Κεφάλαιο 3

Η ερμηνεία του σοβιετικού καθεστώτος ως νέου γραφειοκρατικού κοινωνικού συστήματος.

 

  Η προσπάθεια να παρουσιαστεί η σοβιετική γραφειοκρατία ως κοινωνική τάξη, διαπλεκόμενη με τις υποτιθέμενες κρατικοκαπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, προσκρούει, όπως είδαμε, στο ανυπέρβλητο εμπόδιο της απουσίας κλασικών στοιχείων της κεφαλαιοκρατίας στην οικονομία της ΕΣΣΔ. Ορισμένοι μελετητές και επικριτές του σοβιετικού καθεστώτος, από εκείνους που θεωρούν τη σοβιετική γραφειοκρατία άρχουσα τάξη, υπερβαίνουν το παραπάνω εμπόδιο εισηγούμενοι την ιδέα περί ενός νέου γραφειοκρατικού κοινωνικού συστήματος στη χώρα αυτή. Μετά τον πόλεμο, μερικοί απ’ τους κυριότερους εκφραστές αυτής της άποψης ήταν οι Κ.Καστοριάδης, Μ.Τζίλας και Μ.Βοσλένσκυ.

 

·     Η θεωρία του Κ.Καστοριάδη

 

  Αφετηρία των συλλογισμών του Κ.Καστοριάδη υπήρξε η διαφωνία του με τις κλασικές τροτσκιστικές θέσεις για το φαινόμενο της γραφειοκρατίας 1. Φρονώντας ότι ο Λ. Τρότσκι ασκεί ανεπαρκή και αντιφατική κριτική στο σταλινικό καθεστώς ο Κ.Καστοριάδης, πρώην τροτσκιστής και κατόπιν αποστάτης του τροτσκισμού, επιχειρεί μια, κατ’ αυτόν, νέα προσέγγιση του θέματος, με έμφαση στην ανάλυση των σχέσεων παραγωγής. Ο ίδιος απορρίπτει κατηγορηματικά τη θέση τόσο περί του σοσιαλιστικού όσο και περί του καπιταλιστικού χαρακτήρα της ΕΣΣΔ, όπως άλλωστε και την τροτσκιστική θεωρία περί εκφυλισμένου εργατικού κράτους. Το βασικό συμπέρασμα του Κ.Καστοριάδη αναφορικά με τη φύση του σοβιετικού καθεστώτος είναι ότι η γραφειοκρατία καθεαυτή, δηλαδή ως γραφειοκρατία, αποτελεί μιαν άρχουσα τάξη και ότι στην ΕΣΣΔ έχει εγκαθιδρυθεί ένα νέο, γραφειοκρατικό εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα.

  Οι δυσκολίες και τα εμπόδια που συναντά ο εν λόγω ισχυρισμός στην τεκμηρίωσή του, παρόμοια αυτών που εξετάσαμε στην περίπτωση του Τ.Κλιφ, είναι κατά τη γνώμη μας τυπικά και αναπόδραστα. Για να αποδειχθεί ότι η γραφειοκρατία είναι άρχουσα τάξη χρειάζεται να αποδειχθεί η ιδιοκτησία της στα μέσα παραγωγής. Στο εμπόδιο, όμως, αυτής της θεμελιώδους θεωρητικής υποχρέωσης προσκρούουν και καταρρέουν όλες οι σχετικές προσπάθειες του Κ.Καστοριάδη. Αντί για θεωρητικά επιχειρήματα το μόνο που μας παρουσιάζει είναι γενικές δηλώσεις, στηριζόμενες στην αποδεικτική ισχύ «αυταπόδεικτων» βεβαιοτήτων.

  Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κ.Καστοριάδη «Η γραφειοκρατική ιδιοκτησία … είναι ιδιωτική, μια και υπάρχει μονάχα για τη γραφειοκρατία …όμως που την εκμεταλλεύεται μια τάξη από κοινού και συλλογικά μέσα στην τάξη αυτή …Με την έννοια αυτή, μπορεί κανείς να την ορίσει χονδρικά σαν μιά ιδιωτική συλλογική ιδιοκτησία.»2. Από αυτούς τους ισχυρισμούς απορρέει, λογικά, η αναγκαιότητα να καταδειχτεί ο τρόπος με τον οποίο οι σοβιετικές σχέσεις παραγωγής κατοχύρωναν τη διατήρηση της εν λόγω ιδιοκτησίας στα πλαίσια της γραφειοκρατικής συλλογικότητας. Με άλλα λόγια, θα περιμέναμε από τον Κ.Καστοριάδη να αποδείξει ότι τα μέσα παραγωγής παρέμεναν αποκλειστικά στα χέρια ενός συγκεκριμένου κυρίαρχου στρώματος, το οποίο, ακριβώς για τον παραπάνω λόγο, θα έπρεπε να ήταν κλειστό προς την υπόλοιπη κοινωνία. Ως συνέπεια των προηγουμένων χρειαζόταν, επίσης, να αποδειχθεί ότι η αναπαραγωγή της συγκεκριμένης άρχουσας τάξης στηριζόταν σε κάποιους ιδιαίτερους, προφανώς, φυσικούς - συγγενικούς δεσμούς μεταξύ των νέων μελών της και των παλαιοτέρων. Πώς, άλλωστε, θα μπορούσε η γραφειοκρατία να έχει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής χωρίς να μπορεί να κληροδοτήσει τα τελευταία στους απογόνους της;

  Για καμία , όμως, από τις παραπάνω λογικές συνέπειες της βασικής του θέσης ο Κ.Καστοριάδης δεν παρουσιάζει κάποια στοιχεία. Μάλιστα χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα για να αποφύγει κάτι τέτοιο, γεγονός που κάνει εμφανέστερη την θεωρητική ανεπάρκεια των συλλογισμών του. Δηλώνει συγκεκριμένα ο Κ.Καστοριάδης ότι «Η κληρονομικότητα των προνομίων είναι ολοκληρωτικά εγγυημένη μέσα σε αυτό, (εννοεί το σοβιετικό καθεστώς -Π.Π.) όχι από νομικούς κανόνες, αλλά από κοινωνικούς νόμους που διέπουν τον γραφειοκρατικό χώρο.»3. Ο Κ.Καστοριάδης, βέβαια, δεν μας δίνει καμία πληροφορία περί αυτών των «κοινωνικών νόμων» που δήθεν εξασφαλίζουν μιαν «ολοκληρωτικά εγγυημένη» κληρονομικότητα προνομίων. Αποφεύγει, δηλαδή, τη συστηματική εξέτασή τους παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαίο, εφόσον πρόκειται για το μηχανισμό λειτουργίας-αναπαραγωγής της γραφειοκρατικής «ταξικής» εξουσίας.

   Θεωρώντας δεδομένο αυτό το οποίο έπρεπε να αποδείξει, την ύπαρξη δηλαδή κάποιων νόμων που διασφαλίζουν τη δήθεν ταξική εξουσία της γραφειοκρατίας, ο Κ.Καστοριάδης κάνει λόγο για την εκμετάλλευση που αυτή ασκεί στο σοβιετικό προλεταριάτο .Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι «ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να “πουλήσει” την εργατική του δύναμη στο “κράτος”, δηλαδή στη γραφειοκρατία»4, η οποία είναι ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής .Σκοπός δε της γραφειοκρατίας είναι η παραγωγή και η ιδιοποίηση όσο γίνεται περισσότερης υπεραξίας5. Μάλιστα, κατά τα λεγόμενα του Κ.Καστοριάδη, η σοβιετική γραφειοκρατία ανταγωνίζεται τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό επιδιώκοντας την παγκόσμια κυριαρχία «για προσάρτηση όχι μονάχα ενός μεγαλύτερου μέρους των κερδών, αλλά όλων των κερδών»6. Για να ελέγξει τελικά «το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας»7.

   Ας εξετάσουμε τους παραπάνω ισχυρισμούς τον καθένα ξεχωριστά. Η πληροφορία πως οι σοβιετικοί εργάτες πωλούν την εργατική τους δύναμη στη γραφειοκρατία (στο κράτος) μας φαίνεται εξαιρετικά παράδοξη, διότι οι αποκαλούμενοι γραφειοκράτες, οι τεχνικοί, οι διανοούμενοι, τα πολιτικά και οικονομικά στελέχη, οι στρατιωτικοί κλπ πωλούν (πωλούσαν) και αυτοί την εργατική τους δύναμη στο κράτος αντί μισθού .Θα ήταν αδύνατο, δηλαδή, στα πλαίσια του σοβιετικού καθεστώτος, να λαμβάνουν, για παράδειγμα, τα τεχνικά στελέχη, οι διευθυντές των επιχειρήσεων και οι αξιωματικοί του στρατού κάποια αμοιβή από το κράτος χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα, χωρίς να προσφέρουν σε αντάλλαγμα ένα συγκεκριμένο είδος και μια ποσότητα εργασίας. Επίσης, η εργασία αυτών των ανθρώπων ήταν απαραίτητη για τη σοβιετική κοινωνία, για το σχεδιασμό και τη διεύθυνση της σοσιαλιστικής οικονομίας, για την περιφρούρηση του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Έτσι, λοιπόν, θεωρούμε δεδομένο το γεγονός ό,τι τόσο οι σοβιετικοί εργάτες όσο και οι σοβιετικοί «γραφειοκράτες», διανοούμενοι και διευθυντές ελάμβαναν τις αμοιβές τους από το κράτος ως μισθωτοί εργαζόμενοι.

  Εδώ, όμως, γεννάται το ερώτημα, πώς είναι δυνατό οι γραφειοκράτες, ως άρχουσα τάξη και ως ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, προκειμένου να ιδιοποιηθούν την υπεραξία, να μισθώνουν και να υποχρεώνουν σε εργασία, εκτός από τους εργάτες, και τους ίδιους τους εαυτούς τους; Πώς είναι άραγε δυνατό η ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής τάξη να λαμβάνει τα εισοδήματά της μόνο εφόσον η ίδια εργάζεται; Διότι είναι, πράγματι, εξαιρετικά παράδοξο οι σοβιετικοί γραφειοκράτες, ως εργαζόμενοι, να διασφαλίζουν για τον εαυτό τους αυτό (τη λήψη υψηλών αμοιβών), το οποίο δεν δύνανται να διασφαλίσουν αποκλειστικά και μόνο ως υποτιθέμενοι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Διερωτόμαστε, επίσης, για ποιο λόγο η σοβιετική γραφειοκρατία -άρχουσα τάξη να μην αναθέσει σε κάποιους άλλους, σε ένα άλλο διοικητικό στρώμα, τις δικές της εργασιακές υποχρεώσεις, ώστε η ίδια να ιδιοποιείται απρόσκοπτα την υπεραξία, χωρίς εργασιακούς περιορισμούς, χωρίς καμία εξάρτηση από την εργασιακή θέση, από το είδος και τη διάρκεια εργασίας; Πόσο μάλλον που υπάρχει και το παράδειγμα της κεφαλαιοκρατίας, όπου οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής δε χρειάζεται να εργάζονται για να ιδιοποιηθούν την υπεραξία .Γιατί άραγε να μην καταστούν και οι σοβιετικοί γραφειοκράτες καπιταλιστές, ώστε να ξεπεράσουν τις προαναφερθείσες «ατέλειες» του σοβιετικού καθεστώτος; Βέβαια ο Κ.Καστοριάδης δεν ασχολείται με τέτοιου είδους ερωτήματα. Είναι δε τόσο βαθιά πεπεισμένος (τουλάχιστον ήταν, όταν έγραφε γι’ αυτά τα θέματα) πως αντιπροσωπεύει «τη ζωντανή συνέχεια του μαρξισμού μέσα στη σύγχρονη κοινωνία.» και πως δίδει, μόνο αυτός και η ομάδα «Socialisme ou Barbarie», τις απαντήσεις στα θεμελιώδη προβλήματα του επαναστατικού κινήματος που δε θεωρεί σκόπιμο να κατέλθει από το ύψος των θεωρητικών του αφορισμών σε τόσο «επουσιώδεις» διευκρινίσεις8.

  Ας συνεχίσουμε όμως την παρακολούθηση του «επιστημονικού» και «μαρξιστικού» στοχασμού που διακρίνει τον Κ.Καστοριάδη. Όπως ο ίδιος ισχυρίζεται η σοβιετική γραφειοκρατία ιδιοποιείται την παραγόμενη υπεραξία. Αυτό για ένα μαρξιστή σημαίνει πως η σοβιετική οικονομία στηρίζεται σε μια καθολική εμπορευματική παραγωγή και σε καθολικές αξιακές σχέσεις ,διότι μόνο σε αυτά τα πλαίσια το υπερπροϊόν παίρνει αξιακή μορφή, καθίσταται υπεραξία. Όμως η «ζωντανή συνέχεια του μαρξισμού μέσα στη σύγχρονη κοινωνία» εκφραζόμενη στο πρόσωπο του Κ.Καστοριάδη ανατρέπει το παραπάνω μαρξιστικό μας συμπέρασμα, διότι μας πληροφορεί οτι «Οι συνθήκες ισχύος του νόμου της αξίας …απουσιάζουν από τη σοβιετική οικονομία»9 και ότι «εδώ ο νόμος της αξίας χάνει το περιεχόμενό του ,εφόσον οι συνθήκες εφαρμογής του δεν υπάρχουν»10. Απομένει σε μας να θαυμάσουμε τη «μαρξιστική» κατάρτιση του Κ.Καστοριάδη και το επιστημονικό επίπεδο των επισημάνσεών του, όταν «ανακαλύπτει» την παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας σε μια κοινωνία και οικονομία όπου ο νόμος της αξίας δεν ισχύει.

  Τι γίνεται όμως με την υπεραξία που ιδιοποιείται η γραφειοκρατία; Ο Κ.Καστοριάδης μας πληροφορεί ότι το μέγεθός της είναι τεράστιο. Πρόκειται περί ενός υπερεισοδήματος, που ανέρχεται στο μισό του εθνικού προϊόντος ή, κατά μια άλλη δήλωση του ίδιου συγγραφέα, στο «60% του ρωσικού καταναλώσιμου εθνικού εισοδήματος»11. Για την τεκμηρίωση του συγκεκριμένου ισχυρισμού ο Κ.Καστοριάδης δεν αναφέρει καμία απολύτως πηγή, κάτι που καθιστά αναξιόπιστα τα αναφερόμενα στοιχεία. Το πιο εκπληκτικό, όμως, είναι η δήλωση του ίδιου πως το τεράστιο αυτό μέρος του παραγόμενου προϊόντος υπηρετεί τη «μη παραγωγική κατανάλωση της κυρίαρχης τάξης»12. Υποστηρίζει, δηλαδή, ο Κ.Καστοριάδης ότι τα αγαθά που καταναλώνει η γραφειοκρατία ανέρχονται, ποσοτικά, στο μισό του σοβιετικού εθνικού προϊόντος. Ωστόσο, παρά αυτό το εξαιρετικά υψηλό μέγεθος προσωπικής κατανάλωσης η σοβιετική γραφειοκρατία, κατά τα λεγόμενα του Κ.Καστοριάδη, δε μένει ικανοποιημένη. Έτσι, επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία για την «προσάρτηση όχι μονάχα ενός μεγαλύτερου μέρους των κερδών, αλλά όλων των κερδών». Σε τι όμως αποσκοπεί αυτή η προσάρτηση των κερδών ή, ορθότερα, του υπερπροϊόντος της παγκόσμιας οικονομίας; Μα φυσικά στη «μη παραγωγική κατανάλωση της κυρίαρχης τάξης». Με άλλα λόγια, ο Κ.Καστοριάδης υπονοεί ότι οι καταναλωτικές ανάγκες και ορέξεις της σοβιετικής γραφειοκρατίας ανέρχονται, ποσοτικά, στο επίπεδο του παγκοσμίου υπερπροϊόντος!

   Το ανυπόστατο των εξεταζόμενων ισχυρισμών του Κ.Καστοριάδη είναι πιστεύουμε πασιφανές. Ενώ δηλώνει ότι η σοβιετική γραφειοκρατία έχει αποκλειστικά καταναλωτικά συμφέροντα και επιδιώξεις, της προσάπτει έπειτα σκοπούς (προσάρτηση κερδών και παγκόσμια οικονομική κυριαρχία) οι οποίοι κάθε άλλο παρά απορρέουν από καταναλωτικές ανάγκες. Οι καπιταλιστές, πράγματι, επιδιώκουν το μέγιστο κέρδος, όχι φυσικά για προσωπική κατανάλωση, αλλά για τη συσσώρευση κεφαλαίων και την ενίσχυση των επιχειρήσεών τους, ώστε να επικρατήσουν στον ανταγωνισμό. Οι γραφειοκράτες, όμως, αποβλέπουν απλά στην ικανοποίηση των καταναλωτικών τους αναγκών, κάτι που απαιτεί συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών, πέραν της οποίας κάθε συσσώρευση πόρων, πόσο μάλλον παγκόσμιων πόρων, στις σοβιετικές συνθήκες θα ήταν ανώφελη. Σε αντίθεση με την κεφαλαιοκρατία για την οποία, όσο θα διατηρείται ο ανταγωνισμός, η επιδίωξη του μέγιστου κέρδους δεν μπορεί ποτέ να φτάσει σε κάποιο όριο, για τη γραφειοκρατία το όριο των επιδιωκόμενων εισοδημάτων είναι δεδομένο, και ταυτίζεται, στην πιο μαξιμαλιστική εκδοχή του, με τα ιστορικά συγκεκριμένα πρότυπα της βέλτιστης ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών. Ο Κ.Καστοριάδης συγχέει, προφανώς, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της γραφειοκρατίας με αυτά των καπιταλιστών.

   Η σύγχυση όμως αυτή αποκαλύπτει μία βαθύτερη θεωρητική αδυναμία του συγγραφέα. Εισηγούμενος την ιδέα ότι η σοβιετική γραφειοκρατία αποτελεί κυρίαρχη τάξη ,αντιμετωπίζει την ανάγκη να προσδώσει περιεχόμενο στον ισχυρισμό του αποκαλύπτοντας εκείνα τα στοιχεία που πιστοποιούν την ύπαρξη ταξικής εκμεταλλευτικής εξουσίας. Αδυνατεί, ωστόσο, να διατυπώσει κάποια αυθεντική και πρωτότυπη πρόταση αναφορικά με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υποτιθέμενης νέας κοινωνικής τάξης. Έτσι καταφεύγει στη λαθροχειρία, αποδίδοντας στη γραφειοκρατία ειδοποιά στοιχεία ,όπως την ιδιοποίηση υπεραξίας και την επιδίωξη του μέγιστου κέρδους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, τα οποία διακρίνουν κατεξοχήν την κεφαλαιοκρατία. Επειδή, όμως, δε δύναται να αποδείξει την ύπαρξη οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ ΕΣΣΔ και δυτικού καπιταλισμού, χρησιμοποιεί το γνωστό από τον Τ.Κλιφ τέχνασμα της δήθεν αντικατάστασης του ανταγωνισμού για τα οικονομικά κέρδη από τη «στρατιωτική πάλη»13 .

  Ενδεικτική της ερμηνείας του σοβιετικού καθεστώτος μέσω της λαθραίας αναγωγής του σε φαινόμενα και σχέσεις της κεφαλαιοκρατίας, είναι η διαπίστωση του Κ.Καστοριάδη ότι «η ανάπτυξή τους οδηγεί τα δύο συστήματα στην ταύτιση», και πως κάτω από ορισμένες συνθήκες, είναι αναπόφευκτη «η ταύτιση των δύο συστημάτων και η ενοποίηση του παγκόσμιου συστήματος εκμετάλλευσης σε βάρος των εργαζόμενων μαζών.»14. Οι δηλώσεις αυτές του Κ.Καστοριάδη αποκαλύπτουν το γεγονός πως, όσον αφορά το μηχανισμό κίνησης και ιστορικής εξέλιξης των δύο κοινωνικών συστημάτων, τις καθοριστικές δηλαδή για το κάθε σύστημα κοινωνικές σχέσεις οι οποίες συγκροτούν αυτό το μηχανισμό, ο ίδιος δε βλέπει καμία ουσιώδη διαφορά μεταξύ τους.

   Φρονούμε ότι η προσπάθεια του Κ.Καστοριάδη να παρουσιάσει το σοβιετικό καθεστώς ως νέο εκμεταλλευτικό σύστημα και τη σοβιετική γραφειοκρατία ως νέα άρχουσα τάξη δεν κατάληξε σε επιτυχία . Παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις περί του επιστημονικού κύρους και της κοινωνικής σημασίας των υποτιθέμενων ανακαλύψεών του ο συγκεκριμένος στοχαστής δεν παρουσίασε καμία τεκμηριωμένη ανάλυση, που θα απεδείκνυε την ιστορικά νέα, ταξική - εκμεταλλευτική φύση του σοβιετικού καθεστώτος. Το μόνο που έκανε είναι μια αγοραία χρήση εννοιών της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας προκειμένου να περιγράψει την αντίστοιχη της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτό, άλλωστε, ενώ παραδέχεται ότι η σοβιετική οικονομία δεν έχει «καμιά αναλογία με την καπιταλιστική … διότι …οι οικονομικοί νόμοι είναι ριζικά διαφορετικοί.»15 δε βρίσκει κανέναν άλλο προσδιορισμό του σοβιετικού καθεστώτος παρά αυτό του «γραφειοκρατικού καπιταλισμού»16.

   Ολοκληρώνοντας την εξέταση των απόψεων του Κ.Καστοριάδη θα θέλαμε να σταθούμε για μια ακόμη φορά στη θέση ότι η γραφειοκρατία, δηλαδή τα τεχνικοεπαγγελματικά στελέχη, η διανόηση, οι πολιτικοί και οικονομικοί διευθυντές στην ΕΣΣΔ ιδιοποιούνται το σύνολο του παραγόμενου υπερπροϊόντος -την υπεραξία. Πιστεύουμε ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αναπόφευκτος για όλες εκείνες τις θεωρίες που ταυτίζουν τη γραφειοκρατία με την άρχουσα τάξη και, επομένως, αποτελεί κλασικό στοιχείο τους. Πρωτίστως, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η έννοια «υπερπροϊόν» συνδέεται νοηματικά με αυτή του «αναγκαίου προϊόντος» και εκτός της συνάφειας με την τελευταία στερείται περιεχομένου. Αναγκαίο δε προϊόν ονομάζεται το μέρος εκείνο του κοινωνικού προϊόντος που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, της ικανότητας προς εργασία (των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων) του συνόλου των εργαζομένων, οι οποίοι απαιτούνται για την λειτουργία του συστήματος της υλικής παραγωγής. Από το μέγεθος του αναγκαίου προϊόντος καθορίζεται το αντίστοιχο του υπερπροϊόντος. Υπερπροϊόν καλείται το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που παράγεται υπεράνω του αναγκαίου. Από το υπερπροϊόν και τον τρόπο κατανομής του εξαρτάται η δυνατότητα και το εύρος της διευρυμένης αναπαραγωγής .Στην ταξική κοινωνία η άρχουσα τάξη ιδιοποιείται ένα τμήμα ή και το σύνολο του υπερπροϊόντος εξασφαλίζοντας έτσι την παρασιτική της διαβίωση αλλά και τον έλεγχο στη διευρυμένη αναπαραγωγή.

  Στη Σοβιετική Ένωση η εργασία του διοικητικού μηχανισμού (παρά τα αναπόφευκτα φαινόμενα παρασιτισμού) αποσκοπούσε πρώτα απ’ όλα στη σχεδιοποίηση και γενικά στη διαχείριση της σοσιαλιστικής παραγωγής. Ως εκτούτου, η εργασία αυτή ήταν αναγκαία για την ύπαρξη και λειτουργία της σχεδιοποιημένης οικονομίας. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια εργασία που αποτελούσε αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του συνόλου της κοινωνικής εργασίας. Συνεπώς, η αναπαραγωγή της ικανότητας προς τη συγκεκριμένη διοικητική εργασία εντασσόταν στην αναπαραγωγή της συνολικής εργασιακής δύναμης της κοινωνίας. Οι απολαβές της πλειοψηφίας των διοικητικών στελεχών της ΕΣΣΔ υπηρετούσαν τις προσωπικές καταναλωτικές ανάγκες αυτών των ανθρώπων, δηλαδή την αναπαραγωγή της ικανότητάς τους προς εργασία. Για το λόγο αυτό θεωρούμε ότι οι αμοιβές του στρώματος των αποκαλούμενων γραφειοκρατών αποτελούν, ως επί το πλείστον όχι όμως απόλυτα, μέρος του αναγκαίου προϊόντος. Στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να αποδεχθούμε ότι το υπερπροϊόν, το οποίο υποτίθεται ότι ιδιοποιούνται τα διευθυντικά στελέχη, αποσκοπεί και αυτό στην αναπαραγωγή της ικανότητας προς εργασία, και συνεπώς ταυτίζεται εννοιολογικά με το αναγκαίο προϊόν.

   Όσον αφορά, τώρα, τη διαφορά αμοιβών μεταξύ γραφειοκρατών και λοιπών εργαζομένων αυτή είναι απότοκη, κυρίως, της αντίθεσης μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας και της κατίσχυσης της πρώτης επί της δεύτερης. Η εργασία ενός διανοουμένου είναι περισσότερο κοινωνικά αναγκαία από την αντίστοιχη ενός χειρώνακτα, γι’ αυτό και ο πρώτος την προσφέρει στην κοινωνία λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα μια μεγαλύτερη από του δευτέρου αμοιβή. Όμως, και οι δύο αμοιβές αποτελούν όρους αναπαραγωγής αντίστοιχων ικανοτήτων προς εργασία, και ως εκτούτου εντάσσονται στο αναγκαίο κοινωνικό προϊόν.

  Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως όλες οι απολαβές της γραφειοκρατίας ανήκουν στο αναγκαίο κοινωνικό προϊόν. Στο βαθμό που στην κρατική εξουσία αναπτύσσονται φαινόμενα παρασιτισμού, τα υλικά αγαθά που απολαμβάνει μέρος των γραφειοκρατών, κυρίως οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι, υπερβαίνουν το ισοδύναμο της προσφερόμενης απ’ αυτούς εργασίας και συνιστούν, σαφώς, ιδιοποίηση μέρους του υπερπροϊόντος. Όμως αυτό απέχει πολύ από την άποψη ότι η γραφειοκρατία, ως ξεχωριστό κοινωνικό στρώμα, ιδιοποιείται το σύνολο του παραγόμενου υπερπροϊόντος και ότι αποτελεί, συνεπώς, μια νέα εκμεταλλεύτρια τάξη.

 

·     Η Νέα Τάξη του Μ.Τζίλας.

 

  Ο Μ.Τζίλας υπήρξε αρχικά κομμουνιστής και μάλιστα ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Γιουγκοσλαβίας ενώ κατόπιν μετεξελίχθη σε δριμύτατο κατήγορο των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, της κομμουνιστικής ιδεολογίας και πρακτικής εν γένει. Στο διεθνώς γνωστό έργο του Η Νέα Τάξη ο Μ.Τζίλας υποστηρίζει την άποψη ότι η πολιτική γραφειοκρατία στη Σοβιετική Ένωση και στα άλλα ομοιογενή καθεστώτα και κυρίως τα ανώτατα κλιμάκια της κομμουνιστικής κομματικής ιεραρχίας συγκροτούν μια κυρίαρχη εκμεταλλευτική τάξη.

   Σχετικά με την ιδιοκτησία που κατέχει η τάξη αυτή ο Μ.Τζίλας κάνει λόγο περί «συλλογικής-μονοπωλιακής ιδιοκτησίας» της γραφειοκρατίας17. Αντί όμως να αποδείξει ότι η ιδιοκτησία αυτή παρέμενε αποκλειστικά στα χέρια ενός συγκεκριμένου κυρίαρχου στρώματος, της κομματικής γραφειοκρατίας, αποτελώντας τη βάση της ταξικής του κυριαρχίας ο Μ.Τζίλας καταφεύγει σε συγκεχυμένους και αντιφατικούς ισχυρισμούς επί του θέματος αυτού. Αφενός, διατείνεται πως η κομματική γραφειοκρατία, ως άρχουσα τάξη, είναι «κλειστή σαν την αριστοκρατία»18. Αφετέρου, αρνείται την κληροδότηση της ιδιοκτησίας στα πλαίσια του κυρίαρχου στρώματος: κανείς δεν κληρονομεί τίποτε παρά τη φιλοδοξία να ανέλθει σε μιαν ανώτερη βαθμίδα της κοινωνικής κλίμακας. Επιπλέον δηλώνει ότι «η νέα τάξη …αλλάζει διαρκώς, απλώνεται, διαχέεται στο λαό, στις κατώτερες τάξεις»19. Αυτή η πασιφανής αντίφαση στους ισχυρισμούς του Μ.Τζίλας καταμαρτυρεί την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη συλλογικής ιδιοκτησίας στα χέρια της σοβιετικής και των άλλων κομμουνιστικών γραφειοκρατιών. Επίσης, αποκαλύπτει την αποτυχία του συγγραφέα να διασφαλίσει τη συνάφεια των συλλογισμών του.

  Αναφορικά με τις θεωρητικές αδυναμίες της αντίληψης που ανάγει τη σοβιετική γραφειοκρατία σε μια νέα άρχουσα τάξη θα θέλαμε να κάνουμε ορισμένες ακόμα επισημάνσεις εξετάζοντας τις απόψεις του Μ.Τζίλας. Μεγάλης θεωρητικής σημασίας πρόβλημα είναι η ανακάλυψη και παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο η εν λόγω τάξη διαμορφώνεται και αναδεικνύεται σε κυρίαρχη δύναμη. Στην ιστορία της ανθρωπότητας η εκάστοτε νέα τάξη που επρόκειτο να έλθει στην εξουσία συγκροτούταν κατά κανόνα ως τάξη στα σπλάχνα του παλαιού καθεστώτος, προτού συγκρουστεί μαζί του και το ανατρέψει. Στην περίπτωση όμως της σοβιετικής γραφειοκρατίας ,ισχυρίζεται ο Μ.Τζίλας, δε συνέβη κάτι τέτοιο. Πρωταγωνιστής βέβαια της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν το ρώσικο προλεταριάτο, υπό την καθοδήγηση του κόμματος των μπολσεβίκων. Στην εξουσία όμως ήρθε όχι η εργατική αλλά μια νέα τάξη, ανύπαρκτη πριν την επανάσταση, η κομματική γραφειοκρατία20 .

   Γεννάται βέβαια εδώ το εύλογο ερώτημα: από πού προέκυψε αυτή η νέα άρχουσα τάξη, εφόσον δεν υπήρχε πριν την καθεστωτική αλλαγή; Οι απαντήσεις που δίνει ο Μ.Τζίλας είναι ποικίλες, συγκεχυμένες και αντιφατικές. Κατά μία πρώτη απάντηση, η νέα αυτή τάξη αυτοδημιουργήθηκε. Κατά μία δεύτερη, «Το κόμμα γεννά την τάξη»· συγκεκριμένα το στρώμα των επαγγελματιών επαναστατών αποτελεί την απαρχή και τις ρίζες της νέας τάξης. Η πλήρης δε διαμόρφωσή της συντελείται ενώ βρίσκεται ήδη στην εξουσία. Σύμφωνα όμως με κάποιες άλλες δηλώσεις του είναι ο Ι.Β.Στάλιν αυτός ο οποίος δημιούργησε τη νέα άρχουσα τάξη21. Και αν η παραπάνω άποψη φαντάζει ως μια εξαιρετικά βουλησιαρχική ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων ο παρακάτω ισχυρισμός του Μ.Τζίλας επιβεβαιώνει το συγκεκριμένο τρόπο σκέψης: «Η νέα τάξη εμφανίσθηκε εξαιτίας αντικειμενικών αιτίων και διά της θελήσεως, της σκέψεως και των πράξεων των ηγετών της»22. Με άλλα λόγια, παρά τις αντικειμενικές συνθήκες ήταν οι ηγέτες αυτοί που τελικά δημιούργησαν τη νέα τάξη. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση ανεπάρκειας βούλησης, σκέψης και πράξεων των πρώτων ηγετών μπορούμε να υποθέσουμε ότι η περιβόητη νέα τάξη ίσως να μην είχε ποτέ συγκροτηθεί. Η σύνδεση της εμφάνισης μιας νέας κοινωνικής τάξης με τη βούληση και τις πράξεις ξεχωριστών προσώπων αποκαλύπτει την αδυναμία του συγγραφέα να προσδιορίσει κάποιες αντικειμενικές, ιστορικά νομοτελειακές προϋποθέσεις (συνυφασμένες με ένα νέο τρόπο παραγωγής) σχηματισμού της.

  Θα πρέπει εδώ, εν είδει παρεκβάσεως, να διευκρινίσουμε ότι το κόμμα των μπολσεβίκων, πριν ακόμη την κατάληψη της εξουσίας, όπως και οποιοδήποτε άλλο εργατικό επαναστατικό κόμμα, ως φορέας επαναστατικής συνειδητοποίησης και στρατηγικών στόχων, ως πρωτοπορία και ηγεσία της εργατικής τάξης ,αποτελεί μια οργάνωση η οποία όχι μόνο απορρέει από τον καταμερισμό μεταξύ πνευματικής -διοικητικής και χειρωνακτικής -εκτελεστικής εργασίας στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, αλλά αναπαράγει αυτόν τον καταμερισμό και συνεπώς φέρει τα σπέρματα της γραφειοκρατικοποίησης.

  Το γεγονός αυτό είχε, άλλωστε, επισημανθεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Ρ.Μίχελς, έχοντας υπ’ όψιν τη γραφειοκρατικοποίηση του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, είχε δηλώσει: «Συγκροτημένο για να υπερβεί τη συγκεντρωτική εξουσία του κράτους και αφορμώμενο από τη σκέψη ότι η εργατική τάξη χρειάζεται απλώς μιαν επαρκώς μεγάλη και πάγια οργάνωση για να νικήσει εκείνη του κράτους, το προλεταριακό κόμμα κατέληξε να αποκτήσει το ίδιο ισχυρή συγκεντρωτική οργάνωση και να εδράσει το επιβλητικό οικοδόμημά του στις ίδιες με το κράτος μεγαλειώδεις θεμελιακές αρχές: στην εξουσιαστική αυθεντία και στην πειθαρχία »23.

  Ο κίνδυνος, όμως, της γραφειοκρατικοποίησης δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα του εργατικού κόμματος, προκειμένου να οργανωθεί και να καθοδηγηθεί η μαζική επαναστατική δραστηριότητα των εργαζομένων για την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η απόρριψη της εν λόγω αναγκαιότητας οδηγεί στην απόρριψη του μόνου αποτελεσματικού τρόπου οργάνωσης, συντονισμού και καθοδήγησης της μαζικής επαναστατικής πάλης σε συνθήκες κυριαρχίας του υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας. Σ’ αυτές τις συνθήκες το προλεταριάτο - φορέας, ως επί το πλείστον, της χειρωνακτικής - εκτελεστικής εργασίας αδυνατεί να επιτελέσει, ως ενιαίο σύνολο, ένα διοικητικό, καθοδηγητικό έργο.

  Το εργατικό κόμμα, λοιπόν, συνιστά ένα ξεχωριστό από την ίδια την τάξη και, εν πολλοίς, γραφειοκρατικό μέσο οργάνωσής της, η ιστορική σημασία του οποίου συνδέεται με τις συνθήκες και τους τρόπους μετάβασης στην αταξική κοινωνία και εξαντλείται όταν ο στόχος αυτός έχει πλέον πραγματοποιηθεί. Πρόκειται σαφώς για ένα μέσο υλοποίησης του επαναστατικού σκοπού το οποίο μάλλον αναγκαίο κακό παρά αυταξία πρέπει να θεωρηθεί. Η επιτυχής χρήση αυτού του μέσου εξαρτάται από το δυναμισμό της επαναστατικής κινητοποίησης και αυτενέργειας των εργαζομένων: όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση και ο έλεγχος των μαζών πάνω στον κομματικό μηχανισμό τόσο περισσότερο αυτός υποχρεώνεται να υπηρετεί το στρατηγικό σκοπό. Αναγνωρίζοντας ότι κάθε οργάνωση κομματικού τύπου, έστω και εργατική, έχει ως ένα βαθμό γραφειοκρατικό χαρακτήρα δε βλέπουμε, ωστόσο, για ποιο λόγο θα πρέπει μια τέτοια οργάνωση να θεωρηθεί εν δυνάμει νέα άρχουσα τάξη.

  Σε τι όμως συνίσταται η περιβόητη ταξική εξουσία της σοβιετικής ή ακριβέστερα της κομματικής γραφειοκρατίας για την οποία κάνει λόγο ο Μ.Τζίλας; Προσπαθώντας πιθανώς να προλάβει κάποιες ενστάσεις στην άποψή του, την οποία θα αναφέρουμε παρακάτω, διευκρινίζει πως η κρατική μηχανή στην ΕΣΣΔ δε διαμορφώνει τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας παρά μόνο τις υπερασπίζεται24 . Όταν, όμως, προσδιορίζει τη φύση της ταξικής εξουσίας που κατέχει το εν λόγω στρώμα διατείνεται ακριβώς το αντίθετο: «τα ιδιοκτησιακά προνόμια της νέας τάξης όπως και η ένταξη σ’ αυτήν υλοποιούνται μέσω των διοικητικών προνομίων», «μέσω του μονοπωλίου στη διοίκηση χαίρει του δικαιώματος στην ιδιοκτησία ένας στενός κύκλος κυβερνητών»25. Είναι, λοιπόν, η κατοχή της κρατικής μηχανής αυτή που μετατρέπει τα μέλη του κόμματος σε ιδιοκτήτες του κοινωνικού πλούτου. Όμως δεν πρόκειται για το σύνολο των μελών του κόμματος. Στη νέα τάξη ανήκουν μόνο εκείνα τα κομματικά μέλη τα οποία εξαιτίας του μονοπωλίου στη διοίκηση αποκτούν ιδιαίτερα προνόμια και υλικά πλεονεκτήματα26. Ποια είναι, όμως, αυτά τα μέλη και πώς οριοθετούνται έναντι των υπολοίπων μελών, πώς αναπαράγουν την κυρίαρχη ταξική τους θέση, ο Μ.Τζίλας αδυνατεί να εξηγήσει. Όπως ο ίδιος δηλώνει είναι «αδύνατο να προσδιοριστούν τα όρια της νέας τάξης»27 .

  Χρειάζεται, εδώ, να υπογραμμίσουμε πως αυτό το οποίο Ο Μ.Τζίλας ισχυρίζεται ότι κατέχει η συγκεκριμένη τάξη δεν είναι κάποια περιουσιακά στοιχεία (μέσα παραγωγής κ.λ.π) αλλά ορισμένα προνόμια. Η ένταξη στην άρχουσα τάξη συνίσταται στη λήψη υλικής αμοιβής «υψηλότερης απ’ αυτή με την οποία η κοινωνία θα έπρεπε να αμείβει συγκεκριμένες λειτουργίες»28. Με άλλα λόγια, η κομματική γραφειοκρατία απολαμβάνει υλικά αγαθά ελέγχοντας την κρατική μηχανή, αποτελώντας και η ίδια, ως κομμουνιστικό κόμμα, κρατικό-διοικητικό θεσμό. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η γραφειοκρατία, συμπεριλαμβανομένης και της κομματικής, διαχειρίζεται - διευθύνει την παραγωγική διαδικασία, επ’ουδενί όμως λόγω δεν ιδιοποιείται τα μέσα παραγωγής, τα οποία παραμένουν κρατικά. Η μόνη σχέση που έχει η γραφειοκρατία με τα μέσα παραγωγής είναι αυτή η οποία υπαγορεύεται από τις διοικητικές αρμοδιότητες και λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού. Εκτός των παραπάνω πλαισίων παύει κάθε εμπλοκή της στην παραγωγή και στο μοίρασμα του κοινωνικού πλούτου.

   ταξική, όμως, διαστρωμάτωση της κοινωνίας απορρέει πρώτα απ’ όλα από την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής. Μέσω της τελευταίας συντελείται η ιδιοποίηση της εργασιακής δύναμης και του παραγόμενου προϊόντος. Στα πλαίσια της ταξικής διαστρωμάτωσης οι διάφορες ανταγωνιστικές ομάδες συγκροτούνται ως κοινωνικές τάξεις στη βάση της ιδιοποίησης των όρων της παραγωγής και του παραγόμενου υπερπροϊόντος. Από αυτή τη σκοπιά, μια τάξη καθίσταται άρχουσα όχι εξαιτίας των επαγγελματικών, εργασιακών θέσεων -ασχολιών των μελών της, ούτε απλώς επειδή δύναται η ίδια να χειρίζεται, να διαχειρίζεται και να διευθύνει τα μέσα παραγωγής αλλά, πρωτίστως, επειδή δύναται να ιδιοποιείται τις παραγωγικές δυνάμεις και να αποτρέπει, να αποκλείει από κάτι τέτοιο τις άλλες κοινωνικές τάξεις, την υπόλοιπη κοινωνία.

   Έτσι, λοιπόν, στα πλαίσια της κατανομής -ιδιοποίησης του κοινωνικού προϊόντος, δεν είναι η κατανομή των αγαθών ατομικής κατανάλωσης αυτή που καθορίζει την ταξική διαστρωμάτωση, διότι τα αγαθά αυτά εξασφαλίζουν μόνο τη βιολογική αναπαραγωγή του ανθρώπου και δεν του δίνουν καμία εξουσία επί των άλλων. Αντιθέτως, η ταξική διαστρωμάτωση πηγάζει από την κατανομή - ιδιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων διότι μέσω αυτής αποκτάται ο έλεγχος των παραγωγικών - κοινωνικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων και συντελείται η κοινωνική κατίσχυση της μιας ανθρώπινης ομάδας επί των υπολοίπων. Οι θεωρίες, συνεπώς, που προσδίδουν στη σοβιετική γραφειοκρατία τα στοιχεία μιας άρχουσας τάξης επικεντρώνουν συνήθως την επιχειρηματολογία τους σε ένα επισφαλές κριτήριο: στα υψηλά εισοδήματα και τα ιδιαίτερα προνόμια που απολάμβαναν οι άνθρωποι του διοικητικού μηχανισμού. Το ζήτημα όμως της ταξικής διαστρωμάτωσης μιας κοινωνίας δεν αφορά απλώς τη διαφορά εισοδημάτων μεταξύ των πολιτών· διότι μπορεί βέβαια η ταξική ανισότητα να συνεπάγεται ανισότητα στις ατομικές απολαβές και στην ατομική κατανάλωση οι τελευταίες, ωστόσο, δεν συνεπάγονται και δε σηματοδοτούν πάντα μια ταξική διαστρωμάτωση. Και δεν πρέπει συνεπώς να συγχέονται μεταξύ τους η λήψη μισθού (έστω και ιδιαίτερα υψηλού) λόγω της κατοχής συγκεκριμένου εργασιακού πόστου με την ιδιοποίηση του παραγόμενου υπερπροϊόντος λόγω της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

 

·     Η θεωρία της Νομενκλατούρας του Μ.Βοσλένσκυ.

 

   Κατά την εξέταση των θεωριών περί νέας εκμεταλλεύτριας τάξης στην ΕΣΣΔ δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε μια επίσης διεθνώς γνωστή, πολυμεταφρασμένη και με πολλές εκδόσεις εργασία, τη Νομενκλατούρα του Μ.Βοσλένσκυ. Πρόκειται για το ογκώδες έργο ενός σοβιετικού πολίτη, διδάκτορα ιστορίας και φιλοσοφίας, επιστημονικού συνεργάτη της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, ο οποίος το 1972 εγκατέλειψε την πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στη Δ.Γερμανία. Ο Μ.Βοσλένσκυ χρησιμοποιώντας πληθώρα στοιχείων δίνει μια λεπτομερή περιγραφή της, κατ’αυτόν, άρχουσας τάξης της Σοβιετικής Ένωσης. Δε θα μπορούσαμε, λοιπόν, να αγνοήσουμε το εν λόγω έργο έστω και για το γεγονός ότι σύμφωνα με το διεθνούς φήμης «ειδικό» επί του συγκεκριμένου θέματος, Μ.Τζίλας, «η Νομενκλατούρα αποτελεί μία από τις καλύτερες μελέτες που έχουν ποτέ γραφτεί για το σοβιετικό σύστημα» και ως εκτούτου ανήκει στους «θησαυρούς της πολιτικής σκέψης.»29.

  Κεντρική θέση στην πραγμάτευση του σοβιετικού καθεστώτος από το Μ.Βοσλένσκυ κατέχει η άποψη πως στην κορυφή της σοβιετικής κοινωνίας βρίσκεται (βρισκόταν) μια νέα άρχουσα - εκμεταλλεύτρια τάξη, η Νομενκλατούρα. Αυτή δε η άρχουσα τάξη προσδιορίζεται ως το σύνολο των πλέον σημαντικών αξιωμάτων για τα οποία οι υποψήφιοι εξετάζονται προκαταρτικά, προτείνονται και εγκρίνονται από τις αντίστοιχες κομματικές επιτροπές (περιοχής, πόλης, περιφέρειας κλπ). Όπως δηλώνει ο Μ.Βοσλένσκυ «στην άρχουσα τάξη πραγματικά ανήκουν αυτοί που είναι μέλη του προσωπικού της Νομενκλατούρας (του συνόλου των προαναφερθέντων αξιωμάτων -Π.Π.) των κομματικών οργάνων - απ’ τη Νομενκλατούρα του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε… μέχρι και τη Νομενκλατούρα των επιτροπών περιοχής.»30.

  Βλέπουμε, λοιπόν, ότι αναφερόμενος στην άρχουσα τάξη της ΕΣΣΔ ο Μ.Βοσλένσκυ δίδει μια δική του ερμηνεία στον όρο κοινωνική τάξη: ο όρος αυτός δεν έχει πλέον οικονομικό αλλά πολιτικό περιεχόμενο, συνδέεται, δηλαδή, με την κατοχή πολιτικών αξιωμάτων. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι βέβαια πρωτότυπη. Ο Μ.Βοσλένσκυ επαναλαμβάνει στην ουσία την άποψη του Μ.Τζίλας, ότι, δηλαδή, άρχουσα τάξη της ΕΣΣΔ είναι η κομματική γραφειοκρατία, η οποία μονοπωλεί την ανώτατη πολιτική εξουσία 31.

   Κατά τον Μ.Βοσλένσκυ η τάξη αυτή δεν υπήρχε πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπως άλλωστε ισχυρίζεται και ο Μ.Τζίλας. Εκείνο που υπήρχε ήταν η επινοημένη και ιδρυμένη από το Β.Ι.Λένιν οργάνωση επαγγελματιών επαναστατών, η εμβρυακή μορφή της μελλοντικής άρχουσας τάξης. Η οργάνωση αυτή εκμεταλλεύτηκε την εργατική τάξη προκειμένου να πραγματοποιήσει την επανάσταση. Αντί, όμως, του προλεταριάτου την εξουσία κατέλαβε ο Λένιν και οι συνεργάτες του, οι επαγγελματίες επαναστάτες. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η διαδικασία μετατροπής του κυβερνώντος Μπολσεβίκικου Κόμματος σε άρχουσα τάξη, η οποία ολοκληρώθηκε επί Στάλιν. «Ο επαναστάτης Λένιν επινόησε την οργάνωση των επαγγελματιών επαναστατών. Ο απαράτσικ Στάλιν (ο άνθρωπος του μηχανισμού -Π.Π.) επινόησε τη Νομενκλατούρα.»32. Έτσι, λοιπόν, η τάξη της Νομενκλατούρας ήταν το τέκνο των Λένιν και Στάλιν. Πρόκειται απ’ ότι βλέπουμε για μια τελείως πρωτόγνωρη περίπτωση ταξικής κυριαρχίας, αφού η νέα αυτή τάξη καθίσταται άρχουσα όχι εξαιτίας κάποιων νέων κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων αλλά χάρη στις αποφάσεις και τις ενέργειες των ηγετών της. Η ιδέα αυτή, που συναντάται επίσης και στον Μ.Τζίλας, είναι ενδεικτική τη αδυναμίας των εισηγητών της να υπερβούν το επίπεδο του αγοραίου εμπειρισμού, στα πλαίσια του οποίου η αυθαίρετη βούληση της ξεχωριστής προσωπικότητας φαντάζει ως δημιουργός των κοινωνικών θεσμών και σχέσεων.

  Σε τι όμως συνίσταται η ουσία της ταξικής κυριαρχίας της Νομενκλατούρας; Όπως ισχυρίζεται ο Μ.Βοσλένσκυ «Αντίθετα από την αστική τάξη, το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της Νομενκλατούρας δεν είναι η ατομική ιδιοκτησία …η Νομενκλατούρα δεν είναι η τάξη των κατεχόντων, αλλά η τάξη των διοικούντων. Διαχείριση και άσκηση της εξουσίας είναι οι δύο ουσιαστικές λειτουργίες της Νομενκλατούρας …Η Νομενκλατούρα ενσαρκώνει πριν απ’ όλα την πολιτική ηγεσία της κοινωνίας. Η διακυβέρνηση του οικονομικού τομέα έρχεται δεύτερη. Η πολιτική ηγεσία είναι το κύριο έργο της»33. Και για να μη μας μείνει καμία αμφιβολία περί αυτού ο Μ.Βοσλένσκυ ξανατονίζει ότι «Το πιο σημαντικό για τη Νομενκλατούρα δεν είναι η ιδιοκτησία, αλλά η εξουσία.»34 .

  Διαπιστώνουμε, λοιπόν, μια πρωτοτυπία στην αντίληψη του Μ.Βοσλένσκυ περί σοβιετικής άρχουσας τάξης .Η κομματική γραφειοκρατία είναι άρχουσα τάξη επειδή διοικεί πολιτικά την κοινωνία. Η πολιτική εξουσία είναι η υπέρτατη επιδίωξη, ο ύψιστος σκοπός της Νομενκλατούρας. Εξ αυτών συνεπάγεται ότι η ταξική κυριαρχία, κατά τον Μ.Βοσλένσκυ, ταυτίζεται με τη διοικητική δραστηριότητα, με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

   Για ποιο λόγο, όμως, οι άνθρωποι που απαρτίζουν τη Νομενκλατούρα επιθυμούν την εξουσία; Η απάντηση του Μ.Βοσλένσκυ είναι εξίσου πρωτότυπη: η επιθυμία της εξουσίας είναι αυτοσκοπός για τη Νομενκλατούρα. Ο ίδιος δηλώνει ότι τα μέλη της Νομενκλατούρας είναι φανατικοί εραστές της εξουσίας. Η άσκηση της εξουσίας είναι το μοναδικό πάθος, η ύψιστη απόλαυση στη ζωή των μελών της άρχουσας τάξης, «η απόλαυση των απολαύσεων», όπως ισχυρίζεται εμφατικά ο Μ.Βοσλένσκυ, χρησιμοποιώντας μιαν έκφραση του Μ.Τζίλας35. Συνεπώς, τα αίτια που οδηγούν στη συγκρότηση της νέας άρχουσας τάξης είναι κυρίως ψυχολογικά: η κατοχή της εξουσίας προσφέρει ψυχική ικανοποίηση στα μέλη της Νομενκλατούρας. Η πρωτοτυπία των ιδεών του Μ.Βοσλένσκυ έγκειται λοιπόν στην «ψυχολογική» ερμηνεία του φαινομένου της ταξικής κυριαρχίας. Αντί για τα οικονομικά -ιδιοκτησιακά συμφέροντα προτείνει να θεωρήσουμε ως απαρχή διαμόρφωσης των ταξικών σχέσεων τις συναισθηματικές ιδιομορφίες του ανθρώπινου ψυχισμού.

  Για να μην αδικήσουμε όμως τον Μ.Βοσλένσκυ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ίδιος δεν αγνοεί τελείως την εμπλοκή της άρχουσας τάξης, εν προκειμένω της Νομενκλατούρας, στις οικονομικές σχέσεις - στις σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν ανατρέπει την προαναφερθείσα άποψή του ούτε αντιφάσκει προς αυτή. Ο ίδιος πιστεύει ότι στην περίπτωση της Νομενκλατούρας δεν είναι η κατοχή της πολιτικής εξουσίας αυτή που υπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα και δραστηριότητες της άρχουσας τάξης αλλά ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. «Οι νομενκλατουρίστες είναι φανατικοί της εξουσίας, αλλά όχι της εκβιομηχανοποίησης ούτε καν του κέρδους. Γι’αυτό βλέπουν την οικονομία σαν ένα σημαντικό έργο μέσα στα πλαίσια της εδραίωσης και της μέγιστης επέκτασης της εξουσίας τους. Έτσι οι προσπάθειές τους συνίστανται στο να μη παράγουν παρά μόνο ότι τους είναι απαραίτητο για να επιτύχουν αυτό το σκοπό.»36. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης και μιμούμενος την μαρξική διατύπωση του βασικού οικονομικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ο Μ.Βοσλένσκυ επιχειρεί να διατυπώσει τον βασικό οικονομικό του υπαρκτού σοσιαλισμού: «ο βασικός οικονομικός νόμος του υπαρκτού σοσιαλισμού υποχρεώνει τη Νομενκλατούρα, κυρίαρχη τάξη, να εξασφαλίζει με οικονομικά μέτρα την ασφάλεια και την μέγιστη επέκταση της ίδιας της της εξουσίας.»37.

  Σύμφωνα, λοιπόν, με τις παραπάνω απόψεις του Μ.Βοσλένσκυ η ταξική φύση του σοβιετικού καθεστώτος διακρινόταν από το γεγονός ότι η πολιτική καθόριζε την οικονομία, οι σχέσεις ιδιοκτησίας πήγαζαν από τις σχέσεις εξουσίας. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μιαν αντεστραμμένη θεώρηση των κοινωνικών σχέσεων, όπου οι ουσιώδεις και καθοριστικές πλευρές της κοινωνικής ολότητας, οι σχέσεις ιδιοκτησίας, εκλαμβάνονται ως επουσιώδεις και καθοριζόμενες .Στην ιστορία όμως των ταξικά διαστρωματωμένων κοινωνιών την κύρια επιδίωξη της άρχουσας τάξης αποτελούσε η ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος μέσω της ιδιοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων ή τουλάχιστον των καθοριστικών παραγωγικών δυνάμεων. Η πολιτική εξουσία, το κράτος, αποτελούσε το μέσο, το εργαλείο διά του οποίου η άρχουσα τάξη υποχρέωνε την υπόλοιπη κοινωνία να δεχτεί τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας :«το κράτος - δηλώνει ο Φ.Ένγκελς - είναι γενικά μονάχα η έκφραση σε συμπυκνωμένη μορφή των οικονομικών αναγκών της τάξης που εξουσιάζει την παραγωγή …»38. Και ο Κ.Μαρξ συμπεραίνει ότι «…η πολιτική εξουσία είναι απότοκη της οικονομικής »39. Ο σκοπός, λοιπόν, της πολιτικής εξουσίας και η αποστολή του κράτους δεν βρίσκονται μέσα στην ίδια την πολιτική - κρατική εξουσία αλλά απορρέουν από το πλέγμα των ταξικών αντιθέσεων, οι οποίες εδράζονται στην υλική παραγωγή. Εκτός των πλαισίων του οικονομικού ανταγωνισμού και των αντιθέτων υλικών συμφερόντων μεταξύ της άρχουσας και της αρχόμενης κοινωνικής τάξης (τάξεων) η επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας στερείται νοήματος και σκοπιμότητας.

  Είναι, όμως, αναγκαίο να υπογραμμίσουμε ότι ο Μ.Βοσλένσκυ καταλήγει στην αντεστραμμένη θεώρηση της πολιτικής εξουσίας επειδή ακολουθεί με συνέπεια την αφετηριακή του παραδοχή, ότι δηλαδή η πολιτική - κομματική γραφειοκρατία στην ΕΣΣΔ αποτελεί μιαν άρχουσα τάξη. Εφόσον η ταξική κυριαρχία, η σπουδαιότερη μορφή κυριαρχίας, ταυτίζεται με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας τότε η σφαίρα της πολιτικής, των πολιτικών σχέσεων και δραστηριοτήτων, προβάλλει ως η πλέον καθοριστική πτυχή της κοινωνίας. Εάν η άσκηση της πολιτικής εξουσίας από μια κοινωνική ομάδα, από ένα κόμμα, είναι ικανή να μετατρέπει την ομάδα αυτή σε άρχουσα τάξη τότε θα πρέπει η πολιτική εξουσία αφ’ εαυτής να είναι η «άρχουσα», η καθοριστική σφαίρα της κοινωνίας40.

  Όπως αναφέραμε προηγουμένως ο Μ.Βοσλένσκυ δεν αρνείται την εμπλοκή της Νομενκλατούρας στην οικονομία και στις σχέσεις ιδιοκτησίας, έστω κι αν θεωρεί την εμπλοκή αυτή επικουρική ως προς την επιδίωξη κατοχής της πολιτικής εξουσίας. Κατ’ αυτόν, η κρατική διεύθυνση των επιχειρήσεων στην ΕΣΣΔ, από τη στιγμή που ο κρατικός μηχανισμός ανήκει στη Νομενκλατούρα, αποκαλύπτει το γεγονός πως η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα είναι ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής. Η ιδιοκτησία όμως αυτή δεν είναι ιδιωτική αλλά συλλογική. Η πρόσβαση σ’ αυτή την ιδιοκτησία κατοχυρώνεται από τη συμμετοχή στα πολιτικά αξιώματα της Νομενκλατούρας. Τα μερίδια σ’ αυτή την ιδιοκτησία, αναφέρει ο Μ.Βοσλένσκυ, «…ούτε αγοράζονται ούτε πωλούνται. Παραχωρούνται στην τάξη τη στιγμή της ενθρόνισής της και το μέγεθός τους εξαρτάται από τη θέση που κατέχει ο καθένας στην ιεραρχία. Η διαγραφή κάποιου από τη Νομενκλατούρα συνεπάγεται και την απώλεια αυτού του μεριδίου. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ένας νομενκλατουρίστας να εισπράξει άμεσα, χέρι με χέρι, το μερίδιο που του αναλογεί. Εισπράττει όμως τα ποσά και τα υλικά προνόμια που δικαιούται…»41 .

  Τι αποδεικνύει, λοιπόν, ο Μ.Βοσλένσκυ με τον παραπάνω ισχυρισμό του; Αποδεικνύει αυτό που επεσημάναμε και κατά την εξέταση άλλων συναφών θεωριών, ότι, δηλαδή, η κατοχή ενός αξιώματος, μιας συγκεκριμένης επαγγελματικής θέσης και όχι η ιδιοκτησία, είναι αυτό που δίνει στα μέλη της υποτιθέμενης άρχουσας τάξης (της Νομενκλατούρας) το δικαίωμα σε κάποιο μερίδιο του παραγόμενου προϊόντος, το οποίο δε μερίδιο αφορά, αποκλειστικά, καταναλωτικά αγαθά και όχι μέσα παραγωγής. Η πεμπτουσία όμως της ταξικής κυριαρχίας έγκειται στη διάρρηξη του δεσμού μεταξύ ιδιοκτησίας και εργασίας, στη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στα χέρια της άρχουσας τάξης και στην επιβολή της κοινωνικής εργασίας στα μέλη της αρχόμενης. Συνεπώς, η διαμεσολάβηση της σχέσης ατόμου-παραγόμενου προϊόντος απ’ την κατοχή και μόνο συγκεκριμένης επαγγελματικής θέσης είναι δηλωτική της απουσίας κάποιας ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής στο άτομο αυτό.

   Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα επιχειρήματα που επιστρατεύει ο Μ.Βοσλένσκυ για να τεκμηριώσει την άποψή του αποκαλύπτουν το εξαιρετικά επισφαλές θεωρητικό υπόστρωμα των συλλογισμών του. Όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, το γεγονός ότι η Νομενκλατούρα είναι κάτοχος των μέσων παραγωγής αποδεικνύεται από το ότι μόνο αυτή «… μπορεί να εξαλείψει το άλφα ή το βήτα μέσο παραγωγής κατά την απόλυτη κρίση της.»42. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα υποχωρούντα σοβιετικά στρατεύματα, κατόπιν διαταγής της Νομενκλατούρας, ανατίναξαν το φράγμα του υδροηλεκτρικού σταθμού στο Δνείπερο, όπως έπραξαν και με αρκετές βιομηχανικές επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, επίσης, μπροστά στη προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, με διαταγή των αρμόδιων κομματικών οργάνων, εσφάγησαν τα ποίμνια ορισμένων κολχόζ43.

  Δεν ήταν, λοιπόν, ο πόλεμος και η εξέλιξη των επιχειρήσεων τα αίτια που επέβαλαν την τακτική της καμένης γης, διότι περί αυτού γίνεται λόγος στα παραδείγματα του Μ.Βοσλένσκυ, αλλά η βούληση της Νομενκλατούρας, η οποία όποτε ήθελε κατέστρεφε τις παραγωγικές δυνάμεις. Προφανώς, στο πνεύμα των συλλογισμών του Μ.Βοσλένσκυ, θα έπρεπε οι εν λόγω διαταγές-αποφάσεις να λαμβάνονται συλλογικά, κατόπιν ίσως κάποιου παλλαϊκού δημοψηφίσματος, ώστε να συμπεράνουμε ότι οι καταστρεφόμενες παραγωγικές δυνάμεις δεν ανήκαν στη Νομενκλατούρα αλλά σε όλο το λαό!

   Η ίδια νοηματική αυθαιρεσία χαρακτηρίζει και τις αναφορές του Μ.Βοσλένσκυ στο υπερπροϊόν που υποτίθεται ότι ιδιοποιείται η Νομενκλατούρα. Κατ’ αυτόν, η άρχουσα τάξη της ΕΣΣΔ ιδιοποιείται την υπεραξία. Μάλιστα «η συλλογική υπεξαίρεση ακολουθείται από την ατομική ιδιοποίηση.»44. Το εκπληκτικό όμως είναι ότι «Η Νομενκλατούρα δεν έχει ανάγκη να πουλήσει την παραγωγή για να εξασφαλίσει την υπεραξία …Αφού το σύνολο της παραγωγής έχει παραδοθεί στο Κράτος, δηλαδή στη Νομενκλατούρα, η υπεραξία βρίσκεται φυσικά στα χέρια της, κι ακόμη περισσότερο στη μορφή που τη θέλει, στη μορφή που της επιτρέπει να την περιλάβει στα σχέδια της παραγωγής.»45.

  Τι είναι λοιπόν η υπεραξία που κατά τον Μ.Βοσλένσκυ ιδιοποιείται η Νομενκλατούρα; Είναι το παρηγμένο προϊόν στη φυσική του διάσταση, ως αξία χρήσης και όχι ως εμπόρευμα και, συνεπώς, η συγκεκριμένη υπεραξία δεν είναι καν αξία! Το ότι δεν πρόκειται, λοιπόν, περί υπεραξίας ενισχύεται κι από την παραδοχή του Μ.Βοσλένσκυ ότι η κοινωνική παραγωγή στην ΕΣΣΔ διαφέρει από την καπιταλιστική και ότι στη χώρα αυτή «ο βασικός νόμος της καπιταλιστικής κοινωνίας, το κυνήγι του μέγιστου κέρδους, δεν ισχύει.»46. Πρόκειται μάλλον για ένα πρωτόγνωρο κοινωνικό καθεστώς όπου η ιδιοποίηση της υπεραξίας δεν προϋποθέτει μια καθολική κυριαρχία των αξιακών σχέσεων, δηλαδή, την καπιταλιστική παραγωγή και κυκλοφορία. Έχουμε στην ουσία να κάνουμε με ένα συνονθύλευμα εννοιών που επινόησε ο Μ.Βοσλένσκυ, το οποίο δεν φωτίζει ούτε στο ελάχιστο την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ, ενώ παράλληλα καταδεικνύει την επιστημονική ανεπάρκεια και αναξιοπιστία του συγγραφέα.

   Ο τρόπος με τον οποίο ο Μ.Βοσλένσκυ ορίζει την έννοια «υπεραξία» ενισχύει ακόμη περισσότερο το παραπάνω συμπέρασμα. Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι η υπεραξία δημιουργείται όχι μόνο από την εργασία αλλά και από τις μηχανές και τις πρώτες ύλες και συνεπώς δεν έχει καμία σχέση με την εργασιακή θεωρία της αξίας47. Η άποψη βέβαια αυτή που αναγνωρίζει ως υποκείμενο της εργασίας και των σχέσεων παραγωγής, εκτός από τους ανθρώπους, τα πράγματα ούτε ορθή είναι ούτε πρωτότυπη, αφού ο πρώτος που εισηγήθηκε κάτι παρόμοιο ήταν ο Γάλλος οικονομολόγος J.B.Say με τη θεωρία των τριών παραγόντων της παραγωγής. Αποτελεί όμως η εν λόγω θεωρία μια de facto υπεράσπιση της κεφαλαιοκρατίας, διότι δικαιολογεί την ιδιοποίηση της υπεραξίας προς όφελος των ιδιοκτητών μέσων παραγωγής, τα οποία μέσα υποτίθεται ότι συμμετέχουν στην παραγωγή υπεραξίας.

   Κατόπιν, ο Μ.Βοσλένσκυ μας πληροφορεί ότι η υπεραξία είναι μια έννοια η οποία δεν αφορά μόνο την κεφαλαιοκρατία αλλά όλους τους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Διότι τόσο στη δουλοκτητική κοινωνία όσο στη φεουδαρχική και την καπιταλιστική χρησιμοποιούνται στην παραγωγή πρώτες ύλες, μέσα εργασίας και εργασιακή δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή υπεραξίας είναι διαχρονικό φαινόμενο, ότι υπήρχε και θα υπάρχει όσο υπάρχει η ανθρώπινη κοινωνία.

  Η συγκεκριμένη άποψη αγνοεί τελείως το γεγονός ότι η έννοια της υπεραξίας, στη μαρξική χρήση της, προϋποθέτει ένα διατεταγμένο και ιεραρχημένο σύνολο συναφών εννοιών, στα πλαίσια του οποίου αποκτά και η ίδια νοηματικό περιεχόμενο. Το εν λόγω σύνολο εννοιών συνιστά την ανάβαση από το αφηρημένο στο θεωρητικά συγκεκριμένο, η οποία επιχειρείται στο Κεφάλαιο του Κ.Μαρξ .Η διάσπαση αυτού του συνόλου και η αποσπασματική χρήση μεμονωμένων εννοιών οδηγεί σε μια χαώδη αντίληψη για τις ιστορικά καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις και συνάφειες που οι έννοιες αυτές αναπαριστούν. Ως εκτούτου, η κοινωνική ολότητα προβάλλει σαν ένα συνονθύλευμα φαινομένων, τα οποία θα μπορούσαν να υπάρξουν οποτεδήποτε και με τους οποιουσδήποτε συνδυασμούς. Αυτή η αυθαίρετη χρήση των επιστημονικών εννοιών αποτελεί, τελικά, στοιχείο της καθημερινής, εμπειρικής, προεπιστημονικής συνείδησης.

  Αποκορύφωμα της θεωρητικής αυθαιρεσίας του Μ.Βοσλένσκυ αποτελεί η προσπάθειά του να αποδείξει ότι και ο Κ.Μαρξ είχε τις ίδιες με αυτόν απόψεις αναφορικά με την υπεραξία. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του «Ο Μαρξ, βέβαια, αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι και με άλλες μεθόδους παραγωγής δημιουργείται υπεραξία… ότι δεν υπάρχει διαφορά αρχών σχετικά με την υπεραξία ανάμεσα στις κοινωνίες των σκλάβων, τη φεουδαρχική και την καπιταλιστική»48. Από πού, όμως, προκύπτει αυτό το συμπέρασμα; Μα από το Κεφάλαιο δηλώνει ο Μ. Βοσλένσκυ: ο Κ.Μαρξ «…στον πρώτο τόμο του βιβλίου του Κεφάλαιο, παρατηρεί με συντομία μεν, αλλά απροκάλυπτα: “Το κεφάλαιο δεν εφεύρε την υπερεργασία. Παντού όπου μια ομάδα της κοινωνίας κρατεί το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ο εργάτης, ελεύθερος ή όχι, αναγκάζεται να προσθέσει στον απαιτούμενο για τη συντήρησή του χρόνο εργασίας πρόσθετο χρόνο εργασίας, που προορίζεται να παράγει τα μέσα συντήρησης του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής”»49 .

  Κάθε νοήμων άνθρωπος θα παρατηρούσε ότι στο παραπάνω παράθεμα ο Κ.Μαρξ αναφέρεται στην υπερεργασία, χωρίς όμως να πει ούτε μια λέξη περί υπεραξίας. Για τον Κ.Μαρξ είναι σαφές ότι η υπερεργασία υπάρχει και σε άλλους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς εκτός της κεφαλαιοκρατίας. Όπως, επίσης, είναι ξεκάθαρο σε όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς τη μαρξιστική θεωρία ότι μόνο στην κεφαλαιοκρατία η υπερεργασία παράγει υπερπροϊόν το οποίο ταυτίζεται με την υπεραξία. Ο Μ.Βοσλένσκυ όμως φαίνεται να αγνοεί τα παραπάνω και γι’ αυτό δηλώνει απτόητος ότι «Το υπερ - προϊόν (η υπεραξία) δεν αποτελεί εφεύρεση του Μαρξ, αλλά ένα στοιχείο απαραίτητο σε κάθε αποδοτική υλική παραγωγή»50. Η ταύτιση αυτή υπερπροϊόντος και υπεραξίας και η προσπάθεια να παρουσιάσει τον Κ.Μαρξ ως εκφραστή παρόμοιας άποψης, ανεξαρτήτως του αν πηγάζει από κάποια σκοπιμότητα ή από την άγνοια του Μ.Βοσλένσκυ, αποτελεί μεγάλο θεωρητικό σφάλμα και χονδροειδή διαστρέβλωση των απόψεων του Κ.Μαρξ.

  Για την πληρέστερη παρουσίαση των απόψεων του Μ.Βοσλένσκυ δεν πρέπει να παραλείψουμε τον ορισμό με τον οποίο ο ίδιος περιγράφει τη φύση του σοβιετικού καθεστώτος. Το σοβιετικό καθεστώς είναι, κατ’ αυτόν, μια φεουδαρχική αντίδραση στην κεφαλαιοκρατία, ένας «φεουδαρχικός σοσιαλισμός» ή ακριβέστερα μια «κρατικομονοπωλιακή φεουδαρχία»51. Φρονούμε ότι δε χρειάζεται ιδιαίτερος σχολιασμός για να γίνει κατανοητό ότι ένα φεουδαρχικό καθεστώς στο οποίο κυριαρχεί η παραγωγή υπεραξίας είναι τόσο πραγματικό όσο κι ένας τραγέλαφος.

  Ας σημειώσουμε, εν κατακλείδι, ότι η Νομενκλατούρα του Μ.Βοσλένσκυ, παρά τα κολακευτικά λόγια του Μ.Τζίλας περί «θησαυρού της πολιτικής σκέψης», διακρίνεται από μια διαρκή ολίσθηση στην επιφάνεια των εμπειρικών δεδομένων και από την αυθαίρετη ερμηνεία τους, ενώ στερείται κάθε στοιχείου συστηματικής και εννοιολογικά συνεπούς πραγμάτευσης του θέματος. Θα λέγαμε, επίσης, ότι αποτελεί μιαν ακόμα ανεπιτυχή προσπάθεια να στοιχειοθετηθεί η αντίληψη περί νέου γραφειοκρατικού ταξικού σχηματισμού και περί γραφειοκρατίας - άρχουσας τάξης στην ΕΣΣΔ.

 

 

 

  Εξετάσαμε στο κεφάλαιο αυτό μερικές από τις πιο σημαντικές και πιο διαδεδομένες απόψεις αναφορικά με τη θεώρηση της σοβιετικής γρα-φειοκρατίας ως νέας άρχουσας - εκμεταλλεύτριας τάξης και του σοβιετικού καθεστώτος ως νέου εκμεταλλευτικού κοινωνικού σχηματισμού. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες θεωρίες που θα μπορούσαν να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία. Πρώτα απ’ όλα, είναι αυτές που συνδέουν το σοβιετικό καθεστώς με τον ασιατικό τρόπο παραγωγής και τις ανατολικές δεσποτείες. Οι εκπρόσωποι αυτών των θεωριών ισχυρίζονται ότι υπάρχουν ουσιαστικές ομοιότητες μεταξύ της γραφειοκρατικής ιεραρχίας στην ΕΣΣΔ και της ιεραρχικής εξουσίας των αρχαίων κρατών της ανατολής καθώς και μεταξύ της σοβιετικής κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και της κοινοτικής - κρατικής γαιοκτησίας στις ανατολικές δεσποτείες52. Συναφής με τις παραπάνω είναι η θεωρία του υπερκρατισμού (superetatism), η οποία ερμηνεύει το σοβιετικό καθεστώς ως μετεξέλιξη του ασιατικού τρόπου παραγωγής στην εποχή κυριαρχίας της βιομηχανικής παραγωγής53. Κατά μιαν άλλη άποψη, το σοβιετικό καθεστώς συνιστά ένα αδιέξοδο κοινωνικό σχηματισμό - μια παρέκκλιση της ιστορίας από τις θεμελιακές γραμμές της προοδευτικής ανάπτυξης, ανάλογη με την παρέκκλιση που συνιστά ο ασιατικός τρόπος παραγωγής54.

  Στοιχεία κοινωνικής καταπίεσης στη Σοβιετική Ένωση διακρίνουν οι εκπρόσωποι της θεωρίας του κρατικού σοσιαλισμού (Π.Βρανίτσκι, Ε.Μπιτσάκης), οι οποίοι αποδίδουν στη σοβιετική γραφειοκρατία ένα καθοριστικό ρόλο στον εκφυλισμό του σοβιετικού καθεστώτος. Ο Ε.Μπιτσάκης στο ερώτημα «τάξη ή στρώμα;» που θέτει ο ίδιος αναφερόμενος στη γραφειοκρατία των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δε δίνει συγκεκριμένη απάντηση, ενώ σχετικά με τη φύση αυτών των καθεστώτων κάνει λόγο περί ιστορικά ανέκδοτης ταξικής κοινωνίας55.

  Θα θέλαμε, επίσης, να αναφέρουμε και τη θεωρία του σοβιετικού τρόπου παραγωγής, την οποία εισηγήθηκε ο Ρ.Ι. Κοσολάποφ και κατόπιν επανέλαβε, με διαφορετικό όμως περιεχόμενο, ο Κ.Κάππος56. Ο τελευταίος διατυπώνει την άποψη ότι στη Σοβιετική Ένωση είχε εγκαθιδρυθεί ένας νέος κοινωνικός σχηματισμός με εκμεταλλευτικά και παράλληλα αντιιμπεριαλιστικά -αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.

                Ο κατάλογος των απόψεων που ταυτίζουν τη σοβιετική γραφειοκρατία με μιαν άρχουσα τάξη και το σοβιετικό καθεστώς με ένα νέο εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα θα μπορούσε, βέβαια, να συνεχιστεί. Θεωρούμε, ωστόσο, κάτι τέτοιο περιττό. Πιστεύουμε ότι εξετάζοντας τις απόψεις των Κ.Καστοριάδη, Μ.Τζίλας και Μ.Βοσλένσκυ διατυπώσαμε κριτικές παρατηρήσεις οι οποίες έχουν γενική ισχύ για όλες τις θεωρίες που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Γι’ αυτό δεν κρίνουμε σκόπιμη την εξέταση και άλλων παρόμοιων απόψεων. Φρονούμε ότι η πιο ουσιαστική κριτική όλων των θεωριών περί σοβιετικής γραφειοκρατίας που εξετάσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη παρουσίαση της δικής μας άποψης για τα αίτια και τη θέση του γραφειοκρατικού φαινομένου στο σοβιετικό καθεστώς, κάτι που θα επιχειρήσουμε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου.



1. Οι απόψεις του Κ.Καστοριάδη επί του θέματος αυτού παρουσιάζονται σε μια σειρά άρθρα, δημοσιευμένα ,κυρίως , στο περιοδικό Socialisme ou Barbarie. Το έντυπο αυτό  εξέδιδε ομόνυμη ομάδα, η οποία προήλθε από τις τάξεις της τροτσκιστικής 4ης Διεθνούς, ακολούθησε όμως κατόπιν  τη δική της ιδεολογικοπολιτική πορεία.

2. Καστοριάδης Κ., «Το  πρόβλημα της  ΕΣΣΔ και η δυνατότητα μιας  τρίτης  ιστορι-κής λύσης »,στο: Καστοριάδης Κ., Η γραφειοκρατική κοινωνία, τ.1, εκδ.ύψιλον / βιβλία, Αθήνα , 1985, σελ.89.

3. Ό.π. , σελ.91.

 

4.  Καστοριάδης Κ.,« Οι παραγωγικές σχέσεις στη Ρωσία », στο: ό.π., σελ .259.

5. Βλ.  Καστοριάδης Κ .,Η γραφειοκρατική  κοινωνία ,ό.π.,  σελ.89, 261, 262, 265

6. Καστοριάδης Κ., «Σοσιαλισμός  ή βαρβαρότητα », στο: ό.π., σελ. 160.

7. Ό.π.

8. Καστοριάδης Κ., «Παρουσίαση», στο: ό.π., σελ. 139, 138

9. Καστοριάδης Κ., «Για το καθεστώς της ΕΣΣΔ και ενάντια στην υπεράσπισή του»,  στο: ό.π., σελ 69.

10. Καστοριάδης Κ., «Το πρόβλημα της  ΕΣΣΔ και η  δυνατότητα  μιας τρίτης  ιστορικής λύσης », στο: ό.π., σελ.89.

11. Βλ.Καστοριάδης Κ.,  «Σχετικά με το ζήτημα της ΕΣΣΔ και του παγκόσμιου στα-   λινισμού», στο: ό.π., σελ.99  και ,επίσης,   Καστοριάδης Κ.,  «Οι παραγωγικές  σχέσεις στη Ρωσία», στο: ό.π., σελ. 287.

12. Ό.π. , σελ.261. Βλ. επίσης και σελ.179, 287.

 

13.  Καστοριάδης Κ., «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», στο: ό.π., σελ. 160.

14.  Ό.π., σελ. 159, 161.

15.Καστοριάδης Κ., «Για το καθεστώς της ΕΣΣΔ και ενάντια στην υπεράσπισή του»,  στο: ό.π., σελ. 70

16.Βλ. Καστοριάδης Κ., Η γραφειοκρατική κοινωνία, τ.1, ό.π., σελ.146, 244.   Βλ., επίσης, Καστοριάδης Κ., Η γραφειοκρατική κοινωνία,τ.2, Η επανάσταση κατά της γραφειοκρατίας , ύψιλον / βιβλία, Αθήνα, 1985, σελ.180-181.

 

17. Djilas Milovan , The New Class , Praeger, New York, 1962, σελ.59.

18. Ό.π. , σελ. 60.

19. Ό.π., σελ.61.

20. Ο Κλοντ Λεφόρ, που σε ορισμένες περιόδους υπήρξε ομοϊδεάτης και συνεργάτης   του  Κ.Καστοριάδη, διατυπώνει επί του συγκεκριμένου ζητήματος παρόμοια με του   Μ.Τζίλας άποψη:  «Η γραφειοκρατία δεν είναι τάξη όσο δεν είναι άρχουσα τάξη …».    Λεφόρ Κ., Τι είναι η  γραφειοκρατία, εκδοτική  ομάδα, Θεσσαλονίκη, σελ.41.

21. Βλ. Djilas Milovan, The New Class, ό.π., σελ. 38, 39, 40, 48.

22. Ό.π.,σελ.41.

23. Μίχελς Ρ., Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία,  εκδ. Γνώση, Αθήνα , 1997, σελ. 504.

24.  Djilas Milovan, ό.π., σελ.35

25. Ό.π. , σελ.46, 66.

26. Βλ. ό.π.,σελ.39-40.

27. Ό.π. ,σελ.39.

28. Ό.π., σελ.44.

 

29. Восленский М., Номенклатура, М., Советская Россия – М.П. Октябрь,  1991, с.8,7.  (Βοσλένσκυ Μ., Η  Νομενκλατούρα , Μόσχα , 1991 , σελ.8 , 7.)

30. Ό.π. , σελ.149

31. Την ίδια, ουσιαστικά ,  άποψη επαναλαμβάνει και ο Κ.Κάππος  στο έργο του    Κριτική του  σοβιετικού σχηματισμού, χωρίς όμως να κάνει καμία παραπομπή στους   «προλαλήσαντες»  Μ.Τζίλας και Μ.Βοσλένσκυ: «…το κόμμα σχημάτιζε την   “κορυφή”, που αποτελούσε συγχώνευση του πολιτικού, του  διοικητικού και του   οικονομικού μηχανισμού διεύθυνσης». «Αυτή η κορυφή που σχημάτιζε το κόμμα    ήταν εν δυνάμει τάξη στην διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Στην πορεία και   ύστερα από  πολύχρονη διαπάλη διαμορφώθηκε σε τάξη που μπορούμε να την   ονομάσουμε διευθύνουσα ». Κάππος Κ., Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού, εκδ.    Αλφειός, Αθήνα, 2000, σελ.60, 61.

32. Βοσλένσκυ Μιχαήλ, Η Νομενκλατούρα. Οι  προνομιούχοι της Σοβιετικής Ένωσης, εκδ. «Νεοεκδοτική»ΕΠΕ, Αθήνα , 1981, σελ 53.

33. Ό.π. , σελ.72.

34.  Ό.π., σελ.73.

35. Να πως περιγράφει ο Μ .Βοσλένσκυ  ένα τυπικό  εκπρόσωπο της κυρίαρχης τάξης, της Νομενκλατούρας: «Νάτος ! καθεται στο γραφείο του, φορά κοστούμι,  καλό μεν, αλλά όχι πολύ μοντέρνο …Όλα μέσα στα πλαίσια του “ημιμοντέρνου  γραφειοκρατισμού” ….Να τι είναι εκείνο που τον μαγεύει. Να δίνει διαταγές ….Έχει  μανία με τη εξουσία. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι αδιάφορος για τα υπόλοιπα. Από τη  φύση του δεν είναι καθόλου ασκητικός. Του αρέσει το ποτό …Τρώει με όρεξη  …Έχει τα χόμπυ, που είναι κάθε φορά της μόδας στον κύκλο του …Αλλά η χαρά  της ζωής του, το μοναδικό του πάθος, είναι να κάθεται στο γραφείο του, με το  κυβερνητικό τηλέφωνο (Vertouchka) στο χέρι και να σχεδιάζει τις αποφάσεις της  Κεντρικής Επιτροπής, που θα αποβούν οι αυριανοί νόμοι….Για ν’ απολαύσει αυτή  την ύψιστη ικανοποίηση, θάταν έτοιμος να τα αποχωριστεί όλα τα άλλα: Τα   φιλανδικά έπιπλα, όπως και το κονιάκ της Αρμενίας …Μόνον  ένα πράγμα  δεν   χορταίνει κανείς ποτέ: Την εξουσία. Ο Τζίλας, ο οποίος είχε και ο ίδιος γνωρίσει  πολύ καλά αυτούς τους κύκλους, ονόμασε την εξουσία “η απόλαυση των απολαύσεων”». Ό.π. , σελ. 74.

36. Ό.π. , σελ.117.

37. Ό.π.

38. Ένγκελς Φ.,Ο Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα ,1995,  σελ. 55-56.

39. Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ.,Έργα, τ.9 , 2-η ρωσ. έκδοση, σελ.72.

40. Η σύγχυση της άσκησης πολιτικής εξουσίας  και διευθυντικού έργου, γενικά,  με     την ταξική  κυριαρχία  χαρακτηρίζει και τις απόψεις του Κ.Κάππου αναφορικά με τη      σοβιετική γραφειοκρατία. Ο ίδιος θεωρεί ότι η κομματική γραφειοκρατία στην       ΕΣΣΔ ή, ορθότερα, τα ανώτερα κλιμάκιά της αποτελούσαν μιαν άρχουσα, διευθύνουσα όπως την ονομάζει, τάξη. Κριτήρια δε προσδιορισμού της ταξικής θέσης θεωρεί την  ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, το διευθυντικό ή εκτελεστικό ρόλο  στην παραγωγή και το αν  το  ύψος της αμοιβής προέρχεται από πώληση της εργατικής δύναμης ή  από τα κέρδη. Βλ. Κάππος Κ.,ό.π., σελ.62. Την ίδια στιγμή ο Κ.Κάππος παραδέχεται ότι δεν   ήταν η  ιδιοκτησία αλλά  η επαγγελματική σταδιοδρομία και ο χαρακτήρας της  εργασίας αυτά που καθόριζαν  το σχηματισμό της υποτιθέμενης διευθύνουσας τάξης: «Για  να ενταχθεί ένα άτομο στη διευθύνουσα τάξη έπρεπε να έχει αναρριχηθεί και να  φτάσει σε  ένα επίπεδο της ιεραρχίας , εκεί όπου παιρνόταν οι αποφάσεις .Αυτά τα άτομα στην  πλειονότητά τους προέρχονταν από τη διανόηση .Σε κάθε περίπτωση όμως ο χαρακτήρας της εργασίας (αν είναι πνευματική ή χειρωνακτική) έπαιζε   πρωτεύοντα ρόλο για την ένταξη του συγκεκριμένου ατόμου στη διευθύνουσα  τάξη.» Ό.π., σελ.89.  Στην πραγματικότητα, το κριτήριο βάσει του οποίου ο Κ.Κάππος διακρίνει στη σοβιετική κοινωνία μια  διευθυντική και μιαν εκτελεστική τάξη  δεν είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας,  η αντίθεση μεταξύ ιδιοκτησίας και εργασίας, αλλά οι διαφορές στο εσωτερικό της εργασίας, ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας. Ο  Κ.Κάππος, χωρίς  μάλλον ο ίδιος να το  αντιλαμβάνεται, ταυτίζει τις αντιθέσεις  μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών  εργαζομένων (μεταξύ διευθυντών και εκτελεστών) που πηγάζουν από τον υποδουλωτικό  καταμερισμό  της εργασίας με τις ταξικές αντιθέσεις μεταξύ μιας  άρχουσας – εκμεταλλεύτριας  και μιας  υφιστάμενης την εκμετάλλευση τάξης.

41.  Βοσλένσκυ Μιχαήλ , ό.π.,  σελ.107

42.  Ό.π., σελ.108.

43. Βλ.ό.π. 

44. Ό.π. , σελ .113

45. Ό.π., σελ 146

46. Ό.π., σελ.116

47. Βλ. ό.π. , σελ 110.

 

48.  Ό.π., σελ.111

49. Ό.π.

50. Ό.π.

51. Восленский М. , Номенклатура , М., Советская РоссияМ.П. Октябрь, 1991, с. 592 (Βοσλένσκυ Μ. , Η  Νομενκλατούρα , Μόσχα , 1991 , σελ.592)

52.Μια κριτική εξέταση των απόψεων που συσχετίζουν το σοσιαλισμό με τον ασιατικό  τρόπο παραγωγής ( κυρίως των απόψεων του Κ.Βιτφόγκελ, Βλ. K. Wittfogel, Le despotisme oriental ,Editions de Minuit, Paris 1977 ) επιχειρεί ο Γ.Ρούσης στην   εργασία του Ασιατικός τρόπος παραγωγής και σοσιαλισμός .Παρά το γεγονός ότι δε συμφωνούμε με την αποδοχή από το συγγραφέα της ιστορικής ύπαρξης του ασιατικού τρόπου παραγωγής θεωρούμε  την εν λόγω εργασία   μιαν αξιόλογη μελέτη του θέματος.

53. Βλ. Тарасов А. Суперетатизм и социализмСвободная мысль , № 12, 1996 с. 87-88 (Ταράσοφ Α., «Υπερκρατισμός και σοσιαλισμός», Σβομπόντναγια μύσλ ,12, 1996, σελ. 87-88)

54. Βλ.Ζίμιν Α., «Το πρόβλημα της ιστορικής τοποθέτησης του κοινωνικού συστήματος της Σοβιετικής Ένωσης», στο: Αντιπολιτευτικές τάσεις στη Σοβιετική Ένωση, εκδ.Οδυσσέας, Αθήνα, 1978.

55. Βλ. Βρανίτσκι Π., «Κρατικός σοσιαλισμός ή  αυτοδιαχείριση;», στο: Ο σοσιαλισμός  στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα, εκδ.Κάλβος,  Αθήνα, 1989, σελ. 354 - 361  και Μπιτσάκης Ε.,Ένα φάντασμα πλανιέται, εκδ.Στάχυ, Αθήνα, 1992, σελ. 54, 98,  103-107, 195.Τον όρο «κρατικός σοσιαλισμός» χρησιμοποιεί αναφερόμενος στο   σοβιετικό καθεστώς  και ο Π.Τερλεξής .Βλ. Τερλεξής Π., Διευθυντικές ολιγαρχίες. Γραφειοκρατία, κράτος, κοινωνική οργάνωση,εκδ.Παπαζήση, Αθήνα , 1996, σελ.555.  

56. Βλ.Косолапов Р.И., «Советский  способ производства»: гипотеза  или  реальность ?– Вестник МГУ , Серия 12 , Теория научного  коммунизма , № 1, 1990, с.42-52 (Κοσολάποφ Ρ.Ι., «“Ο σοβιετικός τρόπος παραγωγής”: υπόθεση ή πραγματικότητα;», Βέστνικ Μ.Γκ.Ου., Θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού, 1, 1990, σελ.42-52) και Κάππος Κ., Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού, εκδ.Αλφειός, Αθήνα,  2000.