Εισαγωγή

 

      Η Οκτωβριανή Επανάσταση και το σοβιετικό καθεστώς που προέκυψε από αυτή αποτελούν σπουδαία ιστορικά γεγονότα, τα οποία άσκησαν μεγάλη επιρροή στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις του 20ου αιώνα. Αρκεί να αναφέρουμε ότι μόλις πριν από λίγα χρόνια η Σοβιετική Ένωση, σε μιαν εξιδανικευμένη βέβαια κι απλουστευτική θεώρησή της, ενέπνεε χιλιάδες ανθρώπους που αμφισβητούσαν την αστική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα στοίχειωνε τον ύπνο των απανταχού εχθρών της - υποστηρικτών της κεφαλαιοκρατίας. Η σπουδαιότητα του σοβιετικού καθεστώτος, όπως άλλωστε και των λοιπών όμοιων με αυτό καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι επρόκειτο για κοινωνίες εναλλακτικές όχι μόνο ως προς τον καπιταλισμό αλλά και ως προς ολόκληρη την εποχή κυριαρχίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η μελέτη του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στην πρώην ΕΣΣΔ συνδέεται άμεσα με την επιστημονική διερεύνηση των νομοτελειών και των προοπτικών της κοινωνικής εξέλιξης.

      Στη παρούσα εργασία πρόκειται να πραγματευθούμε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο της σοβιετικής κοινωνίας - το γραφειοκρατικό, σε συνάρτηση με την εξέταση της κοινωνικής φύσης του σοβιετικού καθεστώτος. Η επιλογή αυτή δεν έγινε βέβαια τυχαία. Το γραφειοκρατικό φαινόμενο ως στοιχείο του σοβιετικού καθεστώτος απασχόλησε, από τα πρώτα κιόλας χρόνια του νέου κράτους, τόσο τους ηγέτες και υποστηρικτές του όσο και τους επικριτές του 1. Η άποψη δε ότι η γραφειοκρατία ως κυρίαρχη κοινωνική δύναμη έπαιξε έναν αποφασιστικό ρόλο στην ιστορική εξέλιξη της ΕΣΣΔ είναι ευρύτατα διαδεδομένη, ιδιαίτερα σήμερα μετά την κατάρρευση του κράτους αυτού.

      Με τη γραφειοκρατία συνδέεται ενίοτε η ουσία των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων στην εν λόγω χώρα και η ειδοποιός διαφορά του συγκεκριμένου καθεστώτος από τους άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς. Ανάλογα με την υιοθετούμενη κάθε φορά αντίληψη περί γραφειοκρατίας δίδονται και οι αντίστοιχες διαφορετικές ερμηνείες των ιδιομορφιών του σοβιετικού κράτους. Ο Λ.Τρότσκι εισηγήθηκε την άποψη περί εκφυλισμένου εργατικού κράτους και μεταβατικού καθεστώτος, ο Τ.Κλιφ έκανε λόγο περί κρατικού καπιταλισμού και ο Σαρλ Μπετελέμ περί καθεστώτος της κρατικής αστικής τάξης. Μια μεγαλύτερη ομάδα διανοούμενων, όπως οι Μπρούνο Ρίτζι, Τζαίημς Μπέρνχαμ, Μ.Σάχτμαν, Κ. Καστοριάδης, Κλοντ Λεφόρ, Μ.Τζίλας, Μ. Βοσλένσκυ, υποστήριξε ότι επρόκειτο για ένα νέο - ιδιαίτερο γραφειοκρατικό κοινωνικό σύστημα. Η διερεύνηση λοιπόν και κριτική του φαινομένου της γραφειοκρατίας στην Σοβιετική Ένωση παραπέμπει σε με μιαν ευρύτερη συζήτηση και προβληματισμό αναφορικά με τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους αυτού.

      Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι το πρόβλημα της γραφειοκρατίας στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αφορά άμεσα την υπόθεση της εργατικής χειραφέτησης σε παγκόσμια κλίμακα. Υπάρχουν απόψεις που συνδέουν την γραφειοκρατία με την προδοσία της Οκτωβριανής Επανάστασης στην ΕΣΣΔ, με την υπονόμευση και τελική ανατροπή της εργατικής εξουσίας ή ακόμη και με την εγκαθίδρυση ενός νέου καταπιεστικού καθεστώτος. Εφόσον αυτές οι απόψεις ευσταθούν, τότε γίνεται σαφές ότι η χειραφέτηση της εργασίας από κάθε είδους καταπίεση δεν επιτυγχάνεται απλά και μόνο με την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την κατάργηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, όπως πίστευαν οι κλασικοί του μαρξισμού αλλά και πολλοί μαρξιστές δια-νοούμενοι. Στην προκειμένη περίπτωση η κοινωνική χειραφέτηση θα πρέπει να διέλθει και μέσα από την ανατροπή του γραφειοκρατικού καθεστώτος, μέσα από την εξάλειψη της γραφειοκρατίας, ειδάλλως η τελευταία μπορεί να σφετερισθεί την νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και να επιβάλλει τη δική της εξουσία.

      Εδώ χρειάζεται να επισημάνουμε ότι ο γραφειοκρατικός χαρακτήρας του σοβιετικού καθεστώτος αποτελεί αναμφίβολα ένα εμπειρικό γεγονός. Ο τεράστιος κρατικός μηχανισμός της ΕΣΣΔ αγκάλιαζε όλες σχεδόν τις σφαίρες της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.Τα πάντα φαίνονταν να ανήκουν στο κράτος και να ρυθμίζονται από αυτό. Το σοβιετικό κράτος μαζί με το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο εν πολλοίς αποτελούσε κρατικό - διοικητικό θεσμό, έδιναν την εντύπωση ενός πανίσχυρου γραφειοκρατικού μηχανισμού -μιας κυρίαρχης δύναμης στη σοβιετική κοινωνία. Ήταν, όμως, αυτό μιαν αληθής εικόνα ή επρόκειτο για αντικειμενική φαινομενικότητα παρόμοια με το φετιχισμό του εμπορεύματος στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία; Με άλλα λόγια, αποτελούσε, άραγε, η σοβιετική γραφειοκρατία τον καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης, εξέλιξης αλλά και τελικής κατάρρευσης του σοβιετικού καθεστώτος;

      Για τη διερεύνηση του όλου θέματος έχει μεγάλη σημασία η μεθοδο-λογική αφετηρία εξέτασης των κοινωνικών φαινομένων εν γένει και της γραφειοκρατίας εν μέρει .Από ένα σύνολο θεωριών που αναφέρονται στο γραφειοκρατικό φαινόμενο δύο είναι, πιστεύουμε, αυτές που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή και γι’αυτό θα μπορούσαν να ονομασθούν κλασικές: η μαρξιστική και η βεμπεριανή. Θα πρέπει, επίσης, να προσθέσουμε ότι οι δύο αυτές θεωρίες ενσαρκώνουν διαμετρικά αντίθετες μεθοδολογικές και κοινωνικοπολιτικές αρχές και συνεπώς οδηγούν σε τελείως διαφορετικές ερμηνείες του γραφειοκρατικού φαινομένου.

      Βέβαια, πριν από τον Κ.Μαρξ με την εξέταση του γραφειοκρατικού φαινομένου ασχολήθηκε ο Γκ.Χέγκελ. Ο κορυφαίος αυτός φιλόσοφος θεωρούσε τη γραφειοκρατία κατεξοχήν συνεκτική δύναμη της κοινωνίας. Πίστευε ότι το στρώμα των δημόσιων υπαλλήλων ενσάρκωνε και υπεράσπιζε το κοινό - καθολικό συμφέρον και αντιστεκόταν στις φυγόκεντρες, διχαστικές τάσεις, οι οποίες απέρρεαν από τα ιδιωτικά συμφέροντα της κοινωνίας των πολιτών. Ως πρότυπο γραφειοκρατικού μηχανισμού ο Γκ.Χέγκελ θεωρούσε το πρωσικό κράτος.

  Ο Κ.Μαρξ μελέτησε το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στα νεανικά του, κυρίως, χρόνια .Η κριτική μάλιστα που άσκησε τότε στην πρωσική γραφειοκρατία και στις απόψεις του Γκ.Χέγκελ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πνευματική του εξέλιξη, διότι τον οδήγησε σε μιαν αληθή, υλιστική θεώρηση της σχέσης κράτους - κοινωνίας . Μέσω της εν λόγω κριτικής ο Κ.Μαρξ άρχισε να προσεγγίζει τη σφαίρα των υλικών συμφερόντων και να συνειδητοποιεί τον καθοριστικό της ρόλο στην κοινωνική ζωή, ενώ παράλληλα άρχισε να υπερβαίνει τη χεγκελιανή φιλοσοφία και κοινωνική θεωρία .Στο μετέπειτα έργο του ο Κ.Μαρξ, όπως και ο σύντροφός του Φ.Ένγκελς, «δεν ασχολήθηκε με το φαινόμενο συστηματικά και εκτεταμένα»2. Έτσι οι κλασικοί του μαρξισμού δε μας άφησαν μιαν ολοκληρωμένη θεωρία για το κράτος και τη γραφειοκρατία στον καπιταλισμό, πόσο μάλλον στο σοσιαλισμό. Η εκπόνηση όμως της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και συγκεκριμένα της μαρξιστικής θεωρίας για τη σχέση οικονομικής βάσης -πολιτικού εποικοδομήματος αποτελούν μεγάλη συμβολή στην κατανόηση των κοινωνικο-οικονομικών και ιστορικών συντεταγμένων του γραφειοκρατικού φαινομένου.

  Παρουσιάζοντας συνοπτικά τη μαρξική θεώρηση της γραφειοκρατίας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι γίνεται λόγος για ένα ιδιαίτερο διοικητικό μηχανισμό, αποξενωμένο από την κοινωνία, ο οποίος υπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, προστατεύει τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας, διασφαλίζει την αναπαραγωγή του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την εμφάνιση της ταξικής διαστρωμάτωσης και του ταξικού ανταγωνισμού καθώς και με τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας - το διαχωρισμό της κυρίαρχης τάξης από το μηχανισμό άμεσης εφαρμογής της ταξικής κυριαρχίας. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ο διαχωρισμός της άρχουσας τάξης από το μηχανισμό υλοποίησης της κυριαρχίας της πραγματοποιείται με τον πλέον σαφή τρόπο στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία.

  Ο Κ.Μαρξ, ασκώντας κριτική στην πρωσική γραφειοκρατία, μας άφησε τις παρατηρήσεις – επισημάνσεις του αναφορικά με την εσωτερική διάρθρωση και τον τρόπο λειτουργίας του γραφειοκρατικού συστήματος. Η δομή του στηρίζεται στις αρχές της ιεραρχίας και του συγκεντρωτισμού. Το σύστημα περιλαμβάνει διάφορες διοικητικές βαθμίδες, εκ των οποίων κάθε κατώτερη υπάγεται σε μιαν ανώτερη. Στο τελευταίο όμως σημείο της ιεραρχίας ο γραφειοκράτης δεν υπάγεται πλέον σε κανέναν. Εδώ κυριαρχεί η αυθαιρεσία.

  Οι κατώτερες βαθμίδες που βρίσκονται εγγύτερα στην κοινωνία ασχολούνται με τα επί μέρους θέματα, ενώ οι ανώτερες βαθμίδες με τα γενικά. Ο προσδιορισμός δε των γενικών κατευθύνσεων λειτουργίας του διοικητικού μηχανισμού αποτελεί αρμοδιότητα των ανώτατων βαθμίδων και εφόσον οι κατώτερες βαθμίδες υποτάσσονται στις ανώτερες οι πρώτες δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτε απ’ αυτά που ορίζουν οι τελευταίες.

  Οι κατώτερες διοικητικές βαθμίδες για τη διεκπεραίωση του έργου τους στηρίζονται στις εντολές και οδηγίες που παίρνουν από τις ανώτερες. Οι ανώτερες με τη σειρά τους σχηματίζουν άποψη για τα δημόσια πράγματα και λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τις πληροφορίες που τους παρέχουν οι κατώτερες βαθμίδες. Η ηγεσία, λοιπόν, του γραφειοκρατικού μηχανισμού γνωρίζει τον κόσμο μέσα από τις δομές και τις διοικητικές υπηρεσίες του ίδιου του μηχανισμού γιατί μόνο αυτές εμπιστεύεται. Οι κατώτερες όμως βαθμίδες ενημερώνουν τις ανώτερες αναφορικά με την κατάσταση των πραγμάτων με βάση τις επίσημες απόψεις και αρχές που οι ανώτερες βαθμίδες έχουν καθιερώσει.

  Οι αρχές αυτές μπορεί κάποτε να ανταποκρίνονταν στην κοινωνική πραγματικότητα. Η κατάσταση όμως αλλάζει. Εμφανίζονται καινούρια φαινόμενα τα οποία δεν ερμηνεύονται ούτε αντιμετωπίζονται πλέον στα πλαίσια των καθιερωμένων αρχών. Τα ανώτερα κλιμάκια του γραφειοκρατικού μηχανισμού περιμένουν από τα κατώτερα που βρίσκονται εγγύτερα στην κοινωνία να τους ενημερώσουν για τις εξελίξεις. Τα τελευταία όμως εξακολουθούν να ερμηνεύουν τον κόσμο με βάση τις προκαθορισμένες από την ηγεσία γενικές αρχές και αντιλήψεις, τις οποίες θεωρούν δεδομένες και, συνεπώς, δεν τις θέτουν υπό αμφισβήτηση. «Ο διοικητικός υπάλληλος - επισημαίνει ο Κ.Μαρξ - πιστεύει ότι το ζήτημα αν όλα έχουν καλώς στην περιφέρειά του αφορά πρώτα απ’ όλα το αν αυτός διοικεί καλώς την περιφέρεια. Το αν όμως είναι καλές οι αρχές της διοίκησης και οι ίδιοι οι θεσμοί, αυτό το θέμα δεν υπάγεται στην αρμοδιότητά του. Αυτό το θέμα μπορούν να το κρίνουν μόνο τα ανώτατα κλιμάκια που διαθέτουν ευρύτερες και πιο βαθιές γνώσεις σχετικά με την επίσημη φύση των πραγμάτων …»3. Οι αλλαγές, λοιπόν, που συντελούνται στην κοινωνία ερμηνεύονται στα προκαθορισμένα επίσημα πλαίσια, οπότε προσλαμβάνονται με αντεστραμμένο –παραμορφωτικό τρόπο.

  Τα κατώτερα κλιμάκια παρουσιάζουν στα ανώτερα μια πλασματική εικόνα του κόσμου. Τα ανώτερα λαμβάνουν αποφάσεις και δίδουν τις σχετικές εντολές στα κατώτερα με βάση αυτή τη πλασματική εικόνα. Στην πράξη οι μεν παραπλανούν ακούσια τους δε και τανάπαλιν. Ο γραφειοκρατικός μηχανισμός αγκυλώνεται σε μιαν όλο και περισσότερο ψευδή αντίληψη για τον κόσμο. «Η γραφειοκρατία είναι ένας κύκλος έξω από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να πηδήσει. Η ιεραρχία είναι ιεραρχία γνώσης. Το κεφάλι εμπιστεύεται στους κατώτερους κύκλους την άποψη για το επί μέρους και οι κατώτεροι κύκλοι, αντίστροφα, εμπιστεύονται το κεφάλι σε ότι αφορά την εποπτεία του γενικού, κι έτσι αλληλοκαθορίζονται οι ρόλοι.»4. Ως εκτούτου η γραφειοκρατία χάνει σταδιακά την ικανότητα να αντιμετωπίζει τα κοινωνικά προβλήματα. Όταν όμως αποκαλύπτεται αυτή η ανικανότητα της διοίκησης τότε η τυπική αντίδραση της γραφειοκρατίας είναι είτε να αποσιωπήσει την ύπαρξη του προβλήματος είτε να θεωρήσει τους πολίτες υπεύθυνους γι’ αυτό.

  Σύμφωνα με τη γραφειοκρατική αντίληψη οι υπήκοοι του κράτους διακρίνονται σε ενεργητικούς και συνειδητοποιημένους από τη μια μεριά και σε παθητικούς - μη συνειδητοποιημένους από την άλλη. Οι πρώτοι είναι κατάλληλοι για να διοικούν και οι δεύτεροι για να διοικούνται. Οι πρώτοι είναι φορείς του κρατικού - γενικού συμφέροντος ενώ οι δεύτεροι του ατομικού. Και πράγματι, η γραφειοκρατία λειτουργεί ως ο θεματοφύλακας του γενικού συμφέροντος σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούν τα ατομικά - ιδιωτικά συμφέροντα. Αναφερόμενος στον Γκ.Χέγκελ ο Κ.Μαρξ παρατηρεί ότι η γραφειοκρατία είναι απότοκη του διαχωρισμού μεταξύ των «επί μέρους συμφερόντων» και του «καθολικού καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό» συμφέροντος5.

  Η γραφειοκρατία εκφράζει το γενικό συμφέρον ως κάτι αποσπασμένο, αποξενωμένο από το ατομικό. Το γενικό όμως σε αντιδιαστολή προς το ατομικό στερείται περιεχομένου, είναι ψευδώς γενικό. Σε κάθε κοινωνία όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός των ατομικών συμφερόντων το προβαλλόμενο ως γενικό - κοινό συμφέρον δεν μπορεί παρά να είναι, αναπόφευκτα, ένα πλασματικό, τυπικά γενικό συμφέρον. Οι δε γενικοί κανόνες του γραφειοκρατικού μηχανισμού είναι μια αφαίρεση από την πολυμορφία των κοινωνικών φαινομένων και συνεπώς δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις ανάγκες της κοινωνίας. Η προσήλωση στις αρχές του γραφειοκρατικού συστήματος συνεπάγεται μοιραία την τυπολατρία. Γι’ αυτό το λόγο ο Κ.Μαρξ επισημαίνει ότι «Η “γραφειοκρατία” είναι ο “πολιτικός φορμαλισμός” της κοινωνίας -των -ιδιωτών»6.

  Η προσήλωση της γραφειοκρατίας στο τυπικό γενικό συμφέρον, ο φορμαλιστικός της χαρακτήρας σημαίνουν επίσης μιαν υποκατάσταση της ουσίας του διοικητικού έργου από τους τύπους, των αληθινών κοινωνικών στόχων από στόχους πλασματικούς, σημαίνουν τη μετατροπή της γραφειοκρατικής τυπολατρίας σε αυτοσκοπό. «Η γραφειοκρατία θεωρεί τον εαυτό της σαν τον έσχατο σκοπό του κράτους. Καθώς η γραφειοκρατία κάνει τους “τυπικούς” της στόχους περιεχόμενό της, έρχεται παντού σε σύγκρουση με τους “πραγματικούς” της στόχους. Είναι συνακόλουθα αναγκασμένη να παίρνει τον τύπο για περιεχόμενο και το περιεχόμενο για τύπο. Οι σκοποί του κράτους αλλάζουν σε σκοπούς γραφείου και οι σκοποί γραφείου σε σκοπούς Κράτους.»7.

  Η γραφειοκρατία, κατά τους κλασικούς του μαρξισμού, δε θα υπάρχει αιώνια. Μαζί με την εξαφάνιση των τάξεων, του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας και του κράτους θα εξαφανισθεί και αυτή. Όπως δηλώνει ο Κ.Μαρξ «Κατάργηση της γραφειοκρατίας σημαίνει ότι το καθολικό συμφέρον θα γίνει πραγματικό επί μέρους συμφέρον…»8. Ο κομμουνιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα αντικαταστήσει το μηχανισμό διοίκησης ανθρώπων από το μηχανισμό διαχείρισης πραγμάτων - παραγωγικών διαδικασιών.

      Όσον αφορά τώρα τη βεμπεριανή θεωρία της γραφειοκρατίας αυτή συνδέεται με την αντίληψη του Μ.Βέμπερ για τα είδη των νόμιμων (legitimate) εξουσιών. Ο ίδιος διακρίνει τρία είδη: την παραδοσιακή, τη χαρισματική και τη νόμιμη (legal) - έλλογη εξουσία. Η παραδοσιακή εξουσία απορρέει από την πίστη στη νομιμότητα και στον ιερό χαρακτήρα των κατεστημένων από παλιά εξουσιών και στηρίζεται στα ήθη, στην παράδοση, στη συνήθεια σε συγκεκριμένο τύπο συμπεριφοράς. Η χαρισματική εξουσία απορρέει από την εμπιστοσύνη στις εξαιρετικές αρετές του ηγέτη. Η έλλογη εξουσία, που εδώ μας ενδιαφέρει περισσότερο, είναι αυτή στην οποία τα άτομα υπακούουν όχι σε κάποια προσωπικότητα αλλά στους νόμους, σε τυπικούς, δηλαδή, έλλογους κανόνες. Σύμφυτη με αυτό το είδος εξουσίας είναι η γραφειοκρατία.

      Γραφειοκρατία, κατά τον Μ.Βέμπερ, σημαίνει το μέσο για τη μετατροπή της κοινωνικής δράσης σε ορθολογικά οργανωμένη δράση. Στο φαινόμενο της γραφειοκρατίας ο ίδιος διακρίνει την τάση για εξορθολογισμό της κοινωνικής ζωής που, κατά τη γνώμη του, χαρακτηρίζει την εποχή του καπιταλισμού συνολικά: «…ο καπιταλισμός είναι η πιο ορθολογική οικονομική βάση για τη γραφειοκρατική διοίκηση»9. Ως εξορθολογισμό ο Μ.Βέμπερ εννοεί τη χρησιμοποίηση των γνώσεων για την επίτευξη ενός επιθυμητού σκοπού. «Γραφειοκρατική διοίκηση σημαίνει ουσιαστικά την άσκηση ελέγχου με βάση τη γνώση .Αυτό είναι το στοιχείο που την κάνει ορθολογική.»10. Η κατοχή τεχνικών γνώσεων αλλά και εμπειρίας που πηγάζει από ξεχωριστούς τομείς ενδιαφέροντος αποτελούν το στοιχείο υπεροχής της γραφειοκρατίας.

      Ο Μ.Βέμπερ εισηγείται ένα ιδεατό τύπο της γραφειοκρατίας στον οποίο συμπεριλαμβάνονται συγκεκριμένα τυπικά γνωρίσματα. Ένα από τα πλέον σημαντικά είναι ο καταμερισμός της εργασίας και η εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων. Τα καθήκοντα της κάθε θέσης, όπως και οι διαδικασίες διεκπεραίωσής τους, είναι αυστηρά προσδιορισμένα.

      Άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η ιεραρχική δομή του γραφειοκρατικού μηχανισμού, κάτι που εξασφαλίζει τον έλεγχο της εφαρμογής των αποφάσεων. Επίσης, οι ενδογραφειοκρατικές σχέσεις έχουν τυπικό και απρόσωπο χαρακτήρα. Οι σχέσεις προϊσταμένων - υφισταμένων καθορίζονται απ’ τη φύση των αρμοδιοτήτων που απορρέουν από τις αντίστοιχες διοικητικές θέσεις και όχι από τις προσωπικές επιθυμίες - επιδιώξεις των ατόμων που τις κατέχουν. Προβλέπεται δε η γραπτή τεκμηρίωση των διοικητικών ενεργειών.

      Η ανάληψη θέσης και η ανέλιξη στην ιεραρχία γίνονται με βάση τα προσόντα και τις επιδόσεις του καθενός. Ο διοικητικός μηχανισμός στελεχώνεται από εξειδικευμένο και καταρτισμένο επαγγελματικό προσωπικό για το οποίο το διοικητικό έργο είναι η μόνη ή η κύρια απασχόληση. Οι υπάλληλοι λαμβάνουν συγκεκριμένη αμοιβή για την εργασία τους χωρίς να είναι ιδιοκτήτες των υπηρεσιακών τους θέσεων, αλλά ούτε και ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής.

      Κατά τον Μ.Βέμπερ οι γραφειοκρατίες είναι οργανώσεις οι οποίες ενσωματώνουν τα παραπάνω ορθολογικά στοιχεία προκειμένου να υλοποιήσουν αποτελεσματικά τους σκοπούς τους11. Η αποτελεσματικότητα στο έργο τους, εξαιτίας του ορθολογικού τους χαρακτήρα, ξεχωρίζει τις γραφειοκρατίες από τις οργανώσεις του παρελθόντος.

      Η γραφειοκρατία είναι απαραίτητη και αναπόφευκτη, προκειμένου να διεκπεραιωθεί το διοικητικό έργο στις σύγχρονες συνθήκες. Κι αν ακόμη η εξουσία ανατρεπόταν από μιαν επανάσταση ή καταλαμβανόταν από έναν εξωτερικό εχθρό ο γραφειοκρατικός μηχανισμός θα συνέχιζε να λειτουργεί όπως και στην προηγούμενη νόμιμη εξουσία. Αλλά και στην περίπτωση που εγκαθιδρυόταν ένα σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα, εφόσον αυτό θα αποσκοπούσε σε κάποιο επίπεδο τεχνικής αποτελεσματικότητας, θα ανέπτυσσε οπωσδήποτε έναν εξειδικευμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό12.

Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η γραφειοκρατία στην οποία αναφέρεται ο Μ.Βέμπερ ήταν φυσικά ένας ιδεατός τύπος. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα νοητικό κατασκεύασμα και όχι για την περιγραφή μιας εμπειρικής πραγματικότητας .Ο ιδεατός τύπος είναι ένα θεωρητικό σχήμα, ένα πλαίσιο τυπικών γνωρισμάτων μιας πραγματικότητας που χρησιμοποιείται ως μέσο για τη μελέτη αυτής.

      Ωστόσο, όμως, η βεμπεριανή θεώρηση της γραφειοκρατίας, έστω κι αν αναφέρεται σε ιδεατό τύπο, δεν είναι απαλλαγμένη από εμπειρικά σημεία αναφοράς, ούτε θα μπορούσε άλλωστε να είναι, εφόσον η κάθε γνώση πηγάζει, σε τελευταία ανάλυση, από την εμπειρία. Η περιγραφή της γραφειοκρατίας που δίνει ο Μ.Βέμπερ απορρέει από την πρόσληψη μιας συγκεκριμένης ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας, της κεφαλαιοκρατικής. Πράγματι, στην εποχή της κεφαλαιοκρατίας έχουμε για πρώτη φορά στην ιστορία μια σαφή διάκριση του πολιτικού εποικοδομήματος από την οικονομική βάση και των προσωπικών - συγγενικών σχέσεων από τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις. Παράλληλα, η επιδίωξη του μέγιστου κέρδους απαιτεί την ορθολογική και αποτελεσματική οργάνωση της παραγωγής, τουλάχιστο στο εσωτερικό των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών συγκροτημάτων.

Περιγράφοντας τη γραφειοκρατία ο Μ.Βέμπερ περιγράφει στη ουσία το πολιτικό εποικοδόμημα της κεφαλαιοκρατίας, η περιγραφή του όμως αυτή είναι εξαιρετικά μονομερής και ως εκτούτου παραμορφωτική. Ο Μ.Βέμπερ παραγνωρίζει τον αποξενωτικό χαρακτήρα της γραφειοκρατίας, τον ετεροπροσδιορισμό αυτού του μηχανισμού από την ταξική διαίρεση και από τον καθολικό ανταγωνισμό που διακρίνουν την καπιταλιστική κοινωνία .Στα τυπικά χαρακτηριστικά της γραφειοκρατίας που περιγράφει ο Μ.Βέμπερ δεν αναφέρονται μερικά εξίσου τυπικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η ισοπέδωση - τυποποίηση της προσωπικότητας στα γρανάζια του μηχανισμού, ο νεποτισμός και ο καριερισμός, η διαφθορά, η τυπολατρία, η κυριαρχία της ρουτίνας και η επιχειρησιακή δυσκαμψία. Επίσης, δεν αναγνωρίζεται καμία δυνατότητα και προοπτική υπέρβασης του γραφειοκρατικού φαινομένου.

      Ο ιδεατός τύπος της γραφειοκρατίας που εισηγείται ο Μ.Βέμπερ αποτελεί αναμφίβολα μιαν εξιδανίκευσή της και γι’ αυτό το λόγο είναι ακατάλληλος για τον εντοπισμό και τη μελέτη των εσωτερικών της αντιφάσεων. Άλλωστε ο βεμπεριανός ιδεατός τύπος, εν γένει, ως εργαλείο κοινωνιολογικής έρευνας, είναι ασύμβατος με την εννοιολογική αναπαράσταση της αντιφατικότητας των κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η αδυναμία μελέτης - κατανόησης της αντιφατικότητας των φαινομένων οδηγεί στη μονομέρεια και στον εκλεκτικισμό, στην αυθαίρετη επιλογή εμπειρικών στοιχείων και στην αγοραία ερμηνεία τους.

      Η διάσταση του βεμπεριανού ιδεατού τύπου της γραφειοκρατίας με την πραγματικότητα οδήγησε αργότερα σε περισσότερο νηφάλιες θεωρήσεις του γραφειοκρατικού φαινομένου. Παρατηρείται μια μετακίνηση από τις βεμπεριανές ιδέες περί ορθολογικότητας του γραφειοκρατικού μηχανισμού σε πιο ρεαλιστικές προσεγγίσεις που θεωρούν τη γραφειοκρατία ένα «φυσικό σύστημα», το οποίο συνδυάζει στοιχεία ορθολογικά και ανορθολογικά, τυπικά και άτυπα, συναισθηματικά ουδέτερα και προσωπικά. Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρ.Μέρτον έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο της δυσλειτουργίας που χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατία13. Η αυστηρή υπαγωγή του ατόμου στους απρόσωπους κανόνες και διαδικασίες του γραφειοκρατικού μηχανισμού έχει σαν αποτέλεσμα τη μετατροπή αυτών των κανόνων σε αυτοσκοπό. Αυτό, δηλαδή, που θεωρείται μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού (η ιεραρχία, η πειθαρχία, οι εντολές κλπ) υποκαθιστά τελικά τον αληθινό σκοπό. Ο φορμαλισμός ανάγεται σε ουσία του διοικητικού έργου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ρ. Μέρτον στο έργο ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού το στοιχείο της αποτελεσματικότητας συνυπάρχει με αυτό της δυσλειτουργίας.

        Με το πρόβλημα της δυσλειτουργίας του γραφειοκρατικού μηχανισμού ασχολήθηκε και ο Γάλλος ερευνητής Μ.Κροζιέ14. Ο ίδιος θεωρεί τη γραφειοκρατική δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού βασικό κρισιακό φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνίας. Κεντρικό σημείο ενός διοικητικού μηχανισμού είναι το σύστημα λήψης αποφάσεων. Εξαιτίας όμως της γραφειοκρατικοποίησής του το σύστημα αυτό έγινε εξαιρετικά περίπλοκο και δύσκαμπτο. Η δυσλειτουργία αυτή του συστήματος αντί να υπονομεύει ενισχύει τελικά το γραφειοκρατικό μηχανισμό. Εξετάζοντας το γαλλικό γραφειοκρατικό μοντέλο ο Μ Κροζιέ καταλήγει στο συμπέρασμα της ύπαρξης δύο ειδών εξουσίας: μιας επίσημης και μιας παράλληλης. Η πρώτη λειτουργεί με βάση τους καθιερωμένους -επίσημους κανόνες και σχέσεις ιεραρχίας. Η παράλληλη εξουσία εμφανίζεται ως παρέκκλιση από την επίσημη, σε εκείνους τους τομείς όπου υπάρχει απροσδιοριστία και είναι αδύνατο να προβλεφθεί η συμπεριφορά των ανθρώπων. Στην πράξη, η παράλληλη αυτή εξουσία ενισχύει το γραφειοκρατικό μηχανισμό διότι λειτουργεί ως διορθωτικός παράγοντας που διευκολύνει την προσαρμογή του μηχανισμού στις αλλαγές του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, η ενίσχυση αυτή μεταφράζεται σε μεγαλύτερη διόγκωση του μηχανισμού, σε εμφάνιση πολλών κέντρων γραφειοκρατικής εξουσίας κάτι που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την επικοινωνία μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων κλιμακίων. Ως μόνη διέξοδο από αυτή τη κατάσταση ο Μ.Κροζιέ βλέπει τον εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό του γραφειοκρατικού μηχανισμού.

        Μια διαφορετική θεωρία περί γραφειοκρατίας παρουσίασε στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ρόμπερτ Μίχελς15. Σύμφωνα με την άποψή του περί «σιδηρού νόμου της ολιγαρχίας» η γραφειοκρατικοποίηση των σύγχρονων οργανώσεων οδηγεί στη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια μιας διοικητικής ολιγαρχίας. Το αναπότρεπτο αυτό φαινόμενο συνδέεται με την ανικανότητα των απλών μελών των οργανώσεων να κατανοήσουν τα διαρκώς αυξανόμενης πολυπλοκότητας διοικητικά θέματα. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση μιας διοικητικής ελίτ. Αυτή κατέχει τις ειδικές γνώσεις αλλά και τα μέσα επικοινωνίας - πληροφόρησης, με τη βοήθεια των οποίων χειραγωγεί τις μάζες και αναπαράγει την εξουσία της. Ο Ρ. Μίχελς θεωρεί ότι το γραφειοκρατικό φαινόμενο μπορεί μόνο να περιορισθεί για μικρά χρονικά διαστήματα από το δημοκρατικό αγώνα των μαζών χωρίς όμως να είναι εφικτή η εξάλειψή του.

      Αναφορικά με τα μεθοδολογικά πλαίσια μελέτης του γραφειοκρατικού φαινομένου θα θέλαμε, συμπερασματικά, να επισημάνουμε ορισμένα πλεονεκτήματα της μαρξιστικής θεωρίας. Τα πλεονεκτήματα αυτά απορρέουν, πρωτίστως, από την κριτική εξέταση του εν λόγω θέματος, κάτι που επιτρέπει την αποκάλυψη του αλλοτριωτικού χαρακτήρα της γραφειοκρατίας. Μεγάλης σημασίας είναι, επίσης, η μαρξιστική αναγωγή του γραφειοκρατικού φαινομένου σε βαθύτερες κοινωνικές σχέσεις και αντιφάσεις. Η αναγωγή αυτή αποτρέπει τη φετιχιστική αποδοχή της γραφειοκρατικής εξουσίας ως καθοριστικού παράγοντα της κοινωνικής ζωής. Έτσι γίνεται εφικτή η ανακάλυψη των πραγματικών κοινωνικο-ιστορικών συνθηκών γέννησης, αναπαραγωγής του φαινομένου καθώς και των προϋποθέσεων εξάλειψής του. Αυτά, λοιπόν, τα μεθοδολογικά πλεονεκτήματα του μαρξισμού θα προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε κατά την εξέταση της σοβιετικής γραφειοκρατίας.

      Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι εκλαμβάνουμε το σοβιετικό κράτος ως αντιπροσωπευτικό όλων των κρατών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και, ως εκτούτου, οι επισημάνσεις μας για το σοβιετικό καθεστώς αφορούν και τα λοιπά όμοια με αυτό καθεστώτα. Είναι αναγκαίο, επίσης, να διευκρινίσουμε ότι δεν αποσκοπούμε σε μια γενική πραγμάτευση του κοινωνικού συστήματος της πρώην ΕΣΣΔ. Στη μελέτη αυτή θα εξετάσουμε τη σχέση του φαινομένου της γραφειοκρατίας με την κοινωνική φύση του σοβιετικού καθεστώτος. Δεν πρόκειται να διερευνήσουμε την ιστορική πορεία της Σοβιετικής Ένωσης. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η εξαγωγή ορισμένων μεθοδολογικού χαρακτήρα συμπερασμάτων αναφορικά με τις αντιφάσεις της σοβιετικής κοινωνίας και τη συνάφεια μεταξύ του γραφειοκρατικού φαινομένου και των αντιφάσεων αυτών. Σ’ αυτά τα πλαίσια θα επιχειρήσουμε την κριτική εξέταση ορισμένων από τις πλέον διαδεδομένες απόψεις επί του συγκεκριμένου θέματος (όπως αυτών του Λ.Τρότσκι, Τ.Κλιφ, Κ.Καστοριάδη, Μ.Τζίλας, Μ.Βοσλένσκυ κ.α.), οι οποίες είναι ενδεικτικές του τρόπου ερμηνείας σήμερα από πολλούς της συνάρτησης του γραφειοκρατικού φαινομένου με την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ.

      Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι απόψεις του Λ.Τρότσκι, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες και κορυφαίους ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά κι ένας από τους πρώτους και σημαντικότερους εισηγητές της άποψης περί του γραφειοκρατικού – παρασιτικού χαρακτήρα της σοβιετικής εξουσίας (από την περίοδο του σταλινικού Θερμιδώρ και μετά). Η κριτική που ο Λ.Τρότσκι άσκησε στη σοβιετική γραφειοκρατία έτυχε διεθνούς διάδοσης και αποτέλεσε, εν πολλοίς, τη θεωρητική βάση για την ανάπτυξη του τροτσκιστικού ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος. Επίσης, αυτή η κριτική επηρέασε βαθύτατα πολλές άλλες εξ αριστερών κριτικές προσεγγίσεις του σοβιετικού καθεστώτος, οι οποίες εμφανίσθηκαν αργότερα. Συνεπώς, είναι λογικό να εξετάσουμε πρώτα τις απόψεις του Λ.Τρότσκι.



1. Ο Β.Ι.Λένιν το 1922 προειδοποιούσε: «Οι κομμουνιστές έγιναν γραφειοκράτες.   Αν υπάρχει κάτι που θα μας καταστρέψει, είναι αυτό.». Λένιν Β.Ι. Άπαντα, τ.54,  Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1985 , σελ. 180

2.Τερλεξής Π., Διευθυντικές ολιγαρχίες. Γραφειοκρατία, κράτος, κοινωνική   οργάνωση, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα, 1996, σελ. 238

3. Μαρξ Κ., «Η δικαίωση του ανταποκριτή από το Μοζέλα», στο: Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ.,  Έργα, τ.1 , 2-η ρωσ. έκδοση, Μόσχα, 1955, σελ. 201

4.Μαρξ Κ.Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978, σελ. 84-85

5. Ό.π, σελ. 83

6. Ό.π.

7.  Ό.π., σελ. 84

8.  Ό.π . ,σελ.86

9. Weber  Max, The Theory  of  Social  and  Economic Organization, The Free Press,  New York, 1964 , σελ.338

10. Ό.π., σελ. 339 

11. Βλ. Ό.π., σελ. 337

12. Βλ. Ό.π., σελ. 338

13.Βλ. Merton K.R. ,«Bureaucratic structure and personality», in: Reader in bureaucracy, The Free Press, New York.

14. Βλ. Crozier  Michel, The bureaucratic phenomenon, The University of Chicago Press, 1964 

15.  Βλ. Μίχελς Ρ. , Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία, εκδ.Γνώση,  Αθήνα , 1997