ΔΗΜΗΤΡΗΣ Σ. ΠΑΤΕΛΗΣ

Ζητήματα μεθοδολογίας της ανάπτυξης του μαρξισμού.

Η συμβολή του Ένγκελς.

(συνοπτικές επισημάνσεις)

Ο μαρξισμός είναι ένα ανοικτό και αναπτυσσόμενο σύστημα φιλοσοφικών, οικονο­μικών και κοοινωνικο-πολιτικών αντιλήψεων, βασικό περιεχόμενο του οποίου είναι η θε­ωρητική θεμελίωση της μετάβασης της κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλι­σμό. Ιδρυτές του μαρξισμού είναι οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Εμφανίσθηκε στο στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας κατά το οποίο ωρίμασαν ταυτόχρονα και οι ιστο­ρικοί όροι της κατάργησης της, που αποτελούν και τις ιστορικές προϋποθέσεις μετάβα­σης στην πλέον ανεπτυγμένη κοινωνία (αποφασιστικός ρόλος της μηχανοποιημένης πα­ραγωγής, έναρξη της παραγωγής μηχανών από μηχανές, δυνατότητα διασφάλισης μιας σταθερής αφθονίας υλικών αγαθών, καθοριζόμενος από την υφή των παρηγμένων πλέ­ον μέσων εργασίας κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας - κοινωνικοποίηση της παρα­γωγής, και κυρίως: η διαμόρφωση της αντίστοιχης με τα παραπάνω διαπαιδαγωγημένης και συλλογικά συγκροτημένης εργατικής τάξης). Ο μαρξισμός συνιστά την επιστημονι­κή ιδεολογία της εργατικής τάξηςς, του υποκειμένου της παγκόσμιας επαναστατικής δια­δικασίας μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στο σοσιαλισμό.

Ιστορικά ανέκυψε μέσα από μια περίπλοκη και αντιφατική δημιουργική διαδικασία κριτικής - επιστημονικής εμβάθυνσης της διερεύνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι (της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της πολιτικής της «κοινωνίας των ιδιωτών», των σχέσεων παραγωγής κλπ.), παράλληλα με την κριτική αφομοίωση και τη διαλεκτική άρση των ανώτερων κατακτήσεων του προμαρξικού στοχασμού, που αποτέλεσαν και τις «πηγές» (Λένιν) του μαρξισμού: της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της ιδεοκρατικής διαλεκτικής (βλ. Καντ, Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ και Φόυερμπαχ),της κλασικής αστι­κής πολιτικής οικονομίας (φυσιοκράτες, Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά.) και των ουτοπιστι­κών σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών ιδεών (C. Η. Saint-Simon, F. Μ. Ch. Fourier, R. Owen, E. Cabet, Th. Dezamy κ.ά.). Η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη του μαρξι­σμού συνδέεται οργανικά με τη συνειδητή υιοθέτηση της ταξικής σκοπιάς του προλετα­ριάτου, χωρίς ωστόσο να ανάγεται σε αυτήν.

Από την εμφάνιση του ο μαρξισμός επικέντρωσε την προσοχή του κατ' εξοχήν στην έρευνα τριών εσωτερικά αλληλένδετων, πλην όμως σχετικά αυτοτελών γνωστικών αντι­κειμένων: 1) της ανθρώπινης κοινωνίας και της ιστορίας της 2) των σχέσεων παραγω­γής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού και 3) των προϋποθέ­σεων της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας. Φυσικά οι ιδρυτές του μαρξισμού δεν πε­ριορίσθηκαν αποκλειστικά στα παραπάνω αντικείμενα (βλ. τα εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέ­ροντα τους, τη φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση της ιστορίας, των φυσικών επιστη­μών και των μαθηματικών, τη θρησκειολογία κ.ά.). Ωστόσο βάσει αυτών των γνωστικών αντικειμένων, που αποτέλεσαν τον πυρήνα του έργου τους, συγκροτούνται τρία αλλη­λένδετα ερευνητικά πεδία-επιστήμεες. 1) Ο ιστορικός υλισμός (βλ. υλιστική αντίληψη της ιστορίας), 2) η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας και 3) ο επιστημονικός σοσια­λισμός (κομμουνισμός). Το καθένα από τα παραπάνω γνωστικά αντικείμενα συνιστά ένα οργανικό όλο (που χαρακτηρίζεται από την εσωτερική αμοιβαία συνάφεια και αλληλε­πίδραση των πλευρών του), το οποίο βρίσκεται στα μέσα του 19ου αιώνα σε ορισμένα στάδια της ανάπτυξης του, παρέχοντας αντίστοιχες δυνατότητες ιστορικής και λογικής διερεύνησης του και ορίζοντας τελικά το στάδιο θεωρητικής αντίληψης του, το επίπεδο ανάπτυξης της επιστημονικής διερεύνησης του.

Κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860 η κεφαλαιοκρατία βρίσκεται ήδη στο στάδιο της ωριμότητας της (Αγγλία), ενώ η αστική πολιτική οικονομία είχε ήδη εν πολλοίς ολο­κληρώσει την ανάβαση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο. Τα παραπά­νω επέτρεψαν στον Μαρξ, βάσει της θεωρίας της υπεραξίας (της δεύτερης επιστημονικής ανακάλυψης του Μαρξ) να συγκροτήσει, με την μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, τη νοητή αναπαράσταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου εκμετάλλευ­σης ανθρώπου από άνθρωπο, αίροντας την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο στάδιο της ωριμότητας της, καθιστώντας την την πλέον ανεπτυγμένη από την άπο­ψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας επιστήμη του μαρξισμού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης της στους τομείς της οικονομικής ιστορίας, της σύγχρονης βαθμίδας της κεφαλαιοκρατίας, του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος κλπ. (Ο Μαρξ δεν ολοκλήρωσε ούτε το 1/6 του αρχικού οικονομικού ερευνητικού του προγράμματος το οποίο βέβαια τροποποίησε μετά τον Ιο τόμο του «Κεφαλαίου»).

Όσον αφορά την ανθρώπινη κοινωνία, η κεφαλαιοκρατία συνιστά την τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσης της, της «προϊστορίας» της, κατά τον Μαρξ, ενώ η κλασική αστική κοινωνική φιλοσοφία έχει ήδη επιχειρήσει τη συστηματική εξέταση της κοινωνίας στη βάση της ιδεοκρατικά υποστασιοποιημένης αφηρημένης πνευματικής δραστηριότη­τας και του Κράτους ως ενσάρκωσης της «γενολογικής ουσίας του ανθρώπου» (Χέγκελ), δηλαδή, από μεθοδολογικής πλευράς, η προμαρξική κοινωνική θεωρία βρίσκεται σε κα­τώτερη βαθμίδα της διαμόρφωσης της, από αυτή της σύγχρονης της αστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτή η γνωσιοθεωρητική συγκυρία επέτρεψε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγκρότηση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας (πρώτη επιστημονική ανακάλυψη του Μαρξ με τη γόνιμη συμβολή του Ένγκελς), αρχικά ως υπόθεσης («Γερμανική Ιδεολογία») και στη συνέχεια ως αποδεδειγμένης θεωρίας («Κεφάλαιο»). Βασικά στοιχεία αυτής της θεωρίας είναι η υλιστική διαμεσολαβημένη «αναγωγή» όλων των σφαιρών της κοινωνι­κής ζωής στην οικονομία (βλ. κοινωνικό είναι - κοινωνική συνείδηση, «βάση και εποικο­δόμημα» κλπ.) και η αντίστοιχη αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας: ανάγκες - παρα­γωγικές δυνάμεις - σχέσεις παραγωωγής - διανομής - ανταλλαγής - κατανάλωσης - μορφές κοινωνικής συνείδησης (ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία) - εποι­κοδόμημα. Βάσει αυτής της αντίληψης για τη δομή της κοινωνίας συγκροτείται η θεωρία των «κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών» και η αντίστοιχη περιοδολόγηση της ιστο­ρίας κατά σχηματισμούς (πρωτόγονος, κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός, κομμουνιστικός), η οποία συνυπάρχει με την τριαδική περιοδολόγηση (προταξικές - ταξικές - αταξική κοινωνία). Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας συνιστά τη μέγιστη δυνατή θεωρητική αφομοίωση της κοινωνίας όσο αυτή βρίσκεται στην τελευταία φάση της διαμόρφωσης της. Από μεθοδολογικής πλευράς, ολοκληρώνει το στά­διο της διαμόρφωσης της κοινωνικής θεωρίας (φιλοσοφίας) και ταυτόχρονα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ώριμη κοινωνική θεωρία (για τη συγκρότηση της με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εξα­ντλούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης επιμέρους ζητημάτων του ιστορικού υλισμού στα πλαίσια που έθεσαν οι ιδρυτές του. Ο ιστορικός υλισμός ανέκυψε και ανα­πτύχθηκε ως θεωρία στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας και τα επιστημονικά κεκτημένα του ισχύουν και θα ισχύουν, όσο βασικό περιεχόμενο της εποχής μας παραμένει η επα­ναστατική μετάβαση από την κεφαλλαιοκρατία στο σοσιαλισμό η οποία αρχικά προβάλ­λει ως εναλλαγή σχηματισμών, ως άρνηση της κεφαλαιοκρατίας απ' το σοσιαλισμό. Η περαιτέρω ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας συνδέεται: 1) με την απόπει­ρα θεωρητικής γενίκευσης των νέων δεδομένων των ιστορικών επιστημών της εποχής η οποία οδηγεί μεν στην επισήμανση των προϋποθέσεων της κοινωνίας και της αφετηρια­κής σχέσης της κοινωνίας χωρίς ωστόσο η τελευταία να διακρίνεται ρητά από την ουσία της κοινωνίας [στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω κατά την εξέταση του έργου «Η καταγωγή της οικογένειας...» του Ένγκελς] 2) με την εμβάθυνση των σχετικών με το «Κεφάλαιο» ερευνών του Μαρξ, οι οποίες τον οδήγησαν στη συνειδητοποίηση: α) του γε­γονότος ότι ο κομμουνισμός είναι το προϊόν ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας, η «άρση» προταξικής και ταξικής κοινωνίας (η «καθαυτό ανθρώπινη κοινωνία» που ξε­περνά την «προϊστορία» της ανθρωπότητας) και 3) της αναγκαιότητας—αντίστροφης προς αυτή της «αναγωγής»— «εξαγωγής» (συναγωγής) από την οικονομική ζωή της κοι­νωνίας των υπολοίπων σφαιρών και επιπέδων της κοινωνίας. Ωστόσο η υλιστική αντί­ληψη της ιστορίας φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της θεωρητικής αντίληψης για την κεφαλαιοκρατική κοινωνία και της συγκριτικής αντιπαραβολής (προεκβολής) της με (προς) την προγενέστερη αλλά και μελλοντική ιστορία.

Η πλέον δυσμενής γνωσιοθεωρητική συγκυρία χαρακτηρίζει τον επιστημονικό σο­σιαλισμό, δεδομένης της απουσίας εμπειρικά υπαρκτού γνωστικού αντικειμένου και του εικοτολογικού-ουτοπιστικού χαρακτήρα των σχετικών προμαρξικών και σύγχρονων του Μαρξ αντιλήψεων. Οι σχετικές θεωρητικές θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς συνιστούν πρωτοφανή και ιδιοφυή επιστημονική πρόβλεψη τεράστιας θεωρητικής και πρακτικής (επαναστατικής) σημασίας, μέσω της διερεύνησης των σχετικών τάσεων, νομοτελειών, αντιφάσεων και των «εμβρύων» της νέας (ώριμης, αταξικής) κοινωνίας στα πλαίσια της παλιάς, δηλαδή αποκλειστικά στη βάση των ιστορικών προϋποθέσεων της νέας κοινω­νίας. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο επιστημονικός σοσιαλισμός από την άποψη της θεω­ρητικής θεμελίωσης των νικηφόρων επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης (βλ. κοινωνική επανάσταση, επαναστατική κατάσταση, δικτατορία του προλεταριάτου).

Η μετά τους ιδρυτές του μαρξισμού πορεία αυτής της παράδοσης, συνδέεται εν πολ­λοίς με ποικίλες ερμηνείες διαφόρων επιγόνων δογματικού και αναθεωρητικού χαρα­κτήρα αλλά και με επιδράσεις διαφόρων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας (βλ. οικονο­μικός ντετερμινισμός, ηθικός σοσσιαλισμός, αυστρομαρξισμός, Κάουτσκι κλπ.). Εξαιρε­τικά γόνιμη, δημιουργική και θεμελιώδους θεωρητικής και πρακτικής σημασίας είναι η επαναστατική - κριτική προσέγγιση του μαρξισμού από τον Β.Ι. Λένιν, ο οποίος αντι­λαμβάνεται ότι η ανάπτυξη του μαρξισμού στις νέες ιστορικές συνθήκες είναι ο μοναδι­κός τρόπος ύπαρξης αυτού του συστήματος (βλ. ιμπεριαλισμός, διαλεκτική κλπ.). Η επί­σημη σοβιετική ιδεολογία, αλλά και σημαντικό μέρος της αριστεράς μέχρι σήμερα, υπό τον όρο «μαρξισμός-λενινισμός» εννοούσε ένα άμορφο, εσωτερικά μη διαφοροποιημένο και ιστορικά απροσδιόριστο συνοθύλευμα εργαλειακά χρησιμοποιουμένων θέσεων και «τσιτάτων» των κλασσικών, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν το επίπεδο θεωρητικής ανάπτυξης, το μεθοδολο­γικό βάθος, την ιδιοτυπία και τις διαφορές προσέγγισης θεωρητικών και πρακτικών ζη­τημάτων στον καθένα από τους κλασικούς του μαρξισμού, καθώς και την ιδιομορφία των ζητημάτων που διευθετούσε ο καθένας τους σε διάφορα στάδια ιστορικής ανάπτυ­ξης του μαρξισμού. Αυτή η εργαλειακή-απολογητική χρήση του μαρξισμού συνοδευόταν από μια δογματική εξωϊστορική και αφηρημένη (εν πολλοίς θεοκρατικού τύπου) αντίλη­ψη για τους «κλασικούς» οι οποίοι προέβαλλαν ως «τριάς ομοούσιος και αχώριστος» (αργότερα ως «τετράς», «πεντάς» με εναλλασσόμενες εκδοχές αναφορικά με το πρόσω­πο «ενσάρκωση» της 4ης κλπ. υπόστασης...) χωρίς καν να εξετάζονται οι διαφορές τους. Από την άλλη πλευρά οι συνδεόμενες με τα ρεύματα του λεγόμενου «δυτικού μαρξι­σμού» (βλ. νεομαρξισμός) απόπειρες αντιπαράθεσης των κλασικών (στους οποίους οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνεται και ο Λένιν) ανάγουν ουσιαστικά τον λενινισμό σε μια από τις πολλές (ιστορικά και γεωγραφικά περιορισμένες) ερμηνείες του μαρξισμού, γε­γονός που οδηγεί ουσιαστικά στην απόσπαση της θεωρίας από την επαναστατική πολι­τική πρακτική, στον εκφυλισμό του μαρξισμού σε ακαδημαϊκή, «καθηγητική» (Μαρξ), και «νόμιμη» και ανώδυνη για τις εκμεταλλεύτριες τάξεις ενασχόληση. Η σοβιετική φιλο­σοφική παράδοση, πέρα από τα κυρίαρχα δογματικά και απολογητικά ιδεολογήματα — και συχνά σε αντιπαράθεση με αυτά— προώθησε σημαντικές πλευρές της θεωρίας του μαρξισμού και ιδιαίτερα της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας του (βλ. Ε.Β. Ιλιένκοφ, Β.Α. Βαζιούλιν κ.ά.). Μέσω αυτών των επεξεργασιών μπορούμε να εξετάσουμε τον μαρξισμό ως συγκεκριμένη ιστορική ολότητα, να διερευνήσουμε τις νομοτέλειες που διέπουν την ανάπτυξη του (συνολικά και στα προαναφερθέντα πεδία-επιστήμες) και βά­σει αυτών των νομοτελειών (σε συνδυασμό με τις ανάγκες του επαναστατικού κινήματος της εποχής) να χαράξουμε τη στρατηγική και την τακτική των αναγκαίων για την ανάπτύξη της θεωρίας και της πρακτικής ερευνών. Προϋπόθεση για τη συναγωγή της νομο­τέλειας που διέπει την ανάπτυξη του μαρξισμού είναι και η εξέταση της συμβολής του Φ. Ένγκελς.

Η συμβολή του Ένγκελς στη συγκρότηση αυτού του μοναδικού στην ιστορία του πο­λιτισμού εγγχειρήματος επαναστατικοποίησης της θεωρίας και της πρακτικής είναι απο­φασιστικού χαρακτήρα. Τα περιθώρια της παρούσας παρέμβασης δεν μας επιτρέπουν μια συστηματική εξέταση αυτής της συμβολής στην οργανική ενότητα της με τις μαρξικές έρευνες αλλά και με τη διαφοροποίηση της σε ορισμένα μεθοδολογικά ζητήματα από αυ­τές (π.χ. στην αντίληψη του Ένγκελς περί «ιστορικού και λογικού»). Εδώ θα περιορι­στούμε σε δύο βασικά επισημάνσεις:

1. Εκ των ων ουκ άνευ μεθοδολογικό θεμέλιο για την περαιτέρω ανάπτυξη της κοι­νωνικής θεωρρίας του μαρξισμού είναι η εξέταση της νόησης (και του κατηγοριακού «μη­χανισμού» της) ως φυσικο-ιστορικής διαδικασίας. Οι λογικές (φιλοσοφικές, οικονομι­κές, κοινωνικές) κατηγορίες μέσω των οποίων αρθρώνεται η νόηση κατά τη γνωστική διαδικασία ανακύπτουν (διαμορφώνονται και αναπτύσσονται) μέσα στην ιστορία του πολιτισμού, ως καθολικές μορφές θεωρητικής και πρακτικής αφομοίωσης της πραγμα­τικότητας. Αυτή τη νομοτελειακή-φυσικοϊστορική διαδικασία ανάπτυξης της νόησης ανιχνεύει κλασικά ο Ένγκελς: α) μέσα από την ιστορία της φιλοσοφίας και ταυτόχρονα: β) μέσα από τη διαλεκτική που διέπει την ανάπτυξη των φυσικών και μαθηματικών επι­στημών (βλ. σχετικά: «Διαλεκτική της Φύσης», «Αντι-Ντύρινγκ», «Ο Λ. Φόιερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας» κ.α.). Αυτές οι ιδιοφυείς έρευνες του Ένγκελς (που αποτέλεσαν τροφή για επιθέσεις εναντίον του από τις θέσεις ενός υπαρξι­στικού, πραξεολογικού κλπ. υποκειμενισμού, αλλά και για αντίθετες με τον προσανατο­λισμό του μεγάλου στοχαστή απόπειρες συγκρότησης μεταφυσικού προμαρξικού τύπου «οντολογίας», περί του «καθ' όλου» φυσικής φιλοσοφίας κλπ. - βλ. π.χ. την περί «διαλε­κτικού υλισμού» αντίληψη του Στάάλιν, του Μπουχάριν και της επίσημης σοβιετικής φι­λοσοφίας) αποδεικνύουν, ότι: 1) η περαιτέρω ανάπτυξη της διαλεκτικής είναι ανέφικτη αν δεν συνδέεται οργανικά με τη διερεύνηση της λογικής και μεθοδολογίας των συγκε­κριμένων επιστημών και της ιστορίας του φιλοσοφικού στοχασμού 2) η ανάπτυξη της επιστημονικής νόησης (ιστορικά και λογικά) διέπεται από συγκεκριμένες νομοτέλειες και διανύει κατ' αναγκαιότητα ορισμένα στάδια-βαθμίδες. Ιστορικές μορφές αυτής της ανάπτυξης είναι συνολικά οι εξής (βλ. τον Παλιό Πρόλογο στο «Αντι-Ντύρινγκ»): ημιανθρώπινη - ημιαγελαία πρωτόγονη νόηση, μια νόηση άμεσα περιπλεγμένη με την υλική - πρακτική δραστηριότητα και αναπτυγμένη νόηση (όχι άμεσα αλλά έμμεσα - διαμεσολαβημένα συνδεόμενη με την πρακτική. Η τελευταία ως προς τη μέθοδο της διακρί­νεται σε: «αφελή-αυθόρμητη», «μεταφυσική» και «συνειδητά διαλεκτική». Η μετάβαση της ανθρωπότητας στη συνειδητά διαλεκτική νόηση σηματοδοτείται με τη συμβολή των Χέγκελ, Μαρξ και Ένγκελς. Η μετάβαση αυτή προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση του νο­μοτελειακού χαρακτήρα της ανάπτυξης της νόησης από την προδιαλεκτική (διάνοια) στη διαλεκτική (λόγος) βαθμίδα της. Η αδυναμία σύλληψης της διάκρισης μεταξύ διάνοιας και λόγου (Verstand και Vernunft) καθιστά απροσπέλαστες τις βαθύτερες λογικές και μεθοδολογικές κατακτήσεις του μαρξισμού (νομοτέλειες, νόμοι της διαλεκτικής, θεωρη­τική και αποδεικτική ισχύς της διαλεκτικής νοητικής ανασύστασης των αναπτυσσόμε­νων αντικειμένων κλπ.) ανάγει το μαρξισμό σε συνοθύλευμα «θέσεων» αυθαίρετα αξιο­ποιήσιμων κατά το δοκούν. Η αδυναμία αυτή συνδέεται με διάφορα κυρίαρχα αστικά φι­λοσοφικά ρεύματα, και ιδιαίτερα με τον θετικιστικό φετιχισμό του εμπειρισμού και ορι­σμένης βαθμίδας ανάπτυξης των μεθόδων των φυσικών επιστημών και των μαθηματι­κών. Η αδυναμία αυτή ανάγει τελικά τον μαρξισμό σε πλαδαρή και φλύαρη έκθεση ιδε­ών. Οδηγεί κατ' αυτό τον τρόπο στον «ανώτατο βαθμό φαντασιοπληξίας, ευπιστίας και δεισιδαιμονίας» δεδομένου ότι «εκθειάζοντας την απλή εμπειρία μεταχειρίζεται τη σκέ­ψη με ύψιστη περιφρόνηση και στην πραγματικότητα χώνεται όλο και πιο βαθιά μέσα στην πνευματική κενότητα» (Διαλεκτική της Φύσης, Σ.Ε., 1984, σελ. 32). Μόνο στα πλαί­σια της συνειδητής διαλεκτικής (του λόγου) είναι εφικτή η ανάπτυξη-άρση του θεωρητι­κού κεκτημένου του μαρξισμού. Η άγνοια αυτής της προβληματικής και η (συχνά κραυ­γαλέα και επιδεικτική) απόρριψη της συνδέεται a priori με την ουσιαστική απόρριψη του ίδιου του μαρξισμού.

2. Τεράστιας μεθοδολογικής σημασίας είναι οι έρευνες που πραγματοποίησε ο Ένγκελς (παράλληλα και σε στενή συνεργασία με τον Μαρξ) σε ζητήματα κοινωνικής θε­ωρίας (βλ. π.χ. «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου», «Μάρκα», «Για την ιστορία των Αρχαίων Γερμανών», «Η περίοδος των Φράγκων», «Η καταγωγή της οι­κογένειας...» κ.α.). Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι -σε αντιδιαστολή με τα ήθη που επικρα­τούν σήμερα στον τομέα της επιστημονικής δεοντολογίας (όπου βλέπουμε και αυτοαπο­καλούμενους «μαρξιστές» να «διευθετούν» με καταπληκτική «άνεση» εξ απαλών ονύχων τα πλέον περίπλοκα ζητήματα της θεωρίας)- οι μελέτες αυτές (και ιδιαίτερα όσες δημο­σιεύθηκαν εν ζωή των κλασικών) εδράζονταν σε διεξοδικότατη κριτική αφομοίωση όλων των κεκτημένων της ιστορικής επιστήμης της εποχής τους (Η.Η. Bancroff, F. Berier, G.L. Mauber, M.M. Κοβαλέφσκι, H.J. Maine, J. Lubbock, J. Phear, J.Bachofen, J.F. McLennan, L.H. Morgan κ.ά.). Η ανακάλυψη του γένους (L.H. Morgan, 1877) ως καθο­λικής ιδιότυπης μορφής της πρωτόγονης κοινωνίας «έχει για την πρωτόγονη ιστορία την ίδια σημασία που έχει η θεωρία της ανάπτυξης του Δαρβίνου για τη βιολογία και η θεω­ρία της υπεραξίας του Μαρξ για την πολιτική οικονομία» (Ένγκελς «Για την ιστορία της πρωτόγονης οικογένειας (Bachofen, McLennan, Morgan)»). Όλες αυτές οι κατακτήσεις της τότε ιστορικής επιστήμης εντάσσονται οργανικά (μετά από κριτική επεξεργασία) στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ιδιαίτερα στο έργο του Ένγκελς «Η καταγωγή της οικογένειας...». Η ανάπτυξη της ιστορικής επιστήμης υπαγορεύει μιαν επανεξέταση της αντίληψης του Morgan για την πρωτόγονη κοινωνία και ιδιαίτερα όσον αφορά τις πέντε βαθμίδες ανάπτυξης της οικογένειας: αιματοσυγγενική, πουναλουανή, ζευγαρωτή, πα­τριαρχική και μονογαμική. Η πρώτη από αυτές αποδείχθηκε καρπός μη έγκυρης πληρο­φορίας ενώ η δεύτερη απλώς ειδική περίπτωση, χωρίς ωστόσο να συνιστά αυτοτελές στάδιο (βλ. Ιστορία της πρωτόγονης κοινωνίας. Μόσχα, 1983, σελ. 125-126). Συνεπώς παρωχημένες μπορούν να θεωρηθούν και οι αντίστοιχες θέσεις στο έργο του Ένγκελς. Ωστόσο το βασικό περιεχόμενο αυτού του έργου (ό,τι αφορά τη μονογαμία, την προέ­λευση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του Κράτους, την καθοριστική στιγμή της ιστορίας) όχι μόνο δεν έπαψε να ισχύει αλλά αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας. Και αυ­τό όχι μόνο από την άποψη της ιστορικής σημασίας ιδιοφυούς σύλληψης του, αλλά από την άποψη των δυνατοτήτων που παρέχουν για τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινω­νικής θεωρίας, που οδηγεί στην «άρση» του επιστημονικού κεκτημένου του μαρξισμού. Οι δυνατότητες αυτές επικεντρώνονται εν πολλοίς στην επαναδιατύπωση (αρχική διατύπωση στην «Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου», 1843, και κατόπιν στη «Γερμανική Ιδεολογία», 1845-46) της θέσης για τον καθοριστικό ρόλο που διαδρα­ματίζει σε τελευταία ανάλυση στην ιστορία η «παραγωγή και αναπαραγωγή της άμεσης ζωής». Η τελευταία είναι, κατά τον Ένγκελς, δύο ειδών: «Αφ' ενός μεν παραγωγή μέσων προς το ζην: τροφίμων, ρουχισμού, κατοικίας και των απαραίτητων γι' αυτό εργαλείων αφ' ετέρου δε παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου, συνέχιση του γένους» (βλ. τον πρόλο­γο της πρώτης έκδοσης). Η ένταξη αυτή της «παραγωγής του ίδιου του ανθρώπου» στην παραγωγή και αναπαραγωγή της άμεσης ζωής ερμηνεύθηκε από πολλούς «μαρξιστές» και μη (π.χ. Στάλιν) ως «παρέκκλιση» από την «ορθοδοξία» του κοινωνιολογισμού-οικονομισμού τους. Στην πραγματικόττητα πρόκειται για την πλέον κατάλληλη και επιστη­μονικά έντιμη διατύπωση ενός θεμελιώδους ζητήματος της κοινωνικής θεωρίας, αντί­στοιχη του επιπέδου ανάπτυξης της ιστορικής επιστήμης της εποχής, η οποία ερμήνευε την ανάπτυξη των μορφών της οικογένειας (μέχρι και της ζευγαρωτής) ως προϊόν της φυσικής επιλογής (του «βιολογικού παράγοντα») και το γένος ως συνέπεια της μορφής εκείνης της οικογένειας που ανέκυψε από τη δράση του βιολογικού παράγοντα. Για το εν λόγω επίπεδο, οι οικογενειακοί δεσμοί (μέχρι τη μονογαμία), οι δεσμοί του γένους αφ' ενός, και αφ' ετέρου οι δεσμοί που ανακύπτουν από την παραγωγική επενέργεια των αν­θρώπων στη φύση, καθώς και οι σχέσεις που συνάπτουν βάσει αυτής της επενέργειας, προβάλλουν ως παράλληλα συνυπάρχοντες, ως ασύνδετοι μεταξύ τους: οι μεν ως βιολο­γικοί ουσιαστικά, οι δε ως οικονομικοί και οικονομικής προέλευσης. Η ιδιοφυής διαί­σθηση του Ένγκελς, ο οποίος αισθάνθηκε ότι εδώ υπάρχει περίπλοκο πρόβλημα, τον οδηγεί στη διάκριση «δύο παραγωγών» κάνοντας αφαίρεση από την ειδική εξέταση της εσωτερικής συνάφειας τους. Ταυτόχρονα όμως δεν ανάγει την παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου σε αποκλειστικά βιολογικούς δεσμούς (βλ. π.χ. τη διερεύνιση της μονογαμίας, την εμφάνιση και ανάπτυξη της οποίας ερμηνεύει μέσω της ανάπτυξης του τρόπου πα­ραγωγής μέσων προς το ζην), ενώ ερμηνεύει τις σχέσεις του γένους όχι μόνο ως βιολογι­κές αλλά και ως κοινωνικές. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στη συσχέτιση μεταξύ φυσικού (και βιολογικού) και κοινωνικού, στη μετάβαση από τις προϋποθέσεις της κοινωνίας στην καθ' αυτή κοινωνία, από το «είναι» στην «ουσία» του κοινωνικού όλου. Αντίστοι­χη μεθοδολογική - γνωσεεοθεωρητική συγκυρία παρατηρείται στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας όταν ο Α. Σμιθ προσέκρουσε στο πρόβλημα της μετάβασης από την απλή εμπορευματική παραγωγή (προϋπόθεση της κεφαλαιοκρατίας) στην κεφαλαιοκρατία. Μόνο που ο Σμιθ, σε αντιδιαστολή με τον διαλεκτικά σκεπτόμενο Ένγκελς, προσκρούο­ντας στο πρόβλημα οδηγείται στην αντίθεση μεταξύ «εσωτερικής» και «εξωτερικής» προσέγγισης, μεταξύ θεωρητικής εξήγησης (μέσω του νόμου της αξίας) και εμπειρικής περιγραφής του φετιχισμού της αντικειμενικής φαινομενικότητας. Δυστυχώς, για κοινωνικούς-ιστορικούς λόγους (που εδώ δεν μπορούμε να εξετάσουμε διεξοδικά) και λό­γω της μεθοδολογικής ανικανότητας να αρθούν στο επίπεδο της διαλεκτικής σύνθεσης, του λόγου, οι προσκολλημένοι στην προδιαλεκτική διάνοια «μαρξιστές» επαναλαμβά­νουν στα τυφλά (και με χειρότερο τρόπο) τις θεωρητικές περιπέτειες τύπου Α. Σμιθ στην κοινωνική θεωρία. Δεν συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα οργανικής ένταξης των με­τασχηματισμένων προϋποθέσεων του κοινωνικού (συμπεριλαμβανομένων και των βιο­λογικών σχέσεων) στην κοινωνική θεωρία ως αμεσότητα, ως «είναι» της κοινωνίας, αλ­λά σπεύδουν να «εμπλουτίσουν» την (όντως μονόπλευρη) κοινωνιολογιστική - οικονομιστική ερμηνεία του «μαρξισμού» τους με τον «ξεχασμένο άνθρωπο», με την «ανθρώ­πινη φύση» κλπ. Οι απόψεις αυτές —που προβάλλουν ιδιαίτερα τελευταία και λόγω της ψυχολογίας της ήττας που επέφερε η αντεπανάσταση σε πολλούς μαρξιστές— συνδέο­νται συχνά με μιαν άκριτη αποδοχή, όχι των μεγάλων ανακαλύψεων της ψυχανάλυσης (ύπαρξη του ασυνείδητου, διάρθρωση-ιεραρχία του ψυχισμού) αλλά και των κατ' εξοχήν παραπροϊόντων της, που προβάλλουν με αξιώσεις καθολικής εμβέλειας κοινωνικής φι­λοσοφίας (ψυχολογισμός-βιολογισμός, ενστικκτισμός, ατομικισμός, ανορθολογισμός κλπ.), μιας φιλοσοφίας κάθε άλλο παρά συμβατής με το μαρξισμό (ο Φρόιντ ποτέ δεν απέκρυψε τη σχέση των απόψεων του με την έμφυτη, ανορθόλογη «κοσμική θέληση» του Σοπενχάουερ). Και βέβαια επ' ουδενί λόγο δεν μπορεί να συνιστά ανάπτυξη του μαρξι­σμού οποιοδήποτε εγχείρημα εκλεκτικιστικής συρραφής ετερόκλητων (συχνά αλληλοαποκλειόμενων) θέσεων από τη σκοππιά ενός μεθοδολογικού «πλουραλισμού».

Η μοναδική στην ιστορία εμπειρία μακροχρόνιας σοσιαλιστικής οικοδόμησης (ιδιαί­τερα στην τέως ΕΣΣΔ) η συσχέτιση επανάστασης και αντεπανάστασης, η εδραίωση της τελευταίας σε χώρες του πρώτου ρεύματος σοσιαλιστικών επαναστάσεων, η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση και η συνακόλουθη κρίση του μαρξισμού, καθιστούν ζωτικής ση­μασίας ζητούμενο της εποχής μας τη διαλεκτική ανάπτυξη -«άρση» του μαρξισμού, που δεν θα συνιστά πλέον, απλώς θεωρία της άρνησης του παρελθόντος (αρνητικά προσδιο­ριζόμενη από αυτό το παρελθόν) αλλά θα εξετάζει την ανθρωπότητα από τη σκοπιά του κομμουνισμού. Η πρώτη επιστημονική θεμελίωση αυτής της άρσης συνδέεται με το εγ­χείρημα της «Λογικής της Ιστορίας» του Β.Α. Βαζιούλιν. Το ζήτημα αυτό απαιτεί ξεχω­ριστή εκτενή διαπραγμάτευση. Εδώ απλώς επιχείρησα μια συνοπτική (και εν πολλοίς σχηματική) ανάδειξη του σε θεωρητική-μεθοδολογική βάση, δεδομένου ότι προκαλούν πλέον ανία και αποστροφή οι αφηρημένες διακηρύξεις περί ανάπτυξης του μαρξισμού, χωρίς προσδιορισμό της ιστορικότητας και των νομοτελειών που τον διέπουν, και επο­μένως της μεθόδου, του τρόπου δημιουργικής ανάπτυξης των κεκτημένων του.

Βιβλιογραφία

(εκτός των έργων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν)

- Βαζιούλιν Β.Α. «Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ. Μαρξ», Μόσχα, 1975.


- του ίδιου: «Η λογική του "Κεφαλαίου" του Κ. Μαρξ», Μόσχα, 1968.

- του ίδιου: «Η λογική της ιστορίας», Μόσχα 1988.

- του ίδιου: «Ο ρόλος του Ένγκελς στην προετοιμασία της ανακάλυψης της υλιστι­κής αντίληψης στην ιστορία», στο Vestnik Moskofskovo Univerciteta, σειρά: φιλοσοφία, No 6,1970.

- του ίδιου: «Προβλήματα της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας στο έργο του Ένγκελς "Η καταγωγή της οικογένειας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του κράτους"», στο Vestnik Moskofskovo Univerciteta σειρά: φιλοσοφία, No 2,1985.

- «Η λογική της ιστορίας και οι προοπτικές ανάπτυξης της επιστήμης». Έργα της διε­θνούς σχολήής της λογικής της ιστορίας, τ. 1. - Δαφέρμος Μ., Εφάνοβα Ο., Κόσελ Β., Μαξίμοβ Μ. κ.α. Μόσχα, 1993.

- Ντόπκιν Γκ. Σ. «Μεθοδολογικά προβλήματα της κοινωνικής γνώσης στη σοβιετική φιλοσοφική βιβλιογραφία των δεκαετιών 1960-1980», Μόσχα 1994.

- Πατέλης Δ. «Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης», Μόσχα 1991

- του ίδιου: Κ. Μαρξ, Μαρξισμός, διαλεκτική, λογική, ιστορικό και λογικό, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος κ.α. στο: «Φιλοσοφικό-κοινωνιολογικό λεξικό», εκδ. Καπόπουλος, τομ. 1-5, Αθήνα, 1994-95.

- Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ. «Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε», Ουτο­πία No 13,1994.

- Δαφέρμος Μ., Παυλίδης Π., Πατέλης Δ. «Για τις νομοτέλειες της μετάβασης στον κομμουνισμό», Αριστερή Ανασύνταξη, No 7-8,1995

16 Μαΐου 1995

1