρότητας.

 Υπενθυμίζω ότι η μετά τους ιδρυτές του μαρξισμού πορεία αυτής της παράδοσης, συνδέεται εν πολλοίς με ποικίλες ερμηνείες διαφόρων επιγόνων δογματικού και αναθεωρητικού χαρακτήρα αλλά και με επιδράσεις διαφόρων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας (βλ. Οικονομικός ντετερμινισμός, ηθικός σοσιαλισμός, αυστρομαρξισμός, Κάουτσκι κλπ.). Εξαιρετικά γόνιμη, δημιουργική και θεμελιώδους θεωρητικής και πρακτικής σημασίας είναι η επαναστατική - κριτική προσέγγιση του μαρξισμού από τον Β. Ι. Λένιν, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι η ανάπτυξη του μαρξισμού στις νέες ιστορικές συνθήκες είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης αυτού του συστήματος (βλέπε ιμπεριαλισμός, διαλεκτική κλπ.).

Η σοβιετική φιλοσοφία αποτελεί ιδιότυπη διαμεσολαβημένη έκφραση της Μεγάλης Οκτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης και της εκάστοτε συσχέτισης επανάστασης – αντεπανάστασης κατά την μετέπειτα πορεία της σοβιετικής κοινωνίας. Η κύρια κατεύθυνση αναφοράς της σοβιετικής φιλοσοφίας ήταν ο μαρξισμός με αποφασιστική την συμβολή του Β. Ι. Λένιν. Κατά την δεκαετία του 1920 εδραιώνεται – τουλάχιστον τυπικά – ο μαρξισμός  και αναπτύσσεται η διαμάχη μεταξύ «μηχανικιστών» (Αξελρόντ – Ορντοντόξ, Σαραμπιάνοφ, Σκβορντσόφ – Στεπάνοφ, Α. Τιμιριάζεφ, Μπογκντάνοφ, Μπουχάριν κ.α.) και «διαλεκτικών» (Ντεμπόριν, Ν. Κάρεφ, Ι. Ποντβολότσκι, Γ. Στεν κ.α.), η οποία «διευθετείται» τελικά διοικητικά [με απόφαση του Π.Κ.Κ.(μπ.) Ιανουάριος 1931].

Η μετέπειτα πορεία της σοβιετικής φιλοσοφίας, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 κινείται κατ’ εξοχήν στα πλαίσια της υπαγωγής της στην ιδεολογία και την προπαγάνδιση των εκάστοτε αποφάσεων της ηγεσίας, διανθισμένη με την επιλεκτική παράθεση και σχολιασμό χωρίων από τα έργα των κλασσικών. Στη βάση αυτής της πρακτικής βρισκόταν κυρίως η επίσημη εκδοχή της σχηματοποιημένης, δογματικής και εν πολλοίς αντιδιαλεκτικής αντίληψης περί μαρξιστικής φιλοσοφίας που συνδέεται με το όνομα του Στάλιν. Ωστόσο και τότε υπήρξε ορισμένη ερευνητική και σημαντική εκδοτική δραστηριότητα (έκδοση έργων της παγκόσμιας φιλοσοφικής   σκέψης, ιστορία της φιλοσοφίας, συστηματοποίηση και εκλαΐκευση της φιλοσοφίας, κριτική της αστικής φιλοσοφίας κλπ.).

Από την εποχή του μεσοπολέμου διαμορφώνεται η σοβιετική ψυχολογία σε στενή σχέση με τη μαρξιστική φιλοσοφία. Αποφασιστικό ρόλο  στη διαμόρφωσή της διαδραμάτισαν οι ανάγκες της «πολιτισμικής επανάστασης» που επέβαλε η ρωσική σοσιαλιστική επανάσταση (εξάλειψη του αναλφαβητισμού, διαμόρφωση υποκειμένου – ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων κ.λ.π.) και η κριτική μεθοδολογική ανάλυση της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας στην οποία περιήλθε η ψυχολογία της εποχής, υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας του μαρξισμού. Η κατεύθυνση αυτή βασίστηκε στην κριτική επεξεργασία του φροϋδισμού, του συμπεριφορισμού, της «γκεστάλτ – ψυχολογίας», της γαλλικής «γενετικής ψυχολογίας» (κυρίως του Πιαζέ), καθώς και της δομικής – σημειωτικής κατεύθυνσης στη γλωσσολογία, στη θεωρία της λογοτεχνίας και στην αισθητική. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος της μαρξιστικής φιλοσοφίας και ορισμένου επιπέδου κατανόησης της «διαλεκτικής λογικής».

Κατά την εν λόγω σχολή η κύρια νομοτέλεια που διέπει την οντογένεση του ψυχισμού έγκειται στην εσωτερίκευση από το παιδί της δομής της εξωτερικής κοινωνικής συμβολικής δραστηριότητάς του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή  της προηγούμενης δομής των ψυχικών λειτουργιών (ως «φυσικών»). Η διαμεσολάβηση των εσωτερικευμένων  σημείων καθιστά τις ψυχικές λειτουργίες πολιτισμικές. Αυτό εκδηλώνεται εξωτερικά με τον συνειδητό και αυθόρμητο χαρακτήρα τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η εσωτερίκευση προβάλλεται και ως κοινωνικοποίηση. Κατά την πορεία της εσωτερίκευσης η δομή της εξωτερικής δραστηριότητας μετασχηματίζεται σε «ενδοψυχική» και συμπτύσσεται, ώστε να μετασχηματισθεί εκ νέου και να αναπτυχθεί κατά τη διαδικασία της εξωτερίκευσης, κατά την οποία βάσει των ψυχικών λειτουργιών δομείται η «εξωτερική» κοινωνική δραστηριότητα. Μέσα από αυτές τις έρευνες ο έναρθρος λόγος εξετάζεται ως δυναμικό και διατεταγμένο εννοιολογικό σύστημα ενοποιημένων βουλητικών και νοητικών διαδικασιών. Οι έρευνες αυτής της σχολής βρήκαν διέξοδο και στην παιδαγωγική μέσω του προσδιορισμού της «ζώνης εγγύτερης (ή επόμενης) ανάπτυξης», η οποία καθιστά εφικτή τη βέλτιστη προτρέχουσα και κατευθυντήρια επίδραση της διδασκαλίας στη νοητική εξέλιξη, μέσω της «έλλογης μίμησης» και του καταλυτικού ρόλου του ενήλικα στην εσωτερίκευση από το παιδί της δομής της συμβολικά διαμεσολαβημένης δραστηριότητας. Ζητήματα τα οποία εξέτασε η εν λόγω σχολή επανεμφανίζονται (με αρκετή μονομέρεια) σε άλλες κατευθύνσεις (π.χ. στη «συμβολική διαντίδραση» είτε στην «υπόθεση της γλωσσολογικής σχετικότητας»).

Στην αντιπαράθεσή της με τον υποκειμενικό ατομισμό του ψυχολογισμού, η σχολή αυτή εκδηλώνει μιαν άλλη μονομέρεια , έναν ιδιότυπο κοινωνιολογισμό, ο οποίος με τη σειρά του είναι αποτέλεσμα της ιστορικής και γνωσιακής συγκυρίας της εποχής και της αδυναμίας της κοινωνικής θεωρίας να διευθετήσει διαλεκτικά τη συσχέτιση φυσικού (βιολογικού κ.λ.π.) και κοινωνικού, ατόμου και κοινωνίας. Αυτό αποτέλεσε  αντικείμενο κριτικής εκ μέρους άλλων στοχαστών (πχ του Ρουμπιστάιν).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 60 παρατηρείται μίαν άνθιση πολλαπλών κατευθύνσεων και τάσεων στη σοβιετική φιλοσοφία και γενικότερα στις κοινωνικές επιστήμες. Εξέχουσα θέση κατέχουν εδώ οι έρευνες στο πεδίο της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας και ιδιαίτερα όσες συνδέονται με την φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση της οικονομικής επιστήμης, του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ (Ρόζενταλ, Μανκόφσκι, Ιλιένκοφ, Τιπούχιν, Ορούτζιεφ, Βαζιούλιν κ.λ.π.). Οι έρευνες αυτές αποτελούν έκφραση της ανάγκης για ανάπτυξη μεθοδολογίας και θεωρίας ικανής να εξηγήσει και να προβλέψει τα σύγχρονα φαινόμενα της παγκόσμιας ιστορικής διαδικασίας και τις αντιφάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης της ΕΣΣΔ.

Παράλληλα αναπτύσσεται ευρύτατο φάσμα ερευνών σε ζητήματα γνωσεολογίας, διαλεκτικής της φύσης και των φυσικών επιστημών (Λ. Αλεξάντροφ, Β. Αμπαρτσουμιάν, Ν. Ντουμπίνιν, Μπ. Κέντροφ, Μπ. Κουζνετσόφ,  Ι.Β. Κουζνετσόφ, Σεπτούλιν, Ναούμενκο, Ομελιανόφσκι Μ., Μπλάουμπεργκ Ι.Β., Κόπνιν κ.α.) φιλοσοφικής θεμελίωσης της ψυχολογίας (Ρουμπεστάιν , Λεόντιεφ, Κ.Α. Αμπουλχάνοβα – Σλάβσκαγια, Α.Β. Μπρουσλίνσκι, Κ.Κ. Πλατόνοφ, Μ.Γ. Γιαροσέφσκι κ.α.)

Ιδιαίτερα έντονη ήταν η διαμάχη επί του ζητήματος του ιδεατού (Ιλιένκοφ, Ντουμπρόφσκι Ντ. Ι. κ.α.) και αναφορικά με τη συσχέτιση διαλεκτικής και τυπικής λογικής (η οποία κινήθηκε μάλλον σε επίπεδα σχολαστικής). Από τη δεκαετία του 1970 τίθενται συστηματικά τα ζητήματα της υφής, των λειτουργιών και των επιπέδων της μεθοδολογικής έρευνας (πχ Σβιριόφ, Λεκτόρσκι, Στοφ Β.Α. κ.α.). Τίθεται το ζήτημα της συστηματοποίησης των κατηγοριών του διαλεκτικού υλισμού και του ιστορικού υλισμού και των πηγών της ανάπτυξης της κοινωνίας. Αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός επί ζητημάτων αισθητικής (Μ. Λίφσιτς κ.α.), ηθικής Ντρομνίτσκι Ο.Γ. Τιταρένκο κ.α.), θρησκειολογίας ((Μ. Π. Νόβικοφ, Ντ. Μ. Ουγκρινόβιτς κ.α.), πολιτισμολογίας (Μπαχτίν κ.α.), ιστορίας της φιλοσοφίας (Λόσεφ, Άσμους, Α. Μπογκομόλοφ, Οϊζερμάν κ.α.) κ.λ.π.).

Σε γενικές γραμμές μετά την έξαρση των εντατικών αναζητήσεων της δεκαετίας του 1960 παρατηρείται μια κατ’ εξοχήν εκτατική τάση ανάπτυξης της φιλοσοφίας προς ποικίλες κατευθύνσεις. Συχνά οι τελετουργικού χαρακτήρα παραπομπές σε κομματικά κείμενα και στους κλασσικούς του μαρξισμού (ως τυπικός φόρος τιμής στην επίσημη ιδεολογία) ήταν το προκάλυμμα της προώθησης αστικών – αντιμαρξιστικών απόψεων. Συχνό ήταν επίσης το φαινόμενο των δογματικών απολογητών των επίσημων ιδεολογημάτων που με την εδραίωση της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης, περνώντας από αλλεπάλληλες εκπτώσεις και αναθεωρήσεις, υιοθέτησαν απροκάλυπτα αντιδραστικές θέσεις.

Δόγματα και αναθεωρήσεις.

 Η επίσημη σοβιετική ιδεολογία, αλλά και σημαντικό μέρος της αριστεράς μέχρι σήμερα, υπό τον όρο «μαρξισμός - λενινισμός» εννοούσε ένα άμορφο, εσωτερικά μη διαφοροποιημένο και ιστορικά απροσδιόριστο συνονθύλευμα εργαλειακά χρησιμοποιούμενων θέσεων και «τσιτάτων», χωρίς να λαμβάνει υπόψιν το επίπεδο θεωρητικής ανάπτυξης, το μεθοδολογικό βάθος, την ιδιοτυπία και τις διαφορές προσέγγισης διαφορετικών θεωρητικών και πρακτικών  ζητημάτων που διευθετούσε ο καθένας τους σε διάφορα στάδια ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού. Αυτή η εργαλειακή - απολογητική χρήση του μαρξισμού συνοδευόταν από μια δογματική εξωιστορική και αφηρημένη (εν πολλοίς θεοκρατικού τύπου) αντίληψη για τους «κλασσικούς», οι οποίοι προέβαλλαν ως «τριάς ομοούσιος και αχώριστος» (αργότερα ως «τετράς», «πεντάς» με εναλλασσόμενες εκδοχές αναφορικά με το πρόσωπο «ενσάρκωση» της 4ης κλπ υπόστασης...) χωρίς καν να εξετάζονται οι διαφορές τους. Από την άλλη πλευρά οι συνδεόμενες με τα ρεύματα του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού» (βλέπε τις διάφορες εκδοχές του νεομαρξισμού) απόπειρες αντιπαράθεσης των κλασικών (στους οποίους οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνεται και ο Λένιν) προς αλλήους, ανάγουν ουσιαστικά τον λενινισμό σε μια από τις πολλές (ιστορικά και γεωγραφικά περιορισμένες) ερμηνείες του μαρξισμού, γεγονός που οδηγεί ουσιαστικά στην απόσπαση της θεωρίας από την επαναστατική πολιτική πρακτική, στον εκφυλισμό του μαρξισμού σε ακαδημαϊκή, «καθηγητική» (Μαρξ), «νόμιμη» και ανώδυνη για τις εκμεταλλεύτριες τάξεις ενασχόληση.

     Στα πλαίσια των εντυπωσιακής ποικιλομορφίας τάσεων και αποχρώσεων του μαρξισμού μπορούμε να διακρίνουμε δύο εκ πρώτης όψεως αντίθετες κατευθύνσεις: του δογματισμού και του αναθεωρητισμού (λεπτομερέστερη πραγμάτευση βλέπε στο:- Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ., Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε. Ουτοπία, Νο 13, 1994).

     Ο δογματισμός αντιμετωπίζει τον μαρξισμό αποκλειστικά ως ολοκληρωμένο άρτιο, πλήρες, μη αντιφατικό, κλειστό, αύταρκες, άπαξ και δια παντός δεδομένο σύστημα έτοιμο ως έχει για κάθε χρήση, δηλαδή ως εξωιστορικό και μη επιδεχόμενο ανάπτυξη πάγιο μόρφωμα. Ενώ ο δογματισμός επιδιώκει την άνευ όρων συντήρηση και παρωχημένων στοιχείων του μαρξισμού, ο αναθεωρητισμός επικαλούμενος τα νέα γεγονότα, απορρίπτει και τον ουσιώδη πυρήνα του μαρξισμού που διατηρεί τη σημασία του και στις αλλαγμένες συνθήκες, αναδεικνύοντας και απολυτοποιώντας στοιχεία που θεωρεί ότι σηματοδοτούν τον πεπερασμένο, περιορισμένο και παρωχημένο χαρακτήρα των θεμελιωδέστερων θέσεών του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο (με μιαν οπτική ιστορικού σχετικισμού) ανάγει τον μαρξισμό σε ένα φαινόμενο κατ’ εξοχήν ιστορικά περιορισμένο, ήσσονος εμβέλειας, ευμετάβλητο, αναθεωρήσιμο και γι’ αυτό αναθεωρούμενο διαρκώς κατά το δοκούν. Σε αντιδιαστολή με το δογματισμό που απολυτοποιεί τη διαφορά, την ασυνέχεια του μαρξισμού με προγενέστερες και σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, ο αναθεωρητισμός απολυτοποιεί τη συνέχεια, αγνοώντας την ποιοτική και ουσιώδη διαφορά του μαρξισμού, γεγονός που τον διευκολύνει στην βαθμιαία απόρριψη των επιστημονικών κεκτημένων του μαρξισμού και στην αντικατάστασή του με μιαν εκλεκτική συρραφή αστικών και μικροαστικών θέσεων που τις προβάλλει ως ανανέωση.

     Και οι δύο κατευθύνσεις αντιμετωπίζουν μονόπλευρα την ενιαία στην αντιφατικότητά της γνωστική διαδικασία, απολυτοποιώντας είτε τη στιγμή του απόλυτου της αλήθειας των γνώσεων (δογματισμός), είτε τη στιγμή του σχετικού, της σχετικότητας κάθε γνώσης, απορρίπτοντας τελικά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας.

     Από μεθοδολογικής σκοπιάς οι εν λόγω τάσεις παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα, δεδομένου ότι ο μεν δογματισμός συστηματοποιεί και χειρίζεται τις αποστεωμένες και αδιάσειστες αλήθειες ισάξιες εγκυρότητας, πληρότητας και επικαιρότητας, στις οποίες ανάγει τον μαρξισμό (βλέπε τσιτατολογία) με τη βοήθεια της λογικής της μη αντιφατικότητας, της τυπικής λογικής, ο δε αναθεωρητισμός αντικαθιστά την μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο με τον γραμμικό εξελικτισμό και την εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών και ετερόκλητων θέσεων. Έτσι και οι δύο αυτές τάσεις παραμένουν προσκολλημένες μεταφυσικά στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στη διάνοια, αδυνατώντας να συλλάβουν, αλλά και λοιδορώντας τη διαλεκτική βαθμίδα της νόησης, τον λόγο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η θεωρία υποκαθίσταται από τον έρποντα εμπειρισμό. Είναι π.χ. χαρακτηριστική από την άποψη της υιοθέτησης του θετικισμού η άποψη κατά την οποία η ανάπτυξη της θεωρίας επιτυγχάνεται δήθεν αποκλειστικά «μέσω της γενίκευσης της πρακτικής του κινήματος». Δεδομένης  μάλιστα της αναγωγής της τελευταίας στις εκάστοτε χειραγωγικές διευθετήσεις γραφειοκρατικοποιημένων ηγεσιών, η άποψη αυτή συρρικνώνει σε μεγαλύτερο βαθμό από τον αστικό θετικισμό και πραγματισμό τις δυνατότητες της γνώσης απορρίπτοντας πρακτικά την ύπαρξη θεωρητικής βαθμίδας της γνώσης και κατηγοριακής σκέψης, που συνδέονται διαμεσολαβημένα με την εμπειρία και την πρακτική και διέπονται από ιδιότυπη εσωτερική νομοτέλεια.

     Η μεθοδολογική εγγύτητα των εν λόγω τάσεων- η οποία απορρέει σε τελευταία ανάλυση από τον μικροαστισμό που χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του εργατικού κινήματος (προνομιούχα τμήματα της εργατικής τάξης, εργατική ‘αριστοκρατία» - γραφειοκρατία), ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, αλλά σε σημαντικό βαθμό και τα ηγετικά κλιμάκια των χωρών στις οποίες είχε δρομολογηθεί η σοσιαλιστική οικοδόμηση - διευκολύνει τη μαζική μεταστροφή από τον δογματισμό στον αναθεωρητισμό, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, ήττας και υποχώρησης του διεθνούς επαναστατικού κινήματος.

                             Δημιουργικός μαρξισμός και «Λογική της Ιστορίας».

     Η σοβιετική φιλοσοφική παράδοση, πέρα από τα κύρια δογματικά και απολογητικά ιδεολογήματα - και συχνά σε αντιπαράθεση με αυτά - προώθησε σημαντικές πλευρές της θεωρίας του μαρξισμού και ιδιαίτερα της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας του (βλέπε Ε. Β. Ιλιένκοφ, Β. Α. Βαζιούλιν κ.α.). Μέσω αυτών των επεξεργασιών μπορούμε να εξετάσουμε τον μαρξισμό ως συγκεκριμένη ιστορική ολότητα, να διερευνήσουμε τις νομοτέλειες που διέπουν την ανάπτυξή του (συνολικά και στα προαναφερθέντα πεδία - επιστήμες) και βάσει αυτών των νομοτελειών (σε συνδυασμό με τις ανάγκες του επαναστατικού κινήματος της εποχής) να χαράξουμε τη στρατηγική και την τακτική των αναγκαίων για την ανάπτυξη της θεωρίας και της πρακτικής ερευνών.

     Η μοναδική στην ιστορία εμπειρία μακροχρόνιας σοσιαλιστικής οικοδόμησης (ιδιαίτερα στην τέως ΕΣΣΔ) η συσχέτιση επανάστασης και αντεπανάστασης, η εδραίωση της τελευταίας σε χώρες του πρώτου ρεύματος σοσιαλιστικών επαναστάσεων, η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση και η συνακόλουθη κρίση του μαρξισμού, καθιστούν ζωτικής σημασίας ζητούμενο της εποχής μας της διαλεκτική ανάπτυξη - «άρση» του μαρξισμού, που δεν θα συνιστά πλέον, απλώς θεωρία της άρνησης του παρελθόντος (αρνητικά προσδιοριζόμενη από αυτό το παρελθόν) αλλά θα εξετάζει την ανθρωπότητα από τη σκοπιά της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού.

     Η πρώτη επιστημονική θεμελίωση αυτής της άρσης συνδέεται με το εγχείρημα της «Λογικής της Ιστορίας» του Β. Α. Βαζιούλιν. Το ζήτημα αυτό απαιτεί ξεχωριστή εκτενή πραγμάτευση. Εδώ θα περιοριστούμε σε μια συνοπτική σκιαγράφηση του θέματος.

     Η λογική της ιστορίας είναι μια θεωρητική και μεθοδολογική σύνθεση, εννοιολογική απεικόνιση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης της κοινωνίας ως οργανικού όλου, κατά την οποία οι νόμοι, οι νομοτέλειες και οι κατηγορίες της θεωρίας περί κοινωνικής ανάπτυξης αποκαλύπτονται στην εσωτερική, συστηματική, αμοιβαία συνάφειά τους. Πρόκειται για ένα μείζονος σημασίας επιστημονικό επίτευγμα, στο οποίο πραγματοποιείται συστηματική ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας - φιλοσοφίας του μαρξισμού, βάσει της ανεπτυγμένης μεθοδολογίας του και μέσω της θεωρητικής εξέτασης της ιστορικής διαδικασίας υπό το πρίσμα της ώριμης, της αταξικής - κομμουνιστικής κοινωνίας, η διάγνωση - πρόγνωση της οποίας αποκτά ιδιαίτερες δυνατότητες μέσω της διερεύνησης της ιστορικής εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ο αιώνα.

 Κατά την εν λόγω προσέγγιση η δομή της κοινωνίας ως ολότητας συνιστά ένα πολυεπίπεδο, ιεραρχημένο και διατεταγμένο αναπτυσσόμενο σύστημα, μιαν ολότητα στοιχείων, σχέσεων και διαδικασιών οργανικά συνδεόμενων μεταξύ τους. Η νοητική απεικόνιση αυτού του οργανικού όλου με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο πραγματοποιείται στα εξής επίπεδα:

1.   του «είναι»: η απλούστερη σχέση της κοινωνίας, το «κύτταρο» του οργανικού όλου που αυτή συνιστά, είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων ως ζώντων οργανισμών με το περιβάλλον τους για τη διατήρηση της ζωής τους, αλλά και μεταξύ τους για τη διαιώνιση του βιολογικού τους είδους.

2.   Της ουσίας: η «ανταλλαγή» ύλης μεταξύ ανθρώπων και φύσης μέσω της εργασιακής (παραγωγικής) επενέργειας των πρώτων στη δεύτερη (βλέπε παραγωγικές δυνάμεις) και το πλέγμα (κοινωνικών) σχέσεων παραγωγής αποτελούν την ουσία της κοινωνίας.

3.   Του φαινόμενου: πρόκειται για τις  μορφές εκδήλωσής, τις εκφάνσεις της ουσίας που απορρέουν από αυτήν (σε συνδυασμό με την απλούστερη σχέση και διαθλώμενες μέσω αυτής). Εδώ εντάσσονται οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης (κοινωνικού συν-ειδέναι): γνώση (ειδέναι) και συν-ειδέναι, (ηθική, αισθητική και φιλοσοφία, κατ’ αντιστοιχία με τις πράξεις, τα αισθήματα και τις σκέψεις). Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας ανακύπτουν δύο επί πλέον παράγωγες της ηθικής μορφής εκφάνσεις (πολιτική και δίκαιο) και μια της αισθητικής (θρησκεία).

4.   Της πραγματικότητας ως ενότητας ουσίας και φαινόμενου. Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και τα υλικά μέσα, τα οποία συγκροτούν το (καθοριζόμενο μεν πλην όμως επ’ ουδενί λόγο αναγόμενο στην οικονομική βάση) εποικοδόμημα. Τα άτομα από τη σκοπιά των κοινωνικών τους ιδιοτήτων, ως εσωτερική ενότητα κοινωνικού και ατομικού, ως συνειδητά υποκείμενα, συνιστούν την προσωπικότητα.

Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος επιτυγχάνεται η διάκριση της απλούστερης σχέσης, του «είναι» της ανθρώπινης κοινωνίας (ως ανηρμένη προϋπόθεση της κοινωνίας, η οποία μετασχηματισμένη συνιστά πλέον όρο της ανάπτυξής της) από την ουσία της (πρόβλημα που παρέμενε άλυτο στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού).

     Η ιστορική διαδικασία εξετάζεται εδώ ως βαθμιαίος μετασχηματισμός του φυσικού (βιολογικού κλπ) από το κοινωνικό και τελικά ως διαλεκτική άρση του πρώτου από το δεύτερο. Η προσέγγιση αυτή αίρει τους περιορισμούς και τις σχηματοποιήσεις των εν πολλοίς ταξινομικών περιοδολογήσεων που προαναφέραμε, επιτυγχάνοντας μια περιοδολόγηση της ιστορίας στη βάση της αναπτυσσόμενης ενότητας εσωτερικού και εξωτερικού, ουσιώδους και επουσιώδους, κοινωνικού και φυσικού κλπ. Διακρίνονται εδώ οι αναγκαίες και ικανές ιστορικά προϋποθέσεις εμφάνισης της κοινωνίας (homo sapiens, κατάλληλες φυσικές συνθήκες και αγελαίος τρόπος ζωής), η πρωταρχική εμφάνιση (έναρξη της αναγκαίας και σταθερής επενέργειας των ανθρώπων στη φύση στα πλαίσια της πρωτόγονης κοινότητας), η διαμόρφωση της κοινωνίας, (στα πλαίσια της οποίας προωθείται περαιτέρω ο μετασχηματισμός των φυσικών όρων μέσω της μετατροπής των κοινωνικών προσδιορισμών, των κοινωνικών πηγών της ανάπτυξης από άγοντα σε κυρίαρχο παράγοντα της αναπτυξιακής διαδικασίας ), η οποία περικλείει τρεις περιόδους - σχηματισμούς: δουλοκτητικό, φεουδαρχικό και κεφαλαιοκρατικό. Κατά την τελευταία περίοδο της διαμόρφωσης της κοινωνίας, η κυριαρχία του κοινωνικού λαμβάνει μιαν άκρως εξωτερική και πραγμοποιημένη μορφή ληστρικής εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της πλειονότητας του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος, στην οποία εμπεριέχεται η αρνητική πλευρά των εν πολλοίς ανεξέλεγκτων δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας ως καταστροφική και αυτοκαταστροφική δυνατότητα (οικολογική κρίση, πόλεμοι μαζικής εξόντωσης). Η ωριμότητα της ανθρώπινης κοινωνίας, η αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία (Μαρξ) είναι η αταξική κοινωνία, αυτοσκοπός της οποίας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων της κάθε προσωπικότητας.

     Το όλο εγχείρημα συνιστά μοναδική δημιουργική χρησιμοποίηση και ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής, της μεθοδολογίας του Κεφάλαιου του Κ. Μαρξ, που έχει ως αποτέλεσμα τη διαλεκτική άρση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας(και μέσω αυτής την αφετηρία μιας άρσης του μαρξισμού), όχι ως μηχανιστική απόρριψη του μαρξισμού,  αλλά ως ανάπτυξη του βάσει της εγνωσμένης νομοτέλειας που τον διέπει. Αυτό επιτρέπει τη διακρίβωση των όρων και του πεδίου ισχύος - εφαρμοσιμότητας αυτής της αντίληψης ως κορυφαίου επιστημονικού κεκτημένου. Από την οπτική της ώριμης αταξικής κοινωνίας «το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας» (μετά την άρση της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας) παύει να υφίσταται, δεν συνιστά πλέον πρόβλημα, γεγονός που αίρει την (περιοριστική) αναγκαιότητα αντιπαράθεσης της επιστημονικής κοινωνικής φιλοσοφίας ως υλιστικής με τη μη επιστημονική (ιδεαλιστική) ερμηνεία της ιστορίας.

     Η λογική της ιστορίας θεμελιώνει σε ανώτερο επίπεδο την ανάπτυξη της επαναστατικής πρακτικής και διανοίγει τεράστιες δυνατότητες για την περαιτέρω ανάπτυξη του ευρύτατου φάσματος  επιστημονικών ερευνών. Σε άλλη ευκαιρία θα χρειαστεί να διαπραγματευτούμε θεμελιώδη ζητήματα της μεθοδολογίας της επαναστατικής θεωρίας, όπως: η διαλεκτική λογική, η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, το ιστορικό και το λογικό, η διάνοια και ο λόγος κ.α. Η συνοπτική αναφορά που επιχειρήσαμε εδώ, αποσκοπεί στην έστω και σχηματική ανάδειξη θεμελιωδών ζητημάτων της επαναστατικής θεωρίας σε μεθοδολογική βάση, για να αρχίσει πλέον να συνειδητοποιείται το γεγονός ότι η ανάπτυξη της δεν επιτυγχάνεται ούτε με ανιαρές αφηρημένες διακηρύξεις, αλλά ούτε με χειροτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς και όρκους πίστης. Είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός και των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη του μαρξισμού για να επιτευχθούν γόνιμοι τρόποι δημιουργικής ανάπτυξης των επιστημονικών κεκτημένων του. Η γόνιμη χρησιμοποίηση των πλέον προωθημένων κεκτημένων της σοβιετικής φιλοσοφίας είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την ανάπτυξη – άρση του μαρξισμού.